Δnμόσιοs και Ιδιωτικόs Bios στην Ελλάδα 11: Οι Νεότεροι Χρόνοι
ΤΟΜΟΣ Β
nαpαδοσιακιi Tέxvn και Τεχνολογία
Σημείωση: Οι εικόνες οι οποίες έχουν περιληφθεί στον παρόντα τόμο χρησιμοποιούνται για
καθαρά εκπαιδευτικούς σκοπούς και υποκαθιστούν την προβολή εικαστικού υλικού στο πλαί σιο μιας διάλεξης. Παρατίθενται μόνο για προσωπική χρήση των φοιτητών του ΕΑΠ και συνο δε1Jονται από αναφορά της πηγής ή/και του δημιουργού τους. Οι εικόνες έχουν αναπαραχθεί σε τέτοιο μέγεθος (ί.Jπτε αυτό να επαρκεί για την κατανόηση του περιεχομένου τους. Απαγορεύεται η ανατύπωση και κάθε μορφής αναπαραγωγή του παρόντος τόμου, ο οποίος προορίζεται αποκλειστικά για τη διδασκαλία και τις εξετάσεις των φοιτητών του ΕΑΠ. Διανέ μεται δωρεάν μόνο στους δημιουργούς του διδακτικού υλικού, στους εγγεγραμμένους φοιτη τές του ΕΑΠ και στο αντίστοιχο διδακτικό προσωπικό και δεν διατίθεται προς πώληση.
ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΑΙΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔ Α 11: ΟΙΝΕΟΤΕΡΟΙΧΡΟΝ ΟΙ
Παραδοσιακή Τέχνη και Τεχνολογία
Σημείωση: Το ΕΑΠ είναι υπεύθυνο για τηv επιμέλεια έκδοσης και τηv ανάπτυξη τωv κειμένων, σύμφωνα με τη Μεθοδολογία της εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης. Για την επιστημονική αρτιότητα και πληρότητα τωv συγγραμμάτων, την αποκλειστική ευθύνη φέρουν οι συγγραφείς, κριτικοί αναγνώστες και ακαδημαϊκοί υπεύθυνοι που ανέλαβαν το έργο αυτό.
Για την ελληνική έκδοση Copyright © 2002 Για την Ελλάδα και όλο τον κόσμο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Οδός Παπαφλέσσα & Υψηλάντη, 26222 Πάτρα Τηλ: (0610) 314094, 314206, Φαξ: (0610) 317244
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΟΥ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ του Τόμου
Παραδοσιακή Τέ'Χνη και Τε'Χνολογία Ακαδημαϊκός Υπεύθυνος της θεματικής Ενότητας Μαρία Μιράσγεζη Επιμέλεια Έκδοσης του Τόμου Κωνσταντίνος Σμπόνιας Συγγραφή Άννα-Ιωάννα Γουήλ-Μπαδιεριτάκη
Κριτική Ανάγνωση Μαρία Μιράσγεζη
Ελένη Σπαθάρη-Μπεγλίτη
Ευδοκία Ολυμπίτου
Ευδοκία Ολυμπίτου
Ελένη Σπαθάρη-Μπεγλίτη
Επιμέλεια στη Μέθοδο της Εκπαίδευσης από Απόσταση Νίκος Σηφάκις Γλωσσική επιμέλεια Παναγιώτα Διδάχου Καλλιτεχνική επιμέλεια Κωνσταντίνος Νικολάου Ηλεκτρονική σελιδοποίηση Νάντια Ματσίνου Συντονισμός Ανάπτυξης Διδακτικού υλικού του Προγράμματος Σπουδών Βάσω Βασιλού-Παπαγεωργίου Συντονισμός ανάπτυξης εκπαιδευτικού υλικού και γενική επιμέλεια των εκδόσεων ΟΜΑΔΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΡΓΟΥ ΕΑΠ/1997-2002
ISBN: 960-538-475-2 Σύμφωvα με το Ν. 2121/1993 απαγορεύεται η συvολική ή αποσπασματική αναδημοσίευση του βιβλίου αυτοιί ή η αvαπαραyωyή του με οποιοδήποτε μέσο, χωρίς τηv άδεια του εκδ6τη.
� �� Ε λΑΗΝΙΙΙ:Ο
Α NOlt::TO
Π ΑΝΕΩΙ.ΣΤΗΜIΟ
ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό
ΘΕΜΑΤΙΚΉ ΕΝΟΤΗΤΑ ΙΙ
Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα 11: Οι Νεότεροι Χρόνοι
ΤΟΜΟΣ Β
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
ΠΑΤΡΑ 2002
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος
15 Μαρία Μιράογεζη
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Α.Ι Γουήλ-Μπαδιεριτάκη
Η νεοελληνική παραδοσιακή ενδυμασία
17
Σκοπός ................................................................................................................................17 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα ........................................................................................ 17 Έννοιες-Κλειδιά ................................................................................................................17 Εισαγωγικές Παρατηρήσεις.............................................................................................. 17
Ενότητα 1.1
Σύντομη ιστορία της ελληνικής ενδυμασίας ................................................................ 19 1.1.1 Εισαγωγή ..................................................................................................................19 1.1.2 Μινωική-μυκηναϊκή περίοδος (2800 π.Χ.-1100 π.Χ.) ..........................................20 1.1.3 Ελληνορωμαϊκοί χρόνοι (1100 π.Χ.-300 μ.Χ.) ......................................................25 1.1.4 Βυζαντινή εποχή ......................................................................................................29 1.1.5 Μεσαιωνική Ευρώπη (476-1600 μ.Χ.) ....................................................................32 1.1.6 Η νεοελληνική παραδοσιακή ενδυμασία από τα μέσα του 15ου ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ................................................................ 35
Ενότητα 1.2 Μορφολογικά και ενδυματολογικά χαρακτηριστικά ....................................................37 1.2.1 Η μορφολογία των παραδοσιακών ενδυμασιών ....................................................37 1.2.2 Η ανδρική ενδυμασία. Ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα ................................40 1.2.3 Η γυναικεία ενδυμασία. Ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα ..............................46 1.2.4 Παραδοσιακές ενδυμασίες Κύπρου, Πόντου, Μ. Ασίας, Β. Ηπείρου, Α. Ρωμυλίας, Α. Θράκης .................................................................................................... 64 1.2.5 Η παιδική ενδυμασία. Ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα ..................................68
1
7
Ενότητα 1.3 Κεντητική-Κοσμήματα-Μαγικοσυμβολικά θέματα ................................................71 1.3.1 Η κεντητική................................................................................................................71 1.3.2 Τα κοσμήματα ..........................................................................................................75 1.3.3 Λειτουργίες και μαγικοσυμβολικά θέματα της παραδοσιακής ενδυμασίας ......82 Σύνοψη ................................................................................................................................84 Γλωσσάρι ............................................................................................................................85 Βιβλιογραφία ......................................................................................................................90 Οδηγός για Περαιτέρω Μελέτη ........................................................................................92
Κ,Ε ,�ΛΛΙΟ 2 Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη
Συντεχνίες;: μια μορφή κοινωνικής; οργάνωσης; των παραδοσιακών τεχνιτών - Επαγγελματική συνοχή και κοινωνική αλληλεγγύη
93
Σκοπός ................................................................................................................................93 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα ........................................................................................93 Έννοιες-Κλειδιά ................................................................................................................93 Εισαγωγικές Παρατηρήσεις..............................................................................................93
Ενότητα2.1 Βασικοί όροι ........................................................................................................................95
Ενότητα2.2 Ιστορική αναδρομή ............................................................................................................96
Ενότητα2.3 Δομή της συντεχνίας ........................................................................................................99
Ενότητα2.4 Συντεχνιακή αλληλεγγύη ..............................................................................................101
Ενότητα2.5 Αποδόμηση tων συντεχνιών ..........................................................................................102 Σύνοψη ..............................................................................................................................104 Παράρτημα ......................................................................................................................105 Βιβλιογραφία ....................................................................................................................108 Οδηγός για Περαιτέρω Μελέτη ......................................................................................109
8
Λ /:,, 1
3
Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη
Αρχιτεκτονική- Γλυπτική- Ζωγραφική
111
Σκοπός ..............................................................................................................................111 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα .......................................................................................111 Έννοιες-Κλειδιά ..............................................................................................................112 Εισαγωγικές Παρατηρήσεις............................................................................................112
Ενότητα3.1
�χιτεκτοvική και άνθρωπος; ........................................................................................113
Ενότητα3.2
Η στοιχειωδέστερη μορφή αρχιτεκτονικής παρέμβασης στον χώρο: οι καλύβες των Σαρακατσάνων ......................................................................................115
Ενότητα3.3
Οι αγροικίες και οι περιστεριώνες ................................................................................118
Ενότητα3.4
Μονόσπιτο και μεγαλιθικό σπίτι: δύο διαμετρικά αντίθετοι τύποι με κοινό αρχιτεκτονικό πυρήνα..............................121
Ενότητα3.5 Θρακιώτικη αρχιτεκτονική: παράδειγμα συνύπαρξης; αρχιτεκτονικών στοιχείων που προκύπτουν από φυλετικές; διαφοροποιήσεις; ......125
Ενότητα3.6
Οι συντεχνίες; των μαστόρων: τα μπουλούκια της Πυρσόγιαννης; Ηπείρου ............130
Ενότητα3.7
ΔιαμόQφωση σχέσεων ανάμεσα στις; οικονομικές δομές; και στην οργάνωση του οικισμένου χώρου: το παράδειγμα του Πηλίου ..................132
Ενότητα3.8 Τήνος: ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα λιθογλuπτικής στην Ελλάδα ......................138
Ενότητα3.9
Η ζωγραφική στην υπηρεσία της αρχιτεκτονικής ......................................................141
9
Ενότητα 3.1 Ο ΧώQοι συνάντησης; και επικοινωνίας και άξονες κίνησης; ανθρώπων και αγαθών ......144
Ενότητα 3.11 Τάσεις; ανάδειξης; της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής σε σύγχρονο πQότυπο ............ 149 Σύνοψη ..............................................................................................................................151 Παράρτημα ......................................................................................................................152 Βιβλιογραφία ....................................................................................................................157 Οδηγός για Περαιτέρω Μελέτη ......................................................................................158
f<
ΑΛΑΙΟ 4 Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη
Αγγειοπλαστική
161
Σκοπός ..............................................................................................................................161 Προσδοκώμενα Α.,,:οτελέσματα ......................................................................................161 Έννοιες-Κλειδιά ..............................................................................................................161 Εισαγωγικές Παρατηρήσεις............................................................................................162
Ενότητα4.1 Η αγγειοπλαστική ως παραγωγική δραστηριότητα ....................................................163 4.1.1 Τα κεραμικά ως προϊόντα της παραδοσιακής τεχνολογίας ................................163 4.1.2 Η αγγειοπλαστική ως χειροτεχνική δραστηριότητα ............................................164 4.1.3 Αγγειοπλαστικά κέντρα και εργαστήρια παραγωγής ........................................172 4.1.4 Μορφή και λειτουργία των κεραμικών ................................................................174 4.1.5 Τα κεραμικά ως έκφραση των αισθητικών αναγκών της παραδοσιακής κοινωνίας ................................................................................175
Ενότητα4.2 Τέχνη και τεχνική της; κεραμικής;..................................................................................177
Ενότητα4.3 Οι μετακινήσεις των αγγειοπλαστών ............................................................................180 4.3.1 Οι βεντέμες του Θραψανού της Κρήτης ..............................................................180 4.3.2 Οι συντροφιές της Σίφνου ......................................................................................182 4.3.3 Μετακίνηση των αγγειοπλαστών στον αστικό χώρο ..........................................183 Σύνοψη ..............................................................................................................................187 Παράρτημα ......................................................................................................................188 Βιβλιογραφία ....................................................................................................................191 Οδηγός για Περαιτέρω Μελέτη ......................................................................................192
10
Κ Ε CDJΧΛΛΙ
5
Ε. Ολυμπίτου
Παραδοσιακή τεχνολογία και επαγγέλματα
195
Σκοπός ..............................................................................................................................195 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα .................................................................._ ..................195 'Εννοιες-Κλειδιά ..............................................................................................................195 Εισαγωγικές Παρατηρήσεις ............................................................................................196
Ενότητα5.1 Οι πηγές ενέQγειας ..........................................................................................................197 5.1.1 Οι μύλοι....................................................................................................................197 5.1.2 Μυλωνάδες και μυλομαραγκοί ............................................................................202 5.1.3 Νεροτριβές Μπατάνια ........................................................................................203 5.1.4 Οι βιοτεχνικές εγκαταστάσεις ως χώροι κοινωνικής συνάθροισης ..................204
Ενότητα5.2 ΒυQσοδεψία ......................................................................................................................205 5.2.1 Το δέρμα και τα υλικά επεξεργασίας του ............................................................ 205 5.2.2 Επεξεργασία των δερμάτων .................................................................................. 205 5.2.3 Κέντρα παραδοσιακής βυρσοδεψίας....................................................................208
Ενότητα5.3 Υποδηματοποιία ..............................................................................................................210 5.3.1 Υλικά ........................................................................................................................ 212 5.3.2 Εργαλεία..................................................................................................................212 5.3.3 Τεχνική ....................................................................................................................213 5.3.4 Παραδοσιακά κέντρα κατασκευής υποδημάτων ...................,-..........................214
Ενότητα5.4 Το ξύλο: ξυλουQγική και επιπλοποιία ..........................................................................216 5.4.1 Τα εργαλεία ............................................................................................................216 5.4.2 Η ξυλογλυπτική ......................................................................................................217 5.4.3 Τα έπιπλα ................................................................................................................ 218
Ενότητα5.5 Σαμ«Qοποιία ....................................................................................................................221
Ενότητα5.6 Β«Qελοποιία......................................................................................................................224
11
5.6.1 Είδη βαρελιών ........................................................................................................224 5.6.2 Η ξυλεία ..................................................................................................................224 5.6.3 Η κατασκευή ..........................................................................................................225
Ενότητα5.7 Ξνλοναυπηγική ................................................................................................................ 227 5. 7.1 Ιστορικά στοιχεία ..................................................................................................227 5.7.2 Τα ναυπηγεία ..........................................................................................................228 5.7.3 Πρώτεςύλες............................................................................................................228 5.7.4 Εργαλεία..................................................................................................................228 5.7.5 Η σχεδίαση και η κατασκευή ................................................................................229 5.7.6 Οι τεχνίτες ..............................................................................................................232 5.7.7 Οι τύποι των σκαφών ..............................................................................................232
Ενότητα5.8 Υφαντικέ; υλε; ................................................................................................................235 5.8.1 Η νηματουργία και η υφαντική ..............................................................................235 5.8.2 Η βαφική..................................................................................................................240 5.8.3 Η ύφανση ................................................................................................................241 5.8.4 Η διακόσμηση ........................................................................................................242 5.8.5 Η μεταξουργία ........................................................................................................242 5.8.6 Η ραπτική ................................................................................................................246
Ενότητα5.9 Καλαθοπλεκτική ..............................................................................................................250 5.9.1 Εργαλεία και υλικά ................................................................................................251 5.9.2 Η κατασκευή ..........................................................................................................252 5.9.3 Είδη καλαθιών ........................................................................................................252
Ενότητα5.1Ο Μεταλλοτεχνία ................................................................................................................254 5.10.1 Οι πρώτεςύλες......................................................................................................255 5.10.2 Το εργαστήριο και ο εργαλειακόςτου εξοπλισμός ..........................................256 5.10.3 Τεχνικέςκατασκευήςκαι διακόσμησης..............................................................258 5.10.4 Οι τσιγγάνοι-σιδηρουργοί ....................................................................................260
Ενότητα5. 11 Σαπ(!)'Vοποιία ....................................................................................................................263 5.11.1 Τα υλικά ................................................................................................................264 5.11.2 Η κατασκευή ........................................................................................................264
12
1
Ενότητα 5. 12 ΚηQοπλαστική ..................................................................................................................266 5.12.1 Είδη κεριών ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής τους ...................................... 266 Ενότητα 5. 13 Σπογγαλιεία .......................................................................................................................269 5.13.1 Τόποι ανάπτυξης .................................................................................................. 269 5.13.2 Μέθοδοι σπογγαλιείας ........................................................................................ 270 5.13.3 Τα σπογγαλιευτικά σκάφη .................................................................................. 274 5.13.4 Το πλήρωμα- Η προετοιμασία του ταξιδιού - Η αναχώρηση ........................274 5.13.5 Η επεξεργασία των σπόγγων .............................................................................. 276 Σύνοψη .............................................................................................................................. 278 Παράρτημα ...................................................................................................................... 279 Βιβλιογραφία .................................................................................................................... 293 Οδηγός για Περαιτέρω Μελέτη ...................................................................................... 300 Κατάλογος Εικόνων ........................................................................................................ 302
1
13
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ο δεύτερος τόμος της Θεματικής Ενότητας «Δημόσιος και Ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα 11: Οι νεότεροι χρόνοι» αποτελείται από πέντε κεφάλαια. Στο κεφάλαιο 1, ύστερα από μια σύντομη εισαγωγή στην ιστορία της ελληνικής ενδυμασίας, εξετάζε ται η ενδυμασία κατά τη μινωική και τη μυκηναϊκή εποχή, τους ελληνορωμαϊκούς χρόνους, το Βυζάντιο, την Αναγέννηση και τέλος τη νεοελληνική παραδοσιακή εν δυμασία από τα μέσα του 15ου αιώνα. Επισημαίνονται επίσης τα μορφολογικά και ενδυματολογικά χαρακτηριστικά της παραδοσιακής ενδυμασίας με έμφαση στην αν δρική, στη γυναικεία και στην παιδική ενδυμασία τόσο στην ηπειρωτική όσο και νη σιωτική Ελλάδα, ενώ στη συνέχεια εξετάζονται η κεντητική, τα κοσμήματα και τα μαγικοσυμβολικά θέματα. Στο κεφάλαιο 2 παρουσιάζονται οι συντεχνίες (βασικοί όροι, ιστορική αναδρο μή, δομή της συντεχνίας, συντεχνιακή αλληλεγγύη, αποδόμηση των συντεχνιών και στο κεφάλαιο 3 εξετάζονται η αρχιτεκτονική, η γλυπτική και η ζωγραφική. Στο κεφάλαιο 4 αναλύεται η αγγειοπλαστική (τα κεραμικά ως προϊόντα της πα ραδοσιακής τεy;ιιολογίας, η αγγειοπλαστική ως χειροτεχνική δραστηριότητα, τα αγ γειοπλαστικά κέντρα και εργαστήρια παραγωγής, η μορφή και λειτουργία των κερα μικών, τα κεραμικά ως έκφραση των αισθητικών αναγκών της παραδοσιακής κοινω νίας, η τέy;ιιη και τεy;ιιική της κεραμικής, οι μετακινήσεις των αγγειοπλαστών). Στο κεφάλαιο 5 εξετάζεται η παραδοσιακή τεχνολογία και τα επαγγέλματα, οι πηγές ενέργειας (μύλοι, μυλωνάδες και μυλομαραγκοί, τα μπατάνια και οι νεροτρι βές, οι βιοτεχνικές εγκαταστάσεις ως χώροι κοινωνικής συνάθροισης), η βυρσοδε ψία (τα δέρματα και η επεξεργασία τους, τα υλικά, τα κέντρα της παραδοσιακής βυρσοδεψίας), η υποδηματοποιία (υλικά, εργαλεία, τεχνική, παραδοσιακά κέντρα κατασκευής υποδημάτων, η ξυλουργική και επιπλοποιία (εργαλεία, ξυλογλυπτική, έπιπλα), η σαμαροποιία, η βαρελοποιία (είδη βαρελιών, ξυλεία, κατασκευή), η ξυλο ναυπηγική (ιστορικά στοιχεία, ναυπηγεία, πρώτες ύλες, εργαλεία σχεδίασης και κα τασκευής, τεχνίτες και τύποι σκαφών), οι υφαντικές ύλες (νηματουργία και υφαντι κή, βαφική, ύφανση, διακόσμηση, μεταξουργία, ραπτική), η καλαθοπλεκτική (εργα λεία και υλικά, κατασκευή, είδη καλαθιών), η μεταλλοτεy;ιιία (οι πρώτες ύλες, το ερ γαστήριο και ο εργαλειακός του εξοπλισμός, οι τεχνικές κατασκευής και διακόσμη σης, οι τσιγγάνοι δημιουργοί), η σαπωνοποιία (τα υλικά και η κατασκευή), η κηρο πλαστική (είδη κεριών ανάλογα με τον τρόπο κατασκευής τους), η σπογγαλιεία (τό ποι ανάπτυξης, μέθοδοι, τα σπογγαλιευτικά σκάφη, το πλήρωμα, η προετοιμασία του ταξιδιού, η αναχώρηση, η επεξεργασία των σπόγγων).
Μαρία Μιράογεζη Ακαδημαϊκή Υπεύθυνη της Θεματικής Ενότητας
1
15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
1
Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ Α.Ι. Γουήλ-Μπαδιεριτάκη Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι η παρουσίαση της νεοελληνικής παραδοσιακής ενδυμασίας, ανδρικής, γυναικείας και παιδικής, με βάση τις ιστορικές της καταβολές και τα ιδιαίτερα, κατά γεωγραφικές περιοχές, μορφολογικά της χαρακτηριστικά. Θα παρουσιαστούν, επίσης -λόγω του περιορισμένου χώρου-, ελάχιστα από τα ενδια φέροντα και αξιοσημείωτα ήθη και έθιμα που αναφέρονται σε αυτήν.
Σκοπός
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη αυτού του κεφαλαίου, θα είστε σε θέση να:
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
• αναφέρετε τα κύρια ενδυματολογικά γνωρίσματα των αρχαίων, βυζαντινών και νεοελληνικών παραδοσιακών ενδυμασιών· • περιγράφετε τις μορφολογικές ποικιλίες των παραδοσιακών ενδυμασιών, όπως παρουσιάζονται στην ηπειρωτική και τη νησιωτική Ελλάδα· • διακρίνετε τις διαφορές ανάμεσα στις καθημερινές, τις γιορτινές και τις γαμήλιες ενδυμασίες • αναγνωρίζετε τις θέσεις των παραδοσιακών κοσμημάτων πάνω στις ενδυμασίες. • • • • • • •
Κάλυμμα Μόδα Αλληλοεπίδραση Καταγωγή Μορφολογικά χαρακτηριστικά Ποικιλία Μαγικοσυμβολικά θέματα
Έννοιες Κλειδιά
Το κεφάλαιο που πρόκειται να μελετήσετε περιλαμβάνει τρεις ενότητες. Η πρώτη ενό τητα επικεντρώνεται στον ορισμό της ενδυματολογίας, στις κυριότερες θεωρίες που αναφέρονται σε αυτήν, στους λόγους για τους οποίους ο άνθρωπος χρησιμοποίησε την ενδυμασία καθώς και στους σημαντικότερους συμβολικούς της κώδικες. Στη συνέχεια σκιαγραφείται με συντομία η ιστορική διαδρομή της ενδυμασίας στον ελληνικό χώρο από την Αρχαιότητα έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Η δεύτερη ενότητα εστιάζεται στη μορφολογία της νεοελληνικής παραδοσιακής ενδυμασίας καθώς και στα βασικότερα ενδυματολογικά της χαρακτηριστικά τόσο στον ευρύτερο ηπειρωτικό και νησιωτικό ελλαδικό χώρο όσο και στη βόρεια και ανατολική Θράκη, στην Κύπρο, στη Μικρά Ασία και στη Βόρεια Ήπειρο.
1
17
Το πρώτο μέρος της τρίτης και τελευταίας ενότητας αναφέρεται -πάντοτε με συ ντομία- στα πολυάριθμα αλλά και πολυποίκιλα παραδοσιακά κοσμήματα και στις αντίστοιχες τεχνικές τους, ενώ το δεύτερο μέρος επικεντρώνεται στα ήθη, στα έθιμα και στα μαγικοσυμβολικά θέματα που συνδέονται άμεσα με την ίδια τη νεοελληνική παραδοσιακή ενδυμασία. Στο τέλος του κεφαλαίου παρατίθεται ένα Γλωσσάρι στο οποίο επεξηγούνται όλοι οι όροι οι σχετικοί με την ενδυμασία και την υπόδηση που θα συναντήσετε κατά τη με λέτη σας.
18
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 1.1
ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑΣ 1 1.1.1
Εισαγωγή
Ενδυμασία ονομάζουμε, με την ευρύτερη έννοια του όρου, οποιοδήποτε κάλυμμα με το οποίο ο άνθρωπος προσπαθεί να προστατευτεί από τα στοιχεία του φυσικού κό σμου δηλαδή από το κρύο, τη ζέστη, τα αιχμηρά αντικείμενα ή ακόμα και τις βλαβερές ουσίες (Καλογεροπούλου-Ζαχαριάδου, 1973, σ. 32). Η μελέτη των ενδυμάτων από αρχαιολογική, ιστορική, λαογραφική, ψυχολογική, κοινωνιολογική και γεωγραφική άποψη αποτελεί το αντικείμενο της ενδυματολογίας (Λαγάκου, 1998, σ. 14). Η ενδυμασία, εξάλλου, από πολύ παλιά προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών επιστη μόνων, οι οποίοι προσπαθούσαν -και ακόμη προσπαθούν- να αιτιολογήσουν, ο καθέ νας με βάση τη δική του εξειδικευμένη θεώρηση, τον λόγο ύπαρξής της στην πολιτισμι κή, κυρίως, ζωή των ανθρώπων της προϊστορικής και της ιστορικής εποχής. Αρκετοί προϊστοριολόγοι, για παράδειγμα, πιστεύουν ότι οι μακρινοί μας πρόγονοι πρωτοφόρεσαν καλύμματα όχι μόνο για λόγους προστασίας αλλά και για λόγους που σχετίζονταν με την άσκηση επιρροής στα μη φιλικά τους πρόσωπα. Αντίθετα, άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα καλύμματα-ενδυμασίες είχαν ένα και μοναδικό σκοπό: τον σεξουαλικό προσεταιρισμό των ετεροφύλων τους. Όμως αρκετοί μελετητές της ενδυμασίας θεωρούν ότι η κάλυψη του ανθρώπινου σώματος γενικότερα -και η κάλυψη των γεννητικών οργάνων ειδικότερα- πρωταρχικά απέβλεπε στην προστασία από τη βάσκανο δύναμη των πολυάριθμων κακοποιών πνευ μάτων, που αποσκοπούσε όχι μόνο στο να προξενήσει γενικά κακό στον άνθρωπο αλ λά ιδιαίτερα να βλάψει τα αναπαραγωγικά του όργανα. Από τις παραπάνω θεωρίες που κατά καιρούς έχουν δει το φως της δημοσιότητας και αποτελούν ένα μικρό μόνο δείγμα της πληθώρας των θεωριών που έχουν διατυπωθεί για την ενδυμασία, εύκολα προκύπτει, πιστεύουμε, το συμπέρασμα ότι δεν έχει ακόμη δοθεί ικανοποιητική απάντηση όσ�ν αφορά τους λόγους για τους οποίους ο άνθρωπος πρωτοφόρεσε τη μακρινή εκείνη εποχή κάποια μορφή ενδύματος (Λαγάκου, 1998, σ.17). Θα πρέπει, νομίζουμε, στο σημείο αυτό να αναφερθούμε με συντομία στη συμβολι κή γλώσσα της ενδυμασίας. Εννοιολογικά οποιοδήποτε σύμβολο δεν είναι παρά ένα επαναλαμβανόμενο σχήμα, οπτικό, ακουστικό ή ακόμα και απτικό, που να μπορεί δη λαδή κανείς να το πιάνει. Ταυτόχρονα το σύμβολο πρέπει να γίνεται αντιληπτό από τις ' Απεικονίσεις των ενδυμασιών που περιγράφονται σε αυτή την ενότητα μπορείτε να βρείτε στο βιβλίο της Ν. Λαγάκου, Η ενδυμασία διά μέσου των αιώνων, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1998 καθώς και στο βιβλίο της Μ. Houston, Ancίent Greek, Roman and Byzantίne costume and decoratίon, London, Edinburgh '1966.
1
19
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
ανθρώπινες αισθήσεις, ώστε να μπορεί, π.χ., μια ομάδα ανθρώπων, που από πριν έχει συμφωνήσει ότι περιέχει ένα συγκεκριμένο νόημα, να το κατανοεί άμεσα. Η χρυσή βέ ρα, για παράδειγμα, είναι ένα οπτικό σύμβολο, που φανερώνει ότι αυτός που τη φορά είναι παντρεμένος ή αρραβωνιασμένος, ανάλογα βέβαια με τη θέση- σύμβολο, δηλαδή αν τη φορά στον παράμεσο του δεξιού ή του αριστερού του χεριού (Καλογεροπούλου Ζαχαριάδου, 1973 , σ. 14). Έτσι λοιπόν και στην περίπτωση της ενδυμασίας, τα β!=(ριά και πολυτελή ρούχα που από τους αρχαιότατους χρόνους φορούσαν οι αρχηγοί, οι βασιλείς και οι πολυάριθμοι αξιωματούχοι, θρησκευτικοί και κοσμικοί, τους προσέδιδαν επιβολή και δύναμη και τους παρείχαν τη δυνατότητα άσκησης βίας στους άλλους, τους πολλούς, στους οποίους αυτού του είδους οι ενδυμασίες προκαλούσαν δέος αλλά συχνά και φόβο (Λαγάκου, 1998, σ. 18-19 ). Η ενδυμασία στη σημερινή εποχή έχει χάσει βέβαια τα παλιά της χαρακτηριστικά, δη λαδή εκείνα της δύναμης, της εξουσίας και της ταξικής διαφοροποίησης. Η αλλαγή αυτή, σε μεγάλο βαθμό, οφείλεται και σε έναν πολύ σημαντικό παράγοντα, τη μόδα. Με τον όρο «μόδα» γενικά, εννοούμε την κατά χρονικές περιόδους επικρατέστερη τάση όχι μόνο στην ένδυση αλλά και στην αρχιτεκτονική -για να αναφέρουμε δύο μόνο παραδείγματα-, τάση που έχει ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα το ότι είναι εφήμερη και διαρκώς μεταβαλλόμενη (Μπαμπινιώτης, 1998, σ.1118· Λαγάκου,1998, σ.136). Η μόδα λοιπόν, με την παγκοσμιότητά της, ιδιαίτερα κατά τον 20ό αιώνα, αφαίρεσε από την ενδυμασία πολλά χαρακτηριστικά της στοιχεία, όπως, π.χ., εκείνα της διάκρι σης και της επιβολής. Έτσι λοιπόν, στην εποχή μας, οι ενδυματολογικές διαφορές, όπου και όπως υπάρχουν, αποτελούν περισσότερο σημεία αναφοράς και αναγνώρισης ανάμεσα στα επαγγέλματα, π.χ. οι στρατιωτικές στολές (στρατός, ναυτικό, αεροπορία, αστυνομία κ.ά.), ή στα λειτουργήματα, π.χ. οι ενδυμασίες της εκκλησιαστικής ιεραρ χίας (μοναχός, διάκονος, ιερέας, μητροπολίτης κ.ά.), παρά ένδειξη διαφορετικών κοι νωνικών τάξεων (Λαγάκου, 1998, σ. 23).
1.1.2
Μινωική-μυκηναϊκή περίοδος (2800 π.Χ.-1100 π.Χ.)
Οι Μινωίτες στην καθημερινή τους ζωή ήταν σχεδόν γυμνοί. Συνήθως φορούσαν έναν αιδοιοφύλακα, που δεν ήταν παρά ένα ρούχο φτιαγμένο από ένα κομμάτι ύφα σμα, το οποίο έκρυβε τα γεννητικά τους όργανα. Στο σχήμα έμοιαζε αρκετά με τα σύγ χρονα πολύ στενά και κοντά ανδρικά μαγιό. Στον αιδοιοφύλακα ήταν προσαρμοσμένο ένα άλλο κοντό ρούχο, το περίζωμα, που άφηνε ακάλυπτα τα πλάγια των μηρών, ώστε τα πόδια να μένουν γυμνά και με αυτό τον τρόπο να φαίνονται πιο μακριά. Αυτού του είδους την ενδυμασία φοράει, για παράδειγμα, ο «Πρίγκιπας με τα κρίνα», από τη γνωστή τοιχογραφία των ανακτόρων της Κνωσού, που χρονολογείται στον 160 αιώνα π.Χ. (Houston, 1966, σ.11-13 · Λαγάκου, 1998, σ. 85-86· Παπαντωνίου, 2000, σ. 37 -38). Άλλοτε οι Μινωίτες φορούσαν μακρύτερο περίζωμα, που έφτανε ακόμα και πιο κάτω από τη μέση των μηρών. Στην περίπτωση αυτή, επειδή το περίζωμα έκρυβε τα γεννητικά τους όργανα, δεν φορούσαν αιδοιοφύλακα. Ένα τυπικό παράδειγμα αυτού του περιζώματος μπορεί να δει κανείς στον «Ρυτοφόρο», μια πολύ γνωστή τοιχογραφι-
20
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
κή κνωσιακή παράσταση, που χρονολογικά ανήκει στην ίδια περίπου εποχή με τον «Πρίγκιπα με τα κρίνα». Τόσο ο αιδοιοφύλακας όσο και το περίζωμα στηρίζονταν στη μέση με τη βοήθεια μιας μεταλλικής ή δερμάτινης ζώνης (Houston, 1966, σ. 11· Λαγάκου, 1998, σ. 85· Πα παντωνίου, 2000, σ. 38). Στα πόδια τους φορούσαν υποδήματα, δηλαδή σανδάλια, μπότες ή μποτίνια, αν και στις περισσότερες εικονογραφικές παραστάσεις παρουσιάζονται συνήθως ανυπόδητοι. Τα πλούσια και μακριά μαλλιά τους, αν ήταν βασιλικής καταγωγής, τα στόλιζαν με στέμματα, ενώ διάφορα κοσμήματα, όπως, π.χ., περιδέραια αλυσίδες και βραχιόλια, κοσμούσαν τον λαιμό και τους καρπούς των χεριών τους (Houston, 1966, σ. 11-13· Λα γάκου, 1998, σ. 85· Παπαντωνίου, 2000, σ. 38). Όταν έκανε κρύο φορούσαν ένα είδος κάπας από προβιά που προστάτευε το σώμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι μια σχετικά κοντή φούστα από προβιά φορούσαν και τα δύο φύ λα κατά τη διάρκεια των εορταστικών και θρησκευτικών τους εκδηλώσεων. Εκτός από αυτού του είδους τα ρούχα, στις συγκεκριμένες αυτές τελετές άνδρες και γυναίκες φορού σαν και ένα ένδυμα ραμμένο, που ήταν άλλοτε κοντό και άλλοτε μακρύ, τον χιτώνα. Μορφολογικά ο χιτώνας είχε το σχήμα ενός ανισοσκελούς σταυρού όταν έβγαινε από τον αργαλειό· μετά ραβόταν στα δυο πλαϊνά μέρη του, αφήνοντας όμως μια σχισμή στη μέση, τον λεγόμενο βρογχωτήρα, για να περνά το κεφάλι (Houston, 1966, σ. 15-16· Λαγάκου, 1998, σ. 85· Παπαντωνίου, 2000, σ. 37). Τα τελετουργικά αυτά ρούχα των Μινωιτών αποτυπώνονται με πολλές ενδυματολογι κές λεπτομέρειες και χρωματικές αποχρώσεις στις πλευρές της σαρκοφάγου από την Αγία Τριάδα της Φαιστού στην Κρήτη, που χρονολογικά τοποθετείται γύρω στο 1400 π.Χ. Ολοκληρώνοντας την αναφορά μας στη μινωική ανδρική ενδυμασία, πρέπει να πούμε ότι και οι πολεμιστές φορούσαν άλλοτε κοντό και άλλοτε μακρύ περίζωμα, ακό μη και κοντό χιτώνα, ενώ το κεφάλι τους προστατευόταν πάντα από μια περικεφαλαία ή ένα χάλκινο κράνος (Houston, 1966, σ. 15-18· Λαγάκου, 1998, σ. 85). Τη γυναικεία μινωική ενδυμασία αποτελούσαν κυρίως δύο κομμάτια, που σκέπα ζαν αντίστοιχα το πάνω και το κάτω μέρος του σώματος. Στο πάνω μέρος του κορμού φορούσαν ένα εφαρμοστό και με κοντά μανίκια περικόρμιο ή μπούστο, που άφηνε συ νήθως ακάλυπτο το στήθος, ενώ δενόταν κάτω από αυτό με κορδόνια. Τυπικό παρά δειγμα αποτελεί η «Θεά των όφεων», ένα κνωσιακό αγαλματίδιο που χρονολογικά ανήκει περίπου στο 1600 π.Χ. Δεν λείπουν όμως και παραστάσεις στις οποίες ένα λε πτό και διάφανο τούλι σκεπάζει διακριτικά το πάνω μέρος του σώματος, όπως δείχνει η τοιχογραφική παράσταση μιας Μινωίτισσας χορεύτριας της ίδιας περίπου εποχής με το προηγούμενο παράδειγμα (Houston, 1966, σ. 9-10· Λαγάκου 1998, σ. 87· Παπαντω νίου, 2000, σ. 30). Αντίθετα, το κάτω μέρος του κορμού της μινωικής γυναικείας ενδυ μασίας καλυπτόταν από μια !(Ολύ μακριά φούστα, που διακρινόταν σε τρεις ενδυ ματολογικούς τύπους (Houston, 1966, σ. 7). Στον πρώτο τύπο, η φούστα ήταν εφαρμοστή από τη μέση ως τους γλουτούς, ενώ από κει και κάτω άνοιγε, για να διευκολύνει το περπάτημα. Ο δεύτερος τύπος ήταν και αυτός μια φαρδιά και μακριά φούστα, αλλά ενδυ ματολογικά διέφερε από τον πρώτο τύπο, επειδή είχαν ραφτεί πιέτες από πρόσθετα κομμάτια υφάσματος πάνω στο ύφασμα της φούστας και σε επάλληλες οριζόντιες
21
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
γραμμές. Οι πιέτες αυτές, επειδή έκρυβαν εντελώς το ύφασμα της φούστας, έδιναν την εντύπωση ενός ξεχωριστού αισθητικού συνόλου.Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου τύπου φούστας βλέπουμε στο αγαλματίδιο της «Θεάς των όφεων» (Εικ. 1) από την Κνωσό (Houston, 1966, σ.10· Ζώρα, 1956, σ.10-18· Λαγάκου, 1998, σ. 87).
Εικόνα 1 Θεά των όφεων, Κνωσός, Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου
Ο τρίτος τύπος της φούστας είναι ενδυματολογικά αξιοσημείωτος, μια που η παρουσιαζόμενη ως μακριά και φαρδιά φούστα ίσως αποτελείται από δύο πολύ φαρ διές περισκελίδες, δηλαδή είναι ένα μακρύ και πολύ φαρδύ παντελόνι. Τέτοια παρα δείγματα συναντάμε πολλά στην επόμενη περίοδο, κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους, όπως θα δούμε παρακάτω. Είναι πολύ πιθανόν όμως, όπως δείχνουν τοιχογραφίες από τη Θήρα, σε κάποιες περιπτώσεις, να αποτελούν ένα επιπρόσθετο ρούχο, το οποίο με ζώνη δενόταν πάνω από μια φαρδιά και μακριά πουκαμίσα-ρόμπα (Ζώρα, 1956, σ. 1617, 47· Marinatos, 1984, σ.100-103· Παπαντωνίου, 2000, σ. 24). Πάνω από τις μινωικές φούστες, φορούσαν, όπως φαίνεται και στα περισσότερα εικονογραφικά παραδείγματα, στρογγυλές ποδιές, που ήταν κομμένες με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι πολύ πιο μακριές μπροστά και πίσω από ό,τι στα δύο πλαϊνά μέρη. Αυτού του τύπου η ποδιά φαίνεται πολύ καθαρά και στην ενδυμασία της «Θεάς των όφεων», που μπορείτε να δείτε στην Εικόνα 1 (Ζώρα, 1956, σ. 11· Houston, 1966, σ. 9· Λαγάκου, 1998, σ. 87· Παπαντωνίου, 2000, σ. 30, 33). Η μινωική γυναικεία ενδυμασία ολοκληρωνόταν με μια φαρδιά και πλούσια διακο σμημένη ζώνη, που έσφιγγε τη λεπτότατη μέση και έδινε έναν ξεχωριστό αέρα κομψό τητας και αρχοντιάς στις γυναίκες της μακρινής εκείνης εποχής (Ζώρα, 1956, σ. 13· Houston, 1966, σ. 8· Λαγάκου, 1998, σ. 87).
22
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Στα πόδια τους οι Μινωίτισσες φορούσαν σανδάλια, μποτίνια ή μπότες, που έφτα ναν μέχρι τις κνήμες και είχαν συνήθως μέτριο τακούνι, αν και τις περισσότερες φορές, όπως άλλωστε και οι Μινωίτες, περπατούσαν ανυπόδητες. Τα μακριά τους μαλλιά, περίτεχνα χτενισμένα, στόλιζαν πλούσιες ταινίες, διαδήμα τα και δικτυωτά πλέγματα, ενώ, όπως και οι Μινωίτες αγαπούσαν τα κοσμήματα, με τα οποία στόλιζαν με πολύ γούστο τον λαιμό και τους καρπούς των χεριών τους (Houston, 1966, σ. 8-9· Λαγάκου, 1998, σ. 87-88). Αξίζει να σημειωθεί ότι περίπου ίδια ρούχα φορούσαν και οι κάτοικοι της αρχαίας Θήρας (Σαντορίνης), όπως αποκαλύπτουν οι τοιχογραφίες - όσες σώθηκαν από την έκρηξη του ηφαιστείου στα τέλη περίπου του 16ου αιώνα π.Χ. (Παπαντωνίου, 2000, σ. 30). Η μυκηναϊκή ή υστεροελλαδική εποχή (1600 π.Χ.-1100 π.Χ.) αποτελεί περίοδο σταθμό στην ιστορία των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της δεύτερης προχριστιανικής χι λιετηρίδας. Οι επεκτάσεις των μυκηναϊκών κέντρων, με τη μορφή αποικιών, εκτός ελλα δικού χώρου, ηπειρωτικού και νησιωτικού, σε Δύση (νότια Ιταλία και Σικελία) και Ανατολή (Αίγυπτος, συροπαλαιστινιακές ακτές, Μ. Ασία), αν και δίνουν τη δυνατότητα στους Μυκηναίους να εμπλουτίσουν την πολιτισμική τους ταυτότητα με νέες ιδέες και πρακτικές, δεν τους επηρεάζουν αποφασιστικά στις ενδυματολογικές τους συνήθειες, καθώς συνεχίζουν, σε γενικές γραμμές, να ακολουθούν τον μινωικό ενδυματολογικό συρμό (Houston, 1966, σ. 20· Λαγάκου, 1998, σ. 90). Αρχικά οι Μυκηναίοι, οι οποίοι πρωτοτυπούν αφήνοντας γένια και μουστάκι, αντί θετα προς τους Μινωίτες, υιοθέτησαν το μινωικό περίζωμα, αργότερα όμως στα θεροποιήθηκε η προτίμησή τους προς δύο άλλου_ς ενδυματολογικούς τύπους. Ο πρώτος ήταν ένα είδος περιζώματοςπερισκελίδας, είχε κρόσσια στην παρυφή και έμοιαζε κάπως με τα σημερινά ανδρικά κοντά και φαρδιά παντελόνια. Αυτός ο τύπος, που διευκόλυνε το περπάτημα και το τρέξιμο στο κυνήγι, ασχολία ιδιαίτερα αγα Ι πητή στους Μυκηναίους, φαίνεται σε ένα εγχειρίδιο του 16ου αιώνα π.Χ. από τις Μυ κήνες, στο οποίο Μυκηναίοι προκαλούν και κυνηγούν λιοντάρια (Εικ. 2) (Μαρι νάτος, 1959, σ. 118, πίνακας XXXVI· Houston, 1966, σ. 23· Λαγάκου, 1998, σ. 90· Παπαντωνίου, 2000, σ. 50).
Εικόνα 2 Μυκηναϊκό εγχειρίδιο με παράσcαση κυνηγιού, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών
1
23
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
Ο δεύτερος ενδυματολογικός τύπος, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον χιτώνα -γνω στή ενδυμασία, όπως προαναφέρθηκε, στη μινωική Κρήτη- φορέθηκε πολύ περισσό τερο, όπως φαίνεται, από τους Μυκηναίους παρά από τους Μινωίτες (Houston, 1966, σ. 24-25· Γουήλ-Μπαδιεριτάκη, 1980, σ. 14· Παπαντωνίου, 2000, σ. 50). Η γυναικεία μυκηναϊκή ενδυμασία δεν διέφερε ουσιαστικά από εκείνη της μινωι κής Κρήτης. Το μυκηναϊκό φόρεμα αποτελούνταν από δύο κομμάτια, το ανοικτό περι κόρμιο, που ήταν εφαρμοστό και συνήθως ανοιχτό μπροστά, αφήνοντας το στήθος ακάλυπτο, χωρίς βέβαια να λείπει και η κάλυψή του με διάφανο ρούχο, και τους τρεις τύπους φούστας, που προϋπήρχαν στη μινωική εποχή (Houston, 1966, σ. 20-23· Λα γάκου, 1998, σ. 90-91· Παπαντωνίου, 2000, σ. 42, 45-46). Όπως και η γυναίκα στη μινωική Κρήτη, έτσι και η γυναίκα στη μυκηναϊκή Ελλάδα περπατούσε ανυπόδητη, αν και δεν έλειπαν τα σανδάλια, οι μπότες και τα μποτίνια, υπόδεση γνωστή ήδη από τη μινωική εποχή. Πλουσιότατα κοσμήματα από χρυσό, άργυρο, μόλυβδο και σίδηρο -τα δύο τελευ ταία μέταλλα ήταν δυσεύρετα και γι' αυτό πολύτιμα- στόλιζαν τα γυναικεία μακριά μαλλιά αλλά και τον λαιμό, το στήθος και τα χέρια (Houston, 1966, σ. 22· Λαγάκου, 1990, σ. 90-92). Προτού ολοκληρώσουμε αυτή την υποενότητα, αξίζει να τονιστεί το γεγονός ότι οι μινωικές και οι μυκηναϊκές ανδρικές και γυναικείες φορεσιές δεν διατηρήθηκαν στους επόμενους αιώνες, δηλαδή στους αιώνες της πρώτης χριστιανικής χιλιετίας.
Ι>
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 1 /Κεφάλαιο 1 Επιλέξτε τη σωστή από τις ακόλουθες διατυπώσεις και αιτιολογήστε την επιλογή σας. Θα βρεί τε τη σωστή απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. Α) Η μυκηναϊκή ανδρική ενδυμασία δεν έμοιαζε ενδυματολογικά με τη μινωική. Β) Η μυκηναϊκή ανδρική ενδυμασία ήταν όμοια με τη μινωική, μια που είχαν κοινά ενδυματολογικά στοιχεία, όπως, π.χ., τον αιδοιοφύλακα, το περίζωμα, τον χιτώνα, τα υποδήματα κ.ά. η Η μυκηναϊκή ανδρική ενδυμασία είχε και κοινά στοιχεία με την αντίστοιχη μινωική, όπως, π.χ., τον αιδοιοφύλακα, το περίζωμα, τον χιτώνα, τα υποδήματα κ.ά., αλλά ταυτόχρονα προχώρησε στην ενδυματολογική εξέλιξη του μινωικού περιζώματος, ως περιζώματος-περισκελίδας, άγνω στου στους Μινωfrες ρούχου, που ήταν απαραίτητο στο περπάτημα και στο τρέξιμο, ιδιαίτερα όμως στο κυνήγι, ενασχόληση ιδιαίτερα αγαπητή στους Μυκηναίους και στις Μυκηναίες.
Ι>
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 2/Κεφάλαιο 1 Ποια είναι τα ενδυματολογικά εξαρτήματα που φορούσαν οι Μινωίτισσες και οι Μυκηναίες; Αφού κάνετε την αντιστοίχιση, ανατρέξτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. Περικόρμιο Διάφανο τούλι περικορμίου Α' τύπος φούστας: φαρδιά και μακριά Β' τύπος φούστας: φαρδιά και μακριά, με επάλληλες σειρές από επιρραπτόμενα κομμάτια υφάσματος
r τύπος φούστας: μακριά και φαρδιά φούστα-περισκελίδα
24
Μινωίτισσες Μυκηναίες
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 3/Κεφάλαιο 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
---------
Η πρόταση που ακολουθεί είναι σωστή ή λάθος; Δικαιολογήστε την απάντησή σας. «Οι μινωι κές και μυκηναϊκές ενδυμασίες διατηρ ήθηκαν και στους ιστορικούς αρχαίους ελληνικούς
<]
χρόνους». Η σωστή απάντηση δίνεται στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. - --==----==-==-----,----w=---%---------------------
1.1.3
Ελληνορωμαϊκοί χρόνοι (1100 π.Χ.-300 μ.Χ.)
Στο πρώτο μέρος αυτής της περιόδου, κατά το οποίο συναντάμε τις αρχαίες ελληνι κές ενδυμασίες των ιστορικών χρόνων και το οποίο καλύπτει σχεδόν μια χιλιετία (1000 π.Χ.-146 π.Χ. ), κυριαρχούσαν ουσιαστικά δύο ενδυματολογικοί τύποι ή ρυθμοί, ο δω ρικός και ο ιωνικός. Όμως με το πέρασμα των αιώνων οι δύο αυτοί ρυθμοί αλληλοεπη ρεάστηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε τελικά να μιλάμε για ένα μόνο ρυθμό, που περιλάμ βανε πολλές, μεγάλες και μικρές, ενδυματολογικές παραλλαγές (Houston, 1966, σ. 38). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ηρόδοτος, ο «πατέρας της ιστορίας», ο οποίος έζησε πε ρίπου στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η ελληνική γυναι κεία ενδυμασία ήταν αρχικά μόνο μία, η δωρική. Η ιωνική γυναικεία ενδυμασία υιοθε τήθηκε από τους Έλληνες κατά τον 60 αιώνα π.Χ., πράγμα που οφείλεται σε ένα συ γκεκριμένο γεγονός. Στις αρχές του 6ου αιώνα, όταν οι Αθηναίοι ηττήθηκαν στην Αίγι να, σκότωσαν τον μόνο επιζώντα Αθηναίο που τους μετέδωσε τα άσχημα νέα τρυπώ ντας τον με τις περόνες που συγκρατούσαν τον πέπλο της δωρικής τους ενδυμασίας. Γι' αυτό τον λόγο, οι αθηναϊκές αρχές απαγόρευσαν αυτό τον τύπο της ενδυμασίας. Φυσι κά, ο νόμος έπαψε να ισχύει αργότερα, επειδή γνωρίζουμε ότι οι Αθηναίες φορούσαν στα μετέπειτα χρόνια (6ος, 5ος αιώνας) και τη δωρική ενδυμασία. Την πρωτοφόρεσαν οι Μικρασιάτες Έλληνες, οι οποίοι την υιοθέτησαν από τους Κάρες, μικρασιατικό λαό γείτονα των Ιώνων (Houston, 1966, σ. 38, 47). Την ανδρική δωρική ενδυμασία αποτελούσε ένας μονοκόμματος, μάλλινος ή λινός, χι τώνας, κοντός ή μακρύς, ανάλογα με την ηλικία, το αξίωμα και την τάξη. Ήταν ραμμένος στους ώμους και ήταν άλλοτε αχειρίδωτος, δηλαδή χωρίς μανίκια, και άλλοτε χειριδωτός (Houston, 1966, σ. 68· Λαγάκου, 1998, σ.100-101· Παπαντωνίου, 2000, σ. 54). Πάνω από τον χιτώνα φορούσαν το ιμάτιο, ένα κομμάτι χοντρό άραφτο ύφασμα, που διπλωνόταν λοξά και με τέτοιο τρόπο, ώστε, αφού πρώτα ξεκινούσε από τον αρι στερό ώμο, τύλιγε στη συνέχεια το ανδρικό σώμα και κατέληγε πάλι στον ίδιο ώμο, τον αριστερό. Παραλλαγή του ιματίου είναι η χλαμύς, που τυλιγόταν στο σώμα και στερε ωνόταν με πόρπη στον αριστερό ώμο (Houston, 1966, σ. 68· Λαγάκου, 1998, σ. 100· Παπαντωνίου, 2000, σ. 54). Είναι ενδιαφέρουσα η πληροφορία ότι σε περίοδο μεγάλης ζέστης πολλοί νεαροί άντρες συνήθιζαν να φορούν·κατάσαρκα, ως μοναδικό ρούχο, το ιμάτιο, όπως φαίνε ται σε σχεδιαστική αναπαράσταση του θεού Ερμή (Houston, 1966, σ. 68· Λαγάκου, 1998, σ. 100). Τον χειμώνα πάνω από τον χιτώνα φορούσαν τη χλαίνα, ένα ορθογώνιο παραλλη λόγραμμο κομμάτι υφάσματος, μεγαλύτερο από τη χλαμύδα, που έπεφτε επάνω στους ώμους και στηριζόταν μπροστά στον λαιμό με μια πόρπη ή περόνη, ένα είδος σημερι νής καρφίτσας-κοσμήματος (Houston, 1966, σ. 70· Παπαντωνίου, 2000, σ. 54).
25
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
Τα μαλλιά των αρχαίων Ελλήνων ήταν συνήθως μακριά και περίτεχνα χτενισμένα, ενώ στο κεφάλι φορούσαν καπέλα διάφορων σχημάτων. Τον καλλωπισμό τους συ μπλήρωνε, πολλές φορές, κοντή ή μακριά γενειάδα και το μουστάκι, και τα δύο δείγμα ευγενικής καταγωγής (Houston, 1966, σ. 69-70· Λαγάκου, 1998, σ.102). Σανδάλια και άλλα υποδήματα συμπλήρωναν την αρχαία ελληνική δωρική ανδρική ενδυμασία (Houston, 1966, σ. 66-68· Λαγάκου, 1998, σ. 102). Η γυναικεία δωρική ενδυμασία ήταν ενδιαφέρουσα και αρκετά ιδιότυπη.Ο χιτώνας της ήταν ένα μάλλινο ή λινό μεγάλου μήκους και πλάτους ύφασμα, που διπλωνόταν στο πάνω μέρος του σώματος με τέτοιο τρόπο, ώστε να σχηματίζει τον «κόλπο>> , ένα είδος πολύ φαρδιάς πτυχής. Όταν έφτιαχναν τον κόλπο στερέωναν τον χιτώνα με μεγάλες καρφίτσες, γνωστές με την ονομασία «περόνες», στους ώμους, ενώ ακριβώς κάτω από τον κόλπο ζώνονταν με μια φαρδιά ή στενή ζώνη. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι τις ανοιχτές άκρες του υφάσματος άλλοτε τις έραβαν και άλλοτε τις άφηναν ελεύθερες. Τέλος, πάνω από τον δωρικό χιτώνα οι γυναίκες φορούσαν τον «πέπλο», που έμοιαζε με τον «κόλπο» του χιτώνα. Ήταν δηλαδή ένα μακρύ ορθογώνιο ύφασμα που εφάρ μοζε, όπως ο κόλπος, στους ώμους και έπεφτε με χάρη πάνω στο γυναικείο σώμα. Υπήρχαν περιπτώσεις στις οποίες ο πέπλος δεν ήταν μονοκόμματος, αλλά αποτελού νταν από δύο ξεχωριστά παραλληλόγραμμα κομμάτια υφάσματος, ένα για την πλάτη και ένα για το μπροστινό μέρος του σώματος. Μεγάλες πόρπες ένωναν αυτά τα δύο κομμάτια υφάσματος στους ώμους και έτσι σχηματιζόταν ένα είδος κοντών μανικιών, όπως δείχνει άλλωστε και το ανάγλυφο της «Σκεπτόμενης Αθηνάς» (περίπου 460 π.Χ.), που βρίσκεται στο Μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα (Εικ. 3) (Houston, 1966, σ. 45· Λαγάκου, 1998, σ. 103-104· Παπαντωνίου, 2000, σ. 58).
Εικόνα 3 Σκεπτόμενη Αθηνά, 470-460 π.Χ, Αρχαιολογικό Μουσείο Ακρόπολης
26
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο χιτώνας της ανδρικής ιωνικής ενδυμασίας ήταν ένα μακρύ ή κοντό χειριδωτό λι νό ρούχο, ραμμένο συνήθως στους ώμους. Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των ιω νικών χιτώνων, εκτός του ότι είχαν μανίκια άλλοτε μακριά και άλλοτε κοντά, ήταν το λεπτότατο λινό τους ύφασμα και οι ακόμα πιο λεπτές πτυχώσεις, που δημιουργούνταν από το ίδιο το ύφασμα και γίνονταν ακόμα πιο πλούσιες με το σφιχτό δέσιμο του χιτώ να με στενή ζώνη στη μέση (Houston, 1966, σ. 67· Λαγάκου, 1998, σ. 100· Παπαντω νίου, 2000, σ. 69, 71). Όπως ο ανδρικός, έτσι και ο ιωνικός γυναικείος χιτώνας ήταν φτιαγμένος από πολύ λεπτό ύφασμα, ώστε να δημιουργούνται εύκολα οι τόσο αρεστές πλούσιες πτυχώ σεις. Ο γυναικείος χιτώνας είχε μανίκια που σχηματίζονταν στερεώνοντας το ύφασμα στους ώμους με περόνες, μικρές πόρπες ή κουμπιά, ενώ μια ζώνη συμπλήρωνε, όπως άλλωστε και στον ανδρικό χιτώνα, την όλη αμφίεση. Το γυναικείο ιωνικό ιμάτιο, που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν φτιαγμένο από μάλλινο ύφασμα, σκέπαζε αρκετές φορές όχι μόνο το γυναικείο σώμα αλλά και τους ώμους και το κεφάλι με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργείται ένα είδος μάλλινης κουκούλας. Ολοκληρώνοντας την αναφορά μας στην αρχαία ελληνική γυναικεία ενδυμασία των ιστορικών χρόνων, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι υπήρχαν ποικιλόμορφες κομμώσεις και πληθώρα κοσμημάτων που συμπλήρωναν τους δύο αυτούς αρχαιοελληνικούς γυναικείους ενδυματολογικούς ρυθμούς (Houston, 1966, σ. 47-62· Λαγάκου, 1998, σ.105). Το δεύτερο μέρος της περιόδου στην οποία αναφερόμαστε είναι οι ρωμαϊκοί αιώ νες, μια περίοδος που σε γενικές γραμμές αρχίζει στον ελληνικό χώρο το 146 π.Χ., με την κατάληψη από τους Ρωμαίους της Κορίνθου, της τελευταίας ως τότε ελεύθερης ελ ληνικής πόλης, και λήγει συμβατικά το 330 μ.Χ. με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από τον Μεγάλο, και αργότερα Άγιο, Κωνσταντίνο. Η πορεία εξέλιξης της ανδρικής και της γυναικείας ρωμαϊκής ενδυμασίας άρχισε από τους πιο απλούς, μορφολογικά, τύπους και κατέληξε με την πάροδο των αιώνων στους πιο περίπλοκους και εξεζητημένους ενδυματολογικά συρμούς, καθώς η ενδυμα σία για τους Ρωμαίους ήταν κυρίως μέσο επίδειξης, διάκρισης και προβολής (Λα γάκου, 1998, σ. 108). Κύριο ενδυματολογικό χαρακτηριστικό της ανδρικής ρωμαϊκής ενδυμασίας ήταν ένας μακρύς χιτώνας, γνωστός ως tunίca (τουνίκα), που άλλοτε είχε μανίκια και άλλοτε ήταν αχειρίδωτος. Η τουνίκα, που ήταν ένδυμα κοινό και για τα δύο φύλα, ονομαζόταν tunίca ίnterίor (τουνίκα ιντέριορ) ή tunίca ίntίma (τουνίκα ιντίμα), δηλαδή χιτώνας εσω τερικός, όταν χρησίμευε ως εσώρουχο. Όταν όμως φοριόταν ως εξωτερικό ρούχο, ονομαζόταν απλώς tunίca ή stola (στόλα) (Γουήλ-Μπαδιεριτάκη, 1980, σ. 14-15). Από την τελευταία ονομασία της τουνίκας προέρχονται και οι νεοελληνικές λέξεις «στολή», «στολισμός» και «στολίζω». Πάνω από την τουνίκα οι Ρωμαίοι φορούσαν την toga (τόγκα). Η τόγκα, γνωστή και ως τήβεννος, ήταν ένα πολύ πλατύ και μακρύ κομμάτι υφάσματος, που είχε πλάτος 2,5 μέτρα και μήκος περίπου 5 μέτρα. Μορφολογικά η τόγκα είχε αρχικά σχήμα ημικυκλι κό, ενώ στους μεταγενέστερους αιώνες της ρωμαϊκής παντοκρατορίας ωοειδής (Houston, 1966, σ. 87-96· Λαγάκου, 1998, σ. 110). Η τόγκα, η χρήση της οποίας ήταν περίπου ανάλογη με αυτή του αρχαιοελληνικού
27
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
ιματίου, διπλωνόταν γύρω από το ανδρικό σώμα με τέτοιο τρόπο, ώστε ήταν, για τους γνωρίζοντες, άμεσα αναγνωρίσιμη η κοινωνική ταυτότητα και τάξη εκείνου που τη φορούσε, επειδή κάθε τάξη δίπλωνε την τόγκα με διαφορετικό τρόπο.Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι η τόγκα δημιουργούσε με τη διακόσμηση, το χρώμα και το περίπλοκο δίπλωμά της έντονη αντίθεση με τα ρούχα των ανθρώπων των λαϊκών τάξεων, οι οποίοι φορούσαν κοντούς και στενούς χιτώνες από χοντρό και σκουρόχρωμο λινό (Houston, 1966, σ. 87-96· Λαγάκου, 1998, σ.110· Παπαντf?νίου, 2000, σ. 88-89). Οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να φορούν και ένα άλλο ρούχο, το pallium (πάλιουμ), σε αντικατάσταση της τόγκα, επειδή η τελευταία απαιτούσε πολύ χρόνο για να διπλωθεί σωστά γύρω από το σώμα.Το πάλιουμ, που ήταν και αυτό εξωτερικό κάλυμμα, επειδή έμοιαζε μορφολογικά με το αρχαιοελληνικό ιμάτιο, το υιοθέτησαν πρώτοι οι Έλληνες που κατοικούσαν στη Ρώμη και όσοι Ρωμαίοι ήταν θαυμαστές της Ελλάδας και του πολιτισμού της. Αργότερα φορέθηκε, ως πιο εύχρηστο κάλυμμα, και από άλλους Ρω μαίους πολίτες, ιδιαίτερα από όσους είχαν ασπαστεί τον χριστιανισμό. Αξίζει να ση μειωθεί ότι επειδή το ρούχο αυτό έμοιαζε ενδυματολογικά με το αρχαιοελληνικό ιμά τιο, όπως προαναφέρθηκε, πολλοί Ρωμαίοι πολίτες, για λόγους πατριωτικούς, δεν το φόρεσαν ποτέ (Houston, 1966, σ. 99· Λαγάκου, 1998, σ.100). Σε αντίθεση με τους αρχαίους Έλληνες, οι Ρωμαίοι προτιμούσαν τα κοντά μαλλιά, ενώ μακριά μαλλιά άφηναν οι νεαροί και όσοι πενθούσαν, αν και τα μακριά μαλλιά συνηθίζονταν επίσης σε περίοδο εθνικής συμφοράς (Houston, 1966, σ.108· Λαγάκου, 1998, σ.111). Τέλος, τα υποδήματα των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, σανδάλια, μπότες και μποτίνια, ήταν περίτεχνα και λεπτοφτιαγμένα, ενώ, αντίθετα, εκείνα των φτωχών ήταν απλά και χοντροφτιαγμένα (Houston, 1966, σ.100· Λαγάκου 1998, σ.111). Όσον αφορά τη γυναικεία ρωμαϊκή ενδυμασία, τρία ήταν τα σπουδαιότερα ενδυ ματολογικά στοιχεία. Ο εσωτερικός χιτώνας, αχειρίδωτος ή χειριδωτός, γνωστός ως subucula (σουμπούκουλα), που έφτανε ως τα πόδια και ήταν φτιαγμένος από πολύ λε πτό λινό ύφασμα, ενώ στη μορφή ήταν ίσιος και στενός.Αντίθετα, ο εξωτερικός χιτώ νας, η stola (στόλα), ήταν καμωμένος από χοντρό και βαρύτιμο, συνήθως, ύφασμα, είχε τετράγωνο άνοιγμα στο στήθος, σχημάτιζε μανίκια και ήταν πιο κοντός και πιο φαρδύς από τον εσωτερικό χιτώνα. Κάτω από το στήθος, ο εξωτερικός χιτώνας σφιγγόταν με ζώνη, ώστε να δημιουργούνται πλούσιες πτυχώσεις (Λαγάκου, 1998, σ.111). Το γυναικείο εξωτερικό κάλυμμα, ηpalla (πάλα), ένα μακρύ και φαρδύ ρούχο φτιαγμένο από πολυτελές ύφασμα, διπλωνόταν με πολλούς τρόπους πάνω από τον εξωτερικό χιτώνα, τη στόλα, χωρίς όμως να λείπουν και οι περιπτώσεις που η πάλα σκέπαζε σαν καλύπτρα και το κεφάλι (Λαγάκου, 1998, σ.111). Τα χτενίσματα των Ρωμαίων γυναικών, ενώ ήταν αρχικά επηρεασμένα από τις αρ χαιοελληνικές γυναικείες κομμώσεις, αργότερα άρχισαν να διαφοροποιούνται, επειδή από τον 2ο αιώνα π.Χ.η πολυπλοκότητα στο ντύσιμο και στο χτένισμα έγινε κανόνας στις άρχουσες τάξεις.Συνήθως οι αρχαίες Ρωμαίες χώριζαν τα μαλλιά τους στη μέση με χωρίστρα και τα έδεναν σε περίτεχνους κότσους στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Οι περούκες και τα καλλυντικά ήταν στην ημερήσια διάταξη, όπως άλλωστε αναφέρουν οι Ρωμαίοι συγγραφείς, ενώ τα πλουσιότατα κοσμήματά τους αναδείκνυαν ακόμη πε ρισσότερο την ομορφιά τους (Houston, 1966, σ.111-117· Λαγάκου, 1998, σ.111-113).
28
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τελειώνοντας, θα αναφερθούμε στα υποδήματα, που συνήθως ήταν σανδάλια, μπό τες και μποτίνια εξαιρετικής τέχνης και πάντοτε με πλούσιο διάκοσμο, σε αντίθεση με τα υποδήματα των κατώτερων τάξεων, που ήταν χοντρά και χοντροδουλεμένα (Λα γάκου, 1998, σ. 113).
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 4/Κεφάλαιο 1 Συμπληρώστε τα κενά, επιλέγοντας το κατάλληλο από τα παρακάτω ενδυματολογικά στοιχεία, που αφορούν τις αρχαιοελληνικές ενδυμασίες, δωρικές και ιωνικές, και τις αντίστοιχες ρωμαϊ κές. Οι σωστές απαντήσεις δίνονται στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
<]
Αχειρίδωτος χιτώνας, ζώνη, τόγκα, τήβεννος, χειριδωτός χιτώνας, τουνίκα, πέπλος, πάλιουμ, στόλα, απόπτυyμα, ιμάτιο, μάλλινο, χιτώνας, σουμπούκουλα, χλαίνα, λινό, πάλα, ώμοι, κόλπος, πτυχώσεις, πλατύ, περόνη/-ες, τουνίκα ιντέριορ Α.
Ο δωρικός ανδρικός ενδυματολογικός τύπος αποτελείται από έναν -----, ένα
Β.
και μία
Ο δωρικός γυναικείος ενδυματολογικός τύπος αποτελείται από ένα ύφασμα, που διπλωνόταν στο πάνω μέρος του σώματος και σχημάτιζε ένα είδος που ονομαζόταν ____ . Στερεωνόταν με στους ____ , ενώ δενόταν με
στη μέση. Πάνω από το ένδυμα αυτό
φορούσαν ένα μακρύ ορθογώνιο
ύφασμα,που εφάρμοζε σαν τον
στους ώμους και ονομαζόταν Γ.
Ο ιωνικός ανδρικός ενδυματολογικός τύπος αποτελείται από ένα ____ ,πολύ λεπτό ____ χιτώνα. Είχε ____ που έσφιγγε στη μέση και έτσι δημιουργούνταν πλούσιες
Δ.
Ο ιωνικός γυναικείος ενδυματολογικός τύπος αποτελείται από ένα ____ συνήθως 'λJ.νό. Πάνω από τον ____ φορούσαν ένα μάλΝ.νο
Ε.
Τα κυριότερα ενδυματολογικά εξαρτήματα της ρωμαϊκής ανδρικής ενδυμασίας ήταν ο ____ , που είχε την ονομασία ____ _ ___ όταν ήταν εσωτερικό ρούχο και ____ ή ____ όταν φοριόταν εξωτερικά. Από πάνω φοριόταν άλλοτε η ____ , γνωστή και ως ____ ,και άλλοτε το
Π. Η γυναικεία ρωμαϊκή ενδυμασία είχε έναν εσωτερικό ____ , γνωστό ως __ ,έναν εξωτερικό ____ , γνωστό ως ____ ,και έναν εξωτερικό επενδύτη,την
1.1.4
Βυζαντινή εποχή
Η πολιτιστική και πολιτισμική επίδραση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρ κεια της πολυκύμαντης πορείας της (330 μ.Χ.-1453 μ.Χ.), έφτανε όχι μόνο μέχρι τις χώρες της δυτικής Ευρώπης αλλά ακόμη και στη μακρινή Ρωσία και στη Βόρεια Αφρική. Ιδιαίτε ρα όμως στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Ανατολής, το Βυζάντιο όχι μόνο ασκούσε επιρροή αλλά και δεχόταν το ίδιο πολλές και πολυποίκιλες επιρροές.
29
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
Πηγές πληροφόρησης για τη βυζαντινή ενδυμασία όλων των κοινωνικών τάξεων εί ναι κυρίως τα πολυάριθμα κοσμικά και θρησκευτικά γραπτά κείμενα καθώς και οι εικονογραφικές, ψηφιδωτές, τοιχογραφικές και ζωγραφικές παραστάσεις. Κατά τους πρώτους αιώνες της Αυτοκρατορίας, η βυζαντινή ενδυμασία διατήρησε τα ελληνορωμαϊκά ενδυματολογικά της χαρακτηριστικά.Ο χιτώνας, ο οποίος και αυτή την περίοδο ήταν το βασικό ρούχο και για τα δύο φύλα, ονομαζόταν, εάν ήταν εσώρουχο, καμίσιον στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, ενώ. στην Ανατολή (Αίγυπτος, Πα λαιστίνη, Μ.Ασία) ήταν γνωστός ως στιχάριον ή στιχάριν (Γουήλ-Μπαδιεριτάκη, 1980· σ. 15, Παπαντωνίου 2000, σ.107). Όταν τον 7ο αιώνα μ.Χ.στην Ανατολή η ονομασία καμίσιον άρχισε να δηλώνει πια τον εξωτερικό και όχι τον εσωτερικό χιτώνα, όπως παλαιότερα, ο εσωτερικός χιτώνας λίγο αργότερα, γύρω στον 80 αιώνα, μετονομάστηκε σε υποκάμισον, ενώ το στιχάριον περιορίστηκε στο γνωστό ιερατικό άμφιο που φορεί ο ιερέας προκειμένου να αρχίσει τη λειτουργία (Γουήλ-Μπαδιεριτάκη, 1980, σ.15). Πάνω από το υποκάμισο οι Βυζαντινοί φορούσαν τη δαλματική. Το ρούχο αυτό, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά τον lo αιώνα μ.Χ., είναι πιθανόν να κατάγεται από τη Δαλματία.Η δαλματική, ρούχο που φορούσαν τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες, αντίθετα από τον μονοκόμματο χιτώνα, την τουνίκα, ήταν φτιαγμένη από περισσότερα του ενός κομμάτια υφάσματος.Όταν ήταν ανοιχτή είχε το σχήμα σταυρού, όπως άλλω στε και ο χιτώνας, αλλά όταν ήταν ραμμένη έμοιαζε με ορθογώνιο παραλληλόγραμμο χειριδωτό σάκο που είχε μακριά και φαρδιά μανίκια (Παπαντωνίου, 1978, σ. 8· Γουήλ Μπαδιεριτάκη, 1980, σ. 23-26). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ στην ελληνορωμαϊκή περίοδο το ανθρώπινο σώμα εί χε σχεδόν αποκαλυφθεί μέσα από τα πολύ λεπτά υφάσματα που το περιέβαλλαν και κινούνταν σχεδόν ελεύθερα, στη βυζαντινή εποχή το σώμα, ακολουθώντας τη χριστια νική ηθική, που δεν δεχόταν την ανθρώπινη γυμνότητα, άρχισε σταδιακά να περιορίζε ται μέσα σε ίσια, βαριά και μακριά ρούχα (Λαγάκου, 1998, σ. 115). Όμως οι μεγάλες ενδυματολογικές καινοτομίες των βυζαντινών ενδυμασιών, που θα επηρεάσουν για πολλούς αιώνες την πορεία των ενδυμασιών στον ευρύτερο βαλκα νικό αλλά και ευρωπαϊκό χώρο, σηματοδοτούνται κυρίως από την εποχή των αυτοκρα τόρων Ιουστινιανού και Θεοδώρας, που βασίλευσαν περίπου ως τα μέσα του 6ου αιώ να μ.Χ.(Λαγάκου, 1998, σ.115· Παπαντωνίου, 2000, σ.114). Αυτή την εποχή δύο μοναχοί, σύμφωνα με την παράδοση, μετέφεραν από την Κίνα μεταξοσκώληκες μέσα στα ραβδιά τους, με αποτέλεσμα, σε πολύ σύντομο χρονικό διά στημα, όχι μόνο να αναπτυχθεί η μεταξοκαλλιέργεια στο Βυζάντιο ως κρατικό μονοπώ λιο, αλλά τα μεταξωτά υφάσματα να χρησιμοποιηθούν ευρύτερα τόσο στις αυτοκρατορικές ενδυμασίες και στα λειτουργικά άμφια όσο και ως πολύτιμα δώρα προς ξένους ηγεμόνες και αξιωματικούς (Θεοχάρη, 1994, σ.14, 29, 46-47· Λαγάκου, 1998, σ.115). Σε γενικές γραμμές την ανδρική βυζαντινή ενδυμασία των ανώτερων τάξεων αποτελούσαν δύο χιτώνες. Ο πρώτος χιτώνας ήταν άλλοτε μακρύς, φτάνοντας σχεδόν ως τα πόδια και άλλοτε πολύ κοντός.Στην περίπτωση που οι Βυζαντινοί φορούσαν δύο χιτώνες, ο εξωτερικός ήταν πιο κοντός από τον εσωτερικό και αρκετές φορές είχε ανοίγματα στα πλαϊνά, για να φαίνονται τα χρυσοποίκιλτα κεντήματα του εσωτερικού
30
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
χιτώνα. Ο εξωτερικός χιτώνας ήταν και αυτός πλουσιοκεντημένος, μια που στολιζόταν στους ώμους, στον ποδόγυρο και στις άκρες των μανικιών με πολύχρωμα κεντητικά σχέ δια (Λαγάκου, 1998, σ.117). Ένας μακρύς και ημικυκλικός μανδύας, το palludamendum (παλουδαμέντουμ) ή sagum (σάγκουμ}, που στηριζόταν με πόρπη στον δεξιό ώμο, άφηνε συγχρόνως τη δε ξιά πλευρά ελεύθερη στην κίνηση, ενώ δύο παραλληλόγραμμα κομμάτια υφάσματος από βαρύτιμο ύφασμα, καθένα ραμμένο δεξιά και αριστερά στο μπροστινό πάντα μέρος του μανδύα, σχημάτιζαν ένα ρόμβο, γνωστό ως ταβλίον, όταν έκλεινε ο μανδύας. Το τάβλιον ή ταβλίον, που αποτελούσε σύμβολο κοσμικής αλλά και εκκλησιαστικής εξουσίας, δεν είχε το ίδιο χρώμα για όλους τους αξιωματούχους, αλλά κατασκευαζό ταν με διαφορετικού χρώματος υφάσματα, που αντιστοιχούσαν στην κοινωνική τάξη εκείνου που το φορούσε (Houston, 1966, σ. 136· Λαγάκου, 1998, σ. 117· Παπαντωνίου, 2000, σ. 102). Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αυτοκρατορικής ανδρικής βυζαντινής ενδυμα σίας της πρώτης βυζαντινής περιόδου ( 4ος-8ος αιώνας) αποτελεί η ενδυμασία του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, από τη γνωστή ψηφιδωτή παράσταση του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα της βορειοανατολικής Ιταλίας.Αξιοπρόσεκτα ενδυματολογικά στοιχεία, εκτός από τον πορφυρό μανδύα και το πλουσιοκεντημένο ταβλίον, είναι τόσο ο εσωτε ρικός όσο και ο εξωτερικός χιτώνας, που είναι κοντοί και μόλις σκεπάζουν τα γόνατα, ενώ στα πόδια του ο Ιουστινιανός φορεί λευκές κάλτσες, όπως όλοι οι Βυζαντινοί, που ήταν γνωστές με την ονομασίαhοzα (χόζα) (Houston, 1966· Λαγάκου 1998, σ.116117). Τη γυναικεία βυζαντινή ενδυμασία αποτελούσαν ένας εσωτερικός, μακρύς και χει ριδωτός χιτώνας, η κοντύτερη δαλματική και ο μανδύας, που ήταν ένα είδος αμάνικου καλύμματος, που είχε σε πολλές περιπτώσεις, και κουκούλα. Ένα εικονογραφικό πα ράδειγμα της βυζαντινής γυναικείας ενδυμασίας, που δεν άλλαξε ουσιαστικά στη διάρκεια των αιώνων, καθώς η γυναικεία ενδυμασία ήταν πιο συντηρητική από την αν δρική, μας δίνει η ψηφιδωτή παράσταση από τον Άγιο Βιτάλιο της Ραβέννας, που απεικονίζει την αυτοκράτειρα Θεοδώρα να φορά μακρύ εξωτερικό χιτώνα και μαν δύα. Αριστοτεχνικές υφαντικές αναπαραστάσεις της προσκύνησης των Μάγων στον ποδόγυρο του μανδύα της αυτοκράτειρας δίνουν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αρ χαίας φρυγικής ενδυμασίας (Houston, 1966, σ.136).Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η εν δυμασία, όταν τη φορούσαν ο βυζαντινός αυτοκράτορας, η αυτοκράτειρα και οι αυ λικοί αξιωματούχοι, συμπληρωνόταν όχι μόνο με πολλά και πολυτελή κοσμήματα αλλά και με πλούσια διακοσμημένα υποδήματα. Τον ίδιο πλούσιο διάκοσμο είχαν και τα γυ ναικεία υποδήματα, σε αντίθεση φυσικά με τα χοντροκομμένα υποδήματα των δύο φύ λων των λαϊκών τάξεων (Houston, 1966, σ.136·Λαγάκου, 1998, σ. 120). Αξιοπρόσεκτα, τέλος, είναι όχι μόνο τα χρυσά αυτοκρατορικά διαδήματα του ζεύγους, αλλά και τα μεγάλα κρεμαστά χρυσοποίκιλτα σκουλαρίκια της Θεοδώρας, που ήταν στολισμένα με μαργαριτάρια, σμαράγδια και ρουμπίνια (Houston, 1966, σ. 136·Λαγάκου, 1998, σ.120· Παπαντωνίου, 2000, σ.102). Θα πρέπει, τέλος, να επισημάνουμε ότι τα ρούχα των δύο φύλων των κατώτερων κοινωνικών τάξεων ήταν στη μορφή όμοια με τα ρούχα των ανθρώπων που ανήκαν σε ανώτερες κοινωνικές τάξεις, με τη βασική διαφορά ότι ήταν συνήθως σκουρόχρωμα
31
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
και καμωμένα από υφάσματα κατώτερης ποιότητας, ενώ η υπόδεσή τους ήταν συνήθως πολύ πρόχειρη (Λαγάκου, 1998, σ.119 -121). Άσκηση Αυτοαξιολόyηαης 5/Κεφάλαιο 1 Συμπληρώστε τα κενά επιλέγοντας την κατάλληλη από τις ακόλουθες λέξεις. Θα βρείτε τις σω στές απαντήσεις στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. Καμίσιον, παλουδαμένrουμ, στιχάριον, μανδύας, υποκάμισον, χόζα, δαλματική Α. Η βυζαντινή ανδρική ενδυμασία αποτελείται από ένα ____ ,γνωστό και ως ____ και ____ . Πάνω από το
φορούσαν τη
και πάνω από αυτή έριχναν ένα Β. Τη βυζαντινή γυναικεία ενδυμασία αποτελούσαν ένα ____ ,μία ____ και ένας Γ. Τα κοινά ενδυματολογικά στοιχεία της βυζαντινής ανδρικής και γυναικείας ενδυμασίας ήταν το ____
1.1.5
και η
Μεσαιωνική Ευρώπη (476-1600 μ.Χ.)
Με την οριστική κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το 476 μ.Χ., οι λαοί της Δύσης, Αγγλοσάξονες, Γότθοι, Φράγκοι κ.ά., αρχίζουν αργά αλλά σταθερά να δη μιουργούν τον δικό τους πολιτισμό, αντλώντας τα πρώτα πολιτισμικά τους στοιχεία από τα κατάλοιπα του ρωμαϊκού πολιτισμού και αργότερα, από τον60 αιώνα μ.Χ. ως και τον11 αιώνα μ.Χ. περίπου, από το Βυζάντιο. Στη μεσαιωνική Ευρώπη δύο είναι οι σημαντικότερες πολιτισμικές και πολιτιστικές περίοδοι. Η πρώτη, η ρωμανική, επικρατεί για μισή χιλιετηρίδα, από το 700 έως το 1200 μ.Χ., ενώ η δεύτερη, η γοτθική, διαρκεί λιγότερο, από το1200 έως περίπου το 1480 μ.Χ. (Λαγάκου, 1998, σ.122 , 126). Η ανδρική ρωμανική ενδυμασία αποτελείται από τρία ενδυματολογικά στοιχεία. Το πρώτο δεν είναι άλλο από μια λευκή, λινή, χειριδωτή τουνίκα ή πουκαμίσα (camisia) άλ λοτε μακριά και άλλοτε αρκετά κοντή, που σκέπαζε μόνο τα γόνατα. Περίτεχνα διακοσμητικά θέματα, υφασμένα ή κεντημένα, έδιναν επιπρόσθετη αίγλη και υποδήλω ναν την ταξική συνείδηση αυτού που τον φορούσε (Λαγάκου, 1998, σ.124). Πάνω από αυτό τον εσωτερικό χιτώνα φοριόταν ένας δεύτερος, χειριδωτός μάλ λινος χιτώνας, που ήταν πιο φαρδύς αλλά και πιο κοντός από τον πρώτο. Στη μέση, μια ζώνη υφασμάτινη ή μεταλλική μάζευε το φάρδος του εξωτερικού χιτώνα σχημα τίζοντας ταυτόχρονα πλούσιες πτυχώσεις. Ένα τρίτο ενδυματολογικό στοιχείο ήταν ένα ρούχο- φουφούλα (Λαγάκου, 1998, σ.123). Όταν ο καιρός ήταν βροχερός και έκανε κρύο φορούσαν πάνω από τον εξωτερικό χιτώνα ένα μακρύ μάλλινο επενδύτη, ένα είδος κάπας με δύο μεγάλες σχισμές στα πλάγια για τα χέρια και μια μεγάλη κουκούλα για την προστασία του κεφαλιού (Λα γάκου, 1998, σ.124). Τα υφάσματα και τα διακοσμητικά θέματα των ρωμανικών χιτώνων φανέρωναν και την κοινωνική τάξη των ανθρώπων. Οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις φορούσαν χι-
32
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τώνες που κάλυπταν τα γόνατα και ήταν κεντημένοι με συγκεκριμένα διακοσμητικά θέματα, τα οποία δήλωναν τη θέση τους στην κοινωνική ιεραρχία. Τα υποδήματά τους, ίσια παπούτσια, μπότες και μποτίνια, κατασκευάζονταν από κατεργασμένα δέρματα ή από ακριβά υφάσματα. Αντίθετα, οι κατώτερες τάξεις φορούσαν σκουρόχρωμους επενδύτες και χιτώνες συνήθως χωρίς διάκοσμο, που έφταναν πάνω από τα γόνατα, ενώ τα υποδήματά τους ήταν προχειροφτιαγμένα (Λαγάκου,1998, σ.124). Τη γυναικεία ρωμανική ενδυμασία των ανώτερων τάξεων αποτελούσαν δύο χιτώ νες. Ο εσωτερικός, που έφτανε ως το έδαφος, είχε κύριο ενδυματολογικό στοιχείο τα πολύ μακριά και στενά μανίκια, που έφεραν στα άκρα τους πλούσια διακόσμηση. Ο εξωτερικός χιτώνας, συνήθως πιο κοντός, είχε φαρδιά μανίκια που έφταναν ως τους αγκώνες. Με μια φαρδιά κεντημένη ζώνη έδεναν τη φορεσιά είτε σφιχτά στη μέση είτε χαλαρά στο ύψος των γοφών. Οι παντρεμένες ξεχώριζαν από τις ανύπαντρες εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο στόλιζαν το κεφάλι τους. Οι πρώτες -αναφερόμαστε πάντοτε στις γυναίκες των ανώτε ρων τάξεων-φορούσαν ένα μακρύ και διάφανο πέπλο, που κάποια ταινία, διάδημα ή στέμμα το κρατούσε στη θέση του. Αντίθετα, οι δεύτερες είχαν ακάλυπτο το κεφάλι τους, ενώ τα μαλλιά τους τα χτένιζαν σε πλεξίδες ή τα άφηναν ελεύθερα να πέφτουν στους ώμους τους (Λαγάκου, 1998, σ. 124). Στη γοτθική περίοδο, και ιδιαίτερα από τα τέλη του 13ου αιώνα, οι άνδρες των ανώτε ρων τάξεων άρχισαν να εγκαταλείπουν τους χιτώνες και να τους αντικαθιστούν με κοντά πουκάμισα, που έμοιαζαν κάπως με τα σημερινά ανδρικά πουκάμισα. Μάλλινες ή μετα ξωτές ζακέτες που έφταναν ως τη μέση των μηρών κάλυπταν τον κορμό, ενώ στο κάτω μέρος του σώματος φορούσαν ένα είδος φουφούλας, που στην αρχή αυτής της περιόδου τη συγκρατούσαν χοντρές, μακριές, μάλλινες κάλτσες. Αργότερα η φουφούλα αυτή αντι καταστάθηκε από ένα είδος στενού και κοντού παντελονιού (Λαγάκου,1998, σ.128). Ιδιότυπα ήταν τα παπούτσια και των δύο φύλων, που κατέληγαν σε γυριστές μύτες οι οποίες είχαν, για επιπρόσθετο εντυπωσιασμό, κουδούνια στις άκρες τους. Την όλη αμφίεση συμπλήρωναν πολυποίκιλα καπέλα, ανάλογα με τον χώρο στον οποίο βρίσκονταν και την εργασία που εκτελούσαν. Έτσι, π.χ., τα καπέλα των κυνη γών ήταν μυτερά, ενώ πλατύγυρα καπέλα φορούσαν όσοι ήθελαν να προφυλαχτούν από τον ήλιο και τη βροχή. Οι φτωχότερες τάξεις εξακολουθούσαν, σε μεγάλο ποσοστό, και αυτή την περίοδο να φορούν χιτώνες από χοντρό ύφασμα, που μοναδικό σκοπό είχαν την κάλυψη και μόνο του σώματος και την προφύλαξή του από τις καιρικές μεταβολές (Λαγάκου, 1998, σ.129-130). Τη γυναικεία γοτθική ενδυμασία αποτελούσαν αρχικά, όπως και στις προηγούμε νες περιόδους, δύο μακρείς χιτώνες. Όμως ο εσωτερικός χιτώνας άρχισε σταδιακά αυ τή την εποχή, δηλαδή από τονΊ3ο αιώνα, να αλλάζει. Δεν ήταν πια μονοκόμματος, αλ λά χωρίστηκε σε δύο μέρη από τα οποία το πάνω ήταν πολύ εφαρμοστό ενώ το κάτω μέρος ήταν μια πολύ φαρδιά και μακριά φούστα. Η φούστα είχε πολλές πτυχές εξαι τίας της ζώνης που δενόταν ιδιότυπα. Ο εξωτερικός χιτώνας άλλαξε και αυτός μορφή. Ήταν πλέον πιο κοντός μπροστά και μακρύτερος στο πίσω μέρος, ώστε να σχηματίζει ουρά, που μερικές φορές ήταν
33
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
τόσο μακριά, ώστε να αποτελεί σκάνδαλο για τους ιερείς και μοναχούς, οι οποίοι δεν έδιναν άφεση αμαρτιών σε όσες γυναίκες πήγαιναν για εξομολόγηση και φορούσαν ρούχα με αυτού του είδους τις ενδυματολογικές υπερβολές. Υπερβολές παρουσιάζονταν και στα καλύμματα του κεφαλιού. Από τα πλέον χαρα κτηριστικά καπέλα ήταν εκείνο που ονομαζόταν hennίn (χενίν), ένας τεράστιος κώνος μήκους ως και εβδομήντα εκατοστά, που στηριζόταν εσωτερικά σε συρμάτινο σκελετό και καλυπτόταν εξωτερικά με δαντέλα ή άλλο ακριβό ύφ�σμα. Η υπερβολή δεν έλειπε και από τα γυναικεία υποδήματα, στα οποία το μυτερό τους άκρο είχε το μήκος που αντιστοιχούσε στην κοινωνική τους θέση. Όταν η μύτη ήταν υπερβολικά μακριά, τότε τη συγκρατούσαν με σύρμα στο πόδι (Λαγάκου, 1998, σ.130132). Αντίθετα, οι γυναίκες των κατώτερων τάξεων συνέχισαν να ενδύονται τις φορεσιές των προηγούμενων αιώνων για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να μπορούν να αντι γράψουν τις φορεσιές των γυναικών της αριστοκρατίας. Η ενδυμασία τους άλλαζε πολύ αργά, αλλά και πάλι ποτέ σχεδόν δεν ακολούθησαν τη μόδα των ομοφύλων τους που ανήκαν στις ανώτερες τάξεις (Λαγάκου, 1998, σ. 128).
Αναγέννηση (1480-1600 μ.Χ.) Η ανδρική αριστοκρατική αναγεννησιακή ενδυμασία αποτελείται από ένα λευκό, λινό ή μεταξωτό, χειριδωτό πουκάμισο με περιλαίμιο στολισμένο συνήθως με δαντέ λες. Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν ένα εφαρμοστό ρούχο όμοιο με το σημερινό ανδρικό γιλέκο. Στο κάτω μέρος του σώματος φορούσαν μακριές εφαρμοστές κάλτσες. Ένα κοντό ή μακρύ χειριδωτό επανωφόρι φοριόταν άλλοτε με ζώνη και άλλοτε χωρίς ζώνη. Την όλη αμφίεση συμπλήρωνε ένα είδος ρούχου που έμοιαζε με τη σημερινή κά πα. Με την πάροδο του χρόνου δημιουργήθηκαν πάμπολλες παραλλαγές αυτών των βασικών τύπων. Τα παπούτσια, αντίθετα με την προηγούμενη περίοδο, είχαν στρογγυ λές μύτες γεμισμένες με βάτες (Λαγάκου, 1998, σ.137). Η γυναικεία αριστοκρατική αναγεννησιακή ενδυμασία, από τον 150 αιώνα, χωρί ζεται οριστικά σε δύο μέρη: το πάνω μέρος, τον μπούστο, που θα εξελιχτεί στην μπλού ζα, και το κάτω μέρος, που το αποτελούσαν όχι μία αλλά δύο φούστες, καθεμία από τις οποίες είχε διαφορετικό χρώμα, για να δημιουργείται ωραία εντύπωση. Η εξωτερική φούστα ανασηκωνόταν και στηριζόταν με τη βοήθεια μιας μεγάλης διακοσμητικής καρφίτσας στον ένα γοφό. Με την πάροδο του χρόνου οι φούστες γίνονταν όλο και φαρδύτερες και έπαιρναν το σχήμα καμπάνας που τους έδινε ο συρμάτινος σκελετός που βρισκόταν κάτω από τις φούστες. Καπέλα ποικιλόμορφα, βαμμένα ξανθά μαλλιά, άλλοτε ξέπλεκα, άλλοτε στολισμένα με μαργαριτάρια, καθώς και αλυσίδες, δαχτυλίδια κ.ά. συμπλήρωναν την ιδιότυπη αυτή ενδυμασία (Λαγάκου, 1998, σ.140).
(>
Άσκηση Αυτοαξιολόyηαης &/Κεφάλαιο 1 Ποια από τις ακόλουθες επιλογές είναι σωστή; Θα βρείτε τη σωστή απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. Α. Η ρωμαϊκή ανδρική και γυναικεία ενδυμασία είχε όλα τα ενδυματολογικά χαρακτηριστικά
34
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
κοινά με τη βυζαντινή και τη δυτική, ρωμαϊκή, γοτθική και αναγεννησιακή, ανδρική και γυναι κεία ενδυμασία. 8. Η ρωμαϊκή ανδρική και γυναικεία ενδυμασία είχε τον χιτώνα ως κοινό ενδυματολογικό εξάρτη μα με τη βυζαντινή, τη δυτική, τη ρωμανική και τη γοτθική ανδρική και γυναικεία ενδυμασία. Γ. Η ρωμαϊκή ανδρική και γυναικεία ενδυμασία δεν είχε κανένα κοινό χαρακτηριστικό ενδυ ματολογικό στοιχείο με τη δυτική, ρωμανική, γοτθική και αναγεννησιακή ανδρική και γυναι κεία ενδυμασία. -----------------------@
1.1.6
--,t-λΨNX;!,)'ι>*WH!!ff@i'!IM>S#'\4 _________
Η νεοελληνική παραδοσιακή ενδυμασία από τα μέσα του 15ου ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα
Για τη νεοελληνική παραδοσιακή ενδυμασία της πρώτης μετά την οθωμανική κατά κτηση περιόδου, που χρονολογικά αντιστοιχεί στα πρώτα 150 χρόνια (1453-1700 μ.Χ.) εχθρικής κατοχής, ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά, μια που η εποχή αυτή χαρακτηρί ζεται από έντονη ανασφάλεια, συχνές μεταναστεύσεις, αναγκαστικές μετοικεσίες ολό κληρων πληθυσμών καθώς και από πολυάριθμους -εθελούσιους ή αναγκαστικούς εξισλαμισμούς. Έτσι, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως, π.χ., τα κεντήματα για τα τελειώματα των ενδυμασιών και για τον στολισμό της οικοσκευής, καθώς και μερικά κομμάτια της κρητικής φορεσιάς αυτής της περιόδου, το υλικό από το οποίο αντλούμε κάποια ενδυ ματολογικά στοιχεία, έστω και έμμεσα και συνηθέστερα σε τοπικό γεωγραφικά επί πεδο, είναι όσες γραπτές πηγές τυχαία διασώθηκαν από την εξαιρετικά ταραγμένη αυ τή εποχή. Στις έμμεσες αυτές πηγές συγκαταλέγονται τα κάθε είδους αρχειακά έγγρα φα, όπως, π.χ., τα εκκλησιαστικά, τα κοινοτικά, τα εμπορικά, τα ναυτικά και ιδιαίτερα τα έγγραφα που αναφέρονται στην ιδιωτική ζωή, όπως δηλαδή τα προικοσύμφωνα και οι διαθήκες (Νικήτα, 1981, σ. 324-325). Την επόμενη περίοδο, από το 1700 ως τις αρχές του 19ου αιώνα, υπάρχουν περισ σότερες πληροφορίες αναφορικά με την ενδυμασία, καθώς, εκτός από τις παραπάνω πηγές, υπάρχουν γραπτές αλλά και εικονογραφικές περιηγητικές αναφορές, δοσμένες άλλοτε με φανταστική διάθεση άλλοτε όμως με ικανοποιητική πιστότητα (Νικήτα, 1981, σ. 325). Ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, ιδιαίτερα όμως από τις αρχές του 19ου, χρονολογούνται όχι μόνο κομμάτια ενδυμασιών αλλά και ολόκληρα σύνολα, που έχουν διασωθεί είτε σε ιδιωτικές συλλογές -συνήθως είναι προγονικά κειμήλια είτε στα πολυάριθμα μουσεία της χώρας. Ιδιαίτερα σημαντικές για την ιστορία της νεοελληνικής ενδυμασίας είναι εκείνες που ανήκουν σε επώνυμους Έλληνες και Ελ ληνίδες, οι οποίοι έδρασαν στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, από τα τέλη του 18ου αιώνα και σε όλη τη διάρκεια του 19ου, επειδή μπορούν να χρονολογηθούν με μεγάλη ακρί βεια. Οι περισσότερες από αυτές τις φορεσιές βρίσκονται στην Αθήνα και συγκεκρι μένα στο Μουσείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, γνωστό και ως Ιστορικό Μουσείο, και είναι δωρεές των απογόνων εκείνων που τις φορούσαν (Λαδά-Μινώτου, 1993, σ. xi-xxiv).
35
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
Η φωτογραφία, ιδιαίτερα χρήσιμη για τη νεότερη παραδοσιακή ενδυμασία, ήδη γνωστή από το 1839 στον ελληνικό χώρο, αναπτύσσεται περισσότερο και χρησιμοποι είται από μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες από το 1860 και μετά. Αξίζει στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή σε όσες ενδυματολογικές απεικονίσεις έγιναν μέσα σε φωτογραφεία, καθώς όσοι (και όσες) έχουν φωτογραφη θεί με παραδοσιακές ενδυμασίες δεν αποκλείεται να φορούσαν και εξαρτήματα ενδυ ματολογικά που δεν ανήκουν στην ενδυμασία τους, αλλ� ίσως προστέθηκαν από τον φωτογράφο για λόγους που είχαν σχέση με την αισθητική της εποχής. Πολύ μεγαλύτε ρη πιστότητα, για την ιστορική πορεία της ενδυμασίας, χαρακτηρίζει τις φωτογραφίες των πλανόδιων φωτογράφων, που γύριζαν την ύπαιθρο χώρα από τα τέλη του 19ου αι ώνα, ιδιαίτερα όμως από το 1910 και μετά, και φωτογράφιζαν τους χωρικούς με φυσι κότητα, όπως ήταν ντυμένοι εκείνη τη στιγμή (Παπαντωνίου, 1978, σ. 6· Νικήτα, 1981, σ. 325). Οι νεοελληνικές παραδοσιακές ενδυμασίες, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, εί χαν αρχίσει να αντικαθίστανται με ενδυμασίες ευρωπαϊκής μόδας, μια πρακτική που συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση, ιδιαίτερα στις πόλεις και στις κωμοπόλεις, κατά τη διάρκεια των πρώτων τεσσάρων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Στη μεταπολεμική Ελλά δα, με τις αλλεπάλληλες εξωτερικές και εσωτερικές μεταναστεύσεις και τις κοινωνικές και πολεμικές αναταραχές των δεκαετιών'40-'50, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι προγονι κές μας ενδυμασίες έπαψαν να φοριούνται καθημερινά και περιορίστηκαν μόνο σε πε ριστασιακές εμφανίσεις, δηλαδή στις εθνικές επετείους ή σε άλλες γιορτές και εκδη λώσεις πατριωτικού κυρίως περιεχομένου.
36
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 1.2
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ 1.2.1
Η μορφολογία των παραδοσιακών ενδυμασιών
Οι νεοελληνικές ανδρικές, γυναικείες και παιδικές ενδυμασίες μορφολογικά κατα τάσσονται σε δύο μεγάλες ενδυματολογικές κατηγορίες. Η πρώτη, η οποία είναι και η παλαιότερη, έχει την αφετηρία της στη βυζαντινή ενδυμασία, όπως όμως διαμορφώθη κε στη διάρκεια της χιλιόχρονης πορείας της με βάση δύο κύρια χαρακτηριστικά γνω ρίσματα. Το πρώτο έχει άμεση σχέση με τον τρόπο ύφανσης του ίδιου του υφάσματος. Στην ελληνορωμαϊκή Αρχαιότητα, δηλαδή, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στη χρονική πε ρίοδο που εξετάζουμε, βρισκόταν σε ευρεία χρήση ο όρθιος και φαρδύς αργαλειός (βλ. Εικ. 8, κεφάλαιο 5), με τον οποίο δημιουργούσαν μακριά και φαρδιά υφάσματα. Αυτή ήταν και η κυριότερη αιτία για την οποία τα ελληνορωμαϊκά ενδύματα, σχεδόν στο σύνολό τους, είχαν για μάκρος τους το φάρδος του υφάσματος. Αντίθετα, στη μετέπειτα δυτική Ευρώπη και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, από την υστερορωμαϊκή περίοδο (3ος-4ος αιώνας μ.Χ.) αλλά και κατά τη μεταβυζαντινή εποχή ως και τις μέρες μας, ο αργαλειός που χρησιμοποιήθηκε ήταν οριζόντιος και σχετικά στενός (βλ. Εικ. 9, κεφάλαιο 5). Το μήκος του υφάσματος, σε αυτή την περίπτωση, οι ενδυμασίες το έχουν για μάκρος, με αποτέλεσμα να είναι πλέον δυνατή η συρραφή πολλών, στενών πια, κομματιών υφάσματος και έτσι η ενδυμασία να παίρνει, με την πάροδο των αιώνων, καθώς άνοιξε ο δρόμος για την κοπτική και ραπτική τέχνη, νέες και πρωτόγνωρες μορφές (Παπαντωνίου, 1978, σ. 7· Παπαντωνίου, 1991, σ. 10). Το δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της βυζαντινής ενδυμασίας οφείλεται στην επιρροή που άσκησε στους Βυζαντινούς των ανώτερων κοινωνικών τάξεων η Ανατολή, και ιδιαίτερα η Περσία, όχι μόνο με τα πολυποίκιλα πολυτελή υφάσματά της και τα πρωτότυπα διακοσμητικά, υφασμένα ή κεντημένα, μοτίβα τους, αλλά και με τις ιδιότυ πες ενδυματολογικές της επιλογές (Παπαντωνίου, 1991, σ. 11). Για τις νεοελληνικές παραδοσιακές ενδυμασίες είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι ο βυζαντινός και μεταβυζαντινός κόσμος των άλλων κοινωνικών τάξεων ακολούθησε τις ενδυματολογικές προτιμήσεις των Βυζαντινών και Οθωμανών αξιω ματούχων, δημιουργώντας -σύμφωνα πάντα με τις οικονομικές και με τις κατά τόπους αισθητικές του προτιμήσεις- ένα «επαρχιακό» βυζαντινό ενδυματολογικό ιδίωμα, με πολλά ανατολικά ενδυματολογικά και διακοσμητικά στοιχεία. Αυτό το ενδυματολογι κό ιδίωμα, το οποίο αργότερα υιοθέτησαν εν μέρει οι Οθωμανοί, ανιχνεύεται -αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο- στην ενδυματολογική και διακοσμητική αντίληψη των τοπικών κοινωνιών, που δημιούργησαν στους περασμένους αιώνες τις πολυάριθ μες νεοελληνικές παραδοσιακές ενδυμασίες (Παπαντωνίου, 1991, σ. 11).
37
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
Στην παραπάνω κατηγορία κατατάσσονται, με κάποιες εξαιρέσεις, οι περισσότε ρες παραδοσιακές φορεσιές του ελληνικού ηπειρωτικού χώρου (Παπαντωνίου, 1991, σ. 11). Η δεύτερη κατηγορία των νεοελληνικών ενδυμασιών ανιχνεύεται στα συγκλονιστι κά γεγονότα που ακολούθησαν την πολιορκία και την κατάκτηση της Κωνστα ντινούπολης, στις 12 Απριλίου 1204, από τους ποικιλώνυμους σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας. Αποτέλεσμα της πρώτης άλωσης της Πόλης ήταν ο άμεσος κατακερμα τισμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας όχι μόνο σε πολυάριθμες δυτικοευρωπαϊκές (φραγκικές) επικράτειες αλλά και η μεταβολή, προς το δυτικότερο, πολλών πολιτικών, οικονομικών, πολιτισμικών και ενδυματολογικών συνηθειών των υπόδουλων πια Βυζα ντινών (Οικονομίδης, 1979, σ. 40-41). Είναι επόμενο, λοιπόν, δυτικοευρωπαϊκές ή φραγκικές ενδυματολογικές επιδρά σεις να συναντώνται εκεί όπου η φραγκοκρατία και η βενετοκρατία (13ος-τέλη 18ου αιώνα) διατηρήθηκε περισσότερους αιώνες, δηλαδή σε ηπειρωτικές παραλιακές πό λεις και ιδιαίτερα στον ελληνικό νησιωτικό χώρο (Παπαντωνίου, 1991, σ. 11· Παπα ντωνίου, 2000, σ. 130). Στα νεότερα όμως χρόνια, δηλαδή από τη δεκαετία του 1830, «σταθμό» για τη μετε ξέλιξη της νεοελληνικής παραδοσιακής ενδυμασίας αποτέλεσε η υιοθέτηση από το πρώτο βασιλικό ζεύγος της Ελλάδας, τον Όθωνα και την Αμαλία, μιας συγκεκριμένης ενδυματολογικής αντίληψης. Ο Όθωνας καθιέρωσε ως επίσημο ένδυμα για τον ίδιο, τους αξιωματούχους του και τους Έλληνες πρεσβευτές τη φουστανέλα, ενδυμασία του ηπειρωτικού ελληνικού χώρου, που προεπαναστατικά φορούσαν κυρίως οι αρματολοί και οι κλέφτες. Η φου στανέλα, για την οποία θα γίνει λόγος παρακάτω (βλ. υποενότητα 1.2.2), πολύ γρήγορα καθιερώθηκε ως επίσημη ενδυμασία· αντικατέστησε μάλιστα σταδιακά και σε κάποιο βαθμό τις αντίστοιχες τοπικές ανδρικές ενδυμασίες (Παπαντωνίου, 1991, σ. 12· Παπα ντωνίου, 2000, σ. 211, 217). Ταυτόχρονα, και η βασίλισσα Αμαλία δημιούργησε αντίστοιχη «εθνική» ενδυμα σία. Άλλωστε, με δική της πρωτοβουλία ο Όθωνας καθιέρωσε ως επίσημο και εθνικό ένδυμα τη φουστανέλα. Σκοπός του βασιλικού ζεύγους ήταν, με διάμεσο την ενδυμα σία, να πλησιάσει όχι μόνο ενδυματολογικά αλλά και ψυχολογικά τον υπήκοο λαό του. Δημιούργησε λοιπόν η Αμαλία τη δική της ενδυμασία, γνωστή ως «Αμαλία», με την οποία είναι ντυμένη και η ίδια, όπως βλέπετε στην Εικόνα 4. Αξίζει να σημειωθεί ότι η στολή αυτή ήταν εντελώς ιδιότυπη, καθώς ήταν φτιαγμένη από πολλά ετερόκλητα, ξέ να και ελληνικά, ενδυματολογικά στοιχεία. Πάνω δηλαδή από το φόρεμα-φούστα, βιεννέζικης μόδας της εποχής του 1830, φοριόταν ένα πανωκόρμι, στον τύπο του καβα διού, στο οποίο θα αναφερθούμε στην υποενότητα 1.2.3. Πάνω από το πανωκόρμι φορούσαν ένα στενό και περίτεχνα στολισμένο γιλέκο νησιωτικού τύπου, το ονομαζό μενο ζιπούνι. Η ενδυμασία συμπληρωνόταν με κεφαλόδεσμο, της οποίας κύριο χαρα κτηριστικό γνώρισμα ήταν το φέσι με πλούσια και μακριά φούντα για τις παντρεμένες και το καλπάκι για τις ανύπαντρες (Παπαντωνίου, 1991, σ. 12· Παπαντωνίου, 2000, σ. 270-271).
38
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εικόνα 4 Η βασίλισσα
Αμαλία φορώντας τη «στολή Αμαλίας»
Η αρχή του τέλους για τη νεοελληνική παραδοσιακή ενδυμασία σηματοδοτήθηκε λίγες δεκαετίες αργότερα, από τη δεκαετία του 1860, με «συμμάχους» όχι μόνο τη Βιομηχανική Επανάσταση αλλά και τη δεύτερη βασίλισσα της Ελλάδας, την Όλγα, η οποία προσπάθησε να καθιερώσει -ανεπιτυχώς όμως- ένα νέο τύπο γυναικείας «επί σημης» ενδυμασίας, που αποτελούσε συνδυασμό της μεσογείτικης ενδυμασίας της Ατ τικής και κάποιων δυτικότροπων ενδυματολογικών στοιχείων (Λαδά-Μινώτου Γαγγά δη, 1993, σ. xxix· Παπαντωνίου, 2000, σ. 274-278). Αργά λοιπόν αλλά σταθερά καθιερώνεται πια σε πόλεις και χωριά η ευρωπαϊκή μό δα, ενώ οι σχολές ραπτικής και κοπτικής, που εμφανίζονται προς το τέλος του 19ου αι ώνα, είχαν αποτέλεσμα τη γρηγορότερη υιοθέτησή της από την πλειοψηφία του ελλη νικού πληθυσμού (Παπαντωνίου, 1978, σ. 6· Παπαντωνίου, 1991, σ. 12). Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα οι παραδοσιακές ενδυμασίες είχαν απλοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε η σχεδόν ολοκληρωτική αντικατάστασή τους την πρώτη μεταπολεμική δεκαετί� από δυτικοευρωπαϊκού τύπου ενδυμασίες ήταν μάλλον «ανώδυνη». Προτού προχωρήσουμε στην παρουσίαση των νεοελληνικών ενδυμασιών, ανδρικών, γυναικείων και παιδικών, πρέπει να επισημάνουμε ότι η κατηγοριοποίησή τους θα γίνει με διαφορετικό τρόπο στις υποενότητες 1.2.2, 1.2.3 και 1.2.4 από ό,τι στην παρούσα υποενότητα. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι, ενώ οι ίδιες οι ενδυμα σίες ανήκουν στις δύο μεγάλες κατηγορίες που περιγράψαμε πιο πάνω, η ένταξή τους
39
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
σε υποκατηγορίες γίνεται όχι μόνο επειδή το συνήθιζαν -και το συνηθίζουν- οι περισ σότεροι λαογράφοι, όπως, π.χ., παλαιότερα η Αγγελική Χατζημιχάλη και στη σημερινή εποχή η Πόπη Ζώρα (για να αναφέρουμε δύο μόνο, ενδεικτικά όμως, παραδείγματα λαογράφων), αλλά επειδή πιστεύουμε ότι με την εξειδικευμένη αναφορά μας θα γίνουν περισσότερο κατανοητές οι πολυάριθμες τοπικές ποικιλίες των παραδοσιακών μας εν δυμασιών. Έχοντας λοιπόν υπόψη τα παραπάνω, διακρίνουμε τις νεοελληνικές ανδρικές, γυ ναικείες και παιδικές ενδυμασίες σε ηπειρωτικές και νησιωτικές, ενώ καθεμία από αυτές τις κατηγορίες διαιρείται αντίστοιχα σε Ίωρικές και αστικές. Γενικά χαρακτηρι στικά γνωρίσματα των δύο τελευταίων υποκατηγοριών είναι τα εγχώρια χειροποίητα υφάσματα για τις χωρικές ενδυμασίες και τα πολυτελή υλικά -τσόχες, ατλάζια και βελούδα- για τις αστικές (Ζώρα, 1972, σ. 144). Ταυτόχρονα, πρέπει να σημειωθεί ότι οι ενδυμασίες διακρίνονται τόσο σε χειμερι νές και θερινές όσο και σε καθημερινές και γιορτινές (Ζώρα, 1972, σ. 144).
1.2.2
Η ανδρική ενδυμασία. Ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα
Σε γενικές γραμμές οι ανδρικές ενδυμασίες, σε αντίθεση με τις γυναικείες, παρου σιάζουν μικρότερη ποικιλία και μεγαλύτερη ομοιομορφία σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο. Ίσως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ανδρική ενδυμασία είναι κυρίως φορε σιά εργαστηρίου και δεν προορίζεται για οικιακές εργασίες. Ουσιαστικά, λοιπόν, η ανδρική ενδυμασία διακρίνεται σε πέντε κύριους, γενικούς τύπους, τους οποίους θα περιγράψουμε αναφερόμενοι στα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά τους. Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του πρώτου ανδρικού ενδυματολογικού τύπου εί ναι μια λευκή συνήθως φούστα, μακριά ή κοντή, της οποίας πολύπτυχη παραλλαγή αποτελεί η γνωστή μας φουστανέλα. Ο δεύτερος τύπος είναι ένα είδος φουφουλωτού παντελονιού, περισσότερο γνω στός στη βόρεια Ελλάδα, δηλαδή στην Ήπειρο, στη Μακεδονία και στη Θράκη. Αντίθετα, ο τρίτος ενδυματολογικός τύπος, η βράκα, είναι περισσότερο γνωστός στον νησιωτικό ανδρικό πληθυσμό, χωρίς όμως να απουσιάζει εντελώς, όπως άλλωστε θα δούμε πιο κάτω, και από περιοχές του ηπειρωτικού χώρου. Ο τέταρτος ανδρικός τύπος έχει ξενική -ανατολική- προέλευση. Αποτελείται από το αντερί, ένα μακρύ φόρεμα πάνω από το οποίο φοριέται ο τζουμπές, ένα μακρύ σκουρόχρωμο πανωφόρι (Παπαντωνίου, 1991, σ. 17· Γαγγάδη, 1994, σ. χχχ). Ο τελευταίος ενδυματολογικός τύπος, ο πέμπτος κατά σειρά, «αγκαλιάζει» τις δυ τικότροπες ενδυμασίες που φορέθηκαν στον ελληνικό χώρο από Έλληνες στους αιώ νες της δυτικής κυριαρχίας. Αυτές τις πέντε κατηγορίες αναλύουμε στη συνέχεια. Ο γνωστότερος και περισσότερο διαδεδομένος τύπος της ανδρικής ενδυμασίας του ελληνικού ηπειρωτικού χώρου είναι ο γνωστός ως φουστανέλα. Στην παλαιότερη και απλουστευμένη της παραλλαγή, η φουστανέλα όπως φοριόταν, αποτελούνταν από ένα κοντό, ως τα γόνατα, και πλατύ μανικωτό πουκάμισο, την πουκαμίσα ή καμιζόλα, που
40
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
σφιγγόταν στη μέση με πλατύ ζωνάρι, για να σχηματιστούν πολλές και φαρδιές πτυχές, ταλαντζούλια. Στο πάνω μέρος του κορμού φοριόταν πάνω από την πουκαμίσα ένας κοντός και στενός επενδύτης, ενώ στο κεφάλι παλαιότερα φοριόταν φέσι, αργότερα ένα είδος μικρού σκούφου. Στα πόδια, πάνω από το μακρύ μάλλινο ή βαμβακερό πα νωβράκι, φορούσαν άσπρες, μπεζ ή μπλε γκέτες, γνωστές ως σκάλτσες, δηλαδή ένα είδος υφασμάτινων περικνημίδων, που σκέπαζαν τα γόνατα και στερεώνονταν με σκουρόχρωμες καλτσοδέτες. Στα πόδια παλιότερα φορούσαν τσαρούχια, ενώ μεταγε νέστερα παπούτσια της αγοράς (Ζώρα, 1972, σ. 158· Παπαντωνίου, 1974, σ. 15· Παπαντωνίου, 1991, σ.16· Μπάδα, 1995, σ. 134· Παπαντωνίου, 1996, σ. 143). Η φουστανέλα στην εξελιγμένη της μορφή -όπως δηλαδή εξελί χθηκε ενδυματολογικά κυρίως τον 190 αιώνα- αποτελείται από μια πολύπτυχη λευκή φούστα, που σε παλαιότερες εποχές έφερε και πανωκόρμι. Κατασκευαζόταν από πολλά ορθογώνια τρίγωνα κομμάτια υφάσματος, που ράβονταν μεταξύ τους, ίσιο με λοξό, και μετά σουρώνονταν τα ραμμένα κομμάτια στη μέση. Άλλοτε όμως η φουστανέλα φτιαχνόταν από δύο ξεχωριστά τμήματα και δενόταν στη μέση, δεξιά και αριστερά. Στο πάνω μέρος του κορμού φοριό ταν ένα λευκό πλατυμάνικο πουκάμισο. Η επίσημη εκδοχή της είχε ένα στενό αμανίκωτο κεντημένο γιλέκο, έναν κοντό μακρυμάνικο επενδύτη, τη φέρμελη καθώς και ένα μακρύ και πλατύ ζωνάρι. Στα πόδια φορούσαν άσπρες μακριές κάλτσες, καλτσοδέτες και τσαρούχια, ενώ στο κεφάλι μια μικρή μαύρη όρθια σκούφια (Ζώ ρα, 1972, σ. 158· Παπαντωνίου, 1991, σ. 25· Λαδά-Μινώτου, Γαγγά i[ δη, 1993, σ.104-105· Παπαντωνίου, 2000, σ. 217-225). Μια πολύ κοντή παραλλαγή της φουστανέλας είναι αυτή που αποτελούσε μέρος της γιορτινής ενδυμασίας από το χωριό Στράτος της Αιτωλοακαρνανίας (βλ. Παπαντωνίου, 1974, αριθμ. 11). Ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια είχε η φουστανέλα όπως καθιερώ θηκε και φοριόταν ως «εθνική» ενδυμασία από τον Όθωνα. Όπως φαίνεται και στην Εικόνα 5, πάνω από τη μακριά λευκή φουστανέ λα φοριόταν το μεϊντάνι, ένα αχειρίδωτο εφαρμοστό γιλέκο, που κούμπωνε ως τον λαιμό με μια σειρά κουμπιά. Πάνω από το μεϊντά ! /1 νι έμπαινε και η φέρμελη, ένας επίσης κοντός εφαρμοστός επενδύ της με ιδιότυπα μακριά μανίκια, ανοιχτά στην εσωτερική τους ρά χη, που είτε κούμπωναν είτε έμεναν ξεκούμπωτα και έπεφταν ελεύθερα στην πλάτη. Στη μέση, πάνω από το κόκκινο στενό ζωνά ρι, φορούσαν το σελάχι, μια δ�ρμάτινη ή χρυσοκέντητη πλατιά ζώ νη με θήκες, που προορίζονταν κυρίως για μικρά σχετικά όπλα. Στα πόδια, αντί για τις μακριές κάλτσες, έβαζαν τα τουζλούκια, ένα είδος κεντητών περικνημίδων και, αντί για τσαρούχια, φορούσαν λουστρινένια παπούτσια, γνωστά ως βιδέλα (Ζώρα, 1972, σ.158159· Λαδά-Μινώτου, Γαγγάδη, 1993, σ. 216· Παπαντωνίου, 1996, σ. 27· Παπαντωνίου, 2000, σ.221-225). Εικόνα 5 Φουστανέλα οθωνική
/1
Ι .'/
Ii
Αη
,,,
l
1
41
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
Πολλές φορές πάνω από τη φουστανέλα φορούσαν τον ντουλαμά, ένα είδος πλου σιοκεντημένης μισής φούστας, που σκέπαζε μόνο το πίσω και τα πλαϊνά μέρη του σώ ματος. Παλαιότερα αυτή η μισή φούστα αποτελούσε τμήμα ενός αμάνικου χρυσοκε ντημένου πανωφοριού, που λεγόταν ντουλαμάς. Στο κεφάλι, τέλος, φορούσαν ένα φέσι, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου ήταν η πολύ μακριά φούντα, μακρύτερη από τη φούντα που είχε το φέσι αυτής της φορεσιάς, στα προεπαναστατικά χρόνια. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ντουλαμάς, η φέρμελη, το μεϊντάνι και τα τουζλούκια αποτελούσαν το ονομαζόμενο τακίμι, ένα σύνολο που ραβόταν από το ίδιο ύφασμα και το κεντούσαν με χρυσά ή μεταξωτά κορδόνια κατά τον ίδιο τρόπο (Ζώ ρα, 1972, σ. 159). Μια ιδιότυπη φουστανέλα είναι αυτή που φοριόταν -και φοριέ ται ακόμη και σήμερα- στο Μέτσοβο.Αποτελείται από σκούρο με ταξωτό πουκάμισο, μαύρη κοντή μάλλινη φουστανέλα και ένα μαύρο μάλλινο γιλέκο, το τσαμαντάνι, κεντημένο με μεταξωτές κλωστές.Σκουρόχρωμο καφετί ζωνάρι δένεται στη μέση, ενώ γού νινο όρθιο σκουφί, το «καλπάκι» στολίζει το κεφάλι. Μάλλινες λευκές χοντρές κάλτσες με καλτσοδέτες και τσαρούχια συμπλη ρώνουν τη φορεσιά (Ζώρα, 1972, σ. 158-159· Λαδά-Μινώτου, Γαγ γάδη, 1993, σ.146· Παπαντωνίου, 1974, αριθμ. 10· Παπαντωνίου, 2000, σ.221-222). Πρωτότυπη ήταν, τέλος, και η φουστανέλα των Σαρακατσάνων, μια κοντή μάλλινη λευκή φουστανέλα που είχε σκουρόχρωμες ρίγες στις άκρες κάθε πτυχής της (Παπαντωνίου, 1974, αριθμ. 1). Ενώ η φουστανέλα επιχωρίαζε περισσότερο στην Πελοπόν νησο και την Αττική, στη βόρεια Ελλάδα, στη Θράκη, στη Μα κεδονία, στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία, συνηθέστερος τύπος ανδρικής φορεσιάς, ήταν ένα είδος βράκας που πλησίαζε ενδυ ματολογικά περισσότερο το παντελόνι, αφού ενδυματολογικά δεν ήταν παρά ένα παντελόνι με φουφούλα. Το ιδιότυπο αυτό παντελόνι, που απαντά με διάφορες ονομα σίες, π.χ. πανωβράκι,μπενεβρέκι (Θεσσαλία, Μακεδονία, Βλάχοι και Σαρακατσάνοι), μπουραζάνα, μπουντούρι, πουντούρι ή πουτούρι (Θράκη), είναι άλλοτε λευκό, όπως φαίνεται στην Εικόνα 6, που δείχνει ένα χωρικό από τη γειτονική προς τα Γιάννενα πε ριοχή, άλλοτε σκουρόχρωμο, καφέ ή γκρι, και άλλοτε μαύρο. Η εν δυμασία αυτή συμπληρωνόταν με ένα σκουρόχρωμο καλπάκι στο κεφάλι, ένα λευκό, συνήθως μακρυμάνικο, πουκάμισο, σκουρόχρωμο αμάνικο γιλέκο και μακρύ και φαρδύ ζωνάρι, ενώ την υπό δεση αποτελούσαν καλοφτιαγμένα τσαρούχια ή παπούτσια του ερ γαστηρίου (Ζώρα, 1972, σ. 161 · Παπαντωνίου, 1991, σ. 16-17).
Εικόνα 6 Η μπουραζάνα ή πανωβράκι, περιοχή Ιωαννίνων Ηπείρου
42
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η βράκα αποτελούσε τον περισσότερο διαδεδομένο τύπο αν δρικής ενδυμασίας στις παραθαλάσσιες περιοχές της πατρίδας μας αλλά και στον ελληνικό νησιωτικό χώρο, ανατολικό και δυτικό. Από τις πολλές θεωρίες που έχουν διατυπωθεί αναφορικά με την προέλευση του συγκεκριμένου ενδυματολογικού τύπου, δύο είναι, πιστεύουμε, οι επικρατέστερες.Σύμφωνα με την πρώτη, η βράκα ήταν μια μεταγενέστερη μετεξέλιξη των αρχαίων περσικών αναξυ ρίδων, είδος φουφουλωτού παντελονιού. Αντίθετα με την πρώτη θεωρία, η δεύτερη υποστηρίζει ότι η βράκα, ενδυμασία των Αλγερι νών πειρατών, που μάστιζαν τις ελληνικές θάλασσες επί τουρ κοκρατίας, υιοθετήθηκε από τους νησιώτες και κυρίως από τους Κρητικούς, που τη φόρεσαν για να μην ξεχωρίζουν από τους Αλγε ρινούς, ώστε να μπορούν ευκολότερα όχι μόνο να τους αντι μάχονται αλλά και να τους ξεφεύγουν (Ζώρα, 1972, σ.159-160). Ο πιο αντιπροσωπευτικός και ταυτόχρονα ο πιο εξελιγμένος, σε κοπή και σε ραφή, τύπος βράκας ήταν σίγουρα ο κρητικός. Η Εικόνα 7 δείχνει κρητική ενδυμασία της περιοχής των Χανίων. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κρητικής σκουρόχρωμης τσόχινης βράκας, γνωστής και ωςχιαλβάρι, που ραβόταν από ειδικούς τε χνίτες, τους «λεβεντοράφτες», ήταν η πολύ μακριά και πτυχωτή φουφούλα της, που στην ανατολική Κρήτη έφτανε σχεδόν ως τους αστραγάλους. Άλλα εξαρτήματα της κρητικής ενδυμασίας ήταν το σκουρό χρωμο βαμβακερό πουκάμισο, το εφαρμοστό αλλά αμανίκωτο γιλέ κι, το μεϊντάνι, ένας κοντός και μακρυμάνικος επενδύτης, και το κα πότα, ένα είδος πλουσιοκεντημένου επανωφοριού, που φοριόταν άλλοτε με μανίκια και άλλοτε με τα μανίκια ριχτά στους ώμους.Δεν έλειπε από την ενδυμασία και το μακρύ και φαρδύ ζωνάρι.Την εν δυμασία συμπλήρωναν τα στιβάνια, λευκές ή μαύρες ψηλές μπότες, και το κροσσωτό μαντίλι του κεφαλιού (Ζώρα, 1972, σ. 160· Παπα ντωνίου, 1974, αριθμ. 23· Παπαντωνίου, 1991, σ. 17· Λαδά-Μινώτου, Γαγγάδη, 1993, σ. χχχ: Παπαντωνίου, 2000, σ. 234-235). Εικόνα 7 Κρητικός βρακοφόρος Αν και το πιο συνηθισμένο χρώμα της βράκας ήταν, όπου αλλού φορέθηκε, το σκούρο μπλε ή το μαύρο, δεν έλειπαν και άλλα χρώματα, όπως το καφέ και το λευκό. Λευκές βράκες φορούσαν στη Λήμνο, στη Σάμο και σε άλλα μέρη. Το πουκά μισο που φορούσαν με τη βράκα μπορεί να ήταν, εκτός από σκουρόχρωμο, λευκό, ακόμα και χρωματιστό. Πάνω από αυτό φορούσαν συνήθως, όπως και στην κρητική ενδυμασία, δύο κοντούς επενδύτες, έναν χωρίς μανίκια, σαν γιλέκο δηλαδή, και έναν με μανίκια, χω ρίς όμως να λείπει και ο μακρύτερος και μανικωτός επενδύτης ως κύριο επανωφόρι. Το ζωνάρι ήταν απαραίτητο, καθώς χρησίμευε και ως θήκη για τα απαραίτητα (πουγκί, κα πνοσακούλα και πιστόλια), ενώ τα υποδήματα, μπότες, τσαρούχια κ.λπ., δεν ήταν υποχρε ωτικά, επειδή τις περισσότερες φορές τα φορούσαν όποτε επέτρεπαν οι περιστάσεις (Πα παντωνίου, 1974, αριθμ. 22· Παπαντωνίου, 1991, σ.136-137· Παπαντωνίου, 2000, σ. 234237).
43
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
Ένας άλλος τύπος ανδρικής ενδυμασίας, ο τέταρτος, ήταν αυτός του οποίου κύριο γνώρισμα ήταν ένα μακρύς ασιατικός επενδύτης γνωστό ως αντερί, καφτάνι ή καβάδι. Ραβόταν από καλό βαμβακερό ή μεταξωτό ύφασμα, φοριόταν πάνω από ένα ή δύο εσωτερικά βρα κιά, ήταν ανοιχτό μπροστά και είχε μακριά φαρδιά μανίκια, ενώ ψηλά στον λαιμό ραβόταν ένας όρθιος γιακάς. Στη μέση δενόταν με πλατύ μεταξωτό ζωνάρι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου τύπου αποτελεί το αντερί του Υδραίου Δημητρίου Βούλγαρη (18021877), πρωθυπουργού της Ελλάδας επί βασιλέων Όθωνα και Γεωρ γίου Α' (Εικ. 8). Πάνω από το αντερί φορούσαν το μπενίσι, ένα αχειρίδωτο κοντό ένδυμα μέχρι τα γόνατα, και τον τζουμπέ, ένα μα κρύ, ανοιχτό μπροστά χειριδωτό επενδύτη από σκουρόχρωμο χοντρό ύφασμα, που πλαισιωνόταν με γούνα σε όλο το μήκος των πλευρών του. Στο κεφάλι φορούσαν το καλπάκι, ένα καπέλο σε σχήμα αρχιερατικής μίτρας. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι το αντερί, το μπενίσι και τον τζουμπέ, αν και ως ενδυμασίες ήταν ανατολικής προέλευσης, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας τα φορούσαν χρι στιανοί αξιωματούχοι, π.χ. Έλληνες κληρικοί, Φαναριώτες, Μικρα σιάτες, οι Αθηναίοι και οι νησιώτες άρχοντες, Γιαννιώτες έμποροι κ.ά. Ίδιες περίπου ενδυμασίες φορούσαν και οι Οθωμανοί κατα κτητές καθώς και άρχοντες άλλων εθνοτήτων, π.χ. οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι (Παπαντωνίου, 1991, σ. 137· Λαδά-Μινώτου, Γαγγάδη, 1993, σ. χχχ· Παπαντωνίου, 2000, σ. 131-132). Αξίζει εδώ να τονιστεί ότι τα διάφορα κεφαλοκαλύμματα και κεφαλοδέματα ήταν κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας αυστηρά καθορισμένα από τους ίδιους τους κατακτητές ως διακριτικά γνωρί σματα των διάφορων υπόδουλων εθνοτήτων. Όλοι οι κεφαλόδε σμοι είχαν ως βάση το φέσι, ένα μαλακό κόκκινο σκούφο που πήρε την ονομασία του από την πόλη Φεζ του σημερινού Μαρόκου και καθιερώθηκε για τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους κατά τον 170 αιώνα. Αργότερα, μετά την Ανεξαρτησία (1830), καθιερώ θηκε στην Πελοπόννησο το μπαρέζι, ένα σκουρόχρωμο βαμβακερό μαντίλι δεμένο γύρω στο κεφάλι, ενώ στη Στερεά Ελλάδα, στην Ήπειρο, στη Μακεδονία και στη Θράκη φορούσαν ένα είδος μι κρού «στητού», δηλαδή σκληρού, σκούφου, γνωστού ως καλπάκι. Εικόνα 8 Το αντερί του Δημητρίου Βούλγαρη Γενικά, σχεδόν παντού, μόνο σε εορταστικές εκδηλώσεις φορούσαν στο κεφάλι φέσι με φούντα, άλλοτε μπλε σκούρα και άλλοτε μαύρη (Ζώρα, 1972, σ. 159· Παπαντωνίου, 1991, σ. 18, 173). Την τελευταία κατηγορία ανδρικών ενδυμασιών, την πέμπτη κατά σειρά, αποτελού σαν οι ενδυμασίες τις οποίες φορούσαν στις φραγκοκρατούμενες και ενετοκρατούμε νες περιοχές οι Έλληνες των ανώτερων κοινωνικών τάξεων. Η παμπάλαια αυτή ενδυ ματολογική συνήθεια, που ήταν γνωστή με την ονομασία «τα φράγκικα», ήταν ιδιαίτε ρα δημοφιλής στα νησιά τόσο του Αιγαίου όσο και του Ιονίου, δεν γνώρισε όμως ιδιαί τερη αποδοχή από τον λαό των συγκεκριμένων αυτών περιοχών. Η Εικόνα 9, για πα-
44
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ράδειγμα, προερχόμενη από τοιχογραφία ναού της ανατολικής Κρήτης δείχνει μια κρητική οικογένεια ευγενών της υπαίθρου, που ήταν γνωστοί ως «Αρχοντορωμαίοι», να φορούν βενετσιάνικες ενδυμασίες του 16ου αιώνα (Πλουμίδης, 1974, σ. 207· Παπα ντωνίου, 2000, σ. 130).
Εικόνα 9 «Αρχοντορωμαίοι». Βενετσιάνικη ενδυμασία οικογένειας ευγενών Κρητικών,
Ναός Αγ. Γεωργίου, Βόιλα Σητείας (κατά τον Gerola)
Τέτοιες εικόνες πιθανότατα θα αντίκριζε κανείς πολλές και σε καθημερινή βάση στα φραγκοκρατούμενα ελληνικά νησιά. Ενδυματολογικές επιβιώσεις των δυτικών αυ τών επιρροών θα δούμε και στις επόμενες σελίδες, κατά την αναφορά μας στις γυναι κείες παραδοσιακές ενδυμασίες. Άσκηση Αυτοαξιολόγησηc; 7 /Κεφάλαιο 1 Ποια από τις παρακάτω προτάσεις θεωρείτε σωστή; Θα βρείτε τη σωστή απάντηση στο Παράρ τημα, στο τέλος του κεφαλαίου. Α. Ο όρθιος αργαλειός χρησιμοποιήθηκε και κατά την ύστερη, μεταχριστιανική, Αρχαιότητα, τη βυζαντινή εποχή και κατά τη δυτική, μεσαιωνική, περίοδο. Β. Ο οριζόντιος αργαλειός χρησιμοποιήθηκε κατά την ελληνορωμαϊκή Αρχαιότητα.
1
45
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης &/Κεφάλαιο 1
(>
Αντιστοιχίστε κάθε ανδρική φορεσιά με τη γεωγραφική περιοχή στην οποία συναντάται. Θα βρείτε τις σωστές αντιστοιχίσεις στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. Φουστανέλα
Πελοπόννησος
Πανωβράκι, μπουντούρι, μπουραζάνα
Στερεά Ελλάδα
Βράκα
Θεσσαλία
Αντερί
Ήπειρος
Τζουμπές
Μακεδονία
«Τα φράγκικα»
Θράκη Νησιά
1.2.3
Η γυναικεία ενδυμασία. Ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα
Προτού προχωρήσουμε στην παρουσίαση της γυναικείας ενδυμασίας, πιστεύουμε ότι είναι χρήσιμο να περιγραφούν προκαταρκτικά και εν συντομία τα βασικά δομικά στοιχεία της. Η παρουσίαση αυτή θα γίνει, για να αφομοιώσετε ευκολότερα τα επι μέρους ενδυματολογικά στοιχεία, με βάση τις σχεδιαστικές τους αναπαραστάσεις. Στο δεύτερο μέρος αυτής της υποενότητας θα παρουσιάσουμε αντιπροσωπευτικές πα ραδοσιακές ενδυμασίες όχι μόνο από τον ελληνικό χώρο, ηπειρωτικό και νησιωτικό, αλλά και από άλλες περιοχές όπου ανθούσε παλαιότερα ο ελληνισμός. Από μορφολογική αλλά και λειτουργική πλευρά τα είδη του καλύμματος που μπορεί να δεχτεί το σώμα, και ειδικότερα το γυναικείο, καθορίζονται από τις ίδιες τις λέξεις και συγκεκριμένα από τα ρήματα που χρησιμοποιούμε όταν αναφερόμαστε στην ένδυσή μας. Αναλυτικότερα, τα ρούχα του κανείς ή τα ενδύεται, δηλαδή «βουτά» μέσα τους, ή τα φορεί, τα φέρει επάνω του ή, τέλος, τα ζώνεται και περιτυλίγεται μέσα σε αυτά (Καλογεροπούλου-Ζαχαριάδου, 1973, σ. 35). Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, θα μπορέσετε να κατανοήσετε ευκολότερα τα βασι κότερα από τα καλύμματα-ρούχα που θα περιγράψουμε πιο κάτω.
Α. Βασικά ενδυματολογικά εξαρ1ήμα1α 1ης γυναικείας ενδυμασίας 1. Το πουκάμισο Το πουκάμισο στην παραδοσιακή γυναικεία ενδυμασία ήταν το σπουδαιότερο έν δυμα, αυτό δηλαδή το οποίο η γυναίκα φορούσε πάνω από το γυμνό της σώμα. Το που κάμισο, ενδυματολογικά, ενώ καταγόταν από την υστερορωμαϊκή-πρώιμη βυζαντινή δαλματική και ήταν ένα μονοκόμματο ρούχο, από την εποχή της φραγκοκρατίας (13ος αιώνας και εξής) άρχισε να παρουσιάζει αρκετές διαφοροποιήσεις σε όσες ελληνικές περιοχές έμειναν για αιώνες υπό δυτική επιρροή. Έτσι, κάποιες φορές είχε το φάρδος μαζεμένο σε σούρα στη λαιμόκοψη, όπως φαίνεται στην Εικόνα 10, στην οποία βλέπε-
46
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τε ένα πουκάμισο της Κρήτης. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που το πουκάμισο ήταν εφαρμοστό όταν σκέπαζε το πάνω μέρος του κορμού, ενώ το κάτω μέρος το σκέπαζε μια σουρωτή φούστα. Αξίζει εδώ να τονιστεί το γεγονός ότι τόσο η βυζαντινή όσο και οι δυτικές παραλλαγές του πουκάμισου συνέχισαν την πορεία τους έως ότου καταργή θηκαν οι παραδοσιακές ενδυμασίες (Παπαντωνίου, 1978, σ. 8).
Εικόνα 10 Πουκάμισο δυτικής επίδρασης, Κρήτη
Στα περισσότερα παραδείγματα όμως το πουκάμισο του ηπειρωτικού χώρου, που συ νέχιζε τις βυζαντινές καταβολές και μορφολογικά δεν ήταν παρά ένα σχετικά μακρύ μονοκόμματο κομμάτι υφάσματος, που σχημάτιζε το μπροστινό και το πίσω μέρος του πουκάμισου, ήταν γνωστό ως η μάνα και είχε πλάτος συνήθως 50-55 εκατοστά. Τα επι πρόσθετα πλαϊνά φύλλα, τα λαγκιόλια όπως ήταν συνηθέστερα γνωστά, και είχαν σκοπό να δώσουν περισσότερη άνεση στο βάδισμα της γυναίκας. Τα λαγκιόλια κόβονταν άλ λοτε ίσια και άλλοτε λοξά (Παπαντωνίου, 1978, σ. 8-10, Σχεδιαγράμματα 11, 37· Γουήλ Μπαδιεριτάκη, 1980, σ. 34). Το πουκάμισο, που ως ένδυμα ήταν άλλοτε εσώρουχο και άλλοτε εξωτερικό ρούχο, κατασκευαζόταν από πολλές και διαφορετικές πρώτες ύλες. Τα παλαιότερα πουκάμι σα ήταν μάλλινα, βαμβακερά και μεταξωτά· δεν είναι όμως άγνωστα και τα λινά, τα καναβίσια, τα μαλλομέταξα, τα λινομέταξα, τα βαμβακομέταξα και τα λιναρίσια που κάμισα. Η επικράτηση του βαμβακερού πουκάμισου από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ίσως οφειλόταν όχι μόνο στον περιορισμό ορισμένων καλλιεργειών, όπως, π.χ., του λιναριού και του μεταξιού, αλλά και την εύκολη πια αγορά της συγκεκριμένης ύλης (Γουήλ-Μπαδιεριτάκη, 1980, σ. 37-38).
47
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
Τα πουκάμισα, που ήταν συνήθως λευκά, χωρίς να λείπουν τα κόκκινα ή τα δίχρω μα, άλλοτε έφταναν ως τους αστραγάλους και άλλοτε ως τα γόνατα. Η διακόσμησή τους, ιδιαίτερα αν ήταν εξωτερικά ρούχα, ήταν ιδιαίτερα επιμελημένη και βρισκόταν μόνο στις επιφάνειές τους, που δεν καλύπτονταν από τα λοιπά καλύμματα-ρούχα. Τέτοιες επιφάνειες ήταν οι άκρες και οι ραφές του ποδόγυρου και των μανικιών, κα θώς και το άνοιγμα του λαιμού. Η διακόσμηση αυτή των πουκάμισων ήταν υφαντή, κεντητή ή επίρραπτη. Η υφα ντή, εκτός από τη Θράκη και τη Μακεδονία, δεν ήταν πολύ διαδεδομένη στον υπόλοιπο ελληνικό χώρο. Αντίθετα, η κεντητή ήταν παντού γνωστή, όπως άλλωστε και η επίρραπτη, η οποία ήταν αποτέλεσμα των συνδυασμών που δημιουργούσαν οι χρω ματιστές χάντρες, οι πούλιες και οι πολυποίκιλες δαντέλες, οι χρωματιστές τρέσες και οι κορδέλες καθώς και τα πολύχρωμα βελούδα (Παπαντωνίου, 1978, σ. 9-10· Γουήλ Μπαδιεριτάκη, 1980, σ. 42-43).
11. Το φουστάνι-φόρεμα Το φουστάνι ήταν φόρεμα, φοριόταν δηλαδή πάντα πάνω από το πουκάμισο. Μορφολογικά το φουστάνι ήταν ένα χειριδωτό ή αχειρίδωτο ρούχο, άλλοτε κοντύτερο και άλλοτε μακρύτερο από το πουκάμισο, και ήταν είτε μονοκόμματο είτε χωρισμένο στη μέση. Συγγενικό ρούχο με το φουστάνι ήταν η φούστα, όπως ονομαζόταν και εξακολου θεί να ονομάζεται το εξωτερικό ρούχο που δεν έχει μπούστο και σκεπάζει μόνο το κά τω μέρος του γυναικείου σώματος. Σε γενικές γραμμές όμως διακρίνουμε αυτά τα φορέματα-ρούχα σε τρεις μεγάλες και ξεχωριστές κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία, το φουστάνι είναι φόρεμα αμά νικο, σχηματική παραλλαγή της δαλματικής. Αποτελείται από ένα μονοκόμματο κε ντρικό τμήμα, φαρδύ μπρος και πίσω, τη μάνα, και από πλαϊνά λοξά φύλλα, δύο μπρος και δύο πίσω, ταλαγκιόλια. Τα συναντάμε στη Μακεδονία, στη Θράκη και στη Θάσο (Παπαντωνίου, 1978, σ. 16). Στη δεύτερη κατηγορία, που καταγόταν από τις δυτικές ενδυμασίες της (δυτικής) αναγεννησιακής εποχής (15ος-17ος αι.), τα φουστάνια είχαν είτε τιράντες είτε ένα μι κρό αμάνικο μπούστο. Η φαρδιά τους φούστα είτε ήταν σουρωτή στη μέση είτε είχε ρη χές ή βαθιές οριζόντιες, συνήθως, πιέτες, άλλοτε σε όλο το μάκρος και άλλοτε στο κά τω μέρος της φούστας. Τέτοια ενδυματολογικά παραδείγματα συναντάμε παλαιότερα στα Μέγαρα, στη Σαλαμίνα και στην Αίγινα, στην Ύδρα και στις Σπέτσες, στη Σκύρο, στη Σκόπελο και στη Σκιάθο, στην Κύμη Εύβοιας, στο Πυργί και στην Καλαμωτή Χίου, στην Άνδρο και στην Αμοργό, στην Πελοπόννησο (Τρίπολη, Τσακωνιά και Μάνη), στην Κρήτη, στα Επτάνησα (π.χ. Λευκάδα) και αλλού (Παπαντωνίου, 1973, σ. 13-15). Αντίθετα, στην τρίτη κατηγορία ανήκουν τα νεότερου τύπου φορέματα-φουστάνια και φορέματα�φούστες, που καθιερώθηκαν στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα από τη βασίλισσα Αμαλία. Σε γενικές γραμμές, τη «στολή της Αμαλίας» (βλ. Εικ. 4, υποενό τητα 1.2.1), όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται αυτή η ενδυμασία, αποτελούσε ένας πα ραδοσιακός κοντός χειριδωτός επενδύτης, τον οποίο φορούσαν οι αστές στην προεπα ναστατική εποχή, και μια φούστα επηρεασμένη από τη δυτικοευρωπαϊκή μόδα της εποχής του 1830-1840. Όπως έχει μάλιστα αναφερθεί και αλλού, η στολή αυτή καθιε ρώθηκε τόσο ως αυλική όσο και ως εθνική ενδυμασία.
48
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
111. Οι επενδύτες Τους διάφορους επενδύτες, που στην πλειονότητά τους ήταν κατασκευασμένοι από ειδικούς τεχνίτες (βαφή, κοπή, κέντημα), τους φορούσαν είτε πάνω από το πουκάμισο, αν αυτό ήταν εξωτερικό ρούχο, είτε πάνω από το φουστάνι. Και οι επενδύτες βα σίζονταν μορφολογικά στην υστερορωμαϊκή και πρώιμη βυζαντινή δαλματική. Είχαν δηλαδή ένα κεντρικό μονοκόμματο ύφασμα, τη μάνα, για την πλάτη και το μπροστινό μέρος, και πλαϊνά φύλλα, ταλαγκιόλια, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε-λιγότερο φαρ διά (Παπαντωνίου,1978, σ.11 ). Οι επενδύτες ήταν γνωστοί με πολλές ονομασίες, π.χ. ο σαγιάς, το καβάδι, ο καπλα μάς, το αντερί, το καφτάνι, το γ(κ)ιουρντί, το γιλέκο, το πιρπιρί, η σιγκούνα, η γρίζα, η φλοκάτα, ο ντουλαμάς, ο τζουμπές, για να αναφέρουμε μερικά από τα ονόματα που χα ρακτήριζαν αυτά τα συγγενικά μεταξύ τους -από μορφολογική άποψη- ρούχα, που δεν διέφεραν συνήθως παρά μόνο ως προς το ύφασμα, αν ήταν δηλαδή φτιαγμένα από αγοραστή ή σπιτική πρώτη ύλη, και δευτερευόντως ως προς το μήκος και τη διακόσμη σή τους (Παπαντωνίου,1978, σ.11-13). Έτσι, π.χ., ο σαγιάς, λέξη που υποδηλώνει ως ύφασμα το σαγιάκι, χοντρό ύφασμα της νεροτριβής, κατασκευαζόταν συνήθως από βαμβακερό ύφασμα. Αυτού του υφά σματος αχειρίδωτους σαγιάδες φορούσαν, π.χ. οι Καραγκούνες της Θεσσαλίας. Αυτού του τύπου ρούχο ήταν το καβάδι ή τα καβάδια, όπως ονομάζονταν οι χειριδωτοί, συνή θως, επενδύτες φτιαγμένοι από πολύτιμο αγοραστό ύφασμα. Καβάδι φορούσαν και στηΜακεδονία, όπως, π.χ., στην Επισκοπή και στη Βελβενδό, στην Αθήνα, στην Κάρ παθο και στο Καστελόριζο καθώς και στη μακρινή Σίλλη του Ικονίου τηςΜ. Ασίας. Εί ναι χαρακτηριστικό ότι στη Σίλλη φορούσαν το καβάδι όχι μόνο ως εσωτερικό επενδύ τη αλλά και ως εξωτερικό ρούχο (Παπαντωνίου,1978, σ. 11· Γουήλ-Μπαδιεριτάκη, 1998, σ.87-91 ). Το αντερί ήταν ένας εσωτερικός -συνήθως- μακρύς επενδύτης, ανοιχτός μπροστά σε όλο του το μήκος, άλλοτε αχειρίδωτος και άλλοτε χειριδωτός, ενώ ξεχώριζε από τους άλλους επενδύτες από το ακριβό, αγοραστό ύφασμα. Το καφτάνι ήταν και αυτό συγγενικό -ως προς τη χρήση- ρούχο με το αντερί -το οποίο επίσης ήταν χειριδωτό-, με μόνη διαφορά ότι είχε γυριστές τις άκρες των μανικιών του, όπως τα σημερινά μανί κια ρεβέρ (Παπαντωνίου,1978, σ.11-12 ) 'Άλλα εξωτερικά ρούχα, όπως το γιουρντί, το σιγκούνι, η σιγκούνα, η γρι'ζα, η φλοκά τα, ενδυματολογικά δεν ήταν παρά αχειρίδωτοι συνήθως επενδύτες. Κοινό χαρακτηρι στικό τους γνώρισμα, ιδιαίτερα στα νεότερα χρόνια, ήταν ότι ήταν κοντύτεροι από τους παλαιότερους, εκείνους που φορούσαν οι γυναίκες επί τουρκοκρατίας, οι οποίοι έφτα ναν σχεδόν ως τους αστραγάλους. Κύριο χαρακτηριστικό όλων των επενδυτών αυτού του τύπου ήταν το ύφασμά τους, το σαγιάκι, ένα μάλλινο υφαντό ύφασμα της νεροτρι βής, καθώς και το γεγονός ότι η κατασκευή τους γινόταν από ειδικούς τεχνίτες ή ραφτά δες, τους τερζήδες, και τους συρμακέσηδες, οι οποίοι εκτός από το κόψιμο και το ράψι μό τους είχαν την ευθύνη της διακόσμησής τους με μονόχρωμα, πολύχρωμα και χρυσά κορδόνια καθώς και συρματερές χρυσές κλωστές (Παπαντωνίου,1978, σ.12-13). Ενδιαφέρουσα παραλλαγή των παραπάνω επενδυτών αποτελούσε το αστικό ηπειρω τικό, τσόχινο ή βελούδινο πιρπιρί. Η ενδυματολογική πρωτοτυπία του συγκεκριμένου
49
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
εξωτερικού ρούχου ήταν η προσθήκη πολλών στενών λουρίδων υφάσματος στο στενό κομμάτι της πλάτης του επενδύτη. Τόσο το πιρπιρί όσο και το συγγενικό του μορφολογι κά ρούχο, ο ανδρικός αστικός ντουλαμάς -ο χωρικός ντουλαμάς ήταν κατασκευασμένος από σαγιάκι-, ήταν επενδύτες που τους έραβαν αποκλειστικά οι τερζήδες, οι οποίοι και τους κεντούσαν με χρυσονήματα, με μεταξωτά γαϊτάνια και χρυσές κορδέλες πάνω σε χρωματιστά κομμάτια τσόχας ή βελούδου (Παπαντωνίου, 1978, σ. 12). Θα ολοκληρώσουμε την αναφορά μας στα εξωτερικά γυναικεία ρούχα, με μια σει ρά κοντών, χειριδωτών ή αχειρίδωτων επενδυτών, που μορφολογικά έμοιαζαν με τις σημερινές γυναικείες ζακέτες και τα γιλέκα. Οι επενδύτες αυτοί, αν και μορφολογικά ήταν σχεδόν μεταξύ τους ίδιοι, είχαν ποικίλες ονομασίες, όπως, π.χ., το ζιπούνι, το κοντόσι, ο μεντενές, το μπαμπουκλί, το πεσελί κ.ά. Από τα πιο χαρακτηριστικά αυτά ρούχα ήταν ο τζάκος, επενδύτης τον οποίο φορούσαν οι γυναίκες στα μεσογείτικα χω ριά της Αττικής, το γιλέκι από τη Λητή της Μακεδονίας και, τέλος, το κοντογούνι, ο επενδύτης της στολής της βασίλισσας Αμαλίας (Παπαντωνίου, 1978, σ. 11-12, 30).
IV. Η ζώνη και το ζωνάρι Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση αυτών των δύο ενδυματολογικών εξαρτημά των, πιστεύουμε ότι πρέπει να δηλωθεί εξαρχής ότι η ζώνη και το ζωνάρι ήταν δύο διαφορετικά πράγματα, με διαφορετικές, αντίστοιχα, χρήσεις. Η ζώνη, που παλιότερα δεν έσφιγγε τη μέση, αλλά την έδεναν χαλαρά στους γοφούς, προϋποθέτει, στις περισσότερες περιπτώσεις, μια πόρπη, δηλαδή ένα μεταλλικό κεντρι κό κούμπωμα, ενώ για το υπόλοιπο μέρος της αρκούσε είτε μια ταινία υφαντή είτε μία δερμάτινη λουρίδα ή ακόμα -σπανιότερα όμως- μια ταινία καμωμένη από μετάλλινα αρ θρωτά στοιχεία, όπως, π.χ., η ζώνη από το Σουφλί της Θράκης. Δεν θα επεκταθούμε όμως περισσότερο, επειδή στις ζώνες καθώς και στα άλλα διακοσμητικά-μαγικοσυμ βολικά εξαρτήματα της ενδυμασίας θα αναφερθούμε και στην ενότητα 1.3 (Καλογεροπούλου-Ζαχαριάδου, 1973, σ. 46-47· Παπαντωνίου, 1978, σ. 21-22· Νικήτα, 1981, σ. 331). Από την άλλη, το ζωνάρι, κοινό ενδυματολογικό εξάρτημα τόσο στις ανδρικές όσο και στις γυναικείες φορεσιές, δεν ήταν παρά ένα πολύ μακρύ και φαρδύ (0,8-0,12 μ.) κομμάτι υφάσματος, μάλλινο, μαλλοβάμβακο ακόμα και μεταξωτό, που κατέληγε συ νήθως σε πυκνά κρόσσια. Το ζωνάρι, που φοριόταν είτε πάνω από το πουκάμισο, όταν φυσικά λειτουργούσε ως εξωτερικό ρούχο, είτε πάνω από το φουστάνι ή τον επενδύτη, ήταν απαραίτητο εξάρτημα της γυναικείας ενδυμασίας, επειδή χρησίμευε αφενός στη συγκράτηση της μέσης κατά τη διάρκεια κοπιαστικών αγροτικών και οικιακών εργα σιών και αφετέρου ως ένα είδος κορσέ που συγκρατούσε τους κοιλιακούς μυς μετά τη γέννα (Καλογεροπούλου-Ζαχαριάδου, 1973 σ. 46-47· Παπαντωνίου, 1978, σ. 18-21· Νικήτα, 1981, σ. 331).
V. Η ποδιά Με τη λέξη ποδιά, που προέρχεται από την αντίστοιχη βυζαντινή ποδέα ή ποδία, ονομάζουμε το κομμάτι υφάσματος που καλύπτει με το μέγεθός του ένα μεγάλο μέρος του μπροστινού τμήματος της γυναικείας ενδυμασίας (Ρωμαίου-Καρασταμάτη, 1980, σ. 17).
50
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Προτού προχωρήσουμε όμως στην περαιτέρω εξέτασή της, είναι αναγκαίο, πι στεύουμε, να σημειώσουμε ότι με την ίδια λέξη, είτε στον ενικό είτε στον πληθυντικό, σε ορισμένες περιοχές του ελληνικού χώρου εννοούν άλλο ενδυματολογικό εξάρτημα. Έτσι, π.χ., στην Καλαμωτή Χίου ποδιά ονομάζουν τη φούστα του γυναικείου πουκά μισου, ενώ στην περιοχή του Ρουμλουκιού στη Μακεδονία με την ονομασία «οι ποδιές» αναφέρονταν στα δύο τριγωνικά βελούδινα κομμάτια που είναι ραμμένα στις μπροστι νές γωνιές του επενδύτη τους, τις οποίες σε ορισμένες κοινωνικές περισ:ιάσεις γύριζαν ανάποδα και στερέωναν στο πίσω μέρος του σώματος και λίγο πιο κάτω από τη μέση τους (Ρωμαίου-Καρασταμάτη, 1980, σ. 17-18). Σε γενικές γραμμές όμως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ποδιά, όταν ήταν λειτουρ γικό μέρος της γυναικείας ενδυμασίας, επειδή δεν ήταν απαραίτητο ενδυματολογικό εξάρτημα εκτός από την πρακτική της χρήση, αποτελούσε αξιοσημείωτο αισθητικό συ μπλήρωμα αλλά και μαγικοσυμβολικό της εξάρτημα, αφού κάλυπτε το μέρος του γυ ναικείου σώματος όπου βρίσκονταν μέσα στον κοιλιακό χώρο τα γυναικεία αναπαρα γωγικά όργανα. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το γεγονός ότι με την ποδιά λειτουργούσαν πολλές μαγικοσυμβολικές πράξεις, π.χ. το θρακιώτικο έθιμο κατά το οποίο οι γυναίκες που συμπαραστέκονταν στην ετοιμόγεννη ακουμπούσαν τις ποδιές τους πάνω στην κοιλιά της λέγοντας ταυτόχρονα ευχές για μια καλή και γρήγορη γέννα (Παπαντωνίου, 1978, σ. 22). Περισσότερα, όμως, γύρω από τη μαγικοσυμβολική ή συμβολικο-θρη σκευτική χρήση της ποδιάς και της ενδυμασίας γενικότερα θα αναφερθούν στην υποε νότητα 1.3.3. Μορφολογικά οι ποδιές, που ήταν μάλλινες ή βαμβακερές για καθημερινή χρήση και μάλλινες, βαμβακερές, μεταξωτές, τσόχινες ή βελούδινες για γιορτές ή γάμους, ανήκαν σε τρεις γενικές κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία, οι ποδιές ήταν ορθογώ νιες και παραλληλόγραμμες, ραμμένες από ένα φάρδος υφάσματος. Στη δεύτερη κα τηγορία, οι ποδιές είχαν σχήμα τραπεζοειδές, με ένα ή και δύο κεντρικά κατακόρυφα ορθογώνια παραλληλόγραμμα κομμάτια υφάσματος και είχαν από ένα τριγωνικό κομμάτι, ολόκληρο ή ραμμένο στα δύο, δεξιά και αριστερά. Η τρίτη κατηγορία περι λάμβανε τις ποδιές που ήταν και αυτές στο σχήμα ορθογώνιες και παραλληλόγραμμες, με τη διαφορά όμως ότι φτιάχνονταν από δύο φάρδη υφάσματος που είχαν τοποθετη θεί είτε κατακόρυφα είτε οριζόντια (Παπαντωνίου, 1978, σ. 22-23).
VI. Η κόμμωση, τα κεφαλοδέματα και τα κεφαλοκαλύμματα Παραδοσιακά, οι ελεύθερες έφτιαχναν συνήθως τα μαλλιά τους σε δύο μακριές κοτσί δες, με μια χωρίστρα στη μέση. Αντίθετα, οι παντρεμένες έκαναν τις κοτσίδες τους στεφά νι γύρω από το κεφάλι τους. Την ημέρα του γάμου οι μελλόνυμφες ενίσχυαν, για περισσό τερη ομορφιά, την κόμμωσή τους με πρόσθετα, ψεύτικα ή αληθινά, μαλλιά ή πρόσθεταν στις κοτσίδες τους μία ή και περισσότερες, ειδικά για τον σκοπό αυτό, πλεγμένες ψεύτικες κοτσίδες, γνωστές σε πολλές περιοχές ως κόσσες. Σε άλλες περιοχές κρεμούσαν τα λεγό μενα τσουλούφια ή τζουλούφια πάνω στους κροτάφους τους ή άφηναν τις φράντζες, δηλα δή αφέλειες στο μέτωπό τους. Οι Ψαριανές έφτιαχναν με λίγα μαλλιά μια μικρή άγκυρα στο μέτωπό τους, επειδή οι άντρες τους ήταν ναυτικοί και με αυτό τον τρόπο πίστευαν ότι τους τιμούσαν (Παπαντωνίου, 1978, σ. 32). Δεν ήταν όμως άγνωστη η μόδα να φτιάχνουν πολλές λεπτές κοτσίδες, όπως, π.χ., στην πόλη Σίλλη του Ικονίου στη Μ. Ασία, όπου ο
51
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
συνηθισμένος αριθμός κοτσίδων ήταν δώδεκα, για να συμβολίζουν τους δώδεκα Αποστόλους (Παπαντωνίου, 1978, σ. 32· Γουήλ-Μπαδιεριτάκη, 1979, σ. 193-195). Ήταν σχεδόν πανελλήνια συνήθεια τις κοτσίδες, είτε αληθινές είτε ψεύτικες, να τις διακοσμούν με πολλά και ποικίλα στολίδια, δώρα του γαμπρού προς τη νύφη. Αυτού του είδους οι στολισμοί ήταν είτε υφασμάτινες λωρίδες με επιρραπτόμενα νομίσματα, χρυσά, αργυρά ή και μικρότερης αξίας, είτε λωρίδες πάνω στις οποίες είχαν ράψει χά ντρες και κοχύλια, πούλιες και άλλα διακοσμητικά και λαμπερά μικροστολίδια. Άλλοι στολισμοί, πολύ πιο πρωτότυποι, ήταν τα ασημένια και κούφια κοσμήματα με μακριές βυσσινιές φούντες στην άκρη, τα γνωστά και ως οι μασούρ πλεξίδες και τα πεσκούλια ή τα πισκούλια της Αττικοβοιωτίας, της Εύβοιας και της Πελοποννήσου. Ιδιότυπα κοσμήματα των μαλλιών, αργυρά και αυτά, κρεμούσαν οι γυναίκες του Τρίκερι της Μαγνησίας τα οποία ονομάζονταν «τα κλώνια και τα κουμπιά». Περισσότερα στοι χεία για τα παραπάνω κοσμήματα καθώς και για τα κοσμήματα γενικότερα θα ανα φέρουμε στην υποενότητα 1.3.2 (Παπαντωνίου, 1978, σ. 32). Εκτός από την περίτεχνη κόμμωση, την ομορφιά τόσο της ανύπαντρης όσο και της παντρεμένης γυναίκας αναδείκνυαν τα πολύπλοκα κεφαλοδέματα. Τα κεφαλοδέματα, γνωστά και ως κεφαλόδεσμοι, διέφεραν από περιοχή σε περιοχή αν επρόκειτο για ανύ παντρη ή παντρεμένη, αν ήταν καθημερινά, γιορτινά ή νυφιάτικα. Άλλη διευθέτηση εί χαν οι καθημερινοί κεφαλόδεσμοι, των οποίων ο τρόπος δεσίματος σχετιζόταν πολλές φορές όχι μόνο με την εποχή του έτους αλλά και με την οικιακή ή γεωργική τους εργα σία. Ξεχωριστή κατηγορία, όμως, αποτελούσαν οι γιορτινοί και οι νυφικοί κεφαλόδε σμοι. Τους τελευταίους διευθετούσαν περίτεχνα την ημέρα του γάμου οι περισσότερο έμπειρες γι' αυτό τον σκοπό γυναίκες του χωριού, με συνοδεία πολλών και κατάλλη λων για την περίσταση τραγουδιών (Παπαντωνίου, 1978, σ. 32-33). Αξίζει εδώ να τονι στεί η ιδιαίτερη σημασία που έδιναν οι παραδοσιακοί άνθρωποι όχι μόνο στο δέσιμο του νυφικού κεφαλόδεσμου αλλά και στα πολλά και ποικίλα εξαρτήματα, όπως, π.χ., τα μαντίλια, τα μαξιλάρια, οι σκούφιες κ.ά., που είχαν σκοπό να δώσουν όγκο και με γαλοπρέπεια στον κεφαλόδεσμο και κατ' επέκταση στην ίδια τη νύφη. Ταυτόχρονα εντυπωσίαζε η νύφη με τα επιμετώπια κοσμήματά της και τα πελώρια σκουλαρίκια της (Καλογεροπούλου-Ζαχαριάδου, 1973, σ. 50· Παπαντωνίου, 1978, σ. 34). Τα κεφαλοδέματα, όπως άλλωστε και πολλά άλλα ενδυματολογικά εξαρτήματα, όπως είδαμε και πιο πάνω, κατατάσσονταν και αυτά σε συγκεκριμένες κατηγορίες, από τις οποίες οι σπουδαιότερες ήταν δύο. Στην πρώτη κατηγορία, που πιθανότατα ήταν και η παλαιότερη, επειδή τη γνωρίζουμε από περιηγητικά κείμενα, κύριο χαρα κτηριστικό γνώρισμα ήταν ένα πολύ μακρύ και φαρδύ κομμάτι υφάσματος, γνωστό ως μπόλια ή σάρπα, που ήταν συνήθως είτε βαμβακερό είτε μεταξωτό, χωρίς να λείπουν και τα χρυσοϋφασμένα παραδείγματα. Στη δεύτερη μεγάλη ομάδα υπάγονταν όσα κε φαλοδέματα χρησιμοποιούσαν το μαντίλι, που ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο κομμάτι υφάσματος, συΎήθως αγοραστό (Παπαντωνίου, 1978, σ. 34). Εκτός από τα κεφαλοδέματα υπήρχε και μια άλλη ομάδα καλυμμάτων της γυναικεί ας κεφαλής, τα κεφαλοκαλύμματα. Αυτά δεν ήταν παρά φέσια ή καλπάκια, όπως ήταν επίσης γνωστά, ενώ δεν ήταν άγνωστα και τα ονομαζόμενα τεπελίκια ή οι τεπέδες, που είχαν τη μορφή της αντιστραμμένης ρηχής κούπας και σκέπαζαν συνήθως την επάνω επιφάνεια του φεσιού (Παπαντωνίου, 1978, σ. 33-34).
52
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τελευταίο εξάρτημα του κεφαλοκαλύμματος ήταν μια ταινία, υποσιαγόνια συνή θως, γνωστή ως το καπιτοάλι ή τα μαγκούρια ή η λουρίδα, που σκοπό είχε να στερεώνει και να κρατά στη θέση τους τα πολλά και ποικιλόμορφα στολίδια του νυφιάτικου κε φαλοκαλύμματος (Καλογεροπούλου-Ζαχαριάδου, 1973· Παπαντωνίου, 1978, σ. 33· Νικήτα, 1981, σ. 330-331).
VII. Οι κάλτσες και η υπόδεση Στις παραδοσιακές ενδυμασίες οι κάλτσες ήταν συνήθως πλεκτές, μάλλινες (τα τσουράπια), βαμβακερές ή και μεταξωτές ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες, την ντόπια παραγωγή και την οικονομική κατάσταση αυτών που τις φορούσαν. Έφτα ναν συνήθως ως το γόνατο και τις συγκρατούσαν με κορδόνι από το ίδιο νήμα. Άλλοτε ήταν μονοκόμματες και άλλοτε ήταν δύο κομμάτια από τα οποία το ένα κάλυπτε την κνήμη και το άλλο τον αστράγαλο και το πέλμα. Η διακόσμησή τους ήταν είτε απλή, οριζόντιες σύνθετες ή απλές ρίγες, είτε σύνθετη, όταν ήταν μονόχρωμες ή ανοιχτόχρω μες με θέματα διακοσμητικά κυρίως στις απολήξεις τους (Παπαντωνίου, 1978, σ.46). Τα υποδήματά τους ήταν τσαρούχια ή γουρουνοτσάρουχα, κατασκευασμένα συνή θως στο σπίτι, είτε από ειδικούς τεχνίτες, τους τσαρουχάδες. Άλλα υποδήματα ήταν τα βιδέλα, μαύρα αγοραστά παπούτσια, τα τερλίκια, πλεκτά ή υφασμάτινα παπούτσια φτιαγμένα από τις ίδιες τις γυναίκες, οι κουντούρες, είδος παντόφλας-παπουτσιού κε ντητής, και οι μπότες ήμπηρίνια (Παπαντωνίου, 1978, σ. 46-47).
VIII. Τα εσώρουχα Στις χωρικές ενδυμασίες υπήρχαν και εσώρουχα, χωρίς όμως να αποτελούν απα ραίτητο συμπλήρωμα της ενδυμασίας. Η φανέλα ή κατασάρκι κάλυπτε το πάνω μέρος του σώματος, ενώ η βράκα ή το βρακί κάλυπτε το κάτω μέρος του κορμού. Και τα δύο αυτά εσώρουχα οι γυναίκες τα διακοσμούσαν με περισσή φροντίδα και φιλοκαλία, όπου βέβαια φαίνονταν κάτω από τα εξωτερικά ρούχα. Έτσι διακοσμούσαν τους καρ πούς των χεριών, τα χειρότια, στον αστράγαλο ή στο γόνατο, γνωστά ως ποδονάρια (τα) ή μπατζάκια (τα), ενώ δεν έλειπαν ταμπρουμάνικα, ειδικά επιμανίκια ως τον αγκώνα, φτιαγμένα από διάφορα υφάσματα ανάλογα με την περίσταση (Παπαντω νίου, 1978, σ.31). Στις αστικές ενδυμασίες και ιδιαίτερα σε εκείνες που είχαν γνώρισμά τους το αντε ρί ή το καβάδι, οι γυναίκες φορούσαν συνήθως δύο βράκες. Η πρώτη, η εσωτερική, κα τασκευασμένη από πολύ λεπτό ύφασμα, γνωστό και ως μπιμπιζάρι, ήταν το κυρίως εσώρουχο. Η δεύτερη βράκα, η εξωτερική, ως εξωτερικό ρούχο ήταν φτιαγμένη από καλό, αγοραστό συνήθως, ύφασμα. Η εξωτερική βράκα, ως ενδυματολογικό εξάρτη μα, ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα των γυναικείων ενδυμασιών των Ανωγείων και της Κριτσάς της Κρήτης, των περιοχών της ΒΑ Κύπρου, γνωστής ως Καρπασίας, και εκεί νων της ΒΔ Κύπρου, ιδιαίτερα της Πάφου, καθώς και της Λέσβου, του Πόντου, του Ικονίου, της Καππαδοκίας, του Καστελόριζου και της Χάλκης της Δωδεκανήσου (Πα παντωνίου, 1978, σ. 31· Γουήλ-Μπαδιεριτάκη, 1979, σ.188-197 και 1998, σ. 81-95).
53
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
Β. Οι μορφολογικές κατηγορίες της γυναικείας ενδυμασίας Έχοντας υπόψη όσα προαναφέρθηκαν αναφορικά με τα επιμέρους ενδυματολογι κά εξαρτήματα, θα προχωρήσουμε σε μια κατηγοριοποίηση της παραδοσιακής γυναι κείας φορεσιάς, παίρνοντας ως βάση τα σπουδαιότερα και, για τον λόγο αυτό, περισ σότερο ευδιάκριτα μορφολογικά της στοιχεία. Ταυτόχρονα θα γίνει και μια περιληπτι κή παρουσίαση των ενδυμασιών οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν, εικονιστικά, ως ενδυ ματολογικά παραδείγματα. Από την πληθώρα και τη μορφολογική ποικιλία των τοπικών, κατά γεωγραφικές περιοχές, ενδυμασιών και με βάση πάντα τα εξωτερικά ενδυματολογικά στοιχεία, οι γυναικείες ενδυμασίες διακρίνονται σε δύο μεγάλες ομάδες, από τις οποίες η πρώτη αποτελεί ανάπτυξη και εξέλιξη της δαλματικής, ενώ η δεύτερη περιλαμβάνει βυζαντινά ανατολικά και δυτικά ενδυματολογικά στοιχεία (Παπαντωνίου, 1978, σ. 7). Για να κα τανοήσετε όμως τα εικονιστικά παραδείγματα, θα κατηγοριοποιήσουμε τις ενδυμα σίες σε φορεσιές με επενδύτη, σιγκούνι, καβάδι κ.ά. και σε εκείνες με το φουστάνι.
1. Ενδυμασίες με το σιγκούνι ή τη φλοκάτα Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των ενδυμασιών αυτής της κατηγορίας ήταν οι αχειρίδωτοι και ανοιχτοί μπροστά, μακριοί ή κοντοί επενδύτες, φτιαγμένοι από άσπρο ή σκουρόχρωμο μάλ λινο -συνήθως υφαντό-ύφασμα. Οι επενδύτες, οι οποίοι ήταν γνωστοί με πολλές ονομασίες και μορφολογικά πλησίαζαν τη δαλματική, ήταν ραμμένοι και πλούσια διακοσμημένοι από ει δικούς τεχνίτες, ράφτες-κεντηστές, γνωστούς ως τερζήδες ή συρ μακέσηδες. Οι πρώτοι ήταν ράφτες ειδικευμένοι στη διακόσμηση με χοντρές μεταξωτές κλωστές, τα μπρισίμια, ενώ οι δεύτεροι ήταν ράφτες που ειδικεύονταν στο κέντημα με χρυσοκλωστή. Θα παρουσιάσουμε από αυτή την κατηγορία τέσσερα παραδείγματα (Παπαντωνίου, 1978, σ. 7· Γαγγάδη, 1993, σ. χ:χνίί). Το πρώτο παράδειγμα (Εικ. 11) είναι η παραδοσιακή ενδυμα σία την οποία φορούσαν οι γυναίκες στα 46 χωριά του Ζαγορίου της Ηπείρου. Η εικονιζόμενη ενδυμασία έχει μόνο τον εξωτερικό επενδύτη, τη φλοκάτα, ως παλαιότερο ενδυματολογικό στοιχείο, επειδή τα υπόλοιπα τμήματα είναι νεότερα και χρονολογούνται στα τέλη του 19ου αιώνα. Η φλοκάτα γινόταν από χοντρό μάλλινο ύφασμα και στολιζόταν με κόκκινη τσόχα, κόκκινες κορδέλες και κεντήματα από κόκκινα γαϊτάνια, δηλαδή από μεταξωτά λεπτά κορδόνια μπλεγμένα μεταξύ τους. Στη μέση δενόταν μια μαύρη ποδιά κεντημένη με πολύχρωμα λουλούδια. Ο κεφαλόδεσμός της ήταν ένα μαύρο τετράγωνο κεφαλομάντιλο, γνωστό ως τσεμπέρι, που δενόταν με έναν ειδικό τρόπο και ονομαζόταν «ουρά μαντί λι» (Παπαντωνίου, 1973, αριθμ. 7· Παπαντωνίου, 1996, σ. 54). Εικόνα 11 Ενδυμασία Ζαγορίου, Ήπειρος
54
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
r nrr .,,..,nm
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
m
Το δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από τα μεσογείτικα χωριά της Αττικής και παρουσιάζει τη νυφική ενδυμασία (Εικ.12). Ο πλούτος των κεντημάτων και των κοσμημάτων της συγκεκριμένης φορεσιάς την έκαναν να ξεχωρίζει τόσο, ώστε να θεωρείται μία από τις πλουσιότερες ενδυμασίες του ευρύτερου ελληνικού χώρου. Το κύριο χαρακτηριστικό της γνώρισμα ήταν τα δυο της σιγκούνια, τα γρ{ζα, φορεμένα το ένα πάνω στο άλλο. Κάτω από τα γρίζα φορούσαν το νυφικό πουκάμισο, γνωστό ως φούντι, που είχε όχι μόνο πολύχρωμα μεταξωτά κεντήματα αλλά και χρυσά επανωκεντήματα που έφταναν περίπου ως το γόνατο. Πάνω από το πουκάμισο έμπαινε ο τζάκος, ένα είδος χειριδωτού μπούστου, και πάνω από αυτό οι δύο επενδύτες, τα γρ[ζα, ενώ η μέση δενόταν με κόκκινο ζωνάρι. Μια λευκή βαμβακερή ποδιά φορέθηκε μετά τα μέσα του 19ου αιώνα· παλαιότερα δεν υπήρχε. Την όλη αμφίεση συμπλήρωνε ο στολισμός της κεφαλής με το φέ σι, τη χρυσή μπόλια, το χρυσουφαντο δηλαδή κάλυμμα του φεσιού και τα πολλά και ακριβά κοσμήματα, για τα οποία θα γίνει λόγος στην υποενότητα 1.3.2 (Παπαντωνίου, 1973, αριθμ. 11· Μπάδα-Τσομωκού, 1984, σ. 71-80· Παπαντωνίου, 1996, σ. 29-30). Τα δύο τελευταία παραδείγματα αυτής της κατηγορίας αφορούν ένα συγκεκριμένο τύπο επενδυτών, άλλοτε χειρι δωτών και άλλοτε αχειρίδωτων, οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα κοντοί, μόλις κάλυπταν δηλαδή τη μέση του γυναικείου σώ ματος. Συγκεκριμένα, το τρίτο παράδειγμα (Εικ.13) αποτελεί θρακιώτικη παραλλαγή της σαρακατσάνικης ενδυμασίας. Κατάσαρκα βάζουν φανέλα με πρόσθετα μανίκια. Πάνω από το λευκό πουκάμισο με τα κεντημένα και φαρδιά του μανί κια, την πολύπτυχη φούστα, ανοιχτή στο ένα πλάι και τη μι κρή ποδιά, φοριόταν ένα αχειρίδωτο γιλέκο. Πάνω από αυτό έβαζαν ένα δεύτερο, το κοντόσι ή την κοντοκάπα. Το γιλέκο αυτό ήταν στολισμένο με πιέτες και διακοσμητικές κορδέλες, με διακόσμηση ίδια με εκείνη της φούστας, ενώ τον λαιμό στόλιζε μια επιπρόσθετη δαντελένια τραχηλιά. Την περιφέ Εικόνα 12 Νυφική ενδυμασία, ρεια της μέσης τύλιγε ένα ζωνάρι, πάνω στο οποίο στερεωνό Μεσόγεια Αττικής ταν μια φαρδιά δερμάτινη ζώνη με κεντρικό μεταλλικό κού μπωμα, την πόρπη, γνωστή ως τα κλειδωτάρια. Στα μαλλιά, που τα έκαναν κοτσίδες και τα τύλιγαν σαν στεφάνι γύρω από την κεφαλή, στερέωναν ένα μαύρο πλεκτό μαντίλι, που ονομαζόταν μποχός (ο). Στα πόδια φορούσαν πλεκτές κάλτσες, τα τσουράπια, και τσαρούχια ή χοντρά παπούτσια (Παπαντωνίου, 1973, αριθμ. 3· Παπαντωνίου, 1996, σ. 62-64· Παπαντωνίου, 2000, σ. 358-363).
1
55
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2 ----------------------====-
Εικόνα 13 Θρακιώτικη παραλλαγή της σαρακατσάνικης ενδυμασίας
Το τέταρτο παράδειγμα της πρώτης κατηγορίας (Εικ. 14) προέρχεται από νυφική κερκυραϊκή ενδυμασία της περιφέρειας Λευκίμμης και Γαστουρίου. Πάνω από το λευ κό πουκάμισο, το χασεδένιο μισοφόρι, το ροκέττο, την πολυτελή φούστα, γνωστή ως βελέσι (το) ή άμπιτο (το), φορούσαν την μπουστίνα, είδος λευκής τραχηλιάς. Πάνω από αυτά τα ρούχα φορούσαν ένα αχειρίδωτο γιλέκο, το τζιπούνι, που άφηνε ακάλυπτο το στήθος και το οποίο κούμπωνε με χρυσά ξενόκουμπα, τις φιούμπες. Το πεσελί ή το κρέ μεζο ήταν οι ονομασίες που έδιναν στον κοντό χειριδωτό επενδύτη που φορούσαν πά νω από γιλέκο.'Η νυφική ποδιά, γνωστή ως βελένια (η), γινόταν από λευκό τούλι ή με ταξωτό σκούρο ύφασμα. Ο νυφικός στολισμός της κεφαλής με τους κοκόρους ή τα μεζούλια, τέσσερα μακριά σωληνοειδή εξαρτήματα από ύφασμα ή φυσικά μαλλιά, γι νόταν με λουλούδια, φτερά και καθρεφτάκια, ενώ μια μπόλια ριχνόταν πάνω στον κε φαλόδεσμο μόνο την ώρα του χορού, μετά τον γάμο (Παπαντωνίου, 1973, αριθμ. 8· Πα παντωνίου, 1996, σ. 48-49).
56
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εικόνα 14 Νυφική κερκυραϊκή ενδυμασία της περιφέρειας Λευκίμμης και Γαστουρίου
11. Ενδυμασίες με σαγιά, καβάδι, αντερί Στην πρώτη μεγάλη κατηγορία υπάγονται και εκείνες οι ενδυμασίες οι οποίες, έχοντας ποικίλες ονομασίες, π.χ. ο «σαγιάς», το «καβάδι», το «αντερί», και φτιαγμένες από ποικιλία υφασμάτων, δεν είναι ενδυματολογικά παρά ένα είδος φορέματος-παλ τού, άλλοτε χειριδωτού και άλλοτε αχειρίδωτου, που ήταν ανοιχτό μπροστά και σε όλο του το μήκος. Τα τέσσερα παραδείγματα που ακολουθούν είναι χαρακτηριστικά αυτής της κατηγορίας (Παπαντωνίου, 1973, «Εισαγωγή»· Παπαντωνίου, 1978, σ. 11-12· Γουήλ-Μπαδιεριτάκη, 1998, σ. 87-89· Παπαντωνίου, 2000, σ.138). Το πρώτο παράδειγμα (Εικ. 15) αποτελεί η γιορτινή ή νυφική ενδυμασία που φορούσαν οι Καραγκούνες της πεδινής Θεσσαλίας. Πάνω από το πουκάμισο, με τις φούντες, ονομασία που δίνεται στα πυκνά κρόσσια του ποδόγυρου και των άκρων των μανικιών, φορούσαν δύο σαγιάδες, δηλαδή δύο πολύπτυχα βαμβακερά φορέματα-παλ-
57
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
τά. Ο εξωτερικός είχε το χρώμα του λουλακιού και επιπρόσθετα κεντήματα στον ποδό γυρο φτιαγμένα από ειδικό τεχνίτη, ο οποίος έφτιαχνε και τα όμοια κεντήματα με πολύχρωμα κορδόνια που κοσμούσαν το κοντό και αχειρίδωτο γιλέκι. Το στήθος καλυ πτόταν από μια τραχηλιά, ένα λευκό ύφασμα που ήταν και αυτό λεπτοκεντημένο. Τη φορεσιά συμπλήρωναν η μακριά τσόχινη ποδιά και τα καβαδομάνικα, επιπρόσθετα μα νίκια κεντημένα και αυτά από τον ίδιο ειδικό τεχνίτη, με περίτεχνη και περίπλοκη κε ντητική τεχνική. Στο κεφάλι φορούσαν ψεύτικες πλεξίδες, τις οποίες σκέπαζε σχεδόν ολοκληρωτικά ένα μεγάλο σκουρόχρωμο μαντίλι (Παπαντωνίου, 1973, αριθμ. 9· Πα παντωνίου, 1996, σ. 44-45).
Εικόνα 15 Ενδυμασία Καραγκούνας Θεσσαλίας
Το δεύτερο παράδειγμα (Εικ. 16) προσφέρει η νυφική ενδυμασία, που συνηθιζό ταν σε 50 χωριά της περιφέρειας του Ρουμλουκιού, στον κάμπο των Γιαννιτσών, που είχε και έχει για πρωτεύουσα το Γιδά, τη σημερινή Αλεξάνδρεια (Παπαντωνίου, 1973, αριθμ. 6· Παπαντωνίου, 1996, σ. 69).
58
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Πάνω από το λευκό βαμβακερό ή μεταξωτό που κάμισο οι νύφες φορούσαν ένα μαύρο αντερί, ενώ ο βαμβακερός εξωτερικός σαγιάς σε χρώμα σκούρο μπλε είχε στα δυο του εσωτερικά τμήματα, τα ονομα ζόμενα ποδιές, ένα κομμάτι χρυσοκεντημένο βελούδο, ώστε, όταν ανασκούμπωναν τα σαγιά, να είναι εύκολα διακριτές. Ένα φαρδύ ζωνάρι τύλιγε τη μέση και ήταν κεντημένο με ασημένιες πούλιες.Τη φορεσιά συμπλή ρωναν το κοντόσι, ένα αχειρίδωτο γιλέκο, και η φού τα, η ποδιά.Απαραίτητο συμπλήρωμα της νυφικής εν δυμασίας ήταν τα μπροστομάνικα, τα επιπρόσθετα βελούδινα μανίκια. Όμως, το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα αυτής της φορεσιάς ήταν ο ιδιότυπος κεφα λόδεσμός της, που ονομαζόταν κατσούλι με τις φού ντες και έμοιαζε με αρχαία περικεφαλαία.Το κατσού λι δεν ήταν παρά ένα σκληρό ωοειδές τμήμα του κε φαλόδεσμου με δύο λευκά και ένα μαύρο μαντίλι. Πολλά και ακριβά κοσμήματα ολοκλήρωναν την πρω τότυπη αυτή ενδυμασία (Παπαντωνίου, 1973, αριθμ.6, Παπαντωνίου, 1996, σ.69). Το τρίτο παράδειγμα (Εικ. 17) προέρχεται από νυφική ενδυμασία που φορούσαν οι Ελληνίδες της μακρινής Σίλλης (ή Σύλης) του Ικονίου της Μικράς Ασίας. Έμοιαζε πολύ με τις παλαιότερες αστικές ενδυμασίες που φορούσαν προεπαναστατικά οι αστές Ελληνίδες. Εκτός από τα κυρίως εσώρουχα, που τα αποτελούσαν δύο φαρδιές βράκες, τα σαλβά ρια, από τις οποίες μία, η εξωτερική, ήταν φτιαγμένη από ακριβό, αγοραστό ύφασμα, φορούσαν από πάΕικόνα 16 Ενδυμασία Ρουμλουκιού Μακεδονίας νω ένα αραχνούφαντο χειριδωτό πουκάμισο. Οι δύο επενδύτες, τα καβάδια, ήταν και αυτοί φτιαγμένοι από πολύτιμο και ακριβό ύφασμα.Το εξωτερικό καβάδι στολιζόταν επιπλέον στις άκρες του με κομμάτια ακριβής γούνας. Στην περιφέ ρεια της μέσης δενόταν η τσίπα, ένα πολύ μεγάλο τριγωνικό μαντίλι. Πάνω από την τσίπα έμπαιναν ασημένιες πόρπες στολισμένες με κοράλλια, γνωστές με το όνομα «της Σαφράμπολης», από την ομώνυμη μικρασιατική πόλη. Τα μαλλιά τους τα έπλεκαν συ νήθως σε 12 κοτσίδες, που συμβόλιζαν τους 12 Αποστόλους. Κάθε κοτσίδα ήταν στολι σμένη με 25 περίπου, μικρής αξίας, τουρκικά νομίσματα, τα γρόσια.Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που έφτιαχναν 14 κοτσίδες και πρόσθεταν σε αυτές χρυσά νομίσματα και γαλάζιες χάντρες, για να μην τους «πιάνει» το μάτι. Ο κεφαλόδεσμος αποτελούνταν από ένα ψηλό και σκληρό φέσι, που σκεπαζόταν με τον τζεβρέ, ένα τριγωνικό χρυσοκέ ντητο μαντίλι.Τέλος, όλο το στήθος καλυπτόταν από χρυσές τούρκικες λίρες, άλλες με γαλύτερης και άλλες μικρότερης αξίας (Παπαντωνίου, 1973, αριθμ.18· Παπαντωνίου, 1996, σ.103· Παπαντωνίου, 2000, σ.137-138· Γουήλ-Μπαδιεριτάκη, 1978, σ. 195-196).
59
ΕΝΟΤΗΤΑ 1,2
Εικόνα 17 Ενδυμασία Σύλης Ικονίου Μ. Ασίας
Το τέταρτο παράδειγμα (Εικ. 18) παρου σιάζει νυφική φορεσιά από το Καστελόριζο της Δωδεκανήσου. Πάνω από τα κυρίως εσώρουχα φορούσαν το κοντοβράτσι, βράκα μεταξωτή που σούρωνε στη μέση με βρακοζώ νι και στερεωνόταν ακριβώς κάτω από τα γό νατα. Στο σημείο αυτό η βράκα στολιζόταν με επιπρόσθετο κομμάτι χρυσουφαντης στόφας. Το λευκό βαμβακομέταξο πουκάμισο που φο ρούσαν από πάνω, γνωστό ως πεκάμισο, ήταν πιο κοντό από τις βράκες και έφτανε περίπου ως τα γόνατα. Συχνά φοριόταν και ένα εξωτε ρικό πουκάμισο, που έκλεινε στον λαιμό με τις βούκλες, όπως ονόμαζαν έξι μικρές στρογγυ λές χρυσές πόρπες, γαμήλιο δώρο προς τη νύ φη. Πάνω από το πουκάμισο έβαζαν το χειρι δωτό ζεπούνι και από πάνω έβαζαν τον χρυσό σάκο, ένα καβάδι που ανάλογα με το ύφασμά του είχε και διάφορες ονομασίες, π.χ. «λουλουδάτο», «φιδάτο» κ.ά. Πάνω από το κα-
βάδι φορούσαν τη γούνα, ένα είδος παλτού από χρυσοκέντητο βελούδο στολισμένο ολόγυρα με γούνα, ενώ παλιότερα φορούσαν το κοντόχι, όμοιο με τη γούνα μορφολογικά αλ λά κοντύτερο. Στο κεφάλι φορού σαν ένα μικρό φέσι, και γύρω του τοποθετούσαν μια σκληρή ταινία ντυμένη με μεταξωτό μαντίλι, το κα σκί. Πάνω στο κασκί στερεωνόταν το κρέπι, όπως ονομαζόταν ένα με γάλο μεταξωτό σάλι ξενικής προέ λευσης, που έπεφτε με χάρη στην πλάτη (Παπαντωνίου, 1973, αριθμ. 20· Παπαντωνίου, 1996, σ. 91).
Εικόνα 18 Ενδυμασία Καστελόριζου
60
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Το πέμπτο παράδειγμα (Εικ. 19) αποτελεί η φορεσιά από τα Ανώγεια του νομού Ρεθύμνης στην Κρήτη. Η φορεσιά είχε λευκή βαμβακερή βράκα που έφτανε ως τους αστραγάλους. Από πάνω φορούσαν ένα λευκό βαμβακερό πουκάμισο, πάνω στο οποίο δενόταν η σάρτζα (ίσως ιταλικής ενδυματολογικής καταγωγής και ονομασίας), μια κόκκινη μισή φούστα με πολλές λεπτές πιέτες, από το όνομα της οποίας ονομάστηκε και η κρητική αυτή φορεσιά. Η λευκή βαμβακερή ποδιά, απαραίτητο ενδυματολογικό συμπλήρωμα, ήταν κεντημένη στο κάτω μέρος της με όμορφα σχέδια του αργαλειού. Το κοντόχι, ο χρυσοκέντητος χειριδωτός κοντός επενδύτης, ήταν ραμμένος είτε από τσόχα είτε από βελούδο. Στη μέση δενόταν ένα κόκκινο ζωνάρι, όπου έμπηγαν το μπα σαλίκι, ένα μαχαίρι με αργυροποίκιλτη θήκη (Παπαντωνίου, 1973, αριθμ. 19· Παπα ντωνίου, 1996, σ. 95· Παπαντωνίου, 2000, σ. 170, 173).
Εικόνα 19 Ενδυμασία Ανωγείων Κρήτης
61
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
111. Ενδυμασίες με φουστάνι ή φούστα, δυτικής επίδρασης Σε γενικές γραμμές, οι φορεσιές αυτές, όπως έχει ήδη αναφερθεί, έχουν δεχτεί τη δυτική επίδραση όχι μόνο εξωτερικά, ως προς τη μορφολογία τους, αλλά ακόμα και στα υφάσματά τους, που είναι μονόχρωμα, κλαδωτά ή ριγωτά, προερχόμενα κυρίως από τη Δύση, χωρίς να λείπουν και υφάσματα αγορασμένα στα ανατολικά εμπορικά κέντρα. Το πουκάμισο, με οποιαδήποτε μορφολογία, γίνεται εσώρουχο. Θυμίζουμε ότι αυτές οι δυτικότροπες φορεσιές, και ιδιαίτερα τα φουστάνια, είχαν ή μικρές λεπτές τι ράντες ή το φάρδος τους μαζεμένο σε σούρα στη λαιμόκοψη. Το πρώτο παράδειγμα αυτής της κατηγορίας (Εικ. 20) είναι η φουστάνα, η πα ραδοσιακή ενδυμασία της Σκοπέλου. Κάτω από τη φουστάνα, από την οποία πήρε την ονομασία της η σκοπελίτικη φορεσιά και η οποία ήταν ένα μακρύ και πολύπτυχο αχειρί δωτο φόρεμα που έφτανε μονοκόμματο ως επάνω από το στήθος, οι Σκοπελίτισσες φορούσαν τέσσερα πολύπτυχα μεσοφόρια. Το πρώτο μεσοφόρι λεγόταν κοντή μικρή φου στάνα και ήταν καθαρά εσωτερικό ρούχο. Πάνω από αυτό φορούσαν τη μακρύτερη φου στάνα, ύστερα έμπαινε το μαλακόφι, ένα είδος κρινολίνου και τέλος φορούσαν το καραβόλι, που είχε ακριβώς το ίδιο σχήμα με την εξωτερική φουστάνα. Χαρακτηριστικό γνώρι σμα της φουστάνας ήταν το ιδιαίτερα πλούσιο και πολύ χρωμο μεταξωτό κέντημά της, που έφτανε πάνω από το γό νατο. Είναι αξιοσημείωτο ότι κάτω από όλα αυτά τα ρούχα φορούσαν το ανετοράλι, το άσπρο, μεταξωτό τους πουκά μισο, στολισμένο με χρυσές δαντέλες και πολλά κεντήματα. Το μπαμπουκλί ήταν ο κοντός βελούδινος μπούστος, ενώ τα μανίκια του ονομάζονταν μπρουμάνικα και τα ανασήκωναν για να φανούν τα τυμπάδοξα, δηλαδή ο εσωτερικός τους διάκοσμος. Υπήρχε και μια μικρή αλλά ολόχρυση τραχηλιά η οποία ονομαζόταν κολαί'να. Ο νυφιάτικος κεφαλόδεσμος και το χτένισμα των μαλλιών γινόταν από μια γυναίκα που γνώριζε την τέχνη, τη μαντιλίστρα. Στο κεφάλι τοποθετού σαν τον μπουνέ, είδος φιλέ από μαύρο μαλλί. Στην κορυφή έμπαινε το καβούκι, ένα είδος στρογγυλού τεπέ, που στερε ωνόταν με υποσιαγόνια λουρίδα. Ο μπουνές καλυπτόταν από τα τσιτσάκια, κορδόνια χρυσά, ενώ πάνω από τον μπουνέ τοποθετούσαν τούλινη τουλίπα (Παπαντωνίου, 1973, αριθμ. 10· Παπαντωνίου, 1996, σ. 39-41). Ένα άλλο παράδειγμα δυτικής επίδρασης ήταν τα κρητικά φουστάνια με τιράντες, όπως δείχνει παράδειγμα του 18ου αιώνα από τη συλλογή του Μουσείου Μπενάκη (Παπαντωνίου, 2000, σ. 166-167).
Εικόνα 20 Ενδυμασία Σκοπέλου
62
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Το δεύτερο παράδειγμα αυτής της τρίτης μεγάλης κατηγορίας αποτελεί η γιορτινή νυφ ιάτικη ενδ υμασία της Ύδρας (Εικ. 21). Τρία ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της γνωρίσματα: έχει αχειρίδωτο πανωκόρμι με βαθύ άνοιγ μα για το στήθος, πάνω από το οποίο φορούσαν έναν κοντό α χειρίδωτο επενδύτη, την τζάκα, και μια πολύπτυ χη φούστα, με οριζόντιες πιέτες και με επιπρόσθετο, πολλές φορές, ποδόγυρο από πολύτιμο ύφασμα. Εσωτερικά φορούσαν ένα μακρύ μεταξωτό πουκά μισο. Την περιφέρεια της μέσης τύλιγε ένα μεταξωτό μαντίλι. Η μακριά μπό λια που καλύπτει το κεφάλι φέρει λε πτά μεταξοκεντήματα (Παπαντωνίου, 1978, σ.13-14· Λαδά-Μινώτου, Γαγγά δη, 1993, σ. 10-11).
Εικόνα 21 Ενδυμασία Ύδρας
Άσκηση Αυτοαξιολόγησηc; 9/Κεφάλαιο 1 Ποια από τις παρακάτω προτάσεις είναι σωστή; Θα βρείτε τη σωστή απάντηση στο Παράρτη μα, στο τέλος του κεφαλαίου.
<]
Α. Το πουκάμισο δεν είναι βασικό ένδυμα, γι' αυτό και δεν το βρίσκουμε σε όλες τις γυναικείες παραδοσιακές ενδυμασίες. Β. Το πουκάμισο είναι βασικό ένδυμα μόνο στις νησιωτικές ενδυμασίες. Γ. Το πουκάμισο, επειδή είναι το κυρίως ένδυμα συναντάται σε όλες τις ηπειρωτικές και νη σιωτικές γυναικείες ενδυμασίες.
Άσκηση Αυτοαξιολόγησηc; 1 Ο/Κεφάλαιο 1 Α. Αντιστοιχίστε τα παρακάτω ενδυματολογικά εξαρτήματα: Φουστάνι Ζώνη
Φόρεμα
Πουκάμισο
Περιτύλιγμα
Ζωνάρι
Ένδυμα
Φούστα
63
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
Β. Αντιστοιχίστε τις δύο μεγάλες ενδυματολογικές κατηγορίες με τα αντίστοιχα καλύμματα του γυναικείου σώματος: Υστερορωμαϊκή/βυζαντινή καταγωγή Φούστα σουρωτή στη μέση Μεικτή καταγωγή. Βυζαντινή/δυτική (Αναγέννηση)
Στολή Αμαλίας Φουστάνι-δαλματική Φουστάνι με μπούστο και οριζόντιες πιέτες
Νεότερη δυτικοευρωπαϊκή
Φουστάνι με τιράντες αναγεννησιακού ρυθμού
καταγωγή (19ος αιώνας) με στοιχεία ελληνικά Θα βρείτε τις σωστές αντιστοιχίσεις στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
1.2.4
Παραδοσιακές ενδυμασίες Κύπρου, Πόντου, Μ. Ασίας, Β. Ηπείρου, Α. Ρωμυλίας, Α. Θράκης
Πιστεύουμε ότι θα πρέπει, έστω και δειγματοληπτικά, να παρουσιαστούν μερικές παραδοσιακές ενδυμασίες, εκτός του σημερινού ελληνικού γεωγραφικού χώρου. Η παρουσίαση, που θα γίνει με βάση τη γεωγραφική καταγωγή τους μόνο, ξεκινά με παραδείγματα προερχόμενα από την πολύπαθη και ταλαι πωρημένη Μεγαλόνησο, την ελληνική Κύπρο. Κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κυπριακής ανδρι κής ενδυμασίας, όπως φαίνονται και στην Εικόνα 22, που παρουσιάζει την αστική ενδυμασία, αποτελούσαν η πολύπτυχη βράκα και τα ρούχα που φορούσαν στο πάνω μέρος του σώ ματος, το πουκάμισο, το γιλέκο και το ζιπούνι (Παπαδημη τρίου, 1991, σ. 41). Η μακριά και φαρδιά βράκα, κατασκευασμένη από χοντρό βαμβακερό ύφασμα, βαφόταν μαύρη για τους ηλικιωμένους και σκούρα γαλάζια για τους νέους. Ανάλογα με την περιοχή υπήρχαν παραλλαγές της τόσο στο μέγεθος όσο και στο σχήμα. Στο πανωκόρμι φορούσαν σκουρόχρωμο ριγωτό πουκάμισο για καθημερινή χρ11ση και λευκό μεταξωτό για τις επίσημες ημέρες. Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν ένα κοντό, εφαρ μοστό γιλέκο, που είχε την ενδυματολογική ιδιοτυπία να είναι ανοιχτό στην πλάτη και έκλεινε μόνο με κορδόνια, με πρακτικό σκοπό την ανετότερη κίνηση. Τέλος, τον χειμώνα πάνω από το γιλέκο φορούσαν έναν κοντό χειριδωτό επενδύτη, το ζιμπούνι. Στη μέση φορούσαν μία ζώστρα, ένα φαρδύ και μαύρο ζωνάρι, ενώ η φορεσιά, που είχε λευκό βρακί-εσώρουχο, συμπληρωνό ταν με φέσι στο ·κεφάλι, τυλιγμένο όμως με μαντίλι, και μακριές μπότες με καρφιά στη σόλα για προστασία από τα φίδια (Πα Εικόνα 22 Ανδρική αστική ενδυμασία Κύπρου παδημητρίου, 1991, σ. 41-50).
64
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
1
Τα βασικά ενδυματολογικά στοιχεία της γυναικείας ενδυμασίας ήταν οι μακριές και φουσκωτές βράκες που έδεναν στον αστράγαλο, ένα λευκό πουκάμισο και ένα εξωτερικό ένδυμα που μπορούσε να ήταν ο σαγιάς ή το λεγόμενο φουστάνι, ενώ το μα ντίλι της κεφαλής, η κουρούκλα, ήταν ένα λεπτότατο βαμβακερό ύφασμα σε χρώμα βυσσινί. Από τα μέσα του περασμένου αιώνα υιοθετήθηκε ως αστική ενδυμασία μια παραλλαγή της «στολής της Αμαλίας» (Παπαδημητρίου, 1991, σ. 143). Ο σαγιάς, όπως φαίνεται και από την Εικόνα 23, από φορεσιά της τουρκοπατημένης σήμερα Καρπασίας, ήταν ένα φόρεμα ανοιχτό όχι μόνο μπροστά αλλά και στα δύο πλαϊνά φύλλα. Αντίθετα, το φουστάνι ήταν ένα μονοκόμματο φόρεμα με μέση και πιέτες, πάνω από το οποίο έμπαινε μια μακριά λευκή, με υφαντά κεντήματα, ποδιά. Τόσο ο σαγιάς όσο και το φουστάνι είχαν μπροστά ένα στρογγυλό συνήθως άνοιγμα, την τραχηλιά, για να δι ευκολύνεται ο θηλασμός (Παπαδημητρίου, 1991, σ. 14). Στην Καρπασία ήταν επίσης γνω στή μια κόκκινη πολύπτυχη μακριά φούστα, γνωστή ως το ρουτζιέττι, που φοριόταν με κοντό χειριδωτό επενδύτη, τη σάρκα (Παπαδημητρίου, 1991, σ. 26). Ήταν ακόμη γνωστή μια κάπα, που απαντά ευρύτερα στην Κύπρο και ονομαζόταν το ντουπλέττι (από την ιταλική λέξη dobletto ), η οποία μορφολογι κά δεν ήταν παρά μία επίσης πολύπτυχη φούστα, που αρχικά αποτελούσε και αυτή μέρος της φορεσιάς της Καρπασίας (Πα παδημητρίου, 1991, σ. 35). Τέλος, πολυποίκιλα κοσμήματα του κεφαλόδεσμου, του στ11θους, της μέσης, βραχιόλια, ρολόγια και δαχτυλίδια, ομορφαίνουν ακόμη περισσότερο τις γυναικείες κυπριακές ενδυμασίες (Παπαδημητρίου, 1991, σ. 23). Με την υιοθέτηση της «στολής της Αμαλίας», οι Κύπριες αστές διαφοροποιήθηκαν από τις συμπατριώτισσές τους της υπαίθρου. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της ενδυμασίας, ήταν η ζωηρόχρωμη μεταξωτή φούστα, το φουστάνι, και η βελούδινη ή τσόχινη πλουσιοκεντημένη σάρκα, δηλαδή ο κοντός χειριδωτός επενδύτης. Αυτή η αστική κυπριακή γυ ναικεία ενδυμασία συμπληρωνόταν με κόκκινο φέσι που είχε πλούσια μεταξωτή φούντα, τον φλόκο, ή άλλοτε με ένα με γάλο σταμπωτό μαντίλι, που δενόταν φιόγκο ψηλά στο ένα πλαϊνό μέρος του κεφαλιού. Στα πόδια φορούσαν είτε μπότες είτε παπούτσια φτιαγμένα συνήθως από ειδικούς τεχνίτες (Παπαδημητρίου, 1991, σ. 14). Η Εικόνα 24 παρουσιάζει μια γυναικεία γιορτιν11 ενδυμα σία από την Κερασούντα, περιώνυμη πόλη στον Πόντο της Μ. Ασίας. Η ενδυμασία αυτή είχε μακριές μεταξωτές βράκες, ένα μεταξωτό πουκάμισο, ένα επίσης ολομέταξο εξωτερικό καβάδι και έναν ασημοκεντημένο βελούδινο μαύρο, χειριδω τό κοντό επενδύτη, το ζιπούνι. Την περιφέρεια της μέσης στό λιζε μια μεγάλη μεταξωτή μαντίλα, ενώ στα πόδια φορούσε χρυσοκεντημένες παντόφλες. Το κεφάλι, τέλος, κοσμούσε ένας μικρός και χρυσοκεντημένος τεπές (Λαδά-Μινώτου, Γαγγάδη, 1993, σ. 206-207). Εικόνα 23 Γυναικεία ενδυμασία Καρπασίας Κύπρου
1
65
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
Από τη μακρινή Καππαδοκία της Μ. Ασίας προέρχεται η Εικόνα 25, η οποία παρουσιάζει γυναικεία γιορτινή φορεσιά, που ανήκει χρονολογικά στον 190 αιώνα. Την ενδυμασία αυτή αποτελούσαν οι μακριές, ως τους αστραγάλους, μεταξωτές βράκες, το ολομέταξο πουκάμισο, το μεταξωτό ριγωτό εσωτερικό καβάδι, το σκούρο γαλά ζιο τσόχινο εξωτερικό καβάδι, το γιλέκο και η ποδιά, ραμμένα και κεντημένα από τον ίδιο τεχνίτη που είχε ράψει και το καβάδι. Μια μεγάλη κροσσωτή μαντίλα τύλιγε τη μέση, ενώ το κεφάλι στόλιζε ένας μικρός τεπές πάνω στον οποίο ήταν ραμμένα πολλά χρυσά νομί σματα (Λαδά-Μινώτου, Γαγγάδη, 1993, σ. 212-213). Την όμορφη γυναικεία νυφική και γιορτινή ενδυμασία της Εικό νας 26 φορούσαν οι νύφες στα έντεκα χωριά της περιφέρειας του Καβακλί, της σημερινής Βουλγαρίας. Αυτή η φορεσιά είχε ένα πουκάμισο του οποίου το πάνω μέρος είχε χρώμα σκού ρο γαλάζιο, ενώ η τραχηλιά φωτεινά κίτρινα κεντήματα. Αντίθετα, το πουκάμισο από τη μέση και κάτω ήταν λευκό, με υφαντή διακόσμηση στον ποδόγυρο. Πάνω από το που κάμισο φορούσαν την τσού κνα, ένα αχειρίδωτο φόρεμα που βαφόταν σκούρο γαλάζιο από ειδικό τεχνίτη, τον μπογια τζή, και είχε ιδιότυπο κέντημα τόσο στο άνοιγμα του λαιμού, τον κόρφο, όσο και στον ποδό γυρο. Πάνω από το φαρδύ ζω Εικόνα 24 Γυναικεία ενδυμασία νάρι που τύλιγε σφιχτά τη μέ Κερασούντας Πόντου ση, έδεναν την πιτσίρκα, δηλα δή την ποδιά. Τα μαλλιά τα έπλεκαν κοτσίδες, στο κεφάλι φορούσαν μικρό φέσι και πάνω από αυτό δύο μάλλινα σταμπωτά μαντίλια, από τα οποία το ένα, το εσωτερικό, το γύριζαν σαν στε φάνι γύρω από το φέσι, ενώ το άλλο, το εξωτερι κό, έπεφτε ελεύθερα (Παπαντωνίου, 1973, αριθμ. 1· Παπαντωνίου, 1996, σ. 80· Παπαντω νίου, 2000, σ. '249).
Εικόνα 25 Γυναικεία ενδυμασία Καππαδοκίας Μ. Ασίας
66
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Το τελευταίο παράδειγμα αυτής της συ γκεκριμένης ενότητας βλέπουμε στην Εικό να 27, που παρουσιάζει μια γιορτινή ενδυ μασία από τη Δρόπολη της Β. Ηπείρου, γνωστή ως «η άσπρη φορεσιά». Τη φορε σιά αυτή, που φορούσαν με κάποιες παραλ λαγές σε όλα τα γειτονικά χωριά της Δρό πολης, αποτελούσαν τα παρακάτω ενδυ ματολογικά στοιχεία. Ένα λευκό πολύ λε πτό χασεδένιο πουκάμισο, μια λευκή πτυ χωτή τραχηλιά, η μπροστέλλα, μια λευκή πολύπτυχη, όμοια με φουστανέλα, φούστα, ένα εφαρμοστό χειριδω τό, ως τους αγκώνες, γι λέκο, το διπλάρι, δύο με ταξωτά επιμάνικα, τα προμάνικα, και μια λευ κή μάλλινη αχειρίδωτη σιγκούνα, η σίτα, στολι σμένη με κόκκινη και μαύρη τσόχα και μετα ξωτά κορδόνια, τα γαϊ τάνια. Στη μέση έδεναν μια κόκκινη μάλλινη ποδιά, ενώ η χρυσοστό λιστη τσόχινη ζώνη που φορούσαν πάνω από την ποδιά κατέληγε μπροστά σε όμορφες μεταλλικές πόρπες. Οι πατούνες, οι λευκές πλεκτές κάλτσες Εικόνα 26 Γυναικεία ενδυμασία και τα μαύρα παπούτσια από το Καβακλί της ΒΑ Θράκης συμπλήρωναν την υπόδεση. Στο κεφάλι, τέλος, φορούσαν έναν ιδιότυπο κεφαλόδεσμο, τον οποίο αποτελούσαν μια λευκή σκούφια διακοσμημένη με μαύρη τσόχα και μια μακριά μετα ξωτή λευκή μπόλια, γνωστή ως φτενάδι (Λαδά-Μινώτου, Γαγγάδη, 1993, σ. 160-161).
\
Εικόνα 27 Γυναικεία ενδυμασία Δρόπολης Β. Ηπείρου
1
67
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 11 /Κεφάλαιο 1 Είναι σωστό ή λάθος ότι οι νεοελληνικές γυναικείες παραδοσιακές ενδυμασίες, εκτός του ση μερινού ελληνικού χώρου, είχαν ως κύριο ενδυματολογικό στοιχείο το πουκάμισο όπως οι εν δυμασίες του ηπειρωτικού και του νησιωτικού χώρου; Την απάντηση θα βρείτε στο Παράρτη μα, στο τέλος του κεφαλαίου.
1.2.5
Η παιδική ενδυμασία. Ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα
Η νεοελληνική παραδοσιακή παιδική ενδυμασία, τόσο στον ηπειρωτικό όσο και στον νησιωτικό χώρο, φαίνεται ότι ήταν -όπου φυσικά το επέτρεπαν οι τοπικές, πολιτι κές και κοινωνικές συνθήκες- ιδιαίτερα επιμελημένη. Οι πληροφορίες αυτές βα σίζονται όχι μόνο σε περιηγητικές απεικονίσεις και κείμενα αλλά και σε πληθώρα γραπτών και προφορικών πηγών, οι οποίες έχουν φτάσει ως τη σημερινή εποχή. Ήδη από την ημέρα της γέννησής του το νεογέννητο είχε την προίκα του, ενώ μερι κά χρόνια αργότερα τα μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, φορούσαν ενδυμασίες σχε δόν όμοιες με εκείνες που φορούσαν οι μεγάλοι. Έτσι στη Σκύρο, για να δώσουμε ένα ενδεικτικό παράδειγμα, νησί γνωστό για τη θαυμάσια κεντητική του παράδοση, το μω ρό εκτός από τα γνωστά μωρουδιακά ρούχα, όπως το λευκό πουκαμισάκι, την υφασμά τι νη ζώνη, το ζιπουνάκι, τη σαλιάρα και τις απαραίτητες αλλαξιές και φασκιές, είχε
Εικόνα 28 Σκύρος. Παιδικές ενδυμασίες Καθαράς Δευτέρας
68
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
επιπλέον ως προίκα ένα μεταξωτό πλουσιοκεντημένο παπλωματάκι για τις επίσημες περιστάσεις και ένα βαμβακερό για τις καθημερινές. Ιδιαίτερα όμως επιμελημένα -και γι' αυτό αξιοπρόσεκτα- ήταν όχι μόνο το αραχνουφαντο τετράγωνο μαντίλι το τσεμπερομάντιλο, αλλά και το κυρίως τσεμπέρι, ένα πλουσιοκεντημένο κομμάτι μετα ξωτό ύφασμα, που στο κέντρο του ήταν φαρδύτερο απ' ό,τι στις άκρες του και το οποίο, ανάλογα και με την κοινωνική θέση των γονιών του μωρού, ήταν χρυσοκεντημένο και είχε, επιπλέον, χρυσά νομίσματα ραμμένα πάνω του. Δεν έλειπαν και άλλα τσεμπέρια, όχι τόσο βαρύτιμα αλλά και αυτά διακοσμημένα με χρυσονήματα και χρωματιστές με ταξωτές κλωστές. Φαίνεται ότι στη Σκύρο δεν έχουν διασωθεί παλαιότερες καθημερι νές παιδικές ενδυμασίες παρά μόνο μερικές καλές, καθώς και όσες φορούσαν τα μι κρά παιδιά όταν ντύνονταν για την Καθαρά Δευτέρα, παραδοσιακές και εμπνευσμέ νες ενδυματολογικά από τη μεσογείτικη φορεσιά, όπως όριζε τοπικό έθιμο. Έτσι, στην Εικόνα 28 είναι φωτογραφημένα τρία κοριτσάκια ντυμένα βλαχίτσες και ένα αγοράκι ντυμένο με τη σκυριανή φορεσιά-βράκα που φορούσαν παλαιότερα οι βοσκοί του νη σιού (Αντζουλάτου-Ρετσίλα, 1985, σ.125-141· Λάμπρου, 1994, σ.107-109, 117-120). Από τα προεπαναστατικά χρόνια, και συγκεκριμένα από τις αρχές του 19ου αιώνα, προέρχεται μια ειδυλλιακή εικόνα, η Εικόνα 29, που παρουσιάζει σκηνή από παλιό αθηναϊκό γάμο.Την καθιστή και χαμηλοβλεπούσα νύφη, η οποία φορά σαλβάρι, αντε ρί και στο κεφάλι την εντυπωσιακή μεγάλη κορόνα με τα πέντε σουργούτσια, παρα στέκουν συγγενείς και φίλοι.Ανάμεσα στον φιλικό και συγγενικό περίγυρο βρίσκεται μια Πλακιώτισσα Μεσογείτισσα (δεν γνωρίζουμε την προέλευσή της) με τα δυο της παιδιά, από τα οποία το ένα, το κορίτσι, είναι περίπου όμοια ντυμένο με τη μητέρα του, ενώ το μικρό αγόρι, όπως και ένας νεαρός που κρατά καθρέφτη μπροστά στη νύφη, φορά βράκες γνωστές και ως κουρτσοβράκια 11 τσαχτσίρια (Χατζημιχάλη, 1983, τόμος Β, σ. 23, Εικόνα 5· Μπάδα-Τσομωκού, 1993, σ.62).
Εικόνα 29 L. Dupre: Αθηναία νύφη με παριστάμενους ενήλικες, έναν έφηβο και παιδιά
1
69
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 12/Κεφάλαιο 1
Ι>
Ποια από τις παρακάτω προτάσεις θεωρείτε ότι είναι σωστή; Δικαιολογήστε την απάντησή σας. Α. Οι παιδικές ενδυμασίες ήταν εντελώς διαφορετικές από τις ενδυμασίες των μεγάλων. Β. Οι παιδικές ενδυμασίες έμοιαζαν, με βάση όσα γνωρίζουμε, με εκείνες των μεγάλων και ήταν πολλές φορές ιδιαίτερα επιμελημένες. Θα βρείτε τη σωστή απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
70
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 1.3
ΚΕΝΤΗΤΙΚΉ - ΚΟΣΜΉΜΑΤΑ ΜΑΓΙΚΟΣΥΜΒΟΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 1.3.1
Η κεντητική
Επειδή πιστεύουμε ότι τα κεντήματα και τα κοσμήματα μπορούν να αποτελέσουν αυ τόνομο σύνολο της νεοελληνικής ενδυματολογικής δημιουργίας, αποφασίσαμε να τα παρουσιάσουμε σε ξεχωριστή ενότητα. Άλλωστε, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι τα κεντή ματα και τα κοσμήματα πηγάζουν από την ίδια ματαιόδοξη αλλά και τόσο ανθρώπινη ανάγκη της διάκρισης, της υπεροχής και της προσωπικής ακτινοβολίας. Ούτε φυσικά εί ναι τυχαίο το γεγονός ότι, εκφράζοντας την τοπική αισθητική καθώς και τις ποικι λόμορφες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες του τόπου καταγωγής τους, δέθηκαν αρ μονικότατα με τους τοπικούς και συγκεκριμένους τύπους ανδρικής, γυναικείας ενδυμα σίας με μία συγκεκριμένη διαφορά: το κέντημα ήταν σταθερό και μόνιμο πάνω στη φορεσιά ενώ, αντίθετα, το κόσμημα ήταν αφενός κινητό και αφετέρου προϊόν εργαστη ριακής τέχνης, που είχε αποτέλεσμα το κόσμημα να παρουσιάζει κοινά τεχνοτροπικά και άλλα στοιχεία όχι μόνο σε γειτονικές αλλά και μακρινές περιοχές (Ζώρα, 1981, σ. 5). Τα νεοελληνικά παραδοσιακά κεντήματα διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατη γορίες: στα κεντήματα που διακοσμούν την οικοσκευή και σε εκείνα που στολίζουν την παραδοσιακή ενδυμασία. Ως ενδεικτικά παραδείγματα αναφέρουμε τα μονόχρω μα, λευκά, υποδείγματα νυφιάτικων πουκάμισων από τη Λευκάδα και τα Ψαρά καθώς και τα πολύχρωμα δημιουργήματα του νυφικού αλλά και του γιορτινού πουκάμισου της φορεσιάς από τα Μεσόγεια της Αττικής (Ζώρα, 1991, σ. 11).Τόσο τα κεντήματα της πρώτης κατηγορίας όσο και εκείνα της δεύτερης χωρίζονται σε κεντήματα που γί νονται από τις ίδιες τις γυναίκες και είναι φτιαγμένα με μονόχρωμες, πολύχρωμες, μάλλινες, βαμβακερές και μεταξωτές κλωστές και σε εκείνα που είναι έργα ειδικών τε χνιτών, των τερζήδων και των συρμακέσηδων (Ζώρα, 1994, σ. 20-24). Από την άποψη της τεχνικής τα χρωματιστά κεντήματα, τα οποία ήταν και τα πε ρισσότερο διαδεδομένα, διακρίνονταν σε ξομπλιαστά και σε γραφτά. Τα πρώτα ήταν κεντημένα με διάφορες μετρητές βελονιές, όπως, π.χ., σταυροβελονιά, χωρίς τα θέμα τα να έχουν σχεδιαστεί από πριν στο ύφασμα. Το αποτέλεσμα αυτής της κεντητικής τε χνικής ήταν η απουσία της καμπύλης γραμμής και η επικράτηση της ευθείας. Αντίθετα, στα γραφτά κεντήματα προηγείται η σχεδιαστική αποτύπωση πάνω στο ύφασμα και μετά, με τη βοήθεια του τελάρου, γίνεται το κέντημα, έχοντας ως βάση διάφορες βε λονιές, που επέτρεπαν, επειδή κυριαρχούσε η καμπύλη γραμμή, την πιστότερη και πε ρισσότερο φυσιοκρατική απεικόνιση φυτικών συνθέσεων και ανθρώπινων φιγούρων (Ζώρα, 1994, σ. 20-21). Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η χρωματική ποικιλία των παραδοσιακών κεντημάτων οφειλόταν σε πολύ λίγα-συγκριτικά με το πλούσιο χρω-
1
71
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.3
ματολόγιο- χρώματα, όπως, π.χ., το κόκκινο, το πράσινο, το γαλάζιο, το κίτρινο, το μαύρο και το σκούρο καφέ. Η πλούσια χρωματική διαβάθμιση οφειλόταν στις φυτικές αναλογίες των βαφικών ουσιών καθώς και στον χρόνο κατά τον οποίο έβραζαν μέσα στο καζάνι (Ζώρα, 1994, σ. 20). Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η νεοελληνική κεντητική «δεσμευόταν» από δύο πολυαίωνους βασικούς κανόνες, την αυστηρότητα και τη συμμετρία, που εκφράζονταν κυρίως με τριαδικά σχήματα, στα οποία κυριαρχούσε το κεντρικό μοτίβο. Έτσι, π.χ., ένα ψηλό κυπαρίσσι βρισκόταν ανάμεσα σε δύο γλάστρες πολύ μικρότερες από αυτό, για να τονίζεται, όπως προαναφέρθηκε, το κεντρικό διακοσμητικό μοτίβο, δηλαδή το κυπαρίσσι. Ο δεύτερος κανόνας αφορούσε την επανάληψη των τριών μοτίβων, όπως αναφέρθηκε ήδη, δηλαδή του κυπαρισσιού ανάμεσα σε δύο γλάστρες να εναλλάσσεται με μια μεγάλη γλάστρα ανάμεσα σε δύο μικρότερα διακοσμητικά θέματα. Ταυτό χρονα, ένας τρίτος κανόνας, ο κανόνας του «φόβου του κενού» (hoπor ναcuί), γνωστός σε κάθε μορφή ελληνικής και ξένης λαϊκής τέχνης, οδηγούσε σε συμπύκνωση των διακοσμητικών θεμάτων καθώς και στο «γέμισμα» των μεγάλων τους επιφανειών με μικρότερα μοτίβα. Έτσι, π.χ., ένα αγριοτριαντάφυλλο γέμιζε με μικρότερα τριαντα φυλλάκια κ.ά. (Ζώρα, 1994, σ. 21 ). Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί ότι το σπουδαιότερο κεντητικό μοτίβο, που κυριάρχη σε επί αιώνες στην παραδοσιακή κεντητική, ήταν η γλάστρα, θέμα ανατολικό με πα νάρχαιες καταβολές και μαγικοθρησκευτικό συμβολισμό, που εικονιζόταν συνήθως ως ανθοφόρο αγγείο πλαισιωμένο από φυτικά, ζωικά και ανθρώπινα μοτίβα. Συχνή ήταν επίσης και η παρουσία ελαφιών, δικέφαλων αετών, πουλιών, γοργόνων και φι διών αλλά και σκηνές από σημαντικές στιγμές της ανθρώπινης ζωής, όπως ο γάμος, ο χορός των νεονύμφων, οι λυράρηδες κ.ά. (Ζώρα, 1994, σ. 21). Μια άλλη κεντητική τεχνική πολύ διαδεδομένη στον ευρύτερο ελληνικό χώρο ήταν η δαντέλα. Η δαντέλα (από τη γαλλική λέξη dantelle ), πιθανώς καταγόμενη από την αρ χαία Ελλάδα και στη συνέχεια από το Βυζάντιο, μεταφυτεύτηκε στην Ιταλία κατά τον 140 αιώνα και από τα μέσα του 16ου αιώνα έγινε ευρύτερα γνωστή στην υπόλοιπη δυ τική Ευρώπη. Στον ελληνικό χώρο επανεμφανίστηκε και γνώρισε μεγάλη διάδοση από τα καθολικά μοναστήρια την ίδια εποχή που μεσουρανούσε και στη δυτική Ευρώπη (Ιωάννου-Γιανναρά, 1986, σ. 13· Τσάβες, 1999, σ. 21· Ζώρα, 1994, σ. 22). Η δαντέλα χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τη διακόσμηση της ενδυμασίας και ιδιαίτε ρα για τον στολισμό του πουκάμισου και του κεφαλομάντιλου. Τέτοιου είδους δαντέ λες ήταν τόσο η σκυριανή αρατζιδέλα (πιθανότατα από την ιταλική λέξη recitelo ή recitela ), που ήταν μια ενδιάμεση δαντέλα η οποία ένωνε μεταξύ τους δύο φύλλα υφά σματος, όσο και η μπιμπίλα, που στόλιζε την παραδοσιακή φορεσιά στα τελειώματά της. Επίδραση της δαντέλας μαρτυρούν και τα γνωστά ως χυτά ή τρυπητά κεντήματα, που φτιάχνονται ακόμη και σήμερα σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και στολίζουν τραπεζομάντιλα, πετσέτες και άλλα στρωσίδια της οικοσκευής. Τα κεντήματα αυτά γίνονταν με λεπτές λευκές βαμβακερές ή λινές κλωστές πάνω σε λευκό βαμβακερό ή λινό ύφασμα (Ιωάννου-Γιανναρά, 1986, σ. 89· Ζώρα, 1994, σ. 22). Ανακεφαλαιώνοντας τα σχετικά με τις δύο βασικές κεντητικές τεχνικές, τη μετρητή και την ξομπλιαστή, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η ξομπλιαστή ή γραπτή ήταν η πλέον ενδιαφέρουσα, όπως δείχνουν άλλωστε και τα παραδείγματα που ακολουθούν.
72
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
1
Εξαιρετικό δείγμα γραπτής κεντητικής αποτελεί, λοιπόν, το παρακάτω κρητικό-αναγεν νησιακό παράδειγμα. Στον ποδόγυρο τον οποίο βλέπετε στην Εικόνα 30 συνυπάρχουν αρμονικότατα οι έλικες και οι δικέφαλοι, που έχουν βυζαντινή καταγωγή, οι πέρδικες, καθαρά τοπικό στοιχείο, τα τριαντάφυλλα και τα γαρίφαλα της περσοτουρκικής πα ράδοσης με την υπόλοιπη χρωματική, κυρίως βενετσιάνικη, επίδραση (Ζώρα, 1981, σ. 11).
Εικόνα 30 Ποδόγυρος από κρητικό αναγεννησιακό πουκάμισο
Η άψογη κεντητική γραπτή απόδοση των ποδόγυρων των γιορτινών και νυφιάτικων πουκάμισων της Αττικής καθώς και η καταπληκτική σχηματοποίηση των θεμάτων τους, φαινόμενο σπάνιο για «γραπτά» κεντήματα, ίσως υποδηλώνει είτε μίμηση άλλων τεχνι κών είτε ότι τα θέματά τους ήταν τόσο πάλαιά, που η επανειλημμένη τους επεξεργασία τα απομάκρυνε από την αρχική μορφή των πρωτότυπων θεμάτων τους (Ζώρα, 1981, σ. 9). Υψηλή αισθητική απόλαυση προσέφεραν και τα νυφικά πουκάμισα από το Τρίκερι της Μαγνησίας τα οποία ράβονταν από πολύ λεπτό μεταξωτό ύφασμα και είχαν διά φορους χρωματισμούς. Η κεντητική τους διακόσμη. ση γινόταν άλλοτε με χρυσές κλωστές και άλλοτε με πολύχρωμα μετάξια (Ζώρα, 1981, σ. 9). Την τραπεζιόσχημη χωρική ποδιά της Εικόνας 31, γνωστή ως παναούλα, φορούσαν οι Σαρακατσά νες της Θράκης. Οι παναούλες με την μεταξωτική κεντητική τους ποικιλία και ιδιαίτερα με τα πο λύμορφα μαγικοσυμβολικά τους μοτίβα, όπως, π.χ., ο σταυρός, το φεγγάρι και το φίδι, ξεχώριζαν από τις υπόλοιπες νεοελληνικές ποδιές (Ζώρα, 1981, σ. 15). Η χρυσοκέντητη ποδιά της Σαλαμίνας με φυτικά μοτίβα (Εικ. 32) ήταν έργο των τερζήδων, ειδικευμέ νων τεχνιτών-κεντηστών στα μεταξωτά και στα χρυ σά κορδόνια. Αντίθετα, τα τρία χρυσοστολισμένα γυναικεία φέσια από τη Δ. Μακεδονία (Εικ. 33), ήταν έργα των συρμακέσηδων, δηλαδή των τεχνι τών-κεντηστάδων που δούλευαν με χρυσή κλωστή αλλά και με λεπτότατο χρυσό σύρμα, το τιρτίρι (Ζώ ρα, 1981, σ. 15-16, 23). Εικόνα 31 Ποδιά Σαρακατσάνων Θράκης
1
73
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.3
Εικόνα 32 Ποδιά από τη Σαλαμίνα
Εικόνα 33 Φέσια γυναικεία χρυσοκεντημένα από τη Δ. Μακεδονία
74
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 13/Κεφάλαιο 1
<Ι
Αντιστοιχίστε τις κεντητικές τεχνικές με τους τόπους προέλευσής τους. Δ. Ευρώπη (Ιταλία, Γαλλία κ.ά.) Επτάνησα, νησιά Αιγαίου Μπιμπίλα
Κρήτη
Λευκοκέντημα
Ελλάδα (γενικά)
Αρατζιδέλα
Λευκάδα
Κεντητική με χρωματιστές κλωστές
Ψαρά
Χρυσοκεντητική
Σκύρος
Χυτή-τρυπητή
Απική Σαλαμίνα Μακεδονία
Τη σωστή αντιστοίχιση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
1.3.2
Τα κοσμήματα
Απαραίτητο συμπλήρωμα της νεοελληνικής παραδοσιακής ενδυμασίας, ιδιαίτερα μάλιστα της γυναικείας, ήταν τα πολυάριθμα και πολυποίκιλα κοσμήματα, από τα οποία συγκριτικά λίγα έχουν διασωθεί. Θα πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι για πολλά κοσμήματα δεν γνωρίζουμε τον αρχικό τόπο καταγωγής τους, επειδή επί τουρ κοκρατίας, αποτελούσαν μέσο αποταμίευσης, μεταφέρονταν από μέρος σε μέρος και, σε χρόνους δίσεκτους, εκποιούνταν. Ταυτόχρονα οι ίδιοι οι χρυσικοί κατασκεύαζαν και έτοιμα κοσμήματα κάθε είδους και τεχνοτροπίας, τα οποία οι ίδιοι πολλές φορές διοχέτευαν σε μακρινές αγορές. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όμοια κοσμ11ματα βρίσκονται όχι μόνο σε μακρινές μεταξύ τους περιοχές, όπως, π.χ., η Ήπειρος και η Κύπρος, αλλά ακόμη και σε χώρες της ευρύτερης Βαλκανικής. Για τους παραπάνω λόγους μόνο ένας τοπικός διαχωρισμός μπορεί να γίνει όσον αφορά τα κοσμήματα του ελληνικού ηπειρωτικού χώρου, ανάμεσα σε εκείνα που φορούσαν οι Έλληνες της Μ. Ασίας και στα κοσμήματα της ευρύτερης νησιωτικής περιοχής. Από τις παραπάνω δύο κατηγορίες η πρώτη περιλαμβάνει τα γνησιότερα δείγματα της νεοελληνικής κοσμη ματοποιίας, ενώ στη δεύτερη κατηγορία υπάγονται είτε αυτούσια δυτικά κοσμήματα που βρέθηκαν στα ελληνικά νησιά είτε όσα κατασκευάστηκαν εκεί, όπως, π.χ., στη βε νετοκρατούμενη Κρήτη, στα Δωδεκάνησα, στις Κυκλάδες, στην Κύπρο και στα Επτά νησα και ήταν μιμήσεις δυτικών προτύπων (Ζώρα, 1994, σ. 25-26· Βερώνη-Καμμή, 2001, σ. 10-11). Μια άλλη κατηγορία, που πλησιάζει τα κοσμήματα της Ελλάδας, ήταν τα κοσμήματα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, μεταξύ των οποίων ξεχωριστή θέση κατείχαν τα κοσμήματα της Σαφράμπολης του Πόντου, γνωστά για τα σμάλτα και τα πολύχρωμα κοράλλια τους (Ζώρα, 1994, σ. 28). Το βασικό υλικό που χρησιμοποιούσαν οι κοσμηματοποιοί ή χρυσικοί, όπως ήταν ευρύτερα γνωστοί, της ηπειρωτικής Ελλάδας ήταν το ασήμι, ενώ το χρυσάφι, ως πολυ-
1
75
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.3
τιμότερο και ακριβότερο μέταλλο, σπάνια χρησιμοποιούνταν και συνήθως μόνο για επιχρυσώσεις κοσμημάτων, τα οποία στην περίπτωση αυτή έπαιρναν την ονομασία «φλουροκαπνισμένα» ή «μαλαματοκαπνισμένα». Ακόμα και το ασήμι οι χρυσικοί δεν το δούλευαν συχνά, παρά μόνο όταν δέχονταν παραγγελίες για πρώτης κατηγορίας κοσμήματα. Τα κατώτερα κοσμήματα τα έφτιαχναν από το αγιάρ, δηλαδή νοθευμένο ασήμι, από το οποίο μόνο το 10% του κράματος ήταν ασήμι -γι' αυτό τον λόγο οι τεχνί . τες χρησιμοποιούσαν αρσενικό για να τα γυαλίσουν και τα κοσμήματα αυτά ήταν γνω στά ως «φαρμακερά». Δεν έλειπαν επίσης για τους φτωχότερους πελάτες τα ορειχάλ κινα και τα χάλκινα κοσμήματα. Ταυτόχρονα, για να γίνουν τα κοσμήματα περισσό τερο φανταχτερά, τα διακοσμούσαν επιπλέον με φυσικές ή και τεχνητές πέτρες (Δε ληβορριάς, 1980, σ. 6-7· Ζώρα, 1994, σ. 26). Τα παραδοσιακά νεοελληνικά κοσμήματα διακρίνονταν και σε ευδιάκριτες κα τηγορίες που αφορούσαν κυρίως την τεχνική τους, όπως, π.χ., η εγχάρακτη, η ανάγλυ φη τεχνική ή η φουσκωτή, η χυτή, η διάτρητη, η συρματερή. Υπήρχαν επίσης και τεχνι κές με κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα το σμάλτο και το σαβάτι. Η πρώτη, η εγχάρακτη τεχνική, στην οποία τα σχέδια χαράσσονταν πάνω στο υλικό που θα γινόταν κόσμημα, ήταν αρκετά διαδεδομένη, επειδή ήταν εύκολη και, για τον λόγο αυτό, φθηνή. Αντίθετα, περισσότερο διαδεδομένη, παρ' ότι δυσκολότερη και ακριβότερη, ήταν η ανάγλυφη ή σφυρήλατη τεχνική γνωστή και ως φουσκωτή. Με την τεχνική αυτή τα σχέδια σχεδιάζονταν από την ανάποδη πλευρά του κομματιού που επρόκειτο να γίνει κό σμημα. Ο χρυσικός δούλευε το υλικό αυτό πάνω σε μια μαλακή μάζα πίσσας, χτυπώντας το με ένα ειδικό εργαλείο, το καλέμι, για να γίνουν τα σχέδια,. Το σχέδιο, επειδή δεν έβρισκε αντίσταση, έβγαινε ανάγλυφο από την άλλη όψη, δηλαδή την καλή. Πολλές φορές οι χρυσικοί συνδύαζαν αυτές τις δύο τεχνικές, την εγχάρακτη και την ανάγλυφη, ενώ, άλλοτε έχυναν το υλικό που θα γινόταν κόσμημα σε καλούπια, αφού ήδη είχαν γίνει πάνω τα διακοσμητικά του θέματα και μετά επεξεργάζονταν με το καλέμι τις λεπτομέρει ες των σχεδίων. Η τεχνική αυτή ονομαζόταν χυτή (Δεληβορριάς, 1980, σ. 80· Ζώρα, 1981, σ. 26). Αξίζει να αναφερθεί ότι η ανάγλυφη τεχνική συνδυαζόταν πολλές φορές με τη διά τρητη τεχνική, της οποίας κύριο γνώρισμα ήταν η αφαίρεση της ακόσμητης επιφάνειας που υπήρχε γύρω από τα διακοσμητικά θέματα. Μια ιδιαίτερα αξιόλογη και διαδεδομένη τεχνική, αν και πολύ πιο ακριβή από τις δύο προηγούμενες, ήταν εκείνη που ονομάστηκε συρματερή, μια τεχνική ιδιαίτερα δύ σκολη και λεπτομερειακή. Ο τεχνίτης-χρυσικός έπαιρνε λεπτότατα, ασημένια συνή θως, σύρματα και με πολλή προσοχή τα συγκολλούσε, ώστε να σχηματίζονται πολύ πλοκα και περίτεχνα σχέδια που έμοιαζαν με διάφανη δαντέλα. Πολύπλοκη τεχνική ήταν και η τέταρτη, που είχε και βυζαντινή παράδοση, γνωστή ως τεχνική του σμάλτου. Συνήθως τα περιγράμματα αυτών των διακοσμητικών θεμάτων σχηματίζονταν με λε. πτότατα σύρματα, τα οποία κολλούσαν στην επιφάνεια του κοσμήματος και μέσα σε "(iιυτές τις «θήκες» έριχναν το σμάλτο, που ήταν παχύρρευστη χρωματιστή υαλόμαζα. Άλλοτε τα περιγράμματα των διακοσμητικών θεμάτων έβγαιναν χυτά, από καλούπια, και μετά έριχναν στις υποδοχές που σχηματίζονταν το σμάλτο. Τέλος, υπήρχε και η τεχνική του σαβατιού. Το σαβάτι, ένα είδος μαύρου σμάλτου, καμωμένο με το ανακάτεμα σε συγκεκριμένες αναλογίες ασημιού, χαλκού, μολυβιού και κεριού του θειαφιού, το έψηναν πρώτα και χτυπώντας το στο γουδί το έκαναν μάζα
76
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
και μετά έριχναν το μείγμα αυτό στα περιγράμματα των διακοσμητικών θεμάτων (Δε ληβορριάς, 1980, σ. 8-11· Ζώρα, 1981, σ. 26-27). Στη δεύτερη κατηγορία κοσμημάτων ανήκουν τα δημιουργήματα που, όπως προα ναφέρθηκε, είτε ήρθαν αυτούσια από τη Δύση είτε φτιάχτηκαν στα ελληνικά νησιά. Κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτής της κατηγορίας ήταν τα ακριβά υλικά τους, το χρυσάφι, τα μαργαριτάρια, οι πολύτιμες πέτρες, το σμάλτο και η ιδιαίτερα λεπτομε ρής εργασία τους (Δεληβορριάς, 1980, σ. 7). Σε γενικές γραμμές τα παραδοσιακά νεοελληνικά κοσμήματα στόλιζαν τον κεφαλό δεσμο, τα μαλλιά και τα αυτιά, τη ράχη και τον λαιμό, το στήθος, τους καρπούς και τα δάχτυλα των χεριών. Αξίζει να τονιστεί ακόμα μία φορά ότι τα νεοελληνικά κοσμήματα άλλοτε απηχούσαν δυτικές επιρροές, όταν δεν ήταν ελληνικής κατασκευής, άλλοτε ήταν εισαγόμενα και άλλοτε πάλι απηχούσαν βυζαντινές και βυζαντινο-ανατολικές επιδρά σεις. Έτσι, για να δώσουμε συγκεκριμένα παραδείγματα, στα στολίδια του κεφαλόδε σμου ανήκαν οι δυτικής επίδρασης τρέμουλες, χρυσές καρφίτσες που στόλιζαν τον λευ καδίτικο κεφαλόδεσμο. Αντίθετα, το επίχρυσο νυφικό διάδημα από την Ήπειρο (Εικ. 34), στολισμένο με εγχάρακτες τουλίπες και με αχάτες, τιρκουάζ, κοράλλια, πέτρες από ορεία κρύσταλλο και λεπτότατες αλυσίδες, απηχούσε παμπάλαιες εγχώριες αλλά και ανατολικές (περσικές) τεχνικές και θεματολογίες. Τα επίχρυσα μακεδονικά σκουλαρί κια της Εικόνας 35, στολισμένα με αχάτες, κοράλλια και μακριές αλυσίδες, πιστοποιού σαν ίδιες τοπικές, αισθητικές αντιλήψεις. Τα χρυσά σκουλαρίκια από τη Σίφνο, σε σχή μα τρικάταρτης καραβέλας, πλοίου του 16ου αιώνα (Εικ. 36), φανερώνουν έντονα, αν δεν είναι αυτούσιες εισαγωγές, δυτικές και ιδιαίτερα βενετσιάνικες επιδράσεις (Δε ληβορριάς, 1980, σ. 17-18).
Εικόνα 34 Επίχρυσο διάδημα από την Ήπειρο
77
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.3
Εικόνα 35 Σκουλαρίκια από τη Μακεδονία
Εικόνα 36 Σκουλαρίκια σε σχήμα καραβέλας από τη Σίφνο
78
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Το «κορδόνι» της Αττικής (Εικ. 37) και το «δίχτυ» της Σαλαμίνας (Εικ. 38), πλεγμένο με ιδιότυπη τεχνική στην οποία κυριαρχούσαν τα χρυσά φλουριά και οι χάντρες, ήταν από τα πλέον ιδιαίτερα και πρωτότυπα επιστήθια νυφικά κοσμήματα. Στα επιστήθια νυφικά κοσμήματα ανήκε και ο καρφωτήρας, με ασημένιες πόρπες, αλυσίδες και σταυρούς.Πα ρόμοια κοσμήματα ήταν και τα γυναικεία και ανδρικά κιουστέκια, όπως δείχνει και η Ει κόνα 39, που παρουσιάζει κιουστέκι όπως το φορούσαν οι άνδρες στην Ήπειρο και στο Μεσολόγγι. Αναλυτικότερα, τα κιουστέκια, που διακρίνονται σε εκείνα του στήθους και σε εκείνα της μέσης, ήταν βαριά, περίπλοκα κοσμήματα τα οποία συνδύαζαν αλυσίδες με ποικιλόμορφες συνδετικές πλάκες. Κιουστέκια φορούσαν οι Σαρακατσάνες γυναίκες στη Μακεδονία (Καπουντζήδα, Ανταρτικό κ.ά.) αλλά και οι Μακεδονομάχοι, οι άνδρες στην Ήπειρο και, τέλος, στο Μεσολόγγι (Δεληβορριάς, 1980, σ.18· Ζώρα, 1981, σ. 30-31).
Εικόνα 37 «Κορδόνι» Αττικής
Εικόνα 39 Κιουσrέκι Ηπείρου
1
79
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.3
Από τα σπουδαιότερα κοσμήματα της γυναικείας ενδυμασίας ήταν εκείνα που κοσμούσαν τη μέση, δηλαδή οι ζώνες και οι πόρπες. Οι ζώνες παρουσίαζαν πάντοτε μεγάλη ποικιλία όχι μόνο στη μορφή αλλά και στα ίδια τα διακοσμητικά στοιχεία. Από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι αυτά των Εικόνων 40 και 41. Στην Εικό να 40 βλέπετε τη σουφλιώτικη γαμήλια ζώνη, δώρο του γαμπρού προς τη νύφη, γνωστή ως το ζουνάρι με την κορόνα, η οποία ανήκει στην κατηγορία των σμαλτάτων, δηλαδή σε εκείνα τα κοσμήματα που τα χαρακτηρίζει ο πλούσιος σμάλτινος διάκοσμος. Η Ει κόνα 41 παρουσιάζει μια ζώνη που είναι φτιαγμένη με τη συρματερή τεχνική (Δε ληβορριάς, 1980, σ. 19-20· Ζώρα, 1981, σ. 27, 30).
Εικόνα 40 Σουφλιώτικη κορόνα
Εικόνα 41 Ζώνη συρματερή
• Ένα άλλο εξάρτημα της γυναικείας ενδυμασίας -ίσως και ένα από τα σπουδαιότε ρα και βασικότερα κομμάτια της παραδοσιακής κοσμηματοποιίας- ήταν η πόρπη, ένα είδος κλειδωταριού, που είχαν συνήθως μπροστά οι υφασμάτινες δερμάτινες ζώνες ακόμα και μερικές μεταλλικές. Η εξαιρετική τους ποικιλία ως προς το σχήμα, τις δια στάσεις καί τις τεχνικές τους τις εντάσσει στον επίσημο στολισμό της γυναικείας ενδυ μασίας. Από τα πολυάριθμα παραδείγματα που έχουν διασωθεί θα παρουσιάσουμε μόνο δύο. Η Εικόνα 42 δείχνει μια πόρπη που συνδυάζει τη φουσκωτή τεχνική με εκεί νη του σαβατιού. Στην Εικόνα 43 βλέπετε μια πόρπη στην οποία διακρίνεται η συρμα τερή διακόσμηση (Ζώρα, 1994, σ. 168-164).
80
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η σύντομη περιήγ ησή μας στον κόσμο του κοσμήματος θα ολοκληρωθεί παρου σιάζοντας δύο βραχιόλια που αποτελούνται από αλυσίδες και χρυσές πλάκες (Εικ. 44), εξαίρετα δείγματα της παραδοσιακής κοσμηματοποιίας, τα οποία φορέθηκαν μετά την Απελευθέρωση στα χω ριά της Αττικής και ονομάζονταν μπελετζίκια (Δεληβορριάς, 1980, σ. 32).
Εικόνα 42 Πόρπη φουσκωτής τεχνικής
Εικόνα 43 Πόρπη συρματερή
1
81
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.3
Εικόνα 44 Βραχιόλια από την Αττική
1.3.3
Λειτουργίες και μαγικοσυμβολικά θέματα της παραδοσιακής ενδυμασίας
Αντίθετα με το μήνυμα που στέλνει με το ντύσιμό του ο σύγχρονος άνθρωπος, μήνυ μα καθαρά προσωπικ11ς επιλογής, η παραδοσιακή ενδυμασία περιείχε μήνυμα ισχυρά κοινωνικοποιημένο και γι' αυτό και υποχρεωτικό. Οι πολυάριθμες λειτουργίες που συ μπλέκονταν σε κάθε παραδοσιακή ενδυμασία αξιολογούνταν, ανάλογα με το αν ήταν καθημερινή, γιορτινή ή του γάμου, τόσο από τους κατοίκους του ίδιου του χωριού όσο και από τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής (Νικήτα, 1981, σ. 334). Σε γενικές γραμμές, η καθημεριν11 ενδυμασία ήταν φτιαγμένη με τοπικά υλικά, στα οποία είχε πρόσβαση η παραδοσιακή γυναίκα, επειδή η βασική της λειτουργία ήταν καθαρά πρακτική, δηλαδή να διευκολύνει τον άνθρωπο που τη φορούσε στις πολυποί κιλες δουλειές της καθημερινής ζωής. Αντίθετα, με τη γιορτινή ενδυμασία και την εν δυμασία του γάμου υπογραμμιζόταν ο χαρακτήρας της Κυριακής ή της γιορτής και της εξαιρετικής μέρας στη ζωή του ατόμου (Νικήτα, 1981, σ. 335). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι οι γιορτινές και γαμήλιες ενδυμασίες συγκέντρωναν τον πλούτο των υφασμάτων και των κεντημάτων καθώς και τα ωραιότερα κοσμήματα. Με αυτές τις εν δυμασίες δηλώνονταν κατεξοχήν οι διακρίσεις στον πλούτο και στην κοινωνική τάξη, τις οποίες τηρούσε με ευλάβεια η τοπική κοινωνία και πολλές φορές επέβαλλε και η ίδια η εκκλησία. Ένα άλλο στοιχείο εύκολα διακριτό για εκείνον που γνώριζε τη σημειολογία της παραδοσιακής κοινωνίας ήταν τα διακοσμητικά και μαγικοσυμβολικά θέματα της φορεσιάς, επειδή η ίδια η ενδυμασία δεν δήλωνε μόνο την κοινωνική τάξη εκείνου ή εκείνης που τα φορούσε αλλά μερικές φορές και το επάγγελμά του. Έτσι, π.χ., στην Κάρπαθο, αν ο πρωτογιός, ο κανακάρης, όπως ήταν γενικότερα γνωστός, είχε κεντη μένα στάχυα στις άκρες του επενδύτη του, ήταν έμπορος σιταριού, αν είχε μέλισσες, μελισσοκόμος, τέλος αν είχε κλαδί ελιάς με τους καρπούς της, ήταν παραγωγός και έμπορος λαδιού (Νικήτα, 1981, σ. 336). Μια άλλη λειτουργία της παραδοσιακής ενδυμασίας είναι εκείνη που θα μπορού-
82
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
σαμε να τη χαρακτηρίσουμε μαγικοσυμβολική, όταν δηλαδή ορισμένα ενδυματολογικά της εξαρτήματα ή ακόμη και κάποια διακοσμητικά της θέματα είχαν μαγικοθρησκευτι κή σημασία, την οποία αργότερα, και όχι σε όλες τις περιπτώσεις, έχασαν και εξέπε σαν σε απλά διακοσμητικά μοτίβα. Ιδιαίτερη μαγικοθρησκευτική δύναμη, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, απέδιδαν στο πουκάμισο, επειδή, όταν το φορούσαν ως εσώρουχο, καθώς ερχόταν σε άμεση επαφή με το ανθρώπινο σώμα, αποκτούσε μαγι κές ιδιότητες, ιδιαίτερα όταν βαθμιαία υποκατέστησε την αρχική γυμνότητά όσων λάμ βαναν μέρος σε λατρευτικές τελετές και μαγικές επικλήσεις (Γουήλ-Μπαδιεριτάκη, 1980, σ. 127· Νικήτα, 1981, σ. 339). Ακόμα και η διακόσμησή του απηχούσε αυτού του είδους τις δοξασίες. Στη Σαλαμίνα το νυφιάτικο πουκάμισο είχε κεντημένα κουκουνά ρια, στην Εύβοια είχε κεντημένη «την πέρδικα με τα δώδεκα περδικάκια», ενώ, τέλος, στα νυφιάτικα πουκάμισα της Χαλκιδικής τα κεντήματα ήταν πετειναράκια. Τα γονιμι κά σύμβολα και στα τρία αυτά παραδείγματα είχαν αποκλειστικό σκοπό να μετα δώσουν τη γονιμότητά τους στη γυναίκα που θα φορούσε αυτά τα νυφικά πουκάμισα (Γουήλ-Μπαδιεριτάκη, 1980, σ. 128-129· Νικήτα, 1981, σ. 339). Μαγικοθρησκευτική δύναμη είχαν μεταξύ άλλων οι ποδιές και διάφορα ζωσίματα της παραδοσιακής ενδυ μασίας. Έτσι, οι θρακιώτικες σαρακατσάνικες ποδιές είχαν πολυποίκιλα σχέδια, τα οποία εκτός από την κοινωνική κατάσταση εκείνης που τα φορούσε υποδήλωναν επί κληση και ευχή για προστασία. Ανάλογη σημασία είχαν οι παραστάσεις του Χριστού και της Παναγίας πάνω σε πόρπες ή άλλα μαγικοσυμβολικά θέματα, όπως ο δικέφαλος αετός στις μεταλλικές σουφλιώτικες ζώνες. Τέλος, σε πολλά μέρη της Θράκης αλλά και αλλού τα χρυσά φλουριά που στόλιζαν ως κοσμήματα τις γυναίκες ήταν διαταγμένα σε σχήμα σταυρού, γιατί υπηρετούσαν τον ίδιο προφυλακτικό και αποτρεπτικό σκοπό (Ρωμαίου-Καρασταμάτη, 1980, σ. 39).
<Ι
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 14/Κεφάλαιο 1
.
Συμπληρώστε τα κενά στις ακόλουθες προτάσεις, επιλέγοντας την κατάλληλη από τις λέξεις ή φράσεις που δίνονται στις παρενθέσεις. και Α) Στη ____ και των ----, καθώς και τα σιάζονται οι
των συγκεντρώνεται ο ____ . Εκεί παρου-
(νυφική, κεντήματα, κοινωνικές διακρίσεις, υφάσματα, ενδυμασία, πλούτος, γιορτινή, ωραιό τερα κοσμήματα)
Β) Στη Σαλαμίνα το νυφικό πουκάμισο είχε κεντημένα __ και στη Χαλκιδική
, στην Εύβοια __
(πετειναράκια, κουκουναράκια, πέρδικα και περδικάκια)
Θα βρείτε τις σωστές απαντήσεις στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
1
83
.
1
Σύνοψη Η νεοελληνική παραδοσιακή ενδυμασία, ανδρική, γυναικεία και παιδική, είναι, ίσω;, ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια του νεότερου λαϊκού μα; πολιτισμού. Η σπουδαιότητα αυτή οφείλεται σε μεγάλο μέρο; στα πολυάριθμα και πολυποί κιλα ενδυματολογικά και διακοσμητικά τη; στοιχεία, που ανιχνεύονται τόσο στην ελληνορωμαϊκή Αρχαιότητα όσο και στο βυζαντινό, δυτικό και οθωμανικό παρελθόν τη; πατρίδα; μα;. Η παραδοσιακή μα; ενδυμασία, με την ενσωμάτωση όλων των παραπάνω στοι χείων, προσφέρει -έτσι τουλάχιστον πιστεύουμε εμεί;- μια μοναδική για τα ευ ρωπαϊκά ενδυματολογικά και διακοσμητικά δεδομένα ιστορική και αισθητική απόλαυση, η οποία γίνεται εντονότερη όσο περισσότερο εμβαθύνουμε στη μελέ τη τόσο τη; ίδια; τη; ενδυμασία;, των κεντημάτων και των κοσμημάτων τη;, όσο και εκείνων των ηθών και εθίμων που σχετίζονται άμεσα με αυτή.
84
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Γλωσσάρι Αιδοιοφύλακας (ο): ρούχο-ένδυμα, που κρύβει τα ανδρικά γεννητικά όργανα Αντερί (το): ασιατικό κοντό ή μακρύ ανδρικό και γυναικείο φόρεμα, ανοιχτό μπροστά Αραtζιδέλα (η): είδος ενδιάμεσης δαντέλας (Σκύρος) Βιδέλο (το): γυναικείο λουστρινένιο παπούτσι Βρογχωtήρας (ο): οριζόντια σχισμή του αρχαίου χιτώνα για να περνά το κεφάλι Γαϊτάνι (το): είδος κορδονιού φτιαγμένο από μεταξωτές, ασημένιες, χρυσές ή και βαμ βακερές κλωστές Γιορντάνι (το): επιστήθιο δικτυωτό πλέγμα (Αττική) ή περιλαίμιο κόσμημα (Θράκη και αλλού) Γκωυρνtί (το): γυναικείος αχειρίδωτος επενδύτης Γούνα (η): χειριδωτός ή αχειρίδωτος επενδύτης είτε με γούνινη εσωτερική επένδυση είτε διακοσμητική γούνα στις παρυφές του Γρίζο (το): τσόχινος επενδύτης, γνωστός και ως γρι'ζα (η) (Αττική) Δαλματική (η): ενδυματολογική παραλλαγή του χιτώνα Ζιπούνι (το): κοντός χειριδωτός επενδύτης με την ίδια ονομασία ήταν γνωστό το γυ ναικείο, ανοιχτό μπροστά, φόρεμα (Πόντος, Κύπρος) Ιμάτιο (το): ενδυματολογικό, ορθογώνιο και παραλληλόγραμμο, εξάρτημα κοινό και για τα δύο φύλα στην αρχαία Ελλάδα Καβάδι (το): μακρύς επενδύτης, είτε σταυρωτός μπροστά είτε κατακόρυφα ανοιχτός Καλπάκι (το): κάλυμμα κεφαλής Καμίσιον (το): η ονομασία του εξωτερικού χιτώνα στη βυζαντινή εποχή Καπι tσάλι (το): υποσιαγόνιο, μετάλλινο, δερμάτινο ή υφασμάτινο, που συγκρατούσε τον γυναικείο κεφαλόδεσμο Καφτάνι (το): μακρύς επενδύτης Καπόtο (το): χειριδωτός επενδύτης Κλειδωtάρια (τα): πόρπες ζώνης ή του στήθους Κοντογούνι (το): κοντός, χειριδωτός επενδύτης Κονtόσι (το): κοντός επενδύτης Κορδόνι (το): επιστήθιο κόσμημα (Αττική) Κορόνα (η): το μπροστινό μέρος της σουφλιώτικης ζώνης αλλά και ονομασία κοσμή ματος κεφαλής Κόσσες (οι): ψεύτικες κοτσίδες Κουνtούρα (η): είδος κεντητής παντόφλας-παπουτσιού Λαγκιόλι (το): στενόμακρο λοξό φύλλο υφάσματος που προστίθεται στο ρούχο για να δίνει περισσότερη άνεση στο βάδισμα Μάνα (η): το κεντρικό φύλλο του υφάσματος Μεϊντάνι ή μινtάνι (το): χειριδωτή ζακέτα Μπουρεζάνα (η): είδος στενού παντελονιού-φουφούλας Μπρουμάνικα (τα): επιπρόσθετα μανίκια Ντουλαμάς (ο): μισή φούστα, εξάρτημα της επίσημης φορεσιάς με φουστανέλα. Επί σης κοντός ή μακρύς αχειρίδωτος επενδύτης (Ήπειρος, Μακεδονία, Θεσσαλία κ.ά.) Πάλιουμ (το): εξάρτημα της ρωμαϊκής ανδρικής ενδυμασίας
1
85
1
Πάλα (η): επενδύτης της ρωμαϊκής γυναικείας ενδυμασίας Παλουδαμέντουμ (το): ημικυκλικός βυζαντινός ανδρικός μανδύας Πέπλος (ο): μέρος της γυναικείας δωρικής ενδυμασίας Περίζωμα (το): κοντό ρούχο που μοιάζει με στενή και κοντή φούστα Περικόρμιο (το): είδος αχειρίδωτου ή χειριδωτού στενού πουκάμισου που σκεπάζει το πάνω μέρος του γυναικείου σώματος Περόνη (η): μεγάλη καρφίτσα Πεσκούλια (τα): τεχνητές μεταξωτές πλεξίδες με ασημένια ή χρυσά στολίδια Πιρπιρί (το): γυναικείος επενδύτης (Ήπειρος) Ποτούρι (το): είδος παντελονιού-φουφούλας Σαγιάς (ο): επενδύτης Σαλβάρι (το): βράκα Σάρτζα (η): η ονομασία της γυναικείας φορεσιάς των Ανωγείων Σιγκούνα (η): κοντός ή μακρύς γυναικείος επενδύτης (Αττική, Στερεά, Ήπειρος κ.ά) Σουμπούκουλα (η): εσωτερικός χιτώνας της ρωμαϊκής γυναικείας ενδυμασίας Στιβάνια (τα): κρητικές ανδρικές μπότες Στόλα (η): εξωτερικός υστερορωμαϊκός και βυζαντινός χιτώνας Συρμακέσης (ο): ράφτης-κεντηστής-χρυσοκεντηστής Ταβλίον (το): δύο ξεχωριστά κομμάτια υφάσματος που ράβονταν πάνω στο παλσυδα μέντουμ και ήταν δηλωτικά εξουσίας Τακίμι (το): το σύνολο του ντουλαμά, του μεϊντανιού, των τουζλουκιών, που ράβονταν από το ίδιο ύφασμα και το διακοσμούσαν ίδια χρυσά ή μεταξωτά μοτίβα Τεπελίκι (το): κούπα ρηχή, αντιστραμμένη, που ήταν μέρος του κεφαλοκαλύμματος Τεπές (ο): στόλισμα κεφαλής από χρυσοκεντημένο ή μεταλλικό δισκοειδές κόσμημα, γνωστός και ως τεπελίκι (το) Τερζής (ο): ράφτης-κεντηστής Τζάκος (ο): κοντός επενδύτης Τζουμπές (ο): εξωτερικός επενδύτης, ανοιχτός κατακόρυφα ή σταυρωτός Τόγκα (η): τήβεννος, μέρος της ρωμαϊκής ανδρικής ενδυμασίας Τουζλούκι (το): είδος κεντητής περικνημίδας της επίσημης φορεσιάς με φουστανέλα Τουνίκα (η): ένδυμα εσωτερικό ή εξωτερικό, κοινό για τα δύο φύλα κατά τους ρω μαϊκούς χρόνους Τσαμαντάνι (το): μάλλινο γιλέκο της μετσοβίτικης ενδυμασίας Τσαρούχια (τα): χειροποίητα δερμάτινα ανδρικά ή γυναικεία υποδήματα με ή χωρίς φούντα Τσεμπέρι (το): κεφαλομάντιλο Τσίπα (η): μαντίλι Τσούκνα (η): αχειρίδωτο φόρεμα (Α. Θράκη) Τσουράπια (τα): μάλλινες πλεκτές κάλτσες Υποκάμισόν (το): ονομασία του εσωτερικού χιτώνα στη βυζαντινή εποχή Φέρμελη (η): χειριδωτός επενδύτης Φλοκάτα (η): χειριδωτός ή αχειρίδωτος επενδύτης Χιαλβάρι (το): η κρητική βράκα Χιτώνας (ο): ένδυμα, αχειρίδωτο ή χειριδωτό, που έβγαινε μονοκόμματο από τον αρ γαλειό και είχε το σχήμα ανισοσκελούς σταυρού 86
1
"'··
--------------------------------
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Απαντήσεις σε Ασκήσεις Αυτοαξιολόγησης Άσκ ηση Αυτοαξιολόyησης 1 Σωστή είναι η τρίτη διατύπωση, επειδή εμπεριέχει όλα τα χαρακτηριστικά.στοιχεία που ενώνουν αλλά και διακρίνουν τις μυκηναϊκές ανδρικές ενδυμασίες από τις μινωικές.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 2 Περικόρμιο Διάφανο τούλι περικορμίου Α'τύπος φούστας: φαρδιά και μακριά Β'τύπος φούστας: φαρδιά και μακριά, με επάλληλες
Μινωίτισσες Μυκηναίες
σειρές, από επιρραπτόμενα κομμάτια υφάσματος Γ'τύπος φούστας: μακριά και φαρδιά φούστα-περισκελίδα
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 3 Οι μινωικές και οι μυκηναϊκές ενδυμασίες δεν διατηρήθηκαν κατά τους ιστορικούς αρχαίους ελλη νικούς χρόνους, επειδή επικράτησαν δύο νέοι τύποι ενδυμασιών, ο δωρικός και ο ιωνικός τύπος.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 4 Α.
Ο δωρικός ανδρικός ενδυματολογικός τύπος αποτελείται από έναν αχειρίδωτο χιτώνα, ένα ιμάτιο και μία χλαίνα.
Β.
Ο δωρικός γυναικείος ενδυματολογικός τύπος αποτελείται από ένα πλατύ μάλλινο ύφα σμα, που διπλωνόταν στο πάνω μέρος του σώματος και σχημάτιζε ένα είδος αποπτύγ ματος που ονομαζόταν κόλπος. Στερεωνόταν με περόνες στους ώμους, ενώ δενόταν με ζώνη στη μέση. Πάνω από το ένδυμα αυτό φορούσαν ένα μακρύ ορθογώνιο μάλλινο ύφα σμα, που εφάρμοζε σαν τον κόλπο στους ώμους και ονομαζόταν πέπλος.
Γ.
Ο ιωνικός ανδρικός ενδυματολογικός τύπος αποτελείται από ένα χειριδωτό, πολύ λεπτό λινό χιτώνα. Είχε ζώνη που έσφιγγε στη μέση και έτσι δημιουργούνταν πλούσιες πτυχώσεις.
Δ. Ο ιωνικός γυναικείος ενδυματολογικός τύπος αποτελείτο από ένα χειριδωτό χιτώνα συνή θως λινό. Πάνω από τον χιτώνα φορούσαν ένα μάλλινο ιμάτιο. Ε. Τα κυριότερα ενδυματολογικά εξαρτήματα της ρωμαϊκής ανδρικής ενδυμασίας ήταν ο χι τώνας, που είχε την ονομασία τουνίκα ιντέριορ όταν ήταν εσωτερικό ρούχο και τουνίκα ή στόλα όταν φοριόταν εξωτερικά. Από πάνω φοριόταν άλλοτε η τόγκα, γνωστή και ως τή βεννος, και άλλοτε το πάλιουμ. Π. Η γυναικεία ρωμαϊκή ενδυμασία είχε έναν εσωτερικό χιτώνα, γνωστό ως σουμπούκουλα, ένα εξωτερικό χιτώνα, γνωστό ως στόλα, και έναν εξωτερικό επενδύτη, την πάλα.
1
87
1
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 5 Η βυζαντινή ανδρική ενδυμασία αποτελείτ αι από ένα καμίσιο γν ωστό και ως ν, στιχάριον . ο Πά ά ο ο νω από τ υποκ άμισον φ ρ ύσαν τη δαλματική και π νω από αυτή κα ι υ ποκάμισον έριχναν ένα παλουδαμέντουμ. Β. Τη βυζαντινή γυναικεία ενδυμασία αποτελούσαν ένα υποκάμισον, μία δαλματική και ένας
Α.
Γ.
μανδύας. Τ α κοινά ενδυματολογικ ά τοι εία τ ης βυζαντ ινής ανδρικής κ αι γυναικ είας ενδυμασίας σ χ ήταν το υποκάμισον και η δαλματική.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 6 Η σωστή απάντηση είναι η Β. Η ρωμαϊκή ανδρική και γυναικεία ενδυμασία εί ε τον ιτώνα ως χ χ ξ κοινό ενδυματολογικό ε άρτημα με τι ς αντίστο ιχες ρωμανικές, γοτθικές και αναγεννησι ακές ανδρικές και γυναικείες ενδυμασίες.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 7 Η σωστή απάντηση είναι η Α.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 8 Πελοπόννησος
Φουστανέλα �Παν βράκ ι, μπουντούρι, μπουραζάνα ω Βράκα
εσσαλία Θ Ήπειρος
Αντερί Τζουμπές
η ά ρ κ Θη Ν σιά
«Τα φράγκικα»
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 9
-=-=�- ==----------------=::-::::::--,,......-=::::::-:::::-:=-�-:-�
η η σπ ξά τημ Το ο ο ο ο ά ό ό μ άμ ο ο ο η υ υ υ τ ι τ π λ τ τ τερ ε ενδ α ρ α ς δαι γικ κ ισ είνα ωστή είναι πρ ασ Γ. Συ ι ο μ υ π ε δ ενδ ή ν σι ασίας. ακ ς γ α κ ίας αρα
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 1 Ο Α. Φουστάνι
Ζώνη Πουκάμισο Ζωνάρι
Φούστα
88
1
-----=-=--=------=
Φόρεμα
..........-- � � Περιτύλιγμα
.,_
Ένδυμα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εάν δεν έχετε αντιστοιχίσει σωστά τα ενδυματολογικά εξαρτήματα, διαβάστε ξανά προσε κτικά όσα αναφέρονται σχετικά με τα καλύμματα του γυναικείου σώματος στην αρχή της υποενότητας 1.2.3. Β. Υστερορωμαϊκή/βυζαντινή καταγωγή Φούστα σουρωτή στη μέση Μεικτή καταγωγή. Βυζαντινή/δυτική (Αναγέννηση)
Στολή Αμαλίας Φουστάνι-δαλματική Φουστάνι με μπούστο και οριζόντιες πιέτες
Νεότερη δυτικοευρωπαϊκή καταγωγή (19ος αιώνας) με στοιχεία ελληνικά.
Φουστάνι με τιράντες αναγεννησιακού ρυθμού
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 11 Πράγματι, οι νεοελληνικές παραδοσιακές γυναικείες ενδυμασίες, εκτός του σημερινού ελλη νικού χώρου, είχαν ως κοινό ενδυματολογικό στοιχείο το πουκάμισο.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 12 Σωστή απάντηση είναι η Β, επειδή, με βάση όσα γνωρίζουμε, οι παιδικές ενδυμασίες και έμοια ζαν μορφολογικά με τις ενδυμασίες των μεγάλων και είχαν επιμελημένη εμφάνιση.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 13 Δ. Ευρώπη (Ιταλία, Γαλλία κ.ά.) Επτάνησα, νησιά Αιγαίου Κρήτη
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 14 Α) Στη γιορπνή και νυφική ενδυμασία συγκεντρώνεται ο πλούτος των υφασμάτων και των κεντη μάτων, καθώς και τα ωραιότερα κοσμήματα. Εκεί παρουσιάζονται οι κοινωνικές διακρίσεις. Β) Στη Σαλαμίνα, το νυφικό πουκάμισο είχε κεντημένα κουκουναράκια, στην Εύβοια πέρδικα και περδικάκια και στη Χαλκιδική πετειναράκια.
1
89
1
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ Αντζουλάτου-Ρετσίλα Ε., «Η φροντίδα για το σώμα του νεογέννητου παιδιού. Η περί πτωση του σκυριανού παιδικού τσεμπεριού»,Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, τόμος ΚΣΤ', Αθήνα 1985, σ. 125-141. Βερώνη-Καμμή Ε., Τα σκουλαρίκια της Μυκονιάτισσας, εκδ. Λαογραφικό Μουσείο Μυκόνου, Μύκονος 2001. Γουήλ-Μπαδιεριτάκη Α.Ι., «Έρευνα γύρω από τη γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά. Η γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά από τη Σίλλη (Σύλη) του Ικονίου και τα κοσμήμα τά της, από πρόσφυγες εγκατεστημένους στη Μακεδονία και τη Θράκη», Πρακτικά Γ' Συμποσίου Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού χώρου (Ήπειρος-Μακεδονία-Θράκη), εκδ. ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 185-197. Γουήλ-Μπαδιεριτάκη Α.Ι., Το γυναικείο παραδοσιακό πουκάμισο της ηπειρωτικής Ελλάδας (διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων), Αθήνα 1980. Γουήλ-Μπαδιεριτάκη Α.Ι., «Οι μικρασιατικές τέχνες και η επίδρασή τους στη νεοελ ληνική λαϊκή κεντητική και ζωγραφική. Πρώτη συνοπτική παρουσίαση», Πρακτικά Α' Πανελληνίου Συνεδρίου Μικρασιατικής Λαογραφίας, Αθήνα 1996, σ. 81-95. Δεληβορριάς Α., Ελληνικά παραδοσιακά κοσμήματα, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1979. Ζώρα Π., Τα πολυτελή φορέματα των Κρητομυκηναίων κυριών, Αθήνα 1956. Ζώρα Π., Ελληνική λαϊκή τέχνη, σημειώσεις παραδόσεων, εκδ. ΕΟΤ -Ανωτέρα Σχολή Ξεναγών, Αθήνα 1972. Ζώρα Π., Κεντήματα και κοσμήματα της ελληνικής φορεσιάς, εκδ. Υπουργείο Πολιτι σμού και Επιστημών, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα 21981. Ζώρα Π.,Λαϊκή τέχνη. Ελληνική τέχνη, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994. Θεοχάρη Μ., Πολυτελή υφάσματα στο Βυζάντιο, εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθή να 1994. Ιωάννου-Γιανναρά Τ., Ελληνικές κλώστινες συνθέσεις. Δαντέλες, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1986. Καλογεροπούλου-Ζαχαριάδου Ε., Στοιχεία λαογραφίας και λαϊκής τέχνης περιοχών Μακεδονίας, Θράκης, Θεσσαλίας και ΝΒ Σποράδων, σημειώσεις παραδόσεων, εκδ. ΕΟΤ, Τοπική Σχολή Ξεναγών Θεσσαλονίκης, Αθήνα 1973. Κυριακίδου-Νέστορος Αλ., Τα υφαντά της Μακεδονίας και της Θράκης, εκδ. ΕΟΜΜΕΧ, Αθήνα 21983. Λαγάκου Ν., Η ενδυμασία διά μέσου των αιώνων, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1998. Λαδά-Μινώτου Μ., Γαγγάδη Ντ., Ελληνικές φορεσιές. Συλλογή Εθνικού Ιστορικού Μουείου, εκδ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδας, Αθήνα 1993. Λάμπρου Α., Οι σκυριανές φορεσιές, εκδ. Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1994. Μαρινάτος Σπ., Κρήτη και Μυκηναϊκή Ελλάς (Φωτογραφίαι Μαξ Χίρμερ), Εκδόσεις Αθηνών, Αθήναι 1959. Μπάδα-Τσομωκού Κ., «Η παράδοση στη διαδικασία της ιστορικής διαπραγμάτευσης
90
-------------------------------
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
της εθνικής και τοπικής ταυτότητας. Η περίπτωση της φουστανέλας», Εθνολογία, τόμος 4, Αθήνα 1995, σ. 127-135. Μπάδα-Τσομωκού Κ., Η αθηναϊκή γυναικεία φορεσιά κατά την περίοδο 1687-1834. Ενδυματολογική μελέτη, Ιωάννινα 1983. Μπάδα-Τσομωκού Κ., Ενδυματολογικοί κώδικες της παιδικής-νεανικής ηλικίας. Το κοινωνικο-ιστορικό τους ισοδύναμο, Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφ�κής Σχολής, Παράρτημα αριθμ. 48, εκδ. Δωδώνη, Ιωάννινα 1993. Μπαμπινιώτης Δ.Γ.,Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998. Νικήτα Β., «Η παραδοσιακή φορεσιά», Εγκυκλοπαίδεια Ελλάδα. Ιστορία και Πολιτι σμός, τόμος Ε', εκδ. Παγκόσμια Σύγχρονη Παιδεία-Μάλλιαρης, Αθήνα 1981, σ. 324341. Οικονομίδης Ν., «Η Δ' Σταυροφορία και η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Θ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1979, σ. 40-42. Παπαδημητρίου Ε., Οι κυπριακές φορεσιές, εκδ. Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1991. Παπαντωνίου 1., Ελληνικές φορεσιές, τόμος 1, Αθήνα 1973, τόμος 2, Αθήνα 1974. Παπαντωνίου 1., «Συμβολή στη μελέτη της γυναικείας ελληνικής παραδοσιακής φορε σιάς», Εθνογραφικά, τόμος Α', εκδ. Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1978, σ. 5-92. Παπαντωνίου 1., Ελληνικές φορεσιές. Συλλογή Λυκείου των Ελληνίδων Καλαμάτας, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1991. Παπαντωνίου 1., Ελληνικές τοπικές ενδυμασίες, εκδ. Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1996. Παπαντωνίου 1., Η ελληνική ενδυμασία. Από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ού αι ώνα, εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 2000. Πλουμίδης Γ., «Κρήτη», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 1, εκδ. Εκδοτική Αθη νών, Αθήνα 1974, σ. 201-207. Ρωμαίου-Καρασταμάτη Ε., Η ποδιά της Καραγκούνας, εκδ. Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Αθήνα 1980. Χατζημιχάλη Αγ., Η ελληνική λαϊκή φορεσιά, τόμος 1: Οι φορεσιές με το σιγκούνι, Μουσείο Μπενάκη, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1978, τόμος 2: Οι φορεσιές με το καβάδι, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1983. Τσάβες Λ. ντε, Η ελληνική δαντέλα στο Μουσείο Βικτώρια και Άλμπερτ, εισαγωγή Δ. Κούτσικα, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 1999.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ Houston M.G.,Ancίent Greek, Roman and Byzantίne costume and decoratίon, London and Edinburgh 21966. Marinatos N.,Art and Relίgίon ίn Thera. Reconstructίng α Bronze Age Socίety, Athens 1984.
1
91
1
ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗ Πιστεύουμε ότι τα παρακάτω βιβλία είναι χρήσιμα προκειμένου να εμβαθύνετε στην παραδοσιακή ενδυμασία, στα κεντήματα και στα κοσμήματά της. 1. Γουήλ-Μπαδιεριτάκη Α.Ι., Το γυναικείο παραδοσιακό πουκάμισο της ηπειρωτικής Ελλάδας (διδακτορική διατριβή, Πανεπwτήμιο Ιωαννίνων), Αθήνα 1980. 2. Δεληβορριάς Α., Ελληνικά παραδοσιακά κοσμήματα, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1979. 3. Ζώρα Π.,Λαίκή τέχνη. Ελληνική τέχνη, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994. 4. Λαγάκου Ν.,Η ενδυμασία διά μέσοv των αιώνων, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1998. 5. Παπαντωνίου 1., Ελληνικές φορεσιές. Συλλογή Λυκείου των Ελληνίδων Καλαμάτας, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1991.
92
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
2
ΣΥΝΤΕΧΝΙΕΣ: ΜΙΑ ΜΟΡΦΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΤΕΧΝΙΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη
Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να γνωρίσετε μια μορφή κοινωνικής οργάνω σης που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της παραδοσιακής ζωής. Συγκεκριμένα, θα προσεγγίσουμε τις δομές που διαμόρφωσαν ισχυρούς δεσμούς στον εργασιακό χώρο διαμέσου του θεσμού των συντεχνιών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από ενισχυμένο κοι νωνικό ιστό που θα χαλαρώσει με τη διάλυσή τους, υπό την πίεση οικονομικών αλλα γών που τις ανέτρεψαν.
Σκοπός
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη αυτού του κεφαλαίου, θα είστε σε θέση να:
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
• • • •
δίνετε την ετυμολογία βασικών όρων της συντεχνίας περιγράφετε τη δομή μιας συντεχνίας απαριθμείτε δέκα, τουλάχιστον, συντεχνίες αναλύετε τους λόγους αποδόμησης των συντεχνιών.
• • • • •
Συντεχνία, εσνάφι, συνάφι, ρουφέτιον Ελευθερία Συντήρηση Ανταγωνισμός Αποδόμηση συντεχνίας
Στον Α τόμο της παρούσας Θεματικής Ενότητας και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 9 ( «Οικισμοί, χωριά, πόλεις: μορφές κοινωνικής οργάνωσης- Ο συνεκτικός ρόλος της κοινότητας») γνωρίσατε τις κοινωνικές δομές στους οικισμένους τόπους στο πλαίσιο ενός κοινοτικού συστήματος. Ο θεσμός των συντεχνιών, ως ομάδων ανθρώπων που συμμετέχουν σε κοινή παραγωγή και διακίνηση προϊόντων, ανέπτυξε στοιχεία αντί στοιχα προς εκείνα του κοινοτισμού: ενώ και οι δύο θεσμοί διαμορφώθηκαν τυπικά για λόγους φορολογικούς, ανέπτυξαν συνεκτικούς δεσμούς και αλληλεγγύη. Θα περι γράψουμε, λοιπόν, τη δομή της συντεχνίας, την εξάρτηση κάθε μέλους της από αυτή, τη θέση των μαθητευομένων. Όπως ο εκχρηματισμός στον αγροτικό κόσμο ανέτρεψε τις
Έννοιες Κλειδιά
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
93
κοινοτικές δομές, έτσι και ο εκχρηματισμός της αγοράς αποδόμησε τις συντεχνίες, οι οποίες αδυνατούσαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και ανατράπηκαν από την ίδια την οικονομική πραγματικότητα. Όπως προαναφέρθηκε, στο κεφάλαιο 9 του Α τόμου εξετάσαμε τις μορφές κοινω νικής οργάνωσης στο κοινοτικό σύστημα καθώς και τις μορφές κοινοτικής αλληλεγ γύης που επικράτησαν σε αυτό. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την αγροτική κοι νότητα ως ένα είδος «αγροτικής συντεχνίας» (Guillou, 1996, σ. 253). Αντίστοιχα, στις μεγάλες πόλεις, όπου συγκεντρώνεται η χειροτεχνική και βιοτεχνική παραγωγή, θα λειτουργήσουν οι συντεχνίες των μαστόρων, στις οποίες συναιρούνται πολλά από τα χαρακτηριστικά της λειτουργίας της αγροτικής κοινότητας. Εξάλλου, οι δεσμοί που
εδραίωσαν τη συνοχή της κοινωνίας είναι οι δεσμοί της οικογένειας, της αγροτικής κοι νότητας, της συντεχνίας, της πόλης.
94
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 2.1
ΒΑΣΙΚΟΙ ΟΡΟΙ Η συντεχνία κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας ονομάζεται και σινάφι ή εσνάφι από την αραβική λέξη esnaf (πληθυντικός του sinif), που στην κυριολεκτική σημασία της σημαίνει «είδος», «μέρος», «τάξη». Οι Άραβες, για να δηλώσουν τη συντεχνία, χρησιμοποιούσαν τον όρο hirfa -που απαντάται και σε τουρκο-οθωμανικά έγγραφα-, ενώ τον 130 αιώνα εισάγεται ο όρος taifa, ο οποίος από τον 170 αιώνα καθιερώθηκε και διαδόθηκε ταχύτατα δηλώνοντας τη συντεχνία. Στην τουρκο-οθωμανική γλώσσα, η λέξη esnaf σήμαινε τη συνεταιριστική οργάνωση καθώς και τους ανθρώπους που συμ μετείχαν σε μια τέτοια οργάνωση, δηλαδή τους τεχνίτες και τους εμπόρους (Τοντόροφ, 1986, σ. 156). Επιπρόσθετη ονομασία της συντεχνίας είναι το ρουφέτιον, που προέρχε ται από την αραβική λέξη urfet και λαϊκότερα rufet και σημαίνει θίασος (ομάδα ανθρώ πων).
1
1
1 i
95
Ενότητα 2.2
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ Η συντεχνία αποτέλεσε οικονομική και κοινωνική οργάνωση στο οθωμανικό φεου δαρχικό σύστημα οργάνωσης της παραγωγής. Όπως η συνοχή της αγροτικής κοινότη τας εξασφαλίστηκε από τη συλλογική υποχρέωση έναντι του δημόσιου ταμείου και από την αλληλεγγύη των μελών της στις δύσκολες στιγμές, έτσι και το οθωμανικό κράτος υποστήριζε τις συντεχνίες για λόγους φορολογικούς, με σκοπό να ρυθμίζει την οικονομική ζωή, ενώ ο πληθυσμός βασιζόταν σε αυτές θεωρώντας τες μια μορφή επαγ γελματικής και κοινωνικής υποστήριξης. Οι συντεχνίες, ιδιαίτερα οι ελληνικές στον χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας -γιατί, π.χ., στις βουλγαρικές συντεχνίες αναγνωρίζονται στοιχεία του βουλγαρικού εθιμικού δικαίου- αποτελούν φυσική συνέχεια των βυζαντινών συντεχνιών, οι οποίες άρχισαν να παίζουν ανεξάρτητο ρόλο κατά την τελευταία φθίνουσα περίοδο της Βυζα ντινής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο η δομή και η λειτουργία των συντεχνιών εναρμονίστη κε με την ανάπτυξη της κοινωνικο-οικονομικής ζωής των Βαλκανίων από τον 150 έως τον 170 αιώνα και ιδιαίτερα με τη διαμόρφωση της βαλκανικής πόλης, υπό την επίδρα ση της οικονομικής οργάνωσης του οθωμανικού κράτους. Με τις συντεχνίες διαμορφώ θηκε ένα ολόκληρο σύστημα που ρύθμιζε και έλεγχε την οικονομία της πόλης. Παλαιότερα στη Ρώμη και κατόπιν στο Βυζάντιο επιχειρήθηκε μέσω του έπαρχου να κατευθύνονται οι δύο βασικοί κλάδοι της εθνικής οικονομίας -το εμπόριο και η βιοτεχνία- μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Μέχρι τον 9ο αιώνα, οπότε το εξαγωγικό εμπόριο του Βυζαντίου είχε φτάσει στη μεγαλύτερη ακμή του, οι βιοτεχνίες της πρω τεύουσας είχαν οργανωθεί μέσα στα αυστηρά πλαίσια των συντεχνιών. Μόνο στην πρωτεύουσα υπήρχαν 23 τουλάχιστον συντεχνίες, οι οποίες μνημονεύονται συχνά στο βιβλίο Περί Επάρχου και στα έργα του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, γεγονός που καταδεικνύει τη σπουδαιότητά τους. Ο σκοπός της λειτουργίας των συντεχνιών ήταν να διευκολύνουν το κράτος στον έλεγχο της οικονομικής ζωής της πόλης. Το κράτος μάλιστα αναλάμβανε την ευθύνη για την ίδρυση βιοτεχνιών και καταστημάτων, επέβαλλε μονοπώλια, διαχειριζόταν τις εισαγωγές και εξαγωγές αγαθών, καθόριζε μισθούς και τιμές αγοράς και πωλήσεων όλων των καταναλωτικών αγαθών, ρύθμιζε τους φόρους που έπρεπε να καταβάλ λονται, επόπτευε τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, χαρακτήριζε την ποιότητα των προϊόντων, όριζε τις τιμές πώλησης και φρόντιζε για την ποσότητα των εισαγωγών, ώστε να μην υπερβαίνουν κατά πολύ τις προβλεπόμενες ανάγκες (Rice, 1972, σ.159-161). Ωστόσο, παράλληλα, ως παρεπόμενο της πρωταρχικής αυτής λειτουργίας τους, οι συντεχνίες εξασφάλιζαν καλύτερους όρους ζωής για τα μέλη τους ή για τους κατοίκους της πόλης στην οποία δρούσαν. Σε κάθε είδος βιοτεχνίας, η αντίστοιχη συντεχνία ρύθμιζε τους όρους εργασίας, τα όρια των μισθών, τις τιμές πώλησης και τα νόμιμα κέρδη. Κανένας άνδρας δεν μπορού-
96
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
σε να είναι μέλος σε περισσότερες από μία συντεχνίες και μάλιστα δεν ήταν υποχρεω μένος να ανήκει έστω και σε αυτή τη μία, αντίθετα με ό,τι επικρατούσε στη Ρώμη, όπου η εγγραφή σε κάποιο σωματείο ήταν υποχρεωτική.
--.....------------�------
Δραστηριότητα 1 /Κεφάλαιο 2
Αφού διαβάσετε το απόσπασμα που ακολουθεί, απαντήστε στο ερώτημα αν ο λα_δέμπορος απελευθερώθηκε ουσιαστικά από τα δεσμά της συντεχνίας.
<Ι
Ένας Αιγύπτιος λαδέμπορος του 7ου αιώνα, που είχε δουλέψει για κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στα πλαίσια της συντεχνίας των λαδεμπόρων, αποσύρθηκε από τη συντεχνία για να δουλέψει μόνος του και ανέλαβε την υποχρέωση με ένα συμβόλαιο που διασώζεται, να πληρώνει κάθε μήνα στη συντεχνία ένα ποσό που αντιστοιχούσε στη δουλειά που έπρεπε να της προσφέ ρει, καθώς και κάθε έτος το δικό του μερίδιο επί του συνολικού φόρου που το κράτος θα εισέ πραπε (Guillou, 1996, σ. 259). Για να ελέγξετε την ορθότητα της απάντησής σας ανατρέξτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου, και επιπλέον μελετήστε το κείμενο που ακολουθεί.
Το παραπάνω απόσπασμα μας δίνει την ευκαιρία για προβληματισμό στην έννοια «ελεύθερος», όπως διαμορφώνεται στη βυζαντινή κοινωνία. Πρέπει να λάβουμε υπό ψη μας το δεδομένο ότι στο Βυζάντιο υπήρχε ένα σύστημα κοινού βίου στο οποίο το κράτος «πλαισίωνε» κάθε στιγμή της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Ποιο περιεχόμενο θα μπορούσε, άραγε, να πάρει η έννοια της ελευθερίας σε ένα σύστημα ασφυκτικού οικονομικού και κοινωνικού ελέγχου, που εμπόδιζε κάθε πρωτοβουλία και αποθάρρυ νε τις τολμηρές αποφάσεις οι οποίες συγκρούονταν με τις παραδοσιακές παραγωγικές σχέσεις; Επιπλέον, μπορούμε να εμβαθύνουμε στον προβληματισμό μας στην έννοια της ελευθερίας όταν συνδυάζεται με οικονομικές παραμέτρους, όπως αυτή που προκύπτει από τον θεσμό της συντεχνίας. Το απόσπασμα που ακολουθεί θα σας αποκαλύψει μια διαφορετική διάσταση της λέξης ελεύθερος από εκείνη την οποία εννοούμε σήμερα τόσο στο οικονομικό επίπεδο όσο και στο κοινωνικό ή ατομικό. Ποια είναι η έwοια της ελευθερίας μέσα σε ένα σύστημα κοινού βίου που θεωρεί ται τέτοιο από ένα αυτοκρατορικό πολίτευμα όπου το κράτος και ο πολιτισμός του στην πιο ευρεία έwοια πλαισιώνουν κάθε στιγμή της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής; Οι λέξεις εξαπατούν. Ο άνθρωπος «ελεύθερος», στον αγροτικό πληθυσμό, είναι ο πιο φτωχός, γιατί είναι «αγνοούμενος από τη φορολογία», και ονομάζεται επίσης «ξένος», γιατί δεν εξαρτάται από κανέναν, ενώ το να είναι κανείς εξαρτώμενος ή υπηρέτης του αυτοκράτορα, στην επίσημη ή λαϊκή γλώσσα, χαρακτηριί,ει την κα τάσταση του βυζαντινού σε σχέση με το βασιλέα και με το Θεό. Όλοι οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας είναι υπηρέτες ή δούλοι, εφόσον η λέξη διατήρησε αυτή την αρ χαία έwοια, του αυτοκράτορα. Και η λέξη «δουλεία» περιγράφει σιγά σιγά τις εκ δηλώσεις αυτής της εξάρτησης -λειτουργία στο κράτος ή φορολογικά βάρη- που επιβαρύνουν σε διάφορα επίπεδα όλους τους Βυζαντινούς, εκτός από το γεωργικό
97
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2
προλεταριάτο, φτωχό και ως εκ τούτου «ελεύθερο». Η λέξη «ελευθερία» έχασε, λοι πόν, την αρχική της έννοια και ο Συμεών ο Θεολόγος, στις αρχές του 1 lου αιώνα, θεωρεί ότι η υπηρεσία ήταν μια κατάσταση ανώτερη από την ελευθερία, γιατί έφερνε στον πολίτη εκτίμηση και πλούτο. Και η ελευθερία; Σε μια ζωή γενικής εξάρτησης έναντι του κράτους, όπως ήταν εκείνη των κατοίκων της Αυτοκρατο ρίας, καταλαβαίνουμε ότι η ελευθερία σήμαινε γι' αυτούς τη δυνατότητα να υπο φέρουν χωρίς δυσκολία την υλική έκφραση αυτής της εξάρτησης (Guillou, 1996, σ. 261). Συνεπώς, στο Βυζάντιο, ελεύθερος ήταν ο φτωχός, το προλεταριάτο, ο αγνοημένος από την κεντρική γραφειοκρατία, ο μη ενταγμένος σε κάποια συντεχνία ή άλλη δρα στηριότητα λόγω οικονομικής εξαθλίωσης.
98
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 2.3
ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΣ Έγγραφα του 17ου και 18ου αιώνα μαρτυρούν τη μεγάλη συνοχή στη δομή των συ ντεχνιών σε ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο. Συγκεκριμένα, η συντεχνία είχε μια δομή που αποτελούνταν από τρία κυρίως «κύτταρα»: τον usta, μάστορα ή και μα'ίστορα, τον kalfa, κάλφα και βοηθό του μάστορα και το cirak, τσιράκι ή μαθητευό μενο. Το τσιράκι άρχιζε να δουλεύει κοντά σε ένα μάστορα για να μάθει την τέχνη και συνήθως δεν πληρωνόταν ή η αμοιβή του ήταν ελάχιστη. Η διακήρυξη της συντεχνίας των αμπατζήδων (κατασκευαστών αμπάδων, δηλαδή τσόχινων υφασμάτων για τα αν δρικά επί παραγγελία ρούχα) της Φιλιππούπολης του 1805 όριζε πως οι καλφάδες και τα τσιράκια έπρεπε να δουλέψουν δύο χρόνια χωρίς πληρωμή και έναν επιπλέον χρόνο με μισθό που είχε συμφωνηθεί από κοινού, προτού διεκδικήσουν το δικαίωμα να ανέλθουν στον επόμενο βαθμό της ιεραρχίας της συντεχνίας. Χωρίς τη μαθητεία κοντά σε ένα μάστορα, που του επέτρεπε με το πέρασμα του χρόνου να γίνει μέλος της συντεχνίας, ο κοινός παραγωγός δεν γινόταν δεκτός στην αστική κοινωνία της εποχής.
Παράλληλο Κείμενο Για να γvωρίσετε αναλυτικότερα τη δομή της συντεχνίας, όπως διαμορφώθηκε στα χρό νια της κυριαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στην υπόλοιπη Βαλκανική χερσόνησο, μελετήστε από το βιβλίο του Ν. Τοντόροφ Η βαλ καντική πόλη, 15ος-19ος αιώνας, 1986, τις σελίδες 163-165. Στη συνέχεια εκπονήστε τις Ασκήσεις Αυτοαξιολόγησης που ακολουθούν. Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 1 /Κεφάλαιο 2 Επιλέξτε τη σωστή απάντηση.
<JI
Για να προαχθεί το τσιράκι σε κάλφα έπρεπε να: α) εργαστεί κοντά σε έναν κάλφα, β) εργαστεί όσο χρόνο χρειαζόταν για να γίνει κύριος της τέχνης του, γ) προαχθεί από τη συνέλευση των γερόντων, δ) ανακηρυχθεί κάλφας από τον μάστορα. Η σωστή απάντηση δίνεται στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 2/Κεφάλαιο 2 Να αντιστοιχίσετε τις λέξεις της αριστερής στήλης με την κατάλληλη από εκείνες που δίνονται στη δεξιά στήλη.
99
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
1. Κεχαγιάς
α) Βοηθός μάστορα
2. Τσαούσης
β) Από παράδοση επίσημος αρχηγός της συντεχνίας,
3. Κάλφας 4. Σείχης
ο οποίος συμμετείχε στις εθιμοτυπικές ιεροτελεστίες γ) Εκλεγόταν από το συμβούλιο των γερόντων ως πραγματικός επικεφαλής της συντεχνίας δ) Εκτελεστικό όργανο της συντεχνίας, που εφάρμοζε τις αποφάσεις της γενικής συνέλευσης
---------------------------��--,,--�-'½--------Η απάντηση δίνεται στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Μάθαμε πως στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη υπήρχαν 23 συντεχνίες, σύμφωνα με το βιβλίο του Έπαρχου. Αντίστοιχα, επί τουρκοκρατίας, στη Φιλιππούπολη, η οποία είχε αναπτύξει μεγάλη παραγωγική και εμπορική δραστηριότητα λόγω της θέσης της, με εξαγωγές στη Θράκη (Αίνο, Ραιδεστό), στη Σμύρνη, στα νησιά του Αιγαίου, αλλά και στη Βοσνία, στην Αυστρία, ακόμα και στη Γαλλία, το 1821 υπήρχαν οι εξής συντε χνίες: των αμπατζήδων (κατασκευαστών τσόχινων υφασμάτων για ανδρικά ρούχα), των καυταντζήδων (υφασματεμπόρων), των γουναράδων, των μπακάληδων, των κοϊμ τζήδων (χρυσοχόων), των καζαντζήδων (χαλκουργών), των ραπτάδων, των δουλκέρη δων (χτιστάδων), των ασταρτζήδων (υφαντών), των ψωμάδων, των καζάσηδων (με ταξουργών), των παπουτσήδων, των μουμτζήδων (κηροποιών), των μπαχτζεβάνηδων (κηπουρών) και των ταχτατζήδων (ξυλεμπόρων). Η ύπαρξή τους μας είναι γνωστή από μία επιστολή που έστειλαν προς τον Πατριάρχη Γρηγόριο με την υπογραφή των επιση μότερων μαστόρων κάθε συντεχνίας. Με αυτή την επιστολή διαπιστώνουμε πως οι συ ντεχνίες αυτές ήταν ελληνικές, γιατί αφενός οι υπογραφές είναι ελληνικές και αφε τέρου ζητούσαν την προστασία του Πατριάρχη, επειδή ανησυχούσαν από την έκρηξη της ελληνικής Επανάστασης στη Βλαχία υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Εξάλλου, την ελληνικότητα των συντεχνιών αυτών διαπιστώνουμε και από τα πρακτικά τους, που συ ντάσσονταν στην ελληνική γλώσσα. Αργότερα αναπτύχθηκαν και άλλες, όπως εκείνες των μπογιατζήδων, των τιουφεκτζήδων ( οπλοποιών), των ακτάρηδων (πωλητών αποι κιακών ειδών), των μηχαντζήδων (ποτοπωλών), των σαχατζήδων (ωρολογοποιών), των τιουτιουντζήδων (καπνοπωλών), των αραμπατζήδων (αμαξοποιών), των ουντζή δων (αλευροπωλών), των τσοχατζήδων (ερεοπωλών-ερέα είναι ο αμπάς, το τσόχινο ανδρικό ύφασμα), των φεστζήδων (φεσοπωλών) κ.ά.
Ι>
100
Δραστηριότητα 2/Κεφάλαιο 2 Να ανατρέξετε στον τηλεφωνικό κατάλογο και να αναζητήσετε επίθετα που έχουν προκύψει από τα παραryάνω ονόματα των συντεχνιών. Συμπεριλάβετε στην καταγραφή σας και επίθετα τα οποία θα βρείτε καταγραμμένα στο κείμενό μας με κάποια μικρή διαφοροποίηση. Π.χ. από τη συντεχνία των μπαχτζεβάνηδων προκύπτει το επίθετο Μπαξεβάνης (j..ιπαξές ή μπαχτσές εί ναι ο λαχανόκηπος).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 2.4
ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΚΉ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ Είναι γνωστό, από τα φιρμάνια που εκδίδονταν από τον σουλτάνο, πως Ό ανταγωνι σμός δεν ήταν επιθυμητός ανάμεσα στις συντεχνίες. Είναι ωστόσο φανερό πως η ανά γκη έκδοσης τέτοιων φιρμανιών υπαγορευόταν από τάσεις αθέμιτου ανταγωνισμού που σίγουρα θα εκδηλώνονταν ανάμεσά τους. Γνωρίζετε την έκφραση «αυτοί ανήκουν στο ίδιο σινάφι» ή ακόμα την κατηγορία που αποδίδεται σε κάποιες ομάδες εργαζομένων ότι έχουν «συντεχνιακά συμφέροντα». Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από φιρμάνια που θα φανερώσουν τη στενή αλ ληλοϋποστήριξη των μελών και την αποτροπή κάθε εξωτερικού ανταγωνισμού που θα έθετε σε κίνδυνο τα στενά συμφέροντα και τα κεκτημένα της συντεχνίας: Όλοι κοινώς οι μαϊστορες, και οι νυν ευρισκόμενοι και οι μεταγενέστεροι, να έχουν ομόνοια ανάμεσόν τους και αγάπην, και να μην κατατρέχει ποτέ ο ένας τον άλλον και ζημιώνει, ούτε εδώ εις την πατρίδαν, ούτε εις την ξενιτείαν. Ο ένας μαtστωρ να μη χαλά ποτέ το παζάρι του άλλου κατηγορώντας το πράγμα του. Να μην ξεμυαλά ο ένας του άλλου τον κάλφαν και το τζιράκι (Τοντόροφ, 1986, σ. 321). Παρατήρηση: η λέξη ρουφέτιον δεν σχετίζεται με τη λέξη ρουσφέτι(ον), που σημαίνει «δωροδοκία» και προέρχεται από την αραβική rίchvet. Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη των αρχείων, δηλαδή των κατάστι χων, των συντεχνιών. Αποκαλύπτουν την έντονη συνοχή ανάμεσα στα μέλη τους, που εκ δηλωνόταν με την αλληλεγγύη σε ποικίλες στιγμές της ζωής τους. Είναι μια άλλη μορφή της κοινοτικής αλληλεγγύης που γνωρίσαμε και που αφορούσε την παραδοσιακή κοινότη τα. Πρόκειται για ένα στέρεο συνεκτικό ιστό που φαίνεται ότι υπήρχε σε κάθε μικρή ή με γαλύτερη κυψελίδα κοινωνικής οργάνωσης της παραδοσιακής κοινωνίας. Δραστηριότητα 3/Κεφάλαιο 2 Στο κεφάλαιο 9 του Α' τόμου («Οικισμοί, χωριά, πόλεις: μορφές κοινωνικής οργάνωσης - Ο συ νεκτικός ρόλος της κοινότητας») είχαμε ορίσει ως Προτεινόμενο Βιβλίο την Ιστορική και Κοινω νική Λαογραφία Ανατολικής Θράκης της Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1997. Συνεχίζοντας τη μελέτη σας από το βιβλίο αυτό, ανατρέξτε στο κεφάλαιο «Άλλες μορφές κοινοτικής αλληλεγγύης» (σ. 185-194) και σχηματίστε έναν κατάλογο με τις εκδηλώ σεις αλληλεγγύης που καταγράφονται στα κατάστιχα της συντεχνίας των χηστάδων (δουλγέ ρηδων) της Φιλιππούπολης. Με βάση το παρακάτω πρότυπο συνεχίστε και συμπληρώστε τον κατάλογο. Η συντεχνία των χτιστάδων (δουλγέρηδων) της Φιλιππούπολης: :, ανέλαβε να κτίσει αμισθί το ελληνικό προπαρασκευαστικό σχολείο της ενορίας της Αγίας Παρασκευής... Την απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
<Ι
101
Ενότητα 2.5
ΑΙΙΟΔΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΕΧΝΙΩΝ Τα διάφορα φιρμάνια που εξέδιδε ο σουλτάνος -ανάμεσά τους και το ιδιαίτερου ενδιαφέροντος φιρμάνι του Μουσταφά Γ', που εκδόθηκε το 1773, το οποίο στάλθηκε σε όλους τους καδήδες (δικαστές) της χώρας και υπάρχει και σε ελληνική μετάφραση έχουν τον ίδιο στόχο: να συντηρήσουν τις παραδοσιακές δομές της συντεχνίας και την παραγωγική και εμπορική δραστηριότητα κατά τα παραδεδομένα σχήματα. Μάλιστα, κάθε παράβαση επέσυρε και σωματική ποινή. Συγκεκριμένα, η διατήρηση της υπάρχουσας τάξης ήταν επιθυμία των ίδιων των συ ντεχνιών, που είτε εξέδιδαν διακηρύξεις είτε προκαλούσαν την επέμβαση των κεντρι κών αρχών, και τούτο γιατί διαφαινόταν ο ανταγωνισμός κάποιων ανεξάρτητων χειροτεχνών που άνοιγαν επιχειρήσεις χωρίς άδεια. Τα φιρμάνια και οι διακηρύξεις αντανακλούσαν την επιθυμία των ίδιων των συντεχνιών να τηρείται η παράδοση, να διατηρείται ο κλειστός χαρακτήρας των συντεχνιών, να αποφεύγεται κάθε νεωτεριστι κό πνεύμα και κάθε αθέμιτος ανταγωνισμός. Ήταν καταφανής η προσπάθεια να εμποδιστεί η μετατροπή μεμονωμένων μαστόρων σε κεφαλαιούχους, ώστε να υπάρχει ισότητα στην παραγωγή και στο εμπόριο. Με δυο λόγια, οι διατάξεις εμπόδιζαν τις κε φαλαιοκρατικές (καπιταλιστικές) τάσεις που εμφανίζονταν δειλά δειλά στις συντε χνίες, με την απαγόρευση κάθε καινοτομίας στη δουλειά τους. Η απαγόρευση των καινοτομιών επέφερε δυσκολίες στο εξαγωγικό εμπόριο. Διαβάστε το παρακάτω απόσπασμα: Όποιος πηγαίνει στην Ανατολία θα φτιάξει σωστά τα εμπορεύματά του [δηλαδή, σύμφωνα με τις προσδοκίες των αγοραστών της Μικράς Ασίας], αλλά όσοι δεν πη γαίνουν δεν επιτρέπεται να ράβουν νέα είδη ρούχων, πρέπει να ράβουν όπως τον παλιό καιρό... Όσοι πρόκειται να παν στην Ανατολία δεν επιτρέπεται να που λήσουν εδώ ούτε ένα κομμάτι (Τοντόροφ, 1986, σ. 324).
Ι>
102
Δραστηριότητα 4/Κεφάλαιο 2 (προαιρετική) Αναζητήστε και διαβάστε το διήγημα του Δημήτρη Χατζή «Ο Σιούλας ο ταμπάκος», από τη σει ρά διηγημάτων Το τέλος της μικρής μας πόλης, εκδ. Διογένης, Αθήνα 1971. Καταγράψτε σε δύο τουλάχιστον σελίδες το πνεύμα του συντηρητισμού και της άρνησης κάθε νεωτερικότητας που είχε εμφυσήσει στους ταμπάκους των Ιωαννίνων η συντεχνιακή νοοτροπία. Θα ήταν χρήσιμο να συζητήσετε την απάντησή σας με τους συμφοιτητές σας στην επόμενη Ομαδική Συμβουλευτική Συνάντηση. Ωστόσο, έξω από τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αναπτύσσονταν νέες οικονομι κές δομές. Και μέσα στις βαλκανικές -και ελληνικές- πόλεις όμως ήδη εξαπλωνόταν μια λαν-
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
θάνουσα διαφοροποίηση και μια διαφαινόμενη κεφαλαιοκρατική πί εση. Κατά συνέπεια, η άρνη ση προσαρμογής στα νέα οικονομικά δεδομένα δεν σταθεροποίησε τις συντεχνίες, αλλά αντ ί θετα τις υπονόμευσε, εφόσον οι πόλεις μέσα στις οποίες λειτούργησαν δεν μπορούσαν να ανα κόψου ν τ ην πορεία τους προς τις νέες οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσονταν .
1
103
Σύνοψη Στις προβιομηχανικές πόλεις, όπου δεν είχαν ακόμα προβάλει οι κεφαλαιοκρατι κές σχέσει ς πα ραγωγής με τον έν τονο ανταγωνι σμό, λειτούργησε ένα σύστημα πα ραγωγής και δ ιακ ίνησης των πρ οϊόν των πο υ β ασίσ τηκε σ τη συντε χν ιακ ή οργάνωση. Η συντεχνία, διαρθρωμένη με αυστηρ ές δομές, όχι μόνο διευκόλυνε το φορολογικό σύστημα, αλλά ανέπτυξε και μορφές αλληλεγγύης. Η άρνηση κά θε νεωτε ρισμού οδήγησε στη σταδιακή κατάργησή της και στην επικράτηση των κεφαλαιοκρατικών παραγωγικών σχέσεων.
104
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Απαντήσεις σε Ασκήσεις Αυτοαξιολόγησης Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 1 '*
--��-.sκ¼-¼½Ψ1'-._w_-._--,-·
---w�------------ν.wwwwwww•ww-&κΨ�'*'*-�-
Η σωστή απάντηση είναι η (δ). Το τσιράκι εργαζόταν κοντά στον μάστορα και αυτός.ήταν υπεύ θυνος τόσο για την πρόοδό του όσο και για την εναρμόνισή του με τις συνήθειες της δουλειάς και με τις αρχές της συντεχνίας. Υπηρετούσε και διευκόλυνε στη δουλειά του τον μάστορα και όχι τον κάλφα. Όσο κι αν φαίνεται φυσικό να ανακηρύσσεται κάλφας από τη στιγμή που θα γί νει κύριος της τέχνης του, τούτο δεν συνέβαινε τόσο για τους δύο παραπάνω λόγους που σχε τίζονται με την ευθυγράμμισή του με το πνεύμα της συντεχνίας, όσο και για λόγους ανταγωνι σμού. Συνεπώς, η πιθανή επιλογή της απάντησης (β) δεν είναι σωστή, αν και είναι λογική. Έχουμε συγκεκριμένη μαρτυρία από μαθητευόμενο ο οποίος ξενυχτούσε τα βράδια για να μά θει την τέχνη του, ενώ ο μάστορας, μόλις αντιλαμβανόταν πως ο μαθητευόμενος σημείωνε πρόοδο, του κατέστρεφε το δημιούργημά του, επειδή τάχα δεν το είχε φτιάξει σωστά. Σκοπός αυτής της πράξης ήταν να παραμείνει περισσότερο το τσιράκι στο στάδιο της μαθητείας. Εξάλ λου, κατά κανόνα, το τσιράκι προσέφερε στη συντεχνία δωρεάν εργασία, γεγονός που μπορού σε να κρατήσει τις τιμές των παραγόμενων προϊόντων σε χαμηλά επίπεδα.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 2 1. Κεχαγιάς
α) Βοηθός μάστορα β) Από παράδοση επίσημος αρχηγός της συντεχνίας, ο οποίος συμμετείχε στις εθιμοτυπικές ιεροτελεστίες
4. ΣεΊχης
γ) Εκλεγόταν από το συμβούλιο των γερόντων ως πραγματικός επικεφαλής της συντεχνίας δ) Εκτελεστικό όργανο της συντεχνίας, που εφάρμοζε τις αποφάσεις της γενικής συνέλευσης
Αν συγχέετε τους ρόλους με τους οποίους είναι επιφορτισμένο κάθε επιφανές μέλος της συ ντεχνίας, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να τους αφομοιώσετε. Ήδη πιστεύουμε πως με την Άσκη ση αυτή γίνατε πιο παρατηρητικοί ως προς τους ρόλους κάθε εκπροσώπου της συντεχνίας. Άλ λωστε, στόχος αυτής της Άσκησης ήταν περισσότερο να καταδείξει ότι, εκτός από την ιεράρ χηση στο επίπεδο της εργασίας με την κλίμακα των μαστόρων, των καλφάδων και των τσιρα κιών, υπήρχε και αυστηρή κατανομή των ρόλων στις κοινωνικές λειτουργίες και στην επαφή με την κεντρική διοίκηση. Αυτό που μπορούμε να προσθέσουμε είναι πως το συμβούλιο των γερόντων, το οποίο σε μερι κές περιπτώσεις ονομαζόταν Δωδεκάρα, ήταν το ανώτατο όργανο εξουσίας της συντεχνίας. Συνεπώς, ο κάλφας, ο οποίος ήταν βοηθός του μάστορα -σωστή είναι η σύζευξη του κάλφα με το (α)-, ήταν νεαρής ηλικίας, αφού δεν είχε ακόμα ανέβει στην ιεραρχία της συντεχνίας και δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να ανήκει στο συμβούλιο των γερόντων, ακόμα δε περισσότερο να είναι ουσιαστικός ή τυπικός επικεφαλής της συντεχνίας -πρόκειται για τις απαντήσεις (γ) και
105
(β) αντίστοιχα- ή να έχει υπεύθυνο ρόλο εκπροσώπησης της συντεχνίας στον ευρύτερο κοινω νικό χώρο με την αρμοδιότητα της εφαρμογής των αποφάσεων της συντεχνίας, ρόλο που διέ θετε ο τσαούσης. Το γεγονός ότι μόνο οι μάστορες που ήταν προχωρημένης ηλικίας έπαιρναν μέρος στο συμ βούλιο της συντεχνίας -στο συμβούλιο των γερόντων- και τούτο δεν συνέβαινε, π.χ., με τους πιο πλούσιους ή τους περισσότερο προσκολλημένους στην κεντρική κρατική εξουσία οφείλε ται σε μια νοοτροπία που έχει καλλιεργηθεί από πολύ νωρίς στον γεωγραφικό μας χώρο και τη διαπιστώνουμε σε μεγάλη κλίμακα σε πολλές εκδηλώσεις της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής των Βυζαντινών. Συγκεκριμένα, η κοινότητα αποδίδει εξέχουσα θέση κατά τη βυζαντινή εποχή στον γέροντα. Προερχόμενος από την ειδωλολατρική ή βιβλική αρχαιότητα, ο άνθρωπος με τα άσπρα μαλλιά περιβάλλεται από ένα είδος ευλάβειας, λόγω της ηλικίας του βέβαια, αλλά ακόμα περισ σότερο λόγω των κοινωνικών αρετών που έχει αποκτήσει με το πέρασμα των χρόνων: της σοφίας, αποτέλεσμα των συμφορών του και των ατυχημάτων του, η οποία τον οδηγεί στην ομόνοια, και του πορίσματός της, της επιστήμης, δηλαδή της εμπειρικής γνώσης. Αυτός μόνο μπορεί να μεταδώσει στους νεότερους τα διδάγματα που έμαθε από τον πατέρα του, γιατί αυτός έχει μόνο την αληθινή γνώση, εκείνη της παράδοσης, που είναι αλάνθαστη (Guillou, 1996, σ. 266-267).
106
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Απαντήσεις σε Δραστηριότητες Δραστηριότητα 1
ww,,:�w,;;;ιιw1Ψi\¾�--------------------�
Εάν απαντήσατε θετικά στο ερώτημα, είναι φανερό πως δώσατε μεγαλύτερη βαρύτητα στο αί σθημα της ελευθερίας που πιθανώς νιώθει κάποιος, όταν εργάζεται μόνος του, χωρίς την κατα πίεση μιας ιεραρχίας και απολαμβάνοντας τους κόπους του μόχθου του, έστω κι αν οφείλει να πληρώνει κάποιο τίμημα γι' αυτό. Εάν απαντήσατε αρνητικά, προφανώς δώσατε μεγάλη βαρύτητα στο επίρρημα «ουσιαστικά» και θεωρήσατε πως η οικονομική εξάρτηση δεν δικαιώνει το αίσθημα της ελευθερίας.
Δραστηριότητα 3 Η συντεχνία των χrιστάδων (δουλγέρηδων) της Φιλιπnούπολης: J ανέλαβε να κτίσει αμισθί το ελληνικό προπαρασκευαστικό σχολείο της ενορίας της Αγίας Παρασκευής· J ανέλαβε να κτίσει αμισθί τη γνωστή Σχολή Μαρασλή της Φιλιπnούπολης· J αναλάμβανε την οικονομική ενίσχυση των φτωχών· J συνέδραμε τις χήρες των πρώην μελών της· J κάλυπτε τα έξοδα της ετήσιας εορτής της συντεχνίας, κάθε χρόνο την Κυριακή του Θωμά που ήταν και ο προστάτης τους (έξοδα για κεριά, κόλλυβα για να μνημονευθούν οι νεκροί της συντεχνίας, για τους κράχτες επειδή δεν επιτρεπόταν να κτυπά καμπάνα, για το κρασί, τον καφέ, την μπουγάτσα που θα κερνούσαν κ.λπ.)· J κάλυπτε τα έξοδα για τη συμμετοχή σε πανηγύρια της περιοχής (για να πληρωθούν οι λαλη τάδες, δηλαδή οι οργανοπαίχτες κ.ά.)· J κάλυπτε τα έξοδα ταφής των φτωχών μελών της (έξοδα ταφής, φέρετρο, σάβανο, μακαριά, μεταφορά στον τόπο ταφής, γραπτή άδεια για τους χολεριασμένους)· J έδινε ελεημοσύνη στους φυλακισμένους χριστιανούς. Συμπερασματικά, τα κατάστιχα της συντεχνίας μαρτυρούν τη συνοχή και την κοινωνική της διά σταση.
107
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αποστολίδης Μ., «Τα αρχεία του εν Φιλιππουπόλει εσναφίου των τεκτόνων (δουλγέ ρηδων),Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τόμος 1, Αθήνα 1935, σ.102-130. Αποστολίδης Μ., «Τα αρχεία του εν Φιλιππουπόλει εσναφίου των αμπατζήδων»,Αρ χείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τόμος 3, Αθήνα 1937, σ.145195, τόμος 7, Αθήνα 1941, σ.9-65. Καλατζής Κ., Το ταμπάκικο (οχτώ διηγήματα), εκδ.Πιτσιλός, Αθήνα 1992. Καλινδέρης Μ., Αι συντεχνίαι της Κοζάνης επί τουρκοκρατίας, εκδ. Δημοτικής Βι βλιοθήκης Κοζάνης, Θεσσαλονίκη 1958. Καλινδέρης Μ.,Αι συντεχνίαι και η Εκκλησία επί τουρκοκρατίας, Εκκλησιαστικαί Εκ δόσεις, Αθήνα 1973. Σπαθάρη Ε., Ιστορική και Κοινωνική Λαογραφία Ανατολικής Θράκης, εκδ. Νέα Σύνορα- Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1997. Τοντόροφ Ν., Η βαλκανική πόλη, 15ος-19ος αιώνας, τόμοι Α' και Β', εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1986. Φιλαδελφεύς Χ.Ν., «Ρουφέτιον» και ρουσφέτιον», περ.Παρνασσός, τεύχος 1, Αθήνα 1877, σ.651-654. Guillou Α., Ο βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996. Rice Τ.Τ., Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1972.
108
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗ 1.α) Αποστολίδης Μ., «Τα αρχεία του εν Φιλιππουπόλει εσναφίου των τεκτόνων (δουλγέρηδων),Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τόμος 1, Αθήνα 1935, σ.102-130. β) Αποστολίδης Μ., «Τα αρχεία του εν Φιλιππουπόλει εσναφίου των αμπατζήδων», Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τόμος 3, Αβήνα 1937, σ.145-195, τόμος 7, Αθήνα 1941, σ. 9-65. Ο συγγραφέας έχει συμβάλει γενικότερα στην καταγραφή και μελέτη των αρχείων της Φιλιππούπολης. Μέσω των δελτίων του Αρχείου Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού έχει φέρει στο φως και έχει επεξεργαστεί σημαντικά αρχεία, που μας δίνουν τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τη σύνθεση των συντεχνιών, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους, τη γενικότερη λειτουργία τους, όχι μόνο οικονομική αλλά και κοινωνική στο πλαίσιο της πόλης κατά την ύστερη οθωμανική περίοδο. 2. Καλινδέρης Μ.,Αι συντεχνίαι της Κοζάνης επί τουρκοκρατίας, εκδ. Δημοτικής Βι βλιοθήκης Κοζάνης, Θεσσαλονίκη 1958. Ο συγγραφέας, στη μελέτη του για την κοινωνική και οικονομική οργάνωση της Κοζάνης, βασίζεται σε στοιχεία που προέρχονται από το β' μισό του 18ου αιώνα και εξής. Καταρχήν διαπιστώνει ότι η βασική ασχολία των κατοίκων ήταν αγροτική και εξετάζει τα προνόμια που διαφοροποιούσαν την πολιτεία αυτή από τις άλλες ως κτή ση της σουλτανομήτορος. Εν συνεχεία προχωρεί στην έρευνα της οικονομικής ζωής δίνοντας έμφαση στη λειτουργία της αγοράς και των συντεχνιών. 3.Τοντόροφ Ν., Η βαλκανική πόλη, 15ος-19ος αιώνας, τόμοι Α' και Β', εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1986, σ.119-178 και 273-388. Στη μελέτη αυτή του Νικολάι Τοντόροφ εξετάζονται η οικονομία της βαλκανικής πό λης και η κοινωνική δομή του πληθυσμού της. Στα προτεινόμενα προς μελέτη κεφά λαια εντάσσεται ο θεσμός των συντεχνιών στο φεουδαλικό σύστημα και παρακολου θείται η εξέλιξή του μέχρι την επικράτηση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγω γής, οπότε και ο θεσμός αυτός θα διαλυθεί. Επειδή πρωταρχικός σκοπός της μελέτης ήταν να μελετηθούν διαδικασίες και κανονικότητες, έχει χρησιμοποιηθεί αρχειακό υλικό κατάλληλο για στατιστική επεξεργασία, δεδομένου ότι το υλικό αυτού του είδους προσφέρεται ιδιαίτερα για την έρευνα της κοινωνικο-οικονομικής ιστορίας των βαλκανικών λαών.
109
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
3
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ - ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη
Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να εξασκηθείτε στην «ανάγνωση» του οικισμέ νου χώρου ως τεχνικής παρέμβασης του ανθρώπου που αντανακλά κοινωνικές σχέσεις και πολιτισμικά πρότυπα. Με άλλα λόγια, σκοπός είναι να αναγνωρίζετε στο ποικίλο αισθητικό και λειτουργικό σύστημα δόμησης του ελληνικού χώρου τις επιδράσεις των φυσικών, κοινωνικών και ιστορικών παραγόντων. Η γλυπτική και η ζωγραφική έρχο νται αρωγοί στην ποικιλομορφία της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Σκοπός
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη αυτού του κεφαλαίου, θα είστε σε θέση να:
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
• συσχετίζετε τις κλιματολογικές συνθήκες με τρία τουλάχιστον χαρακτηριστικά της οίκησης των Σαρακατσάνων· • απαριθμείτε τρεις μορφές οικογενειακής δομής των Σαρακατσάνων και τις αντί στοιχες εγκαταστάσεις του οικισμένου χώρου τους • δίνετε τέσσερα τουλάχιστον παραδείγματα που να ορίζουν από τις πιο στοιχειώδεις οικιστικές εγκαταστάσεις ως τις πιο σημαντικές • δίνετε τρεις περιγραφές μονόσπιτων· • αναλύετε τρεις λόγους επικράτησης του μονόσπιτου αρχιτεκτονικού τύπου στον ελ λαδικό χώρο· • βρίσκετε δύο ομοιότητες και πέντε διαφορές ανάμεσα στους πύργους της Μάνης και της Λέσβου· • κατατάσσετε σε τέσσερις διαφορετικούς αρχιτεκτονικούς τύπους σπιτιών τις διαφο ρετικές φυλετικο-κοινωνικές ομάδες της Θράκης • περιγράφετε την επαγγελματική οργάνωση των μαστόρων στην Πυρσόγιαννη της Ηπείρου· • αναφέρετε ένα παράδειγμα κέντρου λιθογλυπτικής με τα χαρακτηριστικά δείγματα της παραγωγής του· • αναφέρετε πέντε τουλάχιστον περιοχές στις οποίες κατευθύνονταν οι ομάδες των ζωγράφων από τους Χιονιάδες της Ηπείρου· • αναφέρετε τρία σημάδια του τόπου ως σύμβολα της επικοινωνίας • αναφέρετε έξι λαογράφους, αρχαιολόγους και αρχιτέκτονες που ασχολήθηκαν με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική.
1
1
111
Έννοιες Κλειδιά
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
112
• • • • • • • • •
Σύστημα άνθρωπος-περιβάλλον Ομοιοστασία Κατοικιά/αγροικία/κελί/κάμαρα/αχούρι Περιστεριώνας Μονόσπιτο ή μονόχωρο Μεγαλιθικό σπίτι Πύργος Χαγιάτι Σαχνισί
• • • • • • • •
Μουσάντρα ή μεσάντρα Δοξάτο Τσασμάς Φεγγίτης Μπουλούκι Συντεχνία των κουδαρέων Πελεκάνος Καλντερίμια και καντούνια
Η αρχιτεκτονική, ως τρόπος παρέμβασης στον φυσικό χώρο, αποκαλύπτει τις δο μές μιας κοινωνίας. Τούτο μπορούμε να το διαπιστώσουμε ακόμα και στην πιο απλή μορφή οργάνωσης και δόμησης του χώρου, όπως είναι οι καλύβες τωνΣαρακατσάνων, επειδή το μέγεθος και η θέση τους εξαρτώνται όχι μόνο από τη μορφολογία του εδά φους αλλά και από την οργάνωση της ποιμενικής νομαδικής αυτής κοινωνίας σε γένη και τσελιγκάτα. Από τις απλές αγροικίες και τους περιστεριώνες στα μονόσπιτα, και από τους μεγαλιθικούς πύργους της Μάνης στους κομψούς πύργους της Λέσβου και στα αρχοντικά του Πηλίου και της Μακεδονίας, το ιστορικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο υπαγόρευσαν τις αρχιτεκτονικές επιλογές: η Μάνη, ως πολε μικό ορμητήριο των γενών και καταφύγιο των πειρατών, ή τα Αμπελάκια, ως βιοτεχνι κό κέντρο με μεγάλη εξαγωγική δραστηριότητα, αποτελούν δύο ακραία παραδείγματα της αρχιτεκτονικής ποικιλίας της χώρας μας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο θρακικός χώρος, όπου τα ήθη κάθε θρησκευ τικο-φυλετικής ομάδας -'Έλληνες, Μουσουλμάνοι, Πομάκοι- υπαγορεύουν τροποποι ήσεις στα κοινά αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως, π.χ., καφασωτά χαγιάτια, που κρύβουν τον ιδιωτικό χώρο. Οι Ηπειρώτες, ως οι πιο φημισμένοι μάστορες, οργανωμένοι σε συντεχνίες -τα μπουλούκια- διέτρεχαν τον ελλαδικό χώρο και προσάρμοζαν την εργασία τους στις αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής. Οι Τηνιακοί ειδικεύτηκαν στη λιθογλυ πτική, οι Χιονιαδίτες στη ζωγραφική, οι Σαντορινιοί στην κατασκευή τρούλων κ.ο.κ. Όλες αυτές οι ειδικότητες ενώθηκαν για να δημιουργήσουν όχι μόνο το παραδοσιακό σπίτι, αλλά και τους άξονες επικοινωνίας, τα σημάδια και σύμβολα στον χώρο, τα ση μεία προσανατολισμού, τους δρόμους της φυγής ή της ξενιτιάς. Κατά τη μελέτη αυτού και του επόμενου κεφαλαίου θα χρειαστεί να ανατρέξετε και στο βιβλίο της Ελένης Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ιστορική και Κοινωνική Λαογραφία Ανατολικής Θράκης, εκδ. ΝέαΣύνορα-Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1997, το οποίο είχαμε ορί σει ως Προτεινόμενο Βιβλίο στο κεφάλαιο 9 του Α' τόμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 3.1
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΉ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΙΙΟΣ Η αρχιτεκτονική είναι ο τρόπος με τον οποίο παρεμβαίνουμε στο σύστημα άνθρωπος περιβάλλον με mόχο να μεταβάλουμε τον φυσικό χώρο μας σύμφωνα με τις ανάγκες μας. Ο τρόπος αυτός δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες τεχνικές που σχετίζονται με την εκάστοτε ανάπτυξη του τεχνολογικού επιπέδου μιας κοινωνίας, αλλfι. επηρεάζεται από τις βαθύτερες δομές της σε όλα τα επίπεδα: οπτικό, αισθητικό, τεχνικό, λειτουργικό και σημασιολογικό. Είναι φανερό πως η αρχιτεκτονική παρέμβαση επιδρά στην κοινωνική ζωή των αν θρώπων, αλλά και το αντίστροφο. Διαμορφώνονται δύο υποσυστήματα που καλύπτουν δύο ενότητες, την ύλη και τον άνθρωπο. Συγκεκριμένα, οι δύο ενότητες με τα δύο υποσυ στήματά τους αντίστοιχα, μεταξύ των οποίων υπάρχει αμφίδρομη σχέση, είναι οι εξής:
1. Ύλη και φυσικό περιβάλλον 1. Σύστημα κατασκευής 2. Σύστημα περιβάλλοντος
11. Άνθρωπος χρήστης-δημιουργός 1. Σύστημα δραστηριοτήτων-συμπεριφοράς 2. Σύστημα σκοπών-οργάνωσης (Σφαέλλος, 1991, σ. 318). Ο χαώδης φυσικός χώρος τιθασεύεται από τον άνθρωπο με την πρωταρχική πράξη της συνειδητοποίησης της ανάγκης για ατομική απομόνωση. Τούτο θεωρήθηκε πρω ταρχικό στοιχείο της εξημέρωσης ή εξανθρωπισμού του χώρου και γίνεται με όρους κοινωνικής και όχι ατομικής συνείδησης (Leroi-Gourhan, 1965, σ. 139-157). Πρόκειται για μια σύλληψη του κόσμου που έχει διαμορφώσει τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής συγκρότησης σε ομάδες, καθώς και την αίσθηση και την ανάγκη του διαχωρισμού ανά μεσα στο άτομο και στο σύνολο. Έτσι, η ανάγνωση του χώρου μπορεί να οδηγήσει έναν κοινωνικό ερευνητή στη μελέτη των δομών μιας κοινωνίας. Παράδειγμα 1 Το πιο ενδιαφέρον ίσως παράδειγμα μελέτης των δομών μιας κοινωνίας από την «ανάγνω ση» του χώρου είναι εκείνο που κατέγραψε ο Άγγλος ερευνητής R. Dawkins στις αρχές του 20ού αιώνα. Συγκεκριμένα, παρατήρησε πως ο πλακόστρωτος πρόναος μιας εκκλη σίας στην Έλυμπο της Καρπάθου αποτελεί αποκαλυπτικό στοιχείο της κοινωνικής ιεραρ χίας που επικρατούσε στην κοινότητα. Κάθε πλάκα ανήκε στα γυναικεία μέλη των αρχοντι κών οικογενειών του τόπου. Μόνο κάθε ιδιοκτήτρια είχε το δικαίωμα να σταθεί πάνω στην πλάκα της κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Οι πλάκες μεταβιβάζονταν από γενιά σε γενιά ως μέρος της προίκας. Ανάλογα με την κοινωνική εξέλιξη κάθε οικογένειας, οι πλάκες αυ τές μπορούσαν με αγοραπωλησία να αλλάξουν ιδιοκτησία. Απεικόνιζαν, λοιπόν, και αντα νακλούσαν την κοινωνική οργάνωση και την ιεράρχηση μέσα στην κοινότητα (Dawkins, 1902-1903, σ. 176-210).
113
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.1
Το οικοσύστημα ανθρώπου-περιβάλλοντος είναι ένα ανοιχτό σύστημα. Τούτο σημαίνει πως υπάρχουν συνεχείς ανταλλn.γές ανάμεσα στον άνθρωπο και στο περιβάλλον και συνε πώς αναπτύσσεται μια δυναμική. Ωστόσο, η δυναμική αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη, δεν οδηγεί σε αυθαίρετες και βίαιες αλλαγές στον χώρο, αλλά πρόκειται για μια δυναμική ισορροπία, χαρακτηριστική κάθε ζωντανού συστήματος, την οποία οι αρχιτέκτονες απο α καλούν ομοιοστ σία. Τούτο σημαίνει πως σε μια κοινωνία με ομαλή πορεία των κοινωνι κών αλλn.γών της, τα αρχιτεκτονικά στοιχεία οργάνωσης του χώρου μεταβάλλονται με τέ τοιο τρόπο, ώστε να μη διαταράσσουν ούτε τις σχέσεις και τις ομαδοποιήσεις των ανθρώ πων ούτε τις αισθητικές τους αντιλήψεις. Τέτοιου είδους κοινωνίες είναι οι παραδοσιακές όπου υπάρχει μία ενότητα, που προκύπτει από την κοινωνική συνοχή και μία πορεία αργής μεταβολής που συγχρονίζεται με τις αργές μεταβολές των δομών της παραδοσιακής κοινω νίας. Αντίθετα, η βίαιη αποδόμηση των ελληνικών παραδοσιακών δομών της μεταπολεμι κής Ελλάδας, με την πρωτόγνωρη αγροτική έξοδο και τη διατάραξη του κοινωνικού ιστού του αγροτικού χώρου, οδήγησε σε άναρχη και άξενη διαμόρ φωση του αστικού χώρου, όπου δύσκολα αναγνωρίζονται κυψελίδες κοινωνικής συνοχής. Οι λειτουργίες και οι κοι νωνικές συμπεριφορές μεταβλήθηκαν ταχύτατα και η αισθητική των πόλεων διαμορφώθη κε με βάση αυτή την άναρχη αναδόμηση στον αστικό χώρο μιας αποδομημένης αγροτικής κοινωνίας. Με δυο λόγια, διαταράχτηκε η ομοιοστασία ως ένδειξη αισθητικής ισορροπίας. Επισήμανση: Τα παραδοσιακά αρχιτεκτονικά στοιχεία που θα παρουσιάσουμε στην πορεία της μελέτης σας θα είναι κατ' ανάγκη, λόγω περιορισμένου χώρου, στη στατι κή τους προσέγγιση. Θα πρέπει να είστε προϊδεασμένοι, όμως, πως τούτο θα γίνει για πρακτικούς και μαθησιακούς μόνο λόγους. Πρέπει, εντούτοις, να αποφεύγουμε την εσφαλμένη συνήθεια να θαυμάζουμε την ομορφιά ξεχωριστών στοιχείων της πα ραδοσιακής αρχιτεκτονικής, αγνοώντας πως αυτά αποτελούν σημαντικές μονάδες μιας ενότητας που διαθέτει όλη τη διαβάθμιση - από το πρωτόγονο στο εξαιρετικό. Επιπλέον, υπάρχει μια μεταβολή στον χρόνο, πράγμα που σημαίνει ότι το συγκεκρι μένο αρχιτεκτονικό παράδειγμα δεν αντιπροσωπεύει τα αρχιτεκτονικά στοιχεία μιας περιοχής του ελληνικού χώρου γενικά, αλλά σε συγκεκριμένη εποχή και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Τούτο συμβαίνει γιατί ο κοινωνικός χαρακτήρας της Q κή κατη ανθρώπινης ζωής καθιστά την κατοικία και γενικότερα τον οικισμό ιστο ι ί εξε άρ μέσ στο χρό ο. λίξιμη α α ν ν γΟQ α, Συμπέρασμα: Σε πρώτο στάδιο, με τη στατική προσέγγιση των στοιχείων μιας ολότη τας, εξετάζουμε τις κοινές ιδιότητες ενός χώρου και τις ειδικές μεταξύ τους σχέσεις οργανωμένες σε σύστημα, όπως, π.χ., του Πηλίου, της Μάνης, της Μονεμβασιάς, του που αποτελούν και υποενότητες της μεγάλης ενότητας Ζαγορίου, των Κυκλάδων, ελληνική παιιαδ ιακή αQχι εκ νική τ το οσ που ονομάζουμε
Σε δεύτερο στάδιο, με τη δυναμική προσέγγιση, έχουμε στόχο τη μελέτη των μεταβο λών των παραπάνω υποσυνόλων, την εξέλιξη στον χώρο και στον χρόνο, τη συνέ χεια, ως αποτέλεσμα σταθερών που προσπαθούμε να προσδιορίσουμε, ή την ασυνέ χεια με την αλλαγή των κοινωνικών δομών, της λειτουργίας και χρήσης του χώρου, όπως μπορεί να επέλθει με την ανάπτυξη, λ.χ., του τουρισμού.
114
ί
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 3.2
Η ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΕΣΤΕΡΗ ΜΟΡΦΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΙΙΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ: ΟΙ ΚΑΛΥΒΕΣ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ Οι Σαρακατσάνοι αποτελούσαν μια ποιμενική νομαδική κοινωνία. Ως νομάδες με τακινούνταν στον χώρο και τούτο καθόριζε και την αρχιτεκτονική διευθέτησή του. Οι μεγάλες οροσειρές της Ελλάδας, όπως η Πίνδος με τις διακλαδώσεις της -Άγραφα, Όθρυς, Βαρδούσια, Παρνασσός-, ο Όλυμπος, τα Χάσια, το Βέρμιο, το Καϊμακτσα λάν, η Ροδόπη, το Φαλακρό κ.λπ., υπήρξαν οι χώροι που φιλοξένησαν τη συγκροτημέ νη νομαδική ζωή, η οποία οργανώθηκε έξω από κάθε αστικό ή αγροτικό χώρο. Οι εποχικές μετακινήσεις τους υπαγορεύονταν από τις ανάγκες των κοπαδιών, από τα οποία είχαν απόλυτη εξάρτηση. Η ανεύρεση των κατάλληλων λιβαδιών προσδιόριζε πάντα τις μετακινήσεις τους και καθοριζόταν από τη σχέση θερμοκρασίας και υψομέ τρου. Οι μετακινήσεις οριοθετούνταν χρονικά από τις δύο μεγάλες γιορτές της άνοι ξης και του φθινοπώρου, του αγίου Γεωργίου και του αγίου Δημητρίου, για την άνοδο στα βουνά και την κάθοδο στις πεδιάδες αντίστοιχα προς αναζήτηση των βοσκότο πων. Οι εγκαταστάσεις που προορίζονταν για τους ανθρώπους ήταν οι καλύβες, ενώ για τα ζωντανά και την εκμετάλλευσή τους κατασκευάζονταν μαντριά. Επιπλέον, οι φράχτες βοηθούσαν στο άρμεγμα και στο κούρεμα των ζώων. Τον χειμώνα τα μα ντριά βρίσκονταν πολύ κοντά στις καλύβες. Αντίθετα, το καλοκαίρι η απόσταση ανά μεσά τους ήταν πολλά χιλιόμετρα. Συνεπώς, η διευθέτηση του φυσικού χώρου συνδέε ται άμεσα με τις κλιματολογικές συνθήκες. Τούτες υπαγόρευαν την ανάγκη να λαμβά νονται υπόψη και άλλες παράμετροι: η χειμωνιάτικη εγκατάσταση - καλύβες και μα ντριά έπρεπε να βρίσκονται σε τόπο σχετικά προστατευμένο και κυρίως μακριά από βαθιές σχισμές, επειδή κινδύνευαν με τις βροχές να μεταβληθούν σε χειμάρρους. Η είσοδος των καλυβιών προσανατολιζόταν προς τον νότο για να προφυλάσσονται -στο μέτρο του δυνατού- από τους βόρειους ανέμους. Τα μαντριά τοποθετούνταν σε μη απότομες πλαγιές, ώστε να αποφεύγεται η ροή του νερού και της λάσπης. Τα μαντριά των προβάτων βρίσκονταν κοντά στα βοσκοτόπια, ενώ των γιδιών μακρύτερα, σε κά ποια βραχώδη σημεία όπου φύτρωναν θάμνοι. Κατά συνέπεια, είναι φανερό πως η διαμόρφωση του εδάφους προσδιόριζε την εκάστοτε σαρακατσάνικη εγκατάσταση, ανάλογα με τις ανάγκες των ανθρώπων και των ζωντανών (Εικ. 1 ).
115
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2
Εικόνα 1 Οικισμός Σαρακατσαναίων: καλύβες (τα λεγόμενα «κονάκια») και μαντριά, στο πλαίσιο τον τσελιγκάτου
Ωστόσο, η στοιχειώδης διευθέτηση του χώρου της νομαδικής αυτής κοινωνίας δεν υπαγορευόταν μόνο από την προσωρινότητα λόγω των μετακινήσεων ούτε από τις κλι ματολογικές συνθήκες ούτε από τη διαμόρφωση του εδάφους υπαγορευόταν και από την κοινωνική οργάνωση η οποία σημάδευε τον χώρο. Οι δομές της συγγένειας καθο ρίζονταν από την οργάνωση σε γένη και όχι από την εντοπιότητα, όπως συμβαίνει με το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας (βλ. κεφάλαιο 9, τόμος Α). Η μεγάλη και περιποιημένη καλύβα ανήκε στον τσέλιγκα, που ήταν και ο αρχηγός του τσελιγκά του, οι μικρές ομάδες καλυβιών αντιστοιχούσαν στις εκτεταμένες οικογένειες, ενώ οι απομονωμένες καλύβες αντιστοιχούσαν στις συζυγικές. Η παραπάνω διάταξη κατα δεικνύει με τον πιο αδιάσειστο τρόπο ότι η μελέτη του συστήματος άνθρωπος-φύση, όπως διαμορφώνεται από την αρχιτεκτονική παρέμβαση, οδηγεί όχι μόνο στη μελέτη των τεχνικών αυτής της παρέμβασης -οι οποίες στην περίπτωση που εξετάζουμε είναι οι πλέον στο�χειώδεις-, αλλά και στην αποκάλυψη των κοινωνικών δομών. Συγκεκριμένα, κατ' αντιστοιχία προς τη διάταξη και το μέγεθος των καλυβών, οι Σαρακατσάνοι ομαδοποιούνταν στις συζυγικές οικογένειες, που αποτελούνταν από τους δύο συζύγους και τους άγαμους απογόνους, στις εκτεταμένες οικογένειες, που περιελάμβαναν το πιο ηλικιωμένο ζευγάρι των γονέων (πρόγονοι) και τους παντρεμέ νους αρσενικούς απογόνους με τις οικογένειές τους -γιατί το σύστημά τους ήταν «πα τρογονικό», δηλαδή οι κοπέλες μετά τον γάμο τους εγκαθίσταντο στην κατοικία του
116
1
_J
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
συζύγου, που ήταν και του πεθερού- και στα τσελιγκάτα. Το τσελιγκάτο ήταν μια συ νεργασία οικονομικής τάξης, της οποίας ο κεντρικός πυρήνας αποτελούνταν από μια εκτεταμένη οικογένεια οικονομικά εύρωστη, με την έννοια ότι διέθετε πολλά κοπάδια. Με αυτή την οικογένεια συνεταιριζόταν ένας αριθμός συζυγικών οικογενειών ή εκτε ταμένων οικογενειών με πιο περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες. Οι συνεταιριζό μενες οικογένειες δεν αποκλειόταν να έχουν σχέσεις συγγένειας και από τις δύο πλευ ρές ή εξ αγχιστείας μεταξύ τους ή με την οικογένεια που αποτελούσε τον πυρήνα, όπως δεν αποκλειόταν και να μην υπάρχει κανένας βαθμός συγγένειας. Ο τσέλιγκας λοιπόν, σύμφωνα με την κοινωνική και οικονομική ιεράρχηση, κατείχε την κεντρική και μεγα λύτερη καλύβα.
Παράλληλα Κείμενα (προαιρετικά) Εάν επιθυμείτε να μάθετε περισσότερα για τους Σαρακατσάνους, μπορείτε να ανατρέ ξετε σε κάποιο από τα εξής βιβλία: • Ανθογαλίδου Θ., Ο ρόλος της εκπαίδευσης στην αναπαραγωγή και εξέλιξη μιας πα ραδοσιακής κοινωνίας. Η περίπτωση των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου, εκδ. Θε μέλιο, Αθήνα 1987. • Καββαδία Γ.Β., Σαρακατσάνοι. Μία ελληνική ποιμενική κοινωνία, εκδ. Μπρατζιώ τη, Αθήνα 1981. • Κάμπελ Τς., Honour, Family and Patronage, 1964. • ΧατζημιχάληΑγ., Σαρακατσάνοι,Αθήνα 1957. Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 1 /Κεφάλαιο 3 Συσχετίστε τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά των σαρακατσάνικων οικισμών με τις καιρικές συνθή
<Ι
κες και την επαγγελματική δραστηριότητα των Σαρακατσάνων. Θα βρείτε τη δική μας απάντη ση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
117
Ενότητα 3.3
ΟΙ ΑΓΡΟΙΚΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΩΝΕΣ Γνωρίσαμε τις μορφές οργάνωσης του οικισμένου χώρου που «γέννησε» η ποιμενι κή νομαδική κοινωνία των Σαρακατσάνων. Ο αντίποδας, η μονιμότητα και στατικότη τα στον χώρο, αντιπροσωπεύεται από τον αγρότη. Τα κτίσματά του βρίσκονταν σταθε ρά κοντά στη γη που καλλιεργεί. Ο ελληνικός χώρος είναι διάσπαρτος από τις κατοι κιές ή αγροικίες ή κελιά ή κάμαρες ή αχούρια, ονομασίες που ποικίλλουν από περιοχή σε περιοχή. Πρόκειται για μικρά πέτρινα δωμάτια μέσα στα χωράφια που προορίζο νταν για την αποθήκευση των αγροτικών εργαλείων, την προσωρινή συγκέντρωση της σοδειάς και το στάβλισμα των ζώων κατά την εποχή του οργώματος (Εικ. 2). Πρόκει ται για το αμέσως επόμενο απλούστερο αρχιτεκτονικό σχέδιο μετά τις καλαμένιες κα λύβες, αν και σε μερικές περιοχές οι κατοικιές δεν έχουν τόσο απλή, όσο φαίνεται κα ταρχήν, κατασκευή. Μπορούμε να αναφέρουμε εκείνες της Τήνου, που μιμούνται τον εκφορικό τρόπο δόμησης, ο οποίος ανάγεται στην ίδια μορφή τοιχοποιίας με εκείνη των μυκηναϊκών αιώνων. Με βάση τον τρόπο αυτό δομούνται οι τοίχοι με κλίση προς το εσωτερικό, ούτως ώστε, ενώ το δάπεδο είναι φαρδύ και κατά συνέπεια ο χώρος αποθήκευσης ευρύχωρος, η οροφή να είναι στενότερη και να μπορεί να σκεπαστεί με μία μόνο σχιστολιθική πλάκα.
Εικόνα 2 Πέτρινη διπλή κατοικία στη Σίφνο
118
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν όμως κάποια άλλα κτίσματα, απλά στην κατα σκευή τους, αλλά χαρακτηριστικά για την ποικιλία των σχημάτων τους: πρόκειται για τους περιστεριώνες. Οι Έλληνες δεν τρέφονταν με περιστέρια. Έχει εκφραστεί η άποψη πως οι Βενετοί είναι εκείνοι που εισήγαγαν αυτή τη συνήθεια στην Τήνο, στη Σίφνο και στην Άνδρο και ότι μόνο αυτοί είχαν το δικαίωμα να διαθέτουν περιστεριώνες στα κτήματά τους, κατά τη συνήθεια της μεσαιωνικής Ευρώπης, όπου οι προνομιούχοι κατείχαν το λε γόμενο «droit du colombier», δηλαδή το δικαίωμα να είναι κανείς κάτοχος περιστεριών. Όταν αποχώρησαν τον 180 αιώνα, οι χωρικοί έχτισαν στην ιδιόκτητη πλέον γη τους δικούς τους περιστεριώνες. Μόνο στην Τήνο έχουν καταμετρηθεί γύρω στους χίλιους. Πρόκειται για ορθογώνια κτίσματα -η βάση τους θυμίζει την κατοικιά- που ορθώνονται όμως διώρο φα με δώμα και των οποίων ο επάνω όροφος έχει ανοίγματα για τα περιστέρια. Αυτά τα παραθυράκια, κατασκευασμένα από λεπτές σχιστολιθικές πλάκες, δημιουργούν ποικί λους συνδυασμούς σχημάτων, δίνοντας ένα εκπληκτικό σε ομορφιά και ποικιλία αισθητι κό αποτέλεσμα. Τούτο, θα το διαπιστώσετε στις εικόνες 3α, β και 4 που ακολουθούν.
Εικ. 3α, β Περιστεριώνες στη Σίφνο
1
119
3
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.3
Εικόνα 4 Περ στερ ών ς στην Τήνο. Περί εχνος δ κοσ ος ν νο μ τω α ιγμάτων για τα περιστέρια τ ι ι α ιά
120
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 3.4 ΜΟΝΟΣΠΙΤΟ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΙΘΙΚΟ ΣΠΙΤΙ: ΔΥΟ ΔΙΑΜΕΤΡΙΚΑ ΑΝΤΙΘΕΤΟΙ ΤΥΠΟΙ ΜΕ ΚΟΙΝΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΙΙΥΡΗΝΑ Αν η αγροικία ή κατοικιά είναι δωμάτια που εξυπηρετούν ανάγκες των κτημάτων, το μονόσπιτο είναι ο πιο εκτεταμένος τύπος λαϊκού σπιτιού και οφείλει την ύπαρξή του σε λόγους τόσο οικονομικούς όσο και αμυντικούς ή περιορισμένου χώρου. Πρόκειται για το στοιχειώδες σπίτι, το οποίο αποτελείται από ένα μόνο ενιαίο χώρο, γι' αυτό λέγεται και μονόχωρο. Συναντάται στους πιο φτωχούς πληθυσμούς ολόκληρου του ελληνικού χώρου, εκτός από τους μουσουλμανικούς της Θράκης, επειδή τα ήθη της συγκεκριμένης κοινωνίας απαιτούν ξεχωριστούς οντάδες (δωμάτια) για το ζευγάρι και για τα παιδιά. Ανταποκρίνεται στην απλούστερη μορφή κτιρίου που, σε πολλές περιπτώ σεις, στεγάζει συγχρόνως ζώα και ανθρώπους. Αποτελεί τον πυρήνα όλων των μεταγενέ στερων τύπων κατοικίας, διάφορων παραλλαγών, σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Είναι ανοιχτό σε προσθετικές διαδικασίες που συνηθίζονται στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Συνήθως, η ανάγκη αύξησης του χώρου αντιμετωπιζόταν με τη χρήση του βόλτου ή βόλ τας, δηλαδή μιας καμάρας που χωρίζει το σπίτι σε δύο ίσα μέρη και δημιουργεί γωνίες, για να βρουν θέση το τζάκι, το κρεβάτι και ο αργαλειός, όπως φαίνεται και στην Εικόνα 5.
Εικόνα 5 Μονόχωρο με βόλτα στην Κρήτη
121
3
-
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.4
Το μονόσπιτο προτιμήθηκε σε περιπτώσεις περιορισμένου χώρου στο επίπεδο του φυσικού τοπίου. Η λεγόμενη στενοχωρία, δηλαδή ο περιορισμός χώρου, διαπιστώνε ται σε οικισμούς που τα σπίτια τους βρίσκονταν μέσα σε κάστρο, όπου συχνά δύο και τρεις χιλιάδες άτομα περιορίζονταν μέσα στα όριά του, όπως, π.χ., στην Αστυπάλαια και στη Φολέγανδρο, ή σε περιπτώσεις που οι περιορισμένες καλλιεργούμενες εκτά σεις δεν επέτρεπαν να επεκταθεί ο οικισμός σε εδάφη που αποτελούσαν τη βασική πη γή επιβίωσης των κατοίκων. Γι' αυτό συνηθισμένη έκφραση στον ελληνικό χώρο είναι η προτροπή: Σπίτι όσο χωρείς και γη όσο θωρείς. Όσον αφορά τους αμυντικούς λόγους, τα μονόσπιτα χτίζονταν κολλητά το ένα στο άλλο. Στην περίπτωση αυτή προτιμούσαν τη στενομέτωπη παρά την πλατυμέτωπη εκ δοχή τους. Τούτο σημαίνει πως η πρόσοψη του ορθογώνιου μονόσπιτου βρίσκεται στη στενή πλευρά του ορθογωνίου. Στόχος είναι τα μακρά και στενά σπίτια να αντικατα στήσουν τα τείχη, το ένα δίπλα στο άλλο, σε διάταξη τετράγωνη ή κυκλική γύρω από την κεντρική πλατεία (Papas, 1957, σ. 60). Τέλος, σε πολλά νησιά διαπιστώνουμε τη διαμόρφωση του ανωκάτωγου. Στην περί πτωση αυτή η πυκνή δόμηση των μονόσπιτων που βρίσκονται κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο εκτείνεται ακόμα περισσότερο, αφού αναπτύσσεται ένα ακόμα μονόσπιτο πάνω στο πρώτο, με σκάλα πρόσβασης σε αυτό που βγαίνει στο μπροστινό μέρος τού κάτω σπιτιού. Συχνά, το δώμα του ενός σπιτιού αποτελεί και αυλή του άλλου ή ανα πτύσσονται μονόσπιτα και πάνω από τον δρόμο. Ποικιλία μονόσπιτων ενταγμένων μέ σα στα νησιωτικά κάστρα έχετε τη δυνατότητα να δείτε στην Εικόνα 6.
Παράλληλο Κείμενο Ανατρέξτε στο άρθρο της Ειρήνης Βοστάνη-Κουμπά με τίτλο «Λέσβος. Οι πύργοι» και πα ρατηρήστε το σχέδιο του Μ. Φιλήντρα στο οποίο παρουσιάζεται η ακραία σειρά κτισμά των στον Μόλυβο τηςΛέσβου. Έχουν διάταξη φρουρίου και βλέπουν προς τη θάλασσα.
122
1
Εικόνα 6 Όψη της Χώρας της Σκύρου. Διακρίνεται η πυκνή δόμηση, καθώς και οι χαρακτηριστικές σκυριανές στέγες, με τη μόνωση από χώμα, το οποίο πρέπει να ανανεώνουν συνεχώς οι ιδιοκτήτες τους
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο αντίποδας του απλού αγροτικού μονόσπιτου είναι τα λεγόμενα μεγαλιθικά της Μάνης. Πρόκειται για πολυάριθμες οικήσεις των μέσων χρόνων, ίσως και των αρχαί ων, που διατηρούνται μέχρι σήμερα και οφείλουν την ονομασία τους στο γεγονός ότι στο χτίσιμό τους έχουν χρησιμοποιηθεί λίθοι μεγάλου μεγέθους. Τα σπίτια αυτά έχουν μακρόστενη ορθογώνια κάτοψη με μεγάλο πάχος στους τοί χους, που μειώνεται όσο αυξάνεται το ύψος. Ορισμένα κτίρια είναι ισόγεια μονώροφα με ενιαίο χώρο -μονόσπιτα ή μονόχωρα δηλαδή-, άλλα, πάλι, λόγω της κφωφέρειας του εδάφους προεκτείνονται προς τα κάτω, με δωμάτιο χαμηλού ύψους, που στέγαζε τα ζώα και τις ζωοτροφές. Ο όροφος, ως ενιαίο δωμάτιο, αποτελούσε τον κύριο χώρο κα τοικίας των ανθρώπων. Το εμβαδόν του συνολικού κτιρίου κυμαινόταν από 35 έως 70 τ.μ. Τα σπίτια αυτά αποτέλεσαν τον πυρήνα των νεότερων μανιάτικων οικιών και εμπε ριέχουν τα βασικότερα χαρακτηριστικά τους: είναι διαρθρωμένα σε συνοικισμούς, ενι σχύονταν με μεγαλύτερα ισχυρά κτίρια σε δεσπόζουσες θέσεις και με οχυρωματικές διατάξεις από χοντρούς περιβόλους με πύλες και θυρίδες. Σε αυτά τα μονόχωρα δόθηκε ύψος και πήραν τη μορφή των μανιάτικων πύργων, όπου ο κάθε όροφος, κατά κανόνα, είναι ένας ενιαίος χώρος, ως προέκταση προς τα επάνω του ισόγειου μονόσπιτου. Έτσι, σχηματίζουν ορθογώνιους πολεμικούς πύργους κτισμένους με το μεγαλιθικό σύστημα, μαρτυρώντας ότι ο οχυρός μανιάτικος πύργος έχει μακρά παράδοση στην περιοχή. Το σχήμα του πύργου ενισχυόταν από τη χαρακτηριστική μεγαλιθική δόμηση, που συνίστατο σε ογκόλιθους οι οποίοι λατομούνταν επιτόπου ή μεταφέρονταν από κοντι νές θέσεις, το εξωτερικό μέρος των τοίχων διαμόρφωνε κλίση 5% έως 10% για λόγους ευστάθειας, ενώ τα μικρά ανοίγματα φανερώνουν την αμυντική διάθεση των αγροτο κτηνοτροφικών αυτών κοινοτήτων (Σα'ίτας, 1988, σ. 52-56). Παρατηρήστε τα αρχιτε κτονικά χαρακτηριστικά μανιάτικων πύργων στην Εικόνα 7.
Ο
1
1Μ
1 ι ι ι ι 1
ί
lJ 2
3
4
5
6
Εικόνα 7 Πολεμόπυργοι με 4 έως 6 στάθμες
Η Μάνη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο συνδυάζο νται το φυσικό, κοινωνικό και ιστορικό στοιχείο, ώστε να προσδίδουν τα χαρακτηριστικά της μανιάτικης αρχιτεκτονικής. Όσον αφορά το φυσικό στοιχείο, ενδεικτικά αναφέρω πως η ορεινή αυτή χερσόνησος, αποκομμένη και στερημένη από σημαντικούς φυσικούς πόρους και με πολυάριθμο πληθυσμό, που επιβίωνε υπό ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες,
123
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.4
αποτέλεσε όχι μόνο καταφύγιο αλλά και ορμητήριο: καταφύγιο πλήθους φυγάδων και ορμητήριο για τον έλεγχο περιοχών της Μεσογείου. Επιπλέον, το κοινωνικό πλαίσιο ορί ζεται από την ιδιαιτερότητα της Μάνης να είναι οργανωμένη σε γένη. Τα γένη αυτά συνέ πιπταν με τις ένοπλες αιματοσυγγενικές ομάδες που δρούσαν στο πλαίσιο ενός αυτοδιοι κούμενου πατριαρχικού συστήματος. Αυτές οι ομάδες είχαν τις πατροτοπικές εγκαταστά σεις τους, επικράτησαν και διατηρήθηκαν ως βασικές μονάδες του κοινωνικο-οικονομι κού και οικισμένου χώρου και συγκεντρώνονταν σε συγκεκριμένους χώρους της τοπικής κοινότητας. Εξάλλου, οι αγροτικές δραστηριότητες, το εμπόριο, η πειρατεία, η λεηλασία γειτονικών περιοχών στηρίζονταν στη δύναμη των όπλων (Σα"ίνης, 1988, σ. 58).
e
Παράλληλο Κείμενο (προαιρετικό) Αν επιθυμείτε να μάθετε περισσότερα για το πολύπλοκο σύστημα οργάνωσης σε γένη της κοινωνίας της Μάνης, που αποτυπώνεται στον οικισμένο χώρο και στην αρχιτεκτο νική του, συμβουλευτείτε τη μελέτη του Ελ. Αλεξάκη, Τα γένη και η οικογένεια στην παραδοσιακή κοινωνία της Μάνης,Αθήνα 1980. Τέλος, το ιστορικό πλαίσιο των νεότερων τουλάχιστον χρόνων, δηλαδή από τον 150 έως τον 180 αιώνα οπότε και διαμορφώθηκε αυτή η παραδοσιακή αρχιτεκτονική, εξη γεί την ιδιαιτερότητα της Μάνης, που προέκυψε από τη σχέση της με το τουρκικό καθε στώς. Δεν υπέκυψε στα τουρκικά στρατεύματα που κατέλαβαν την υπόλοιπη Λακωνι κή, αλλά προέβαλε ισχυρή αντίσταση. Έτσι, εντάχθηκε σε ειδικό προνομιακό καθε στώς, που περιλάμβανε εσωτερική αυτονομία, με άδεια οπλοφορίας και υποχρέωση καταβολής ετήσιου φόρου υποτέλειας. Το πιο εμφανές παράδειγμα επίδρασης των πα ραπάνω όρων στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική καταφαίνεται με τη σύγκριση των μα νιάτικων οικισμών μεταξύ τους. Οι πιο οχυροί οικισμοί αποδεικνύεται ότι είναι εκεί νοι που βρίσκονται στο βόρειο τμήμα της χερσονήσου, στον άξονα δηλαδή προσπέλα σης τυχόν ξένων που θα επιβουλεύονταν τον χώρο.
11:>
Δραστηριότητα 1 /Κεφάλαιο 3 Στην περιοχή Θερμή της Λέσβου συναντάμε εξοχικές κατοικίες Μυτιληναίων με μορφολογικά χα ρακτηριστικά πύργων. Παρουσιάζει ενδιαφέρον να διερευνήσουμε τις συνθήκες που υπαγορεύ ουν τη διαμόρφωση αυτών των αρχιτεκτονικών τύπων κατοικίας σε δύο περιοχές που ανήκουν σε διαφορετικές αρχιτεκτονικές υποενότητες της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Αφού μελετήσετε το απόσπασμα από το άρθρο της Ειρήνης Βοτσάνη-Κουμπά, «Λέσβος. Οι πύργοι», που θp βρείτε στα Παράλληλα Κείμενα, να απαντήσετε στα εξής: 1. Βρείτε δύο ομοιότητες ανάμεσα στους πύργους της Μάνης και στους πύργους της Λέσβου. 2. Βρείτε πέντε διαφορές ανάμεσα στις δύο παραπάνω κατηγορίες πύργων. 3. Συγκρίνετε τα ιστορικά πλαίσια ανάπτυξης των δύο περιοχών που συντέλεσαν στη διαμόρ φωση του αρχιτεκτονικού τύπου του πύργου. Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
124
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 3.5
Θ ΡΑΚΙΩΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ: ΙΙΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΣΥΝΥΙΙΑΡΞΗΣ ,ι\ΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΙΙΟΥ ΙΙΡΟΚΥΙΙΤΟΥΝ ΑΠ'Ό ΦΥΛΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΟΙΙΟΙΗΣΕΙΣ
Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική του χώρου δεν καθοριζόταν μόνο από την κοινωνικο επαγγελματική διαστρωμάτωση, αλλά διαπλέκονταν και ποικίλοι πληθυσμοί καθένας από τους οποίους, ανάλογα με τις κοινωνικές δομές του, διαμόρφωνε τα αρχιτεκτονικά του στοιχεία. Ενδιαφέρον παράδειγμα είναι φυσικά εκείνο του χώρου της Θράκης, η οποία από κέντρο του βυζαντινού ελληνισμού μετατράπηκε σε ευρύτερο διοικητικό κέντρο της οθωμανικής διοίκησης, προσελκύοντας ήδη από πολύ νωρίς μουσουλμανικούς πληθυ σμούς. Έτσι, διαμορφώθηκαν τέσσερις βασικές αρχιτεκτονικές κατηγορίες, που καθορί στηκαν από τους οικιστές τους: τους πεδινούς αγρότες -κυρίως μουσουλμάνους της πεδιά δας του Νέστου και της νότιας ζώνης της Ροδόπης-, τους ορεινούς κτηνοτρόφους και κα πνοκαλλιεργητές -Πομάκους της ορεινής ζώνης, Έλληνες γηγενείς και πρόσφυγες των οι κισμών του βόρειου Νέστου και του Έβρου, ανάμεικτοι πληθυσμοί των υπωρειών της Ρο δόπης-, τους επαγγελματοβιοτέχνες και μεταπράτες των ελληνοχωρίων και των αστικών πυρήνων -Άβδηρα, Μαρώνεια, Ίασμος, Διδυμότειχο, Εχίνος, Κομοτηνή- και επιχειρημα τίες των όψιμων βιοτεχνικών και βιομηχανικών κέντρων - Σουφλί, Γενισέα, Ξάνθη. Η κοινωνικο-επαγγελματική διαστρωμάτωση, όπως προαναφέρθηκε, «σημάδεψε» με την ανάλογη αρχιτεκτονική έκφραση τα θρακιώτικα κτίρια. Αντίστοιχα προς τις τέσσερις κατηγορίες οικιστών διαμορφώθηκαν και τέσσερις κατηγορίες σπιτιών: α) Στα πεδινά αγροτικά μονώροφα ή χαμηλά διώροφα σπίτια, η οικοδόμηση γίνε ται με λιτά μέσα και απλή διαρρύθμιση. Σε περίπτωση αύξησης των μελών ή των ανα γκών μιας οικογένειας, προεκτείνονται σε σειρά δωματίων με μπροστινό χαγιάτι Εύ κολα ξεχωρίζει κανείς τα μουσουλμανικά σπίτια από τους ψηλούς λευκούς αυλόγυ ρους που εξασφαλίζουν την απομόνωση της οικογένειας. Η πλέον κλειστή φυλετική ομάδα είναι οι Πομάκοι. Τα σπίτια τους δεν είχαν ανοίγματα προς τον έξω κόσμο. Αναγκάστηκαν να ανοίξουν παράθυρα με κρατική απόφαση μετά τον πόλεμο, όταν ο ορεινός πληθυσμός της Ροδόπης υπέφερε από φυματίωση. Έχετε παρατηρήσει ότι και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, τα οποία δεν σχετίζονται με μουσουλμανικούς πληθυσμούς, υπάρχουν τάσεις απομόνωσης της οικογένειας από τον εξωτερικό κόσμο με τη μορφή της αρχιτεκτονικής παρέμβασης στον τρόπο και στο ύψος χτισίματος της μάντρας; Πρόκειται για άλλο ένα παράδειγμα που καταδει κνύει ότι η αρχιτεκτονική δεν είναι απλή τεχνική κατασκευής ή αισθητική παρέμβα ση, αλλά αντανακλά τις κοινωνικές δομές και σχέσεις μιας κοινωνίας. 125
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.5
Έτσι, στην Ύδρα οι μάντρες των σπιτιών ορθώνονται ψηλές και απομονώ νουν την οικογένεια από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών. Η αρβανίτικη καταγωγή των Υδραίων και η κλειστή οικογένεια, με την απομόνωση των γυναι κών από το κοινωνικό σύνολο, χαρακτήριζαν τη συγκεκριμένη κοινωνία. Αλλά και η Σαντορίνη, με τη διαφορετική κοινωνική οργάνωση και προέλευση των κα τοίκων της, χαρακτηρίζεται από τις ψηλές μάντρες της και την τάση για απομόνω ση του εσωτερικού των σπιτιών. Αντίθετα, σε ένα άλλο κυκλαδίτικο νησί, τη Σίφ νο, η κοινωνική ζωή διαδραματίζεται στις χαμηλές σχιστολιθικές μάντρες, από όπου μπορούν να επικοινωνήσουν οι άνθρωποι μεταξύ τους και να κυκλοφορή σουν τα νέα της μικρής ανοιχτής κοινωνίας. Λένε, άλλωστε, πως πρωί πρωί, βλέ πεις πρώτα τον γείτονα και μετά τον ήλιο (για περισσότερα για τη Σίφνο και τις μάντρες της, βλ. στο Σπαθάρη, 2002, στο κεφάλαιο «Λειτουργικό επίπεδο εξέτα σης του χώρου»). Διαβάστε το παρακάτω απόσπασμα: Όπως είναι ο φούρνος ο τόπος του γυναικομαζώματος του χωριού κάθε Σάβ βατο, έτσι και η πεζούλα και ο τοίχος διαδραματίζουν ένα ρόλο ο οποίος είναι τό σο πολύ καθιερωμένος, ώστε δεν θα μπορούσε κανείς να καταλάβει τη ζωή του νη σιώτη χωρίς αυτές τις δύο απολαύσεις. Η νοικοκυρά, αφού τελειώσει τις δουλειές του σπιτιού της, που είναι κυριολε κτικώς ατελείωτες, παίρνει τη δουλειά του χωριού, κάνει τους υπολογισμούς της πού δροσίζει ο ήλιος και πηγαίνει εκεί, στρογγυλοκαθ{ζει και περνά την ώρα της περιμένοντας τον άνδρα της ή τον γιο της και συγχρόνως μαθαίνει όλα τα νέα του χωριού, κατ' αναπόδραστον δε ανάγκην και του νησιού, και άμα γείρει η μέρα πάει πάλι στο σπίτι της για να μαγειρέψει. (. .. ) Ο ένας από μέσα [από τον τοι'χο] στο χωράφι του δουλεύοντας και ο άλλος περνώντας απ' έξω, καλημερίζονται ή καλησπερίζονται και τα λένε. Ο ένας ακου μπά στον τοι'χο από μέσα κι ο άλλος απ' έξω κι αρχίζουν το κουβεντολόι, που πολ λές φορές γίνεται ατελείωτο. Τα νέα του χωριού, τα νέα του νησιού, όπως εξονυχί ζονται από τις γυναίκες εις τις πεζούλες των σπιτιών, έτσι παίρνουν τον δρόμο τους εις τον τοίχο μεταξύ των ανδρών. Πολλές φορές από τον τοίχο κανονι'ζονται αγοραπωλησίες, ενοικιαστήρια, τα ξίδια, υπηρεσίαι, συνοικέσια και αναμιγνύεται εις την όλην συζήτησιν και η εξωτε ρική πολιτική με τη διαύγειαν την οποίαν προκαλεί και εις τα μάλλον σκοτεινά πνεύματα ο καθαρός ουρανός και ο καθαρότερος αέρας. Από τον τοίχο αρχ(ζει το καλημέρισμα και το καληνύχτισμα των ανδρών. Από την πεζούλα δίνεται το σύνθημα της ζωής εις τα σπίτια με τις γυναίκες του χωριού. Δύο στοίχεία ζωής κοντά στον φούρνο και στην εκκλησία (Κοσμής, 1969, σ. 20).
Ι>
Δραστηριότητα 2/Κεφάλαιο 3 Γνωρίζετε, προφανώς, την έκφραση «αυτή δεν έχει τσίπα επάνω της», που σημαίνει ότι δεν ντρέπεται, ότι εκθέτει τον εαυτό της στα βλέμματα των άλλων. Παρατηρήστε την Εικόνα 8 που ακολουθεί:
126
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εικόνα 8 Βλάχικη πομπή γάμου («ψίκι») στις Σέρρες το 1929. Η νύφη (δεξιά) φορά την «τσίπα», δηλαδή ένα κόκκινο πέπλο
Μπορείτε να κάνετε έναν παραλληλισμό ανάμεσα στις ψηλές μάντρες των σπιτιών και στην τσί πα; Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
β) Στα ημιορεινά και ορεινά διώροφα νοικοκυρόσπιτα είναι φανερός ο εξελιγμέ νος τύπος της κατοικίας των χρόνων της τουρκοκρατίας, που αποτελείται από ημιυπαί θριους και κλειστούς ιδιωτικούς χώρους με διάταξη των δωματίων, τα οποία συμπλη ρώνονται από το μπροστινό μετωπικό χαγιάτι Υπάρχει μεγάλη κλιμάκωση μεγεθών, που αρχίζει από το μικρό σπίτι και φτάνει στο αρχοντόσπιτο του τσιφλικά, με πολλούς και εξειδικευμένους ημιυπαίθριους χώρους, που εξυπηρετούν την υποδοχή, τη θερινή διαβίωση αλλά και την οικοτεχνία και την παραγωγή, συνήθως των καπνών. Και σε αυτή την περίπτωση, οι θρησκευτικές, εθιμικές ή φυλετικές ιδιαιτερότητες κάθε μικροκοινωνίας του θρακικού χώρου αντανακλώνται στην αρχιτεκτονική και εκ φράζονται με επιμέρους στοιχεία της μορφής του οικήματος, της διαρρύθμισης και του εξοπλισμού του, όπως ανοιχτά χαγιάτια ή καφασωτά παράθυρα, ενιαία κάτοψη ή δια χωρισμός των χώρων για να διαχωρίζονται και τα φύλα, υπαίθριοι χώροι υγιεινής ή έν θετα λουτρά.
Παράδειγμα 2 Το χαγιάτι Χαγιάη ονομάζεται ο ανώγειος ημιυπαίθριος χώρος του σπιτιού. Στα χριστιανικά σπίτια εί ναι ανοιχτό και στα τέλη του 19ου αιώνα εκφυλίζεται σε μικρό πρόστυλο στην είσοδο. Στα μουσουλμανικά χωριά το χαγιάτι κλείνεται με μεγάλα καφασωτά πλαίσια, στα οποία αργό τερα προσθέτουν από τη μέσα μεριά τζάμια, τα λεγόμενα τζαμλίκια. Χαγιάτι σε παραλλα γές μπορείτε να παρατηρήσετε στις Εικόνες 9a, β, γ.
1
127
3
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.5
�.5� J � �
Μονόχωρο σπίτι με χαγιάτι
��
c:=. c....,�
(β) Μετατροπή τον χαγιατιού σε πρόστυλο εισόδου
) ΑΕ._
� � (γ) Χαγιάτι καφασωτό
128
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
γ) Στα αρχοντόσπιτα των αστικοποιημένων κοινοτήτων των χρόνων της τουρκοκρα τίας μπορούμε να διαπιστώσουμε την επίδραση νέων ρευμάτων, που σχετίζονται με την ευμάρεια, την εμπορική και ταξιδιωτική κινητικότητα και την πνευματική άνοδο κοινωνιών και ατόμων. Είναι χτισμένα κατά κανόνα από τις ηπειρωτικές συντεχνίες των μαστόρων. 'Αλλα ακολουθούν πιο παραδοσιακά σχέδια και άλλα φέρουν στοιχεία που φανερώνουν την επιτυχία και την επιθυμία προβολής ενός δραστήριου και πρωτο πόρου πληθυσμού. δ) Τα βιοτεχνικά κτίρια του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού συν δυάζουν την κατοικία της οικογένειας και τον βιοτεχνικό χώρο που αφιερώνεται στη σηροτροφία. Πρόκειται για τα λεγόμενα κουκουλόσπιτα.
129
Ενότητα 3.6
ΟΙ ΣΥΝΤΕΧΝΙΕΣ ΤΩΝ ΜΑΣΤΟΡΩΝ: ΤΑ ΜΙΙΟΥΛΟΥΚΙΑ ΤΗΣ ΙΙΥΡΣΟΓΙΑΝΝΗΣ ΗΙΙΕΙΡΟΥ Η Πυρσόγιαννη της Ηπείρου -ως η πιο ονομαστή- και η γειτονική της Βούρμπιανη ειδικεύτηκαν στην οικοδομική. Το φαινόμενο της ειδίκευσης σε μία τέχνη είναι συνη θισμένο όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη τη Βαλκανική. Όλα τα χωριά της ευρύτε ρης περιοχής ανέπτυξαν κάποια εξειδίκευση σε τεχνικά επαγγέλματα, όπως ο Γοργο πόταμος της Ηπείρου στην ξυλογλυπτική ή οι Χιονιάδες στη ζωγραφική. Αλλά γι' αυτό το τελευταίο χωριό θα κάνουμε λόγο στη συνέχεια. Η εξειδίκευση κάθε χωριού σε έναν τομέα εκφράζεται με διάφορες χαρακτηρι στικές φράσεις, όπως: - Ποιος έχτισε τον κόσμο; - Οι Πυρσογιαννίτες! - Χιονιαδίτης είσαι; Ζωγράφος είσαι (Μακρής, 1981, σ. 13). Αναφερόμενοι στις μετακινήσεις των Σαρακατσάνων, επισημάναμε ότι πολλές με τακινήσεις στον ελληνικό χώρο οριοθετούνται από τις δύο μεγάλες γιορτές της χρι στιανοσύνης, του αγίου Γεωργίου την άνοιξη και του αγίου Δημητρίου το φθινόπωρο. Έτσι λοιπόν, και οι Πυρσογιαννίτες μάστορες, οι οποίοι ήταν οργανωμένοι σε συντε χνίες, τα λεγόμενα μπουλούκια, κατευθύνονταν σε όλο τον νοτιότερο ελλαδικό χώρο -και όχι μόνο-, ιδιαίτερα στα μέρη με μεγάλη οικονομική άνθηση, όπως στο Πήλιο, όπου και διαμόρφωσαν λαμπρά δείγματα ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Η αναχώρηση των μπουλουκιών -τα οποία ήταν πολυάριθμα, με επικεφαλής τον πρωτο μάστορα- συνοδευόταν από μικρές αποχαιρετιστήριες γιορτές και προκαλούσε θλίψη στον γυναικείο πληθυσμό, που έμενε πίσω. Βέβαια, οι μάστορες δεν αποτελούσαν τη μοναδική περίπτωση ειδίκευσης στην Πυρσόγιαννη. Γνωστοί ήταν και οι μουσικοί της, αλλά ακόμη περισσότερο οι πελεκά νοι της, δηλαδή οι λιθογλύπτες της. Ωστόσο, η κοινωνική διαστρωμάτωση, που υπήρχε σε μεγάλο βαθμό στον τόπο, δεν διαμορφωνόταν μεταξύ αυτών των επαγγελματικών ομάδων, αλλά μεταξύ των πάσης φύσεως τεχνιτών από τη μια μεριά και των τσιφλικά δων της περιοχής από την άλλη. Συγκεκριμένα, στην τελευταία φάση της οθωμανικής περιόδου η κοινωνική διαστρωμάτωση διαμορφώνεται με βάση τη θεμελιακή διαφο ροποίηση ανάμεσα στους τσιφλικάδες, που μέσω τοκογλυφικών δραστηριοτήτων συσ σωρεύουν πλούτο και διοχετεύουν δυναμικό -ανθρώπους και επενδύσεις- σε εξωα γροτικούς τομείς, και τη μάζα των υπόλοιπων χωρικών, που επιδίδονται στην οικοδο μική τέχνη.
130
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.6
Δραστηρι6τητα 3/Κεφάλαιο 3 Μελετήστε από τα Παράλληλα Κείμενα τις σ. 280-283 από το κείμενο του Β. Νιτσιάκου «Συμβο λικές σχέσεις και κοινωνική μνήμη: η ανασυγκρότηση της τοπικής ταυτότητας στην Πυρσόγιαν
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
<Ι
νη», στο Δαμιανάκος Στ., Ζακοπούλου Ε., Κασίμης Χ., Νιτσιάκος Β., 1997, οι οποίες αναφέρο νται στη δομή της συντεχνίας των οικοδόμων της Πυρσόγιαννης. Κατόπιν απαντήστε στις εξής ερωτήσεις: α) Τα μπουλούκια των μαστόρων αποτελούνται από ομάδες που ξεκινούν την άνοιξη για να απασχοληθούν σε οικοδομικές εργασίες μακριά από τον τόπο τους. Έπειτα από όσα μελε τήσατε για τις συντεχνίες (κεφάλαιο 2), θεωρείτε φυσιολογική την ύπαρξη ιεράρχησης στους κόλπους του μπουλουκιού; Σε ποια πρακτική αποσκοπεί το να υπάρχει ένας πρωτο μάστορας; Κατά τη γνώμη σας θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα μπουλούκι με δημοκρατι κές διαδικασίες και ισοτιμία των μελών του; β) Διαβάστε πάλι το ποίημα του Γιάννη Κοτζιούλα Το μαστορόπουλο (τόμος Α, υποενότητα 9.2.3), το οποίο αναφέρεται στην αναχώρηση ενός παιδιού, ακούσιου μέλους ενός μπουλου κιού της Ηπείρου. Με βάση το ποίημα, όσα μάθατε για τα τσιράκια στο πλαίσιο των συντε χνιών και όσα διαβάσατε στο Παράλληλο Κείμενο, περιγράψτε με 100 περίπου λέξεις τη θέ ση ενός παιδιού, ενός μαθητευόμενου νέου, στη συντεχνία των χrιστάδων - των κουδαρέ ων, όπως ονόμαζαν οι ίδιοι την επαγγελματική τους ομάδα. Θα βρείτε τις απαντήσεις στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
131
Ενότητα 3.7
ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΣΧΕΣΕΩΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΕΝΟΥ ΧΩΡΟΥ: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΙΙΗΛΙΟΥ Οι Πυρσογιαννίτες οικοδόμοι κατευθύνονταν κατεξοχήν εκεί όπου υπήρχε οικονο μική ανάπτυξη και οι συνθήκες ευνοούσαν την άνθηση της οικοδομικής δραστηριότη τας. Τα ελληνικά κέντρα που γνώρισαν τη μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν το Μέτσοβο, η Σιάτιστα, η Καστοριά, τα Αμπε λάκια, ο Τύρναβος, το Πήλιο και τα νησιά. Τα κέντρα αυτά στήριξαν την οικονομική τους άνοδο στη μεταποιητική δραστηριότητα, στο εμπόριο και στη ναυτιλία. Ο διαχω ρισμός του ελληνικού χώρου σε μικρές οικονομικές ενότητες που αναπτύσσονταν και σε περιοχές που παρέμεναν στο στάδιο της αγροτικής ενασχόλησης και της αυτοκατα νάλωσης διαμόρφωσε και αντίστοιχες πολιτισμικές ενότητες, οι οποίες χαρακτηρίζο νται από τους δικούς τους τοπικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς. Αυτός ο διαχωρισμός αποδεικνύει τις ιστορικές επιδράσεις που δέχεται η αρχιτεκτονική, δηλαδή εισάγει στην αρχιτεκτονική την ιστορική διάσταση. Η τουρκοαυστριακή συνθήκη του Κάρλοβιτς, το 1698, εξασφάλισε την αμοιβαιότη τα και το απρόσκοπτο του εμπορίου, δίνοντας την απαραίτητη ώθηση στην «έξοδο» του ελληνικού χώρου από την αγροτική οικονομία και την αυτοκατανάλωση, στην ανά πτυξη μεταπρατικών δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα με την ανάπτυξη της παραγωγής και βαφής νημάτων, και στο εξωτερικό εμπόριο. Ήταν, θα λέγαμε, η ιδρυτική πράξη της δημιουργίας των μεγάλων εμπορικών οίκων που διαμόρφωσαν τις ελληνικές παροι κίες της κεντρικής Ευρώπης. Η επαφή με το εξωτερικό και η οικονομική ευρωστία, εκτός από την ανταλλαγή προϊόντων, οδήγησαν και στην ανταλλαγή ιδεών, αισθητικής, αντιλήψεων, συμπεριφορών, σκοπών αλλά και στην επιθυμία κοινωνικής προβολής, με την υιοθέτηση προτύπων και τη διαμόρφωση αρχιτεκτονικών μορφών που ανέδειξαν το γόητρο των οικονομικά ανερχόμενων κοινωνικών ομάδων ή και μεμονωμένων ατό μων. Αυτό, λοιπόν, που ονομάζουμε συμβατικά παραδοσιακή αρχιτεκτονική δεν υφί σταται ως ενιαίο σύνολο, με οποιεσδήποτε τοπικές διαφοροποιήσεις σε υλικά και λει τουργίες. Θα εξετάσουμε στο σημείο αυτό ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα πηλιορείτικης αρχι τεκτονικής. Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός του Πηλίου δεν είναι τοπικός ήρθε ήδη διαμορ φωμένος από τη βόρεια Ελλάδα μαζί με τους Ηπειρώτες, κατά κανόνα, τεχνίτες - ιδι αίτερα τους Πυρσογιαννίτες για το χτίσιμο και τους Χιονιαδίτες για την εσωτερική διακοσμητική ζωγραφική. Γι' αυτό άλλωστε, το Πήλιο και τα χωριά του Ζαγορίου της Ηπείρου διατηρούν κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, το Πήλιο διασώζει και κάποια στοιχεία από παλαιότερες περιόδους της αρχιτεκτονικής.
132
ΕΝΟΤΗΤΑ 3. 7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η περιγραφή ενός τυπικού πηλιορείτικου αρχοντικού ανήκει στον Κίτσο Μακρή, ο οποίος αφιέρωσε μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του στην καταγραφή στοιχείων του παραδοσιακού πολιτισμού του Πηλίου:
Το τυπικό πηλιορείτικο αρχοντικό είναι μια πυργοειδής κατασκευή με τρεις ορό φους. Οι δύο πρώτοι είναι λιθόκτιστοι με χοντρούς τοίχους -χωρίς επιμελημένη τοιχο ποιία- και λίγα μικρά ανοίγματα: μια μικρή και ασφαλής πόρτα και λίγα σιδερόφρα κτα παράθυρα. Οι μικρές στρογγυλεμένες πέτρες που χρησιμοποιούνται στην τοιχο ποιία στερεώνονται με αρμολόι από πλούσιο σε ασβέστη αμμοκονίαμα [λάσπη για τη σύνδεση των πετρών], ενώ κατά διαστήματα και σε διαφορετικό ύψος εντοιχίζονται οριζόντια δοκάρια από ξύλο καστανιάς, οι λεγόμενες ξυλοδεσιές ή «σιδερώματα» ή «χα τι'λια», που ενισχύουν τη συνοχή των τοίχων. Η πόρτα έχει μαρμάρινο ή πέτρινο υπέρθυ ρο, όπου μερικές φορές σκαλίζεται η χρονολογία του χτισίματος του σπιτιού, σταυρός ή άλλα «αποτρόπαια» θέματα. Το θυρόφυλλο, από χοντρά ξύλα καστανιάς, με μεταλλική επένδυση πολλές φορές, κλείνει πρόχειρα με το «καταπίδι», ξύλο με τριγωνική τομή και εγκοπή, που στηρι'ζεται ελεύθερο στο επάνω εσωτερικό μέρος του τοι'χου. Καθώς η πόρ τα κλείνει, αυτό πέφτει και τη φράζει. Πρέπει κάποιος να το σηκώσει από μέσα ή απ' έξω με λεπτό ξύλο, για ν' ανοίξει. Μεγάλη σιδερένια κλειδαριά ασφαλ(ςει το σπίτι όταν απουσιάζουν οι νοικοκυραίοι του. Από μέσα επίσης ασφαλι'ζεται με την αμπάρα, χο ντρό ξύλο που χωνεύει μέσα σε στενόμακρη τρύπα στο πάχος του τοίχου και τραβιέται προς τα έξω ώσπου να στερεωθει' σε υποδοχή που υπάρχει στον απέναντι τοίχο. Οι σιδε ριές του παραθύρου, που βρίσκονται πάνω από την πόρτα, καμπυλώνονται προς τα έξω για να ελέγχεται η είσοδος του σπιτιού. Από κει έβλεπαν ποιος χτυπάει την πόρτα ή αμύνονταν σε ώρες κινδύνου. Πολεμίστρες σε και'ρια σημεία βοηθούσαν στην αποτελε σματικότερη άμυνα. Από την πόρτα μπαίνει κανείς στο «κατώγι», που ει'ναι ισόγειο στην πρόσοψη αλλά καταλήγει σε υπόγειο γιατί το έδαφος είναι ανηφορικό. Η ημιυπόγεια θέση του, τα χο ντρά τοιχώματα, η έλλειψη ανοιγμάτων και η ύπαρξη δύο ακόμα ορόφων επάνω δημι ουργούσαν στο κατώγι κατάλληλη θερμική μόνωση. Η θερμοκρασία είναι σχεδόν σταθε ρή χειμώνα-καλοκαίρι. Γι' αυτό το καλοκαι'ρι δι'νει στον εισερχόμενο την αίσθηση έντο νης δροσιάς και το χειμώνα ζέστης. Εκεί ει'ναι οι αποθήκες των προϊόντων της χρονιάς, κυρίως του λαδιού, της ελιάς και του κρασιού. Από το κατώγι ανεβαίνει κανείς με ξύλι νη σκάλα στο μεσοπάτωμα, τον «ταμπανά». Εκεί είναι η χειμερινή διαμονή της οικογέ νειας. Υπάρχουν τα χειμωνιάτικα, χαμηλοτάβανα δωμάτια με φαρδιά «μεντέρια» [κρε βάτια] για να κάθονται και να κοιμούνται. Απαραίτητο σε κάθε χειμωνιάτικο το τζάκι με ημικυλινδρική ή τετράγωνη φούσκα. Τα μικρά παράθυρα των χειμωνιάτικων έχουν πάντα «τζαμιλίκια», παραθυρόφυλλα με τζάμι. Στο μεσοπάτωμα βρίσκεται και το μα γεριά. Σ' αυτό υπάρχει η «στια» [εστία], όπου μαγειρεύεται το φαγητό, πράγμα που το χειμώνα πολλές φορές γίνεται και στα τζάκια, και ο νεροχύτης για το πλύσιμο των πιά των. Ντουλάπια για να τοποθετούνται μικροποσότητες τροφίμων και ράφια για τα άλλα σκεύη συμπληρώνουν το βασικό εξοπλισμό του μαγεριού. Το τρίτο και τελευται'ο πάτωμα είναι χτισμένο με ελαφριά κατασκευή και προεξέχει από τα δύο πρώτα. Οι τοίχοι του είναι από «τσατμά», εκτός από το βορινό, όπου συνεχί ζεται η λιθοδομή για λόγους στατικούς. Η στέγη στηρι'ζεται σε ξύλινο σκελετό. Τα ενδιά μεσα του σκελετού γεμίζονται με τον «τσατμά», όπως προαναφέρθηκε, δηλαδή ει'τε με
133
ΕΝΟΤΗΤΑ 3. 7
πλέγματα κλαδιών, που αλείφονται με άφθονη λάσπη και ύστερα σοβατίζονται, είτε με «κατίκια», ξύλινα πηχάκια που αφήνουν μεταξύ τους μικρά κενά για την πρόσφυση του σοβά («μπαγλαδότειχος»). Πολλές φορές, τα κενά του σκελετού γεμίζονται με ελαφρά υλικά, πλιθιά ή κομμάτια κεραμιδιών «κολυμπητά» μέσα σε άφθονη λάσπη που προ στατεύεται από στρώμα σοβά. Το πάτωμα αυτό ανοίγεται από πολλά παράθυρα και φεγγ(τες και χρησιμεύει σαν χώρος υποδοχής και για θερινή διαμονή της οικογένειας. Εκε( βρ(σκεται το «δοξάτο», μεγάλος χώρος επικοινων(ας με τα δωμάτια, τους «οντάδες». Μερικά τμήματά του ε(ναι υπερυψωμένα και καγκελόφραχτα, οι «κραβάτες». Λέγεται «δοξάτο» γιατί έχει πολλά ξύλινα τόξα πάνω από την κραβάτα ή ανάμεσα σε δύο αντικριστούς το(χους. Από το δο ξάτο περνά κανε(ς στον κυρ(ως χώρο υποδοχής, που λέγεται «καλός οντάς» και, όταν ε( ναι ζωγραφισμένος, «γραμμένος οντάς». Το πάτωμα αυτό ε(ναι ο πιο πλούσια διακο σμημένος χώρος του σπιτιού, με σκαλιστά ταβάνια, ξυλόγλυπτες πόρτες, ζωγραφιές στους το(χους, στολισμένα ντουλάπια και πολύχρωμους φεγγ(τες. Η στέγη είναι ξύλινη με χοντρό πυκνό «καστανίτικο κερεστέ» [δοκάρια] και σκεπά ζεται με σχιστόλιθους. Προεξέχει 60 έως 80 εκατοστά του μέτρου για να προφυλάγει τον τσατμά του επάνω πατώματος από τα νερά της βροχής, αλλά και για να ρυθμ(ζει την εί σοδο των ηλιακών ακτινών στο εσωτερικό του σπιτιού. Έτσι, το χειμώνα που ο ήλιος εί ναι επιθυμητός, επειδή οι ακτ(νες του ε(ναι πιο πλαγιαστές, αφού ε(ναι απομακρυσμέ νος από το ζεν(θ, περνούν στο εσωτερικό του σπιτιού. Το καλοκαίρι πάλι, που οι ακτί νες είναι ανεπιθύμητες, επειδή είναι λιγότερο πλαγιαστές, εμποδ(ζονται από την προε ξοχή της στέγης. Το (διο ισχύει και κατά τη διάρκεια της ημέρας: πρωί, μεσημέρι, από γευμα (Μακρής, 1976, σ. 73-74).
Ι>
Άσκηση Αυτοαξιολόyηαηc; 2/Κι:φάλαιο 3
Το πηλιορείτικο αρχοντικό: βασικό λεξιλόγιο Αντιστοιχίστε τους αριθμούς με τα γράμματα, αποδίδοντας τη σωστή σημασία σε κάθε όρο. 1.Αρμολόι
Α.
Κατασκευή τοίχου με ξύλινα πηχάκια, που αφήνουν κενά για να κολλήσει ο σοβάς
2. Σιδερώματα, χατίλια ή ξυλοδεσιές
Β. Ξύλινα πηχάκια για την κατασκευή του «μπαγλαδότειχου»
3. Καταπίδι
Γ.
Μεγάλος χώρος επικοινωνίας
4.Αμπάρα
Δ.
Ξύλο με τριγωνική τομή και εγκοπή
.......
....... ...
..
με το οποίο κλείνει η πόρτα 5. Κατώγι
Ε.
6. Ταμπανάς
ΣΤ. Υπερυψωμένες και καγκελόφρακτες ξύλινες κατασκευές στα δωμάτια
Το πλούσια διακοσμημένο δωμάτιο
············ · ········ · ·························· ····························· ·· ·· ··
7. Μεντέρια
Ζ.
Κρεβάτια στα χειμωνιάτικα δωμάτια
8.Τσασμάς
Η.
Χοντρό ξύλο που ασφαλίζει την πόρτα και
. ......,_................ ...........
στερεώνεται σε υποδοχή η οποία βρίσκεται στον απέναντι τοίχο
134
ΕΝΟΤΗΤΑ 3. 7
9. Μπαγλαδότειχος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
0. Διαδικασία σύνδεσης των πετρών με αμμοκονίαμα (λάσπη)
10. Κατίκια
1.
Δοκάρια της στέγης, τα οποία σκεπάζονται με σχιστόλιθους
11. Κολυμπητά κεραμίδια
ΙΑ. Πλέγματα κλαδιών, που αλείφονται με άφθο νη λάσπη και ύστερα σοβατίζονται
18. Τα κομμάτια των κεραμιδιών ποι:ι είναι
12.Δοξάτο
αναμεμειγμένα με λάσπη, για να γεμίσουν τα κενά του τσασμά 13. Κραβάτες
ΙΓ. Ξύλινη σκάλα, από την οποία ανεβαίνει κανείς από το κατώγι στο μεσοπάτωμα
14. Γραμμένος οντάς
ΙΔ. Δωμάτιο
15. Καστανίτικος κερεστές
ΙΕ. Οριζόντια δοκάρια από ξύλο καστανιάς που εντοιχίζονται σε διάφορα ύψη του τοίχου
16. Οντάς
ΙΣΤ. Ημιυπόγειο για την αποθήκευση των προμηθειών
Θα βρείτε τις σωστές αντιστοιχίσεις στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. Μπορείτε επί σης να συμβουλευτείτε την Εικόνα 10 που ακολουθεί, για να σχηματίσετε μια πιο παραστατική εικόνα των αρχοντικών του Πηλίου.
Εικόνα 10 Τυπικό αρχοντικό στη Βυζίτσα του Πηλίου
1
135
3
ΕΝΟΤΗΤΑ 3. 7
Ι>
______________________ 3 Δραστηριότητα 4/Κεφάλαιο ""'
Σχεδιάστε το πηλιορείτικο αρχοντικό της Εικόνας 10. Κατόπιν, αριθμήστε και ονομάστε: α) τα
μέρη του σπιτιού και β) τα υλικά από τα οποία είναι κατασκευασμένο. Καλή επιτυχία! ----------"%._�,,<.�"\Ψ$1'-\ \i4S-W¾*'¼'l-'-�'¼,"\._-���'φ._--�-----------� ,
Το χωριό Αμπελάκια είναι γνωστό για την πρώτη μορφή συνεταιρισμού που ανέ πτυξε στον ελληνικό χώρο. Βρίσκεται στην Όσσα, σε υψόμετρο περίπου 390 μέτρων, με θέα τα Τέμπη και τον Όλυμπο. Όπως φανερώνει το όνομά του, βασική απασχόληση των κατοίκων ήταν η καλλιέργεια του αμπελιού. Όμως, με την αύξηση του πληθυσμού, η αγροτική αυτή απασχόληση αποδείχτηκε ανεπαρκής και το χωριό αναζήτησε άλλες διεξόδους, για να μπορέσει να αναπτυχθεί και να κρατήσει τους κατοίκους στον τόπο τους. Έτσι, αξιοποίησε το φυτό ριζάρι, που είτε φύτρωνε μόνο του είτε ήταν δυνατόν να καλλιεργηθεί στην κοιλάδα των Τεμπών. Τα υλικά βαφής, αναμεμειγμένα με τη χρωστική ουσία από τη ρίζα του φυτού αυτού, έδιναν ένα κόκκινο χρώμα της φωτιάς, με το οποίο οι Αμπελακιώτες έβαφαν τα νήματά τους. Τα νήματά αυτά εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα στην κεντρική Ευρώπη, λόγω της στιλπνότητας και της σταθερότητας των χρωμάτων τους και ανταγωνίζονταν με επιτυχία τα αγγλικά. Το αποτέλεσμα ήταν το χωριό να αναδειχτεί σε σημαντική κωμόπολη. Το 1778 οι Αμπελακιώτες οργάνωσαν την Κοινή Συντροφία και Αδελφότητα των Αμπελακίων, στην οποία συμμετείχαν υποχρεωτικά όλοι οι κάτοικοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, με στόχο όχι μόνο την ανάπτυξη της βιοτεχνίας βαφής των νημάτων αλλά και τη συμμετοχή σε κοινωνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες, καθώς και την ανά πτυξη της πνευματικής ζωής του τόπου τους. Ώθηση στην ανάπτυξη της βαφικής έδωσε ο Γεώργιος Σβαρτς, ο οποίος είχε εργαστεί για πολλά χρόνια στη Γερμανία. Ο ενδια φέρων αυτός συνεταιρισμός, ο οποίος διαφέρει από τους ταξικούς συνεταιρισμούς που αναπτύχθηκαν την ίδια εποχή στη Δύση, διαλύθηκε το 1815, έπειτα από διχόνοιες, αφού όμως προηγουμένως εξασφάλισε μεγάλη οικονομική άνθηση στα Αμπελάκια. Το αποτέλεσμα ήταν η εξαιρετική ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής του τόπου. Η μικρή αυτή εισαγωγή στη Δραστηριότητα που ακολουθεί έχει στόχο να καταδεί ξει -για άλλη μια φορά- ότι τα μορφολογικά και λειτουργικά στοιχεία της παραδοσια κής αρχιτεκτονικής ενός τόπου είναι σημαντικά, αλλά οι ιστορικοί παράγοντες είναι εξίσου σημαντικοί στη διαμόρφωση και εξέλιξή της.
Ι>
--------------��---
Δραστηριότητα 5/Κεφάλαιο 3
Στις προηγούμενες παραγράφους παρουσιάσαμε τα απαραίτητα ιστορικά στοιχεία που κατα-
δεικνύουν τους λόγους ανάπτυξης αυτού του ασήμαντου, σε προηγούμενους αιώνες, χωριού. Παρατηρήστε τώρα την Εικόνα 11, στην οποία αποτυπώνεται το σπίτι του Γεώργιου Σβαρτς, το σημαντικότερΌ στον οικισμό. Κατόπιν, απαντήστε στις εξής ερωτήσεις: α) Ποιες ομοιότητες παρατηρείτε με το πηλιορείτικο αρχοντικό της Εικόνας 10; Μπορείτε να στηριχrείτε στην περιγραφή του πηλιορείτικου σπιτιού από τον Κίτσο Μακρή που παραθέ σαμε παραπάνω καθώς και στην περιγραφή τυπικού σπιτιού των Αμπελακίων που θα βρείτε στα Παράλληλα Κείμενα.
136
ΕΝΟΤΗΤΑ 3. 7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
β) Ποιες είναι οι λειτουργίες των χώρων στο κατώι, στο μεσοπάτωμα και στον τρίτο όροφο; Πε ριγράψτε τες. Θα βρείτε την απάντηση στο α' ερώτημα στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Εικόνα 11 Το σπίτι του Σβαρτς στα Αμπελάκια
1
137
3
Ενότητα 3.8
ΤΗΝΟΣ: ΕΝΑ ΑΙΙΟ ΤΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ΚΕΝΤΡΑ ΛΙΘΟΓΛΥΙΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
e
Στα ίδιο πλαίσιο των περιπτώσεων τοπικής επαγγελματικής εξειδίκευσης που ήδη συναντήσαμε μπορούμε να κατατάξουμε και το φαινόμενο της στροφής των Τηνιακών προς τη λιθογλυπτική. Πολλά είναι τα τηνιακά χωριά στα οποία άνθησε αυτή η δραστη ριότητα, αλλά το πιο γνωστό είναι ίσως ο Πύργος, αφενός γιατί ο Γιαννούλης Χαλεπάς -γνωστός στο πανελλήνιο για την Κοιμωμένη του, που βρίσκεται στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας- κατάγεται από εκεί και αφετέρου γιατί η Σχολή Καλών Τεχνών ίδρυσε σε αυτό το κεφαλοχώρι Σχολή Λιθογλυπτικής. Πλήθος έργων λιθογλυπτικής, λαϊκής ή πιο περίτεχνης, δημιουργήθηκε από τα χέ ρια των Τηνιακών τεχνιτών του μαρμάρου: βρύσες, τέμπλα εκκλησιών, καμπαναριά κ.ο.κ., όλα στην υπηρεσία του οικισμένου χώρου και των αρχιτεκτονικών μορφών που καθορίζουν.
Παράλληλο Κείμενο (προαιρετικό) Εάν επιθυμείτε να γνωρίσετε περισσότερα για την εξαίρετη τηνιακή γλυπτική, σας συμ βουλεύω να ανατρέξετε στο βιβλίο του Αλέκου Ε. Φλωράκη Η λαϊκή λιθογλυπτική της Τήνου, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 21980. Εμείς θα γνωρίσουμε ένα είδος της τηνιακής γλυπτικής παραγωγής που σχετίζεται άμεσα με τις κατασκευαστικές ανάγκες των τηνιακών σπιτιών: πρόκειται για τους γνω στούς φεγγίτες, οι οποίοι τοποθετούνται πάνω από τις πόρτες και τα παράθυρα, τόσο για να καλύψουν τον χώρο που δημιουργείται, όσο και για λόγους φωτισμού και αερι σμού του εσωτερικού των παραδοσιακών οικιών. Αποτελεί αντιπροσωπευτικό δημι ούργημα των τηνιακών μαρμαράδων, με μεγάλη διάδοση στο νησί και στον ευρύτερο αιγαιοπελαγίτικο χώρο. Η πρώτη ύλη, το μάρμαρο, που συγκαταλέγεται στις λεγόμενες σταθερές ύλες, μορ φοποιείται γλυπτικά με την αφαίρεση τμημάτων ύλης από τον αρχικό όγκο. Οι φεγγί τες έχουν σχήμα ημικυκλικού τυμπάνου - απ' όπου προήλθε και η ονομασία τους, κα μάρι. Στην αρχή αποτελούνταν από απλές σχιστολιθικές πλάκες, αλλά στην πορεία αναπτύχθηκαν διάτρητα διακοσμητικά στοιχεία, τα οποία εξυπηρέτησαν τη λειτουργία του φωτισμού και του αερισμού. Πέρα όμως από την πρακτική αρχιτεκτονική εφαρμο γή, τα σχέδια, με τις διακοσμητικές παραστάσεις που καθιερώθηκαν, απέκτησαν όχι μόνο αισθητική αξία αλλά και φυλακτική, αποτρεπτική των κακών δυνάμεων, οι οποί ες παραμένουν μακριά από την προστατευόμενη από τους συμβολισμούς των φεγγιτών οικία. Συνήθως, τα διάτρητα σχέδια σχηματίζουν μορφές σχηματοποιημένων κτισμά-
138
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
των. Επαναλαμβανόμενες παραστάσεις είναι εκείνες της σχηματοποιημένης εκκλη σίας με υπερμεγέθη σταυρό στο κέντρο και πάνω από την αψίδα της πύλης, ενώ τα υπό λοιπα σχέδια, με προτίμηση τα καράβια, τα πουλιά και τα κυπαρίσσια, αναπτύσσονται συμμετρικά και αντιμέτωπα -αντικριστά- δεξιά και αριστερά ενός κεντρικού άξονα. Οι φεγγίτες της Τήνου κατασκευάζονται από διάφορα ντόπια μάρμαρα. Το πιο εν διαφέρον για το αισθητικό του αποτέλεσμα είναι το γκρίζο φιλιάρικο, το οποίο έχει την ιδιότητα να διαφοροποιείται χρωματικά με το σκάλισμα, προσλαμβάνοντας ανοικτότε ρο τόνο στη βαθύτερη επιφάνειά του, αναδεικνύοντας το ανάγλυφο σχέδιο. Οι τεχνι κές διαδικασίες από την αρχική επεξεργασία του εξορυγμένου μαρμάρου ως την ολο κλήρωση του φεγγίτη κατανέμονται σε στάδια και αυτά σε φάσεις. Κάθε φάση πραγ ματώνεται διαμέσου μιας σειράς τεχνικών πράξεων, δηλαδή μιας τεχνολογικής αλυσί δας, με τα αντίστοιχα εργαλεία και το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Ενδιαφέρον παρου σιάζει η εθνογραφική καταγραφή αυτής της τεχνολογικής αλυσίδας, γιατί συνεισφέρει στη δυνατότητα μελέτης της αντίστοιχης τεχνικής.
Παράλληλο Κείμενο (προαιρετικό) Εάν ενδιαφέρεστε να γνωρίσετε αναλυτικά τα στάδια της κατασκευής ενός φεγγίτη με τις αντίστοιχες τεχνικές, σας παραπέμπω στο άρθρο του Αλέκου Ε. Φλωράκη «Η κατα σκευή του μαρμάρινου φεγγίτη», Εθνογραφικά, τεύχος 6, Ναύπλιο 1989, σ. 11-30. Το άρθρο παρουσιάζει διπλό ενδιαφέρον: διαβάζοντάς το, μπορείτε να παρακολουθή σετε αναλυτικά τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται, αλλά και να εξοικειωθείτε με την εθνογραφική μέθοδο της επιτόπιας έρευνας και καταγραφής των παραδοσιακών τεχνι κών. Ο συγγραφέας, σε επιτόπια έρευνά του στην Τήνο το 1985, παρακολουθώντας όλη τη σειρά των εργασιών του μαρμαρογλύπτη Πέτρου Δελατόλα από το χωριό Καρδιανή, χρησιμοποίησε την ημικατευθυνόμενη συνέντευξη και την παρατήρηση, που περιλαμ βάνει την αυτοψία, την αναλυτική περιγραφή και τη φωτογράφηση. Δείγματα μαρμαρογλυπτικής συναντάμε σε όλο τον ελληνικό χώρο και σε ποικίλες χρήσεις. Δείτε τις Εικόνες 12 και 13, που φανερώνουν την ποικιλία των δειγμάτων τόσο ως προς τα θέματα όσο και ως προς τη λειτουργία τους.
Εικόνα 12 Βρύση στην Παναγία του Βουνού, στη Σίφνο
1
139
3
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.8
Εικόνα 13 Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Υπέρθυρο στον ναό της Παναγίας,
στην τοποθεσία Πουλάτη στη Σίφνο
140
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.9
Ο ίδιος ο Θεόφιλος, τον οποίο γνωρίζουμε από τους πίνακες ζωγραφικής του, ήταν ένας περιφερόμενος ζωγράφος που, από τη Σμύρνη στο Πήλιο και από εκεί στην πα τρίδα του, τη Λέσβο, αναζητούσε τοίχους «πρόσφορους» για ζωγραφική σε σπίτια ή σε καφενεία έναντι ενός πιάτου φαγητού. Δυστυχώς, ελάχιστα από τα έργα του διασώθη καν από τη φθορά του χρόνου και των ανθρώπων. Μερικά από αυτά βρίσκονται στο Μουσείο Θεόφιλου στον Άνω Βόλο και στο Μουσείο Κίτσου Μακρή στο Πήλιο. Η αυτόνομη καλλιτεχνική του δημιουργία σε πίνακες προήλθε από ένα τυχαίο γε γονός, την ανακάλυψή του από τον συντοπίτη του τεχνοκριτικό και συλλέκτη έργων τέ χνης Στρατή Θ. Ελευθεριάδη, γνωστό στους γαλλικούς καλλιτεχνικούς κύκλους του Μεσοπολέμου ως Teriade. Η ανακάλυψη αυτή υπήρξε πραγματική αποκάλυψη για την τέχνη. Ο Teriade δώρισε τη συλλογή του, η οποία περιλάμβανε 86 έργα του Θεόφιλου, στον δήμο Μυτιλήνης. Τα έργα εκτίθενται στο Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά, προά στιο της Μυτιλήνης. Διαβάστε παρακάτω πώς ένα τυχαίο περιστατικό άλλαξε την τρο πή των πραγμάτων, καλλιέργησε και διέσωσε το έργο του Θεόφιλου:
Μια μέρα, στις αρχές του 1928, βρέθηκα στο ατελιέ του Γουναρόπουλου στο Παρίσι. Εκεί βρισκόταν ακουμπισμένη πάνω σε ένα τραπέζι η φωτογραφία ενός έργου λαϊκού ζωγράφου, που μου τράβηξε αμέσως την προσοχή, και ρώτησα το Γουναρόπουλο αν ήξερε ποιος ήταν αυτός που είχε κάνει το έργο. Ο Γουναρόπουλος, σχεδόν αδιάφορα, μου απάντησε: «Ένας γνωστός μου συλλέκτης από το Βόλο μου έστειλε τη φωτογραφία. Άλλες λεπτομέρειες δεν ξέρω». Έφυγα από το ατελιέ του Γουναρόπουλου χωρίς να μάθω ούτε το όνομα ούτε την καταγωγή του έργου της φωτογραφίας. Πέρασε πολύς καιρός χωρίς να μάθω τίποτα. Καμιά υποψία ότι ο ζωγράφος αυτός ήταν από τη Μυτιλήνη. Ύστερα από τρία-τέσ σερα χρόνια κατέβηκα στην Ελλάδα και πήγα στη Μυτιλήνη να δω τον πατέρα μου. Ένα απόγευμα, μπαίνοντας σε ένα καφενείο, είδα μια ζωγραφιά πάνω σε έναν τοίχο που μου θύμισε το έργο της φωτογραφίας. Ζήτησα πληροφορίες από τους θαμώνες. «Εί ναι ένας αλήτης -μου είπαν- που τριγυρνάει στα χωριά και ζωγραφίζει στα καφενεία για ένα ποτήρι κρασί». Τότε, για καλή μου τύχη, είχε σταματήσει τις περιπλανήσεις του κι είχε εγκαταστα θεί στη Μυτιλήνη. Φυσικά έσπευσα να τον συναντήσω. Θυμάμαι, αισθάνθηκα μεγάλη έκπληξη, όταν τον πρωτογνώρισα. Ήταν τόσο γραφικός, έτσι όπως ήταν ντυμένος, και τόσο αγνός. Του ζήτησα να μου κάνει έργα, γιατί φοβόμουνα πως εκείνα που είχε κάνει στους τοίχους θα εξαφανιί,ονταν αργότερα. Τα έργα του μου άρεσαν πολύ, είχαν μια δροσιά, αλλά και κείνη την ποιότητα που μόνο στις αληθινές καλλιτεχνικές δημιουργίες συναντάει κανείς. Ως το θάνατό του έκανε έργα που τα έδινε στον πατέρα μου (Δαμδούμης, 1986, οπι σθόφυλλο). Αυτή λωπόν ήταν η προσωπική ιστορία του Θεόφιλου, ο οποίος μας κληροδότησε τους πίνακες ζωγραφικής του. Σας επισήμανα όμως ότι, κατά κανόνα, η λαϊκή ζωγρα φική αξιοποιείται στη διακόσμηση των εσωτερικών χώρων των οικιών και ήδη, στην ενότητα 3.6 για τους Πυρσογιαννίτες μάστορες, σας είχα προϊδεάσει για τους Χιονια δίτες ζωγράφους που, μόνοι ή σε συνεργεία, ξεκινούσαν από το χωριό τους και ζωγρά φιζαν σπίτια σε όλο τον ελλαδικό χώρο.
142
i
f
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Για άλλη μια φορά διαπιστώνουμε πως στην Ελλάδα -και κυρίως σε τοποθεσίες όπου οι άνθρωποι δεν ήταν εύκολο να ζήσουν από τη γεωργο-κτηνοτροφική παραγωγή τους- κατέφευγαν σε συμπληρωματικές δραστηριότητες, οι οποίες έπαιρναν τη μορφή του μονοεπαγγέλματος. Έτσι, λοιπόν, και οι Χιονιάδες -αυτό το μικρό χωριό στην επαρχία της Κόνιστας- πήραν το όνομά τους από τους μεταφορείς πιεσμένου χιονιού από σκιερές ορεινές τοποθεσίες στις μεγάλες πολιτείες της Ηπείρου ή ακόμα και προς την Κέρκυρα, για να πίνουν οι πλούσιοι δροσιστικά αναψυκτικά το καλοκ<_:ιίρι. Τα πε ριορισμένα εισοδήματα από το ιδιότυπο αυτό εμπόριο συνετέλεσαν στο να στραφούν οι κάτοικοι προς τη ζωγραφική, την οποία ασκούσαν και σε άλλα χωριά της Ηπείρου, όπως στο Καπέσοβο, στη Σαμαρίνα, στη Γαλάτιστα ή ακόμα πιο μακριά, στην Κλεισού ρα της δυτικής Μακεδονίας. Παρ' ότι οι Χιονιαδίτες ζωγράφοι άφησαν ελάχιστα έργα στο χωριό τους, εντούτοις, οργανωμένοι σε συντεχνίες, διέσχιζαν ολόκληρο τον ελλα δικό χώρο και άφηναν τα σημάδια της τέχνης τους στα πλούσια σπίτια. Και γι' αυτούς, όπως και για τους Πυρσογιαννίτες χτιστάδες ή τους Θραψανιώτες πιθαράδες ή τους Καλύμνιους σφουγγαράδες, υπήρχαν τακτές ημερομηνίες -του αγίου Γεωργίου και του αγίου Δημητρίου- που προσδιόριζαν την αναχώρηση και την επιστροφή τους. Η έννοια του χρόνου είναι σημαντική παράμετρος της λαογραφίας. Διαφορετική εί ναι η αίσθηση του χρόνου στα διάφορα κοινωνικά στρώματα. Στους αγρότες και στους κτηνοτρόφους είναι κυκλική και μακροπρόθεσμη (χειμώνας-άνοιξη-καλοκαίρι-φθινό πωρο ), στους εμπόρους και στους χειροτέχνες-ζωγράφους γραμμική (πριν από τόσα χρόνια, πέρυσι, φέτος, του χρόνου) και στους κοτζαμπάσηδες κάθετα γραμμική (ο προ πάππος μου, ο παππούς μου, ο πατέρας μου, τα παιδιά μου), επειδή ένα από τα ιδεολο γικά στηρίγματα της κοινωνικής τους επιβολής είναι και η «ευγένεια» της καταγωγής τους από «καλή σειρά» (Μακρής, 1981, σ. 16). Σχόλιο Μελέτης Μελετήστε από το Προτεινόμενο Βιβλίο το κεφάλαιο «Ο χώρος και ο χρόνος, βα σικές σuντεταγμένες της Λαογραφίας».
Παράλληλα Κείμενα Μελετήστε το κεφάλαιο «Η επαγγελματική συσσωμάτωση των ζωγράφων», όπως την περιγράφει ο Κίτσος Μακρής στο βιβλίο του Χιονιαδίτες ζωγράφοι. 65 λαϊκοί ζωγρά φοι από το χωριό Χιονιάδες της Ηπείρου, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1981, σ. 19-24.
143
--------
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.10 -----------------------------------"*"'-----
Κ Ε ΦΑΛΑ I Ο
Παράλληλα Κείμενα Ανατρέξτε στο άρθρο του αρχιτέκτονα Δημήτρη Φιλιππίδη «Ιστορική αναδρομή», από το βιβλίο Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1983, σ. 33-49, το οποίο θα βρείτε στα Παράλληλα Κείμενα. Στο σχεδιάγραμμα 15 (σ. 46 του Παράλληλου Κειμένου) ο Κ. Μιχαηλίδης αναπαρι στά τη διαμόρφωση των ελεύθερων χώρων της Ύδρας και τους άξονες κίνησης σε αυ τόν. Επίσης, στο τοπογραφικό σκαρίφημα της Χώρας της Ύδρας (Εικ.16) μπορείτε να παρακολουθήσετε τις φυσικές διεξόδους (σημειώνονται με έντονες γραμμές) που βοή θησαν στην ανάπτυξη της πόλης από το λόφο της Κιάφας, που σημειώνεται με μια κα μπύλη, προς το λιμάνι, που είναι και το σημείο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο.
Εικόνα 16 Τοπογραφικό σκαρίφημα της Χώρας της Ύδρας, όπου σημειώνονται οι φυσικές διέξοδοι προς τη θάλασσα, οι οποίες αποτελούν και τους κύριους άξονες κίνησης των ανθρώπων
1
145
3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 3.11
ΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΔΕΙΞΗΣ ΤΗΣ ΙΙΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΣΕ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΙΙΡΟΤΥΙΙΟ Από τα τέλη του 19ου αιώνα και με έμφαση στο πρώτο μισό του 20ού, το ενδιαφέρον των πρώτων λαογράφων, αρχαιολόγων και αρχιτεκτόνων άρχισε να στρέφεται προς την πολιτιστική κληρονομιά μας και κατ' επέκταση προς την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Στην αρχή μελετήθηκε το ελληνικό σπίτι, το αρχοντικό και το χωριατόσπιτο· αργό τερα έγιναν προσπάθειες ταύτισής του με προηγούμενα πρότυπα από τη βυζαντινή, την αρχαία, ακόμα και την προϊστορική εποχή. Τέλος, εκδηλώθηκε ένα κίνημα επιστρο φής στις ρίζες, χαρακτηριστικό του οποίου ήταν, ως προς τον τομέα της αρχιτεκτονι κής, η επιλογή σχεδίων με μορφολογικά στοιχεία από παραδοσιακά σχέδια για την ανοικοδόμηση οικιών στον σύγχρονο αστικό χώρο. Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 3/Κεφάλαιο 3 Μελετήστε το άρθρο του αρχιτέκτονα Δημήτρη Φιλιππίδη «Ιστορική αναδρομή», που θα βρείτε στα Παράλληλα Κείμενα. Σε αυτή την Άσκηση παρουσιάζουμε τις θέσεις επιφανών λαογράφων και αρχιτεκτόνων για τον τρόπο προσέγγισης και μελέτης της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Αντιστοιχίστε τις θέσεις αυ τές, οι οποίες σημειώνονται με τα γράμματα Α, Β, Γ, Δ, Ε και Π, με τα ονόματα που ακολουθούν: 1. 2. 3. 4. 5. 6.
Δημήτρης Πικιώνης Δημήτρης Λουκόπουλος Γεώργιος Πολίτης Αναστάσιος Ορλάνδος Αγγελική Χατζημιχάλη Γεώργιος Μέγας
Α ) Από τους πρώτους Έλληνες λαογράφους. Μετέφερε από τη Γερμανία, όπου σπούδασε, την έμφαση στον εθνικό χαρακτήρα του «λαού» και συνέβαλε στη στροφή της λογοτεχνίας προς την ηθογραφία, ως αντίδοτο στην ξενομανία της εποχής. Όσον αφορά την αρχιτεκτο νική, στα ηθογραφικά λογοτεχνικά κείμενα περιλαμβάνονται περιγραφές παραδοσιακών κατοικιών της ελληνικής υπαίθρου. Β) Λαογράφος, μελετητής της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, ιδιαίτερα του θρακικού χώρου. Υποστηρίζει πως υπάρχει ο παραδομένος τύπος οικίας κατά περιοχές και οι παρεκκλίσεις από την αρχική μορφή. Με τον τρόπο αυτό εξηγεί την ποικιλία των αρχιτεκτονικών μορφών στον ελληνικό χώρο, ως δυναμική εξέλιξη που χαρακτηρίζει κάθε ανθρώπινο έργο. η Μελέτησε το σκυριανό σπίτι, αλλά μας παρέδωσε μια θαυμάσια συνθετική εικόνα της πα ραδοσιακής αρχιτεκτονικής ολόκληρου του Αιγαίου. Αναζήτησε τα ομοιογενή χαρακτηρι-
1
149
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.11
στικά του νησιωτικού χώρου, χωρίς να θυσιάσει την ιδιομορφία κάθε περιοχής. Πίστευε, πέρα από την αισθητική, στη διδακτική αξία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, γι' αυτό πρέσβευε ότι άξιζε να μελετηθεί και το πιο απλό χωριατόσπιτο. Δ) Ο σημαντικότερος αρχιτέκτονας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα στην Ελλάδα. Πίστευε πως το κύριο προτέρημα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής είναι η φυσικότητα, ως προέ κταση του απλού ανθρώπου που βρίσκεται κοντά στη φύση. Αυτό αποτελεί στοιχείο αλή θειας και αρμονίας. Κατά τον αρχιτέκτονα αυτό, η σε βάθος αντίληψη της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής προκύπτει από τη φιλοσοφική ενατένιση που βασίζεται στη λαϊκή σοφία. Ε) Αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος που ασχολήθηκε με όλο το φάσμα της ελληνικής αρχιτε κτονικής από την Αρχαιότητα έως τους νεότερους χρόνους. Μελέτησε την προϊστορική κατοικία, τη μοναστηριακή αρχιτεκτονική, τα αστικά σπίτια και τα παραδοσιακά αρχοντικά. Σ1) Μελετητής του αιτωλικού χώρου, παρουσιάζει τα απλά σπίτια της παrρίδας του, χωρίς να ανα δεικνύει όσα παρουσιάζουν κάποια ξεχωριστά μορφολογικά χαρακτηριστικά. Περιγράφει την τεχνική της οικοδομικής και τις δραστηριότητες των κτιστών, προσπαθεί να προβεί σε μια τυ πολογία των σπιτιών της Αιτωλίας και να ερμηνεύσει την προέλευσή τους. Θα βρείτε την απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Ι>
Άσκηση Αυτοαξιολόγησηc; 4/Κεφάλαιο 3 Καταγράψτε τους πρωτεργάτες και συντελεστές του ρεύμαrος της επιστροφής στις ρίζες στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Θα βρείτε την απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
�; Ι>
Παράλληλο Κείμενο (προαιρετικό) Εάν επιθυμείτε να μάθετε περισσότερα για το ρεύμα «της επιστροφής στις ρι'ζες» στον τομέα της αρχιτεκτονικής, σας προτείνω να διαβάσετε το άρθρο του Μ.Γ. Μερακλή «Τι είναι ο folklorismus», περ. Λαογραφία, τεύχος 28, καθώς και τις σ. 109-125 από το βι βλίο του Λαογραφικά Ζητήματα, εκδ. Μπούρα, Αθήνα 1989. Δραστηριότητα &/Κεφάλαιο 3 Η λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη αγάπησε και μελέτησε τον παραδοσιακό πολιτισμό. Ως μέλος της αθηναϊκής μεγαλοαστικής τάξης, κατόρθωσε να «κάνει μόδα» στους κύκλους της την αγάπη της αυτή, τη στιγμή που ξένα ρεύμαrα επηρέαζαν την αθηναϊκή ζωή. Πιστή στις από ψεις της, ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχο να σχεδιάσει το σπίτι της στην Πλάκα, αντλώντας στοιχεία από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Το σπίτι αυτό έχει μετατραπεί σε Μουσείο, με tην επωνυμία «Κέντρο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης». Εάν καrοικείτε ή εάν επισκεφθείτε την Αθήνα, σας προτείνω να επισκεφθείτε το σπίτι της Αγγε λικής Χαrζημιχάλη, που βρίσκεται στην οδό Υπερείδου 18, στην Πλάκα. Στη συνέχεια: α) περιγράψτε δέκα εκθέμαrα του Μουσείου, β) σχολιάστε σε 100 περίπου λέξεις την αρχιτεκτονική του κτιρίου στη νεοκλασική αrμόσφαιρα της Πλάκας. Μπορείτε να δείτε και τα δικά μας σχόλια στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
150
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Σύνοψη Στο κεφάλαιο αυτό γνωρίσατε μορφές οίκησης του χώρου που κυμαίνονται από την απλούστερη σαρακατσάνικη καλύβα, τις αγροικίες και τους περιστεριώνες, τα μονόσπιτα και τα μεγαλιθικά σπίτια, η προέκταση των οποίων διαμόρφωσε τον αρχιτεκτονικό τύπο των μανιάτικων πύργων, ως τους πύργους της μεγαλοα στικής τάξης της Λέσβου και τα αρχοντικά του Πηλίου. Η παρουσίαση έγινε με βάση τη δομολειτουργική μέθοδο, η οποία δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στην εξέ ταση των δομών και των λειτουργιών της αρχιτεκτονικής και ταιριάζει περισσό τερο στη λαογραφία, εν αντιθέσει προς τη μορφολογική εξέταση, η οποία ενδεί κνυται περισσότερο σε μια καθαυτό αρχιτεκτονική προσέγγιση. Παράλληλα με αυτή την κατάταξη, μελετήσατε τις αρχιτεκτονικές διαφορές που μπορούν να προκύψουν στον ίδιο ευρύτερο οικιστικό χώρο και προέρχονται από τα ήθη και την κοινωνική ζωή διαφορετικών φυλετικών συσσωματώσεων. Οι επαγγελματι κές ομάδες των μαστόρων αναλάμβαναν την πραγματοποίηση στον χώρο των εκάστοτε πολιτισμικών προτύπων. Οργανωμένοι σε συντεχνίες, διέτρεχαν τον ελληνικό χώρο και προσάρμοζαν την εργασία τους στις κοινωνικο-οικονομικές απαιτήσεις και στις ιστορικές επιδράσεις του εκάστοτε χώρου. Ενδεικτικά, ένα κέντρο λιθογλυπτικής -η Τήνος- και ένα ζωγραφικής -οι Χιονιάδες- επιλέχτη καν προκειμένου να καταδειχτεί η συμπληρωματική λειτουργία των τομέων αυ τών στην αρχιτεκτονική ποικιλία. Τα πρότυπα της ελληνικής παραδοσιακής αρ χιτεκτονικής «ξαναζωντάνεψαν» την περίοδο του Μεσοπολέμου στον αστικό χώρο από τη μεγαλοαστική τάξη, ως κίνηση για την «επιστροφή στις ρίζες», με ενδιαφέρουσες προεκτάσεις στον προβληματισμό ως προς τη λειτουργία των πα ραδοσιακών αρχιτεκτονικών μορφών στον σύγχρονο χώρο.
151
Παράρτημα Απαντήσεις σε Ασκήσεις Αυτοαξιολόγησης Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 1 m
--
Οι Σαρακατσάνοι ήταν νομάδες κτηνοτρόφοι, συνεπώς μετακινούνταν με βάση τις καιρικές συνθήκες, που καθόριζαν την τροφή των κοπαδιών τους. Η γενική κίνηση στον χώρο ήταν κυ κλική και επαναλαμβανόμενη: την άνοιξη -του αγίου Γεωργίου- ανέβαιναν στα ορεινά βοσκο τόπια, όπου η δροσιά ευνοούσε το φύτρωμα του φρέσκου χορταριού, και το φθινόπωρο -του αγίου Δημητρίου- κατέβαιναν στα πεδινά προς αναζήτηση ηπιότερου κλίματος και βοσκότο πων όπου η βλάστηση δεν είχε καταστραφεί από τα χιόνια. Αυτή η κτηνοτροφική τεχνική απαι τούσε συνεχή μετακίνηση, συνεπώς και στέρηση μόνιμης κατοικίας. Ωστόσο, οι προσωρινοί καταυλισμοί των Σαρακατσάνων χαρακτηρίζονταν από συγκεκριμένη και αναγνωρίσιμη -ως ανήκουσα στη συγκεκριμένη φυλετική οντότητα- αρχιτεκτονική μορφή και διάταξη, αν και ήταν πρωτόγονη και χρησιμοποιούνταν εφήμερα μέσα. Εξυπηρετούσαν ανάγκες στέγασης και προ στασίας, σε συνδυασμό προς εκείνες της εύκολης μετακίνησης. Οι εγκαταστάσεις διασκορπί ζονταν στον χώρο με τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει προστασία από τις βροχές και τους χει μάρρους καθώς και τους βόρειους ανέμους. Ως προς τη σχέση των ανθρώπων με τα ζώα, σε συνάρτηση πάντα με τις κλιματολογικές συνθήκες, οι καλύβες των ανθρώπων και τα μαντριά των ζώων βρίσκονταν κοντά τον χειμώνα, ώστε να είναι εύκολη η πρόσβαση των ανθρώπων στα ζώα υπό δεδομένες καιρικές συνθήκες, ενώ, αντίθετα, ήταν απομακρυσμένες το καλοκαίρι, εφόσον η καλοκαιρία επέτρεπε την αποφυγή συγχρωτισμού ανθρώπων και ζώων. Ακόμα, δεδο μένου ότι οι καιρικές συνθήκες καθόριζαν και την παραγωγικότητα των βοσκότοπων, αυτή έπρεπε να διαφυλάσσεται και να διευθετείται ορθολογικά: τα γίδια κρατούνταν μακριά από την τρυφερή βλάστηση των λιβαδιών, την τόσο απαραίτητη και περιζήτητη για τα πρόβατα, εφόσον τα πρώτα μπορούσαν με μεγαλύτερη ευκολία να τραφούν με κάθε είδους βλάστηση και να μην καταναλώνουν το χορτάρι που ήταν δυσεύρετο. Συμπερασματικά, ακόμη και η πιο στοιχειώδης ανθρώπινη εγκατάσταση καθορίζεται μορφολο γικά και χωροταξικά από τις κλιματολογικές συνθήκες.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 2 Οι σωστές αντιστοιχίσεις είναι οι ακόλουθες: 1-Θ, 2-ΙΕ, 3-Δ, 4-Η, 5-ΙΣΤ, 6-ΙΓ, 7-Ζ, 8-ΙΑ, 9-Α, 10-Β, 11-ΙΒ, 12-Γ, 13-ΣΤ, 14-Ε, 15-1, 16-ΙΔ. Είναι φανερό πως η Άσκηση αυτή απαιτεί μελέτη, παρατηρητικότητα, υπομονή και επιμονή. Γι' αυτό, αν δεν τα πήγατε καλά, μην απογοητεύεστε. Ξεκουράστε το μυαλό σας και ξαναπροσπα θήστε. Είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρετε καλύτερα!
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 3 Η σωστή αντιστοίχιση έχει ως εξής: 1-Δ, 2-ΣΤ, 3-Α, 4-Ε, 5-Γ και 6-Β.
152
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 4 :, Αυτοί που μπορεί να θεωρηθεί ότι προετοίμασαν το έδαφος για την αναγνώριση της αξίας της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, ώστε αργότερα να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης αλλά και θαυμασμού από μια ομάδα Ελλήνων λαογράφων, αρχιτεκτόνων και αρχαιολόγων, είναι οι ξένοι περιηγητές επί τουρκοκρατίας, οι οποίοι «κυνηγούσαν» νέες εμπειρίες. Κατέγραψαν στοιχεία της παραδοσιακής κατοικίας, την οποία αντιμετώπισαν ως ελκυστικό πρότυπο μιας κοινωνίας που βρισκόταν πέρα από τα όρια της δικής τους αστικής ζωής. Η·προσέγγισή τους γινόταν από την οπτική γωνία του θαυμασμού αρχέτυπων στοιχείων και όχι της απο στροφής από έναν κόσμο που βρισκόταν σε καθυστέρηση, πάντα σε σχέση με τα δικά τους πρότυπα ζωής. Τα κείμενά τους έδωσαν αξία στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική και συνετέλε σαν, σε κάποιο βαθμό, στη μεταγενέστερη τάση που διαμορφώθηκε σε μεγαλοαστικά, κυ ρίως, στρώματα της ελληνικής κοινωνίας της «επιστροφής στις ρίζες». :, Η Αγγελική Χατζημιχάλη υπήρξε η δεσπόζουσα μορφή του ρεύματος της «επιστροφής στις ρίζες». Πίστεψε πως ο παραδοσιακός πολιτισμός έχει διδακτική αξία, συνεπώς ότι μπορούμε να διδαχτούμε και να αντλήσουμε πρότυπα από αυτόν, ακόμα και σε αρχιτεκτονικό επίπεδο. Το απέδειξε στην πράξη χτίζοντας ένα παραδοσιακό σπίτι στην Πλάκα. :, Ο Αναστάσιος Ορλάνδος, ο οποίος μελέτησε αρχιτεκτονικούς τύπους από την προϊστορική εποχή έως τα νεότερα χρόνια, αποσκοπούσε στο να αποτελέσει «τον πυρήνα διά την δημι ουργίαν αγνής ελληνικής αρχιτεκτονικής στηριζομένης εις την παράδοσιν και απηλλαγμένης ξενικών επιδράσεων». :, Ο Δημήτρης Πικιώνης πιστεύει πως η ελληνική αρχιτεκτονική είναι τόσο φυσική και αληθινή που παίρνει τη σημασία συμβόλων της ζωής. Τα σύμβολα αυτά έχουν μια διαχρονικότητα που έρχεται σε ρήξη με τις παροδικές μόδες οι οποίες προέρχονται από το εξωτερικό και επιδρούν στη σύγχρονη ζωή. :, Ο αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος μελέτησε την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του βορειο ελλαδικού χώρου, την οποία σχετίζει με τη βυζαντινή αρχιτεκτονική. Αρχίζει να χτίζει τα πρώ τα αστικά σπίτια με παραδοσιακά στοιχεία, όπως εκείνο της Αγγελικής Χατζημιχάλη στην Πλάκα.
153
Απαντήσεις σε Δραστηριότητες Δραστηριότητα 1 &�-�------------------
1) Ομοιότητες: Α) Πρόκειται για οχυρές κατοικίες. Β) Οι πύργοι βρίσκονται, κατά κανόνα, συ γκεντρωμένοι σε οικισμούς. Οι πιο χαρακτηριστικοί είναι η Βάθεια στη Μάνη και η Θερμή στη Μυτιλήνη. 2) Διαφορές: Α) Οι πύργοι διαμορφώθηκαν σε μια εποχή που η πειρατεία γνώριζε άνθηση. Η Μάνη υπήρξε ορμητήριο των πειρατών, άρα η λειτουργία τους εξυπηρετούσε επιθετικούς σκοπούς, ενώ η Λέσβος δεχόταν πειρατικές επιδρομές, συνεπώς οι πύργοι της είχαν αμυντι κό χαρακτήρα. Β) Στη Μάνη, οι πύργοι αποτελούν την κύρια κατοικία των αγροτοκτηνοτρό φων, οργανωμένων σε γένη, ενώ στη Λέσβο μετατρέπονται σε εξοχικές κατοικίες πλούσιων αστών της πόλης της Μυτιλήνης. η Στη Μάνη διατηρούν ένα λιτό εσωτερικό διάκοσμο, ενώ στη Λέσβο χαρακτηρίζονται από άνεση και επισημότητα. Δ) Στη Μάνη οι πύργοι ορθώνονται με εσωτερική κλίση των τοίχων, μεγαλιθική τοιχοποιία και μικρά ανοίγματα, γεγονός που αποτελεί ένδειξη ότι, μέχρι πρόσφατα, λειτουργούσαν ως φρούρια. Στη Λέσβο, αντίθετα, η λειτουργία αυτή έχει ατονήσει και ο τελευταίος όροφος έχει μετατραπεί σε επίσημο χώρο με μεγάλα παράθυρα. Αντί για την εσωτερική κλίση των τοίχων συναντάμε την προεξοχή του χώρου αυτού με σαχνισίνια, κατασκευή που συντελούσε στο να ελέγχεται ο εξωτερικός χώρος, ενώ στη σύγχρονη λειτουργία των πύργων βοηθά περισσότερο στο να είναι ανοι χrός στον έξω κόσμο και στην επικοινωνία, παρά να είναι απομονωμένος. Ε) Στη Μάνη, η φρουριακή μορφή του πύργου ενισχύεται με οχυρούς περιβόλους και εξωτερικές οχυρωμα τικές διατάξεις, ενώ στη Λέσβο η απώλεια του φρουριακού χαρακτήρα συνετέλεσε στο να διαμορφωθούν εξωτερικοί λειτουργικοί χώροι ανοιχrοί στην κοινωνική ζωή: αναπτύσσεται ένα υπαίθριο καθιστικό μπροστά στην είσοδο του πύργου. 3) Στη Μάνη αυτός ο τύπος κατοικίας παίρνει τη χαρακτηριστική του μορφή τον 150 αιώνα, οπό τε και οι Τούρκοι αποτυγχάνουν να την καταλάβουν. Το αποτέλεσμα είναι η περιοχή να μετα τραπεί σε μια συσσωμάτωση οχυρών οικισμών. Οι πύργοι της Λέσβου, στη σημερινή μορφή τους, χρονολογούνται στα τέλη του 1βου και στις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε και διαπιστώ νεται οικονομική ευρωστία και, κατ' επέκταση, κοινωνική άνοδος της αστικής τάξης.
Δραστηριότητα 2 Στην απάντησή σας λάβετε υπόψη ότι στις κλειστές παραδοσιακές κοινωνίες πρωταρχική ανά γκη είναι η απόκρυψη της γυναίκας από την κοινωνία. Τούτο γίνεται στις πατριαρχικές κοινω νίες και με σκοπό την εξασφάλιση του ελέγχου της γυναίκας. Πρέπει να υπάρχει αναμφισβήτη τη εγγύηση για τη γνησιότητα των παιδιών της, ώστε να εξασφαλίζεται η κληροδότηση της πε ριουσίας στους γνήσιους κατιόντες. Υπάρχει, λοιπόν, θεσμοθετημένη κοινωνική πρακτική η οποία δεν δίνει την παραμικρή δυνατότητα διατάραξης της συζυγικής πίστης. Η απόκρυψη του προσώπου με την «τσίπα» και της συζυγικής εστίας με τις ψηλές μάντρες αποτελούν τις δύο πλευρές του ίδιου «νομίσματος». Μη νομίζετε, όμως, πως αυτό συμβαίνει ανεξαιρέτως σε όλο τον ελληνικό χώρο. Αναφέραμε παραδείγματα τόπων όπου οι μάντρες δεν χωρίζουν, αλλά απλώς οριοθετούν τον χώρο, επι-
154
ΚΕΦΑΛΑΙΟ τρέποντας την επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Καραγκούνηδων του θεσσαλικού κάμπου: οι άνδρες διάλεγαν τις γυναίκες τους ανάλογα με τις φυσικές τους δυνάμεις, ώστε αυτές να εργάζονται στα χωράφια, αφήνοντας περιθώριο σε αυτούς να παραμένουν στα καφενεία. Συνεπώς, η εσώκλειστη στο σπίτι της γυναίκα δεν αποτελεί πρότυπο σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο.
Δραστηριότητα 3 ο) Στην απάντησή σας θα πρέπει να λάβετε υπόψη σας αφενός πως η κοινωνία της Πυρσόγιαν νης χαρακτηριζόταν από σχετική ομοιογένεια, λόγω των κοινών επαγγελματικών δραστη ριοτήτων μιας μεγάλης ομάδας της που εντασσόταν στα μπουλούκια των μαστόρων, αφετέ ρου ότι δεν υπήρχε ισότητα ανάμεσα στα μέλη του μπουλουκιού. Υπήρχε αυστηρή ιεραρ χία, όπως συνέβαινε άλλωστε στο πλαίσιο κάθε συντεχνίας. Η ιεραρχία αυτή αποσκοπούσε καταρχήν στην οργάνωση και στον συντονισμό των μπουλουκιών καθώς και στην ευελιξία ως προς την επαφή τους με τους εργοδότες. Όμως, ο πρωτομάστορας έπαιρνε συχνά ανε ξέλεγκτες πρωτοβουλίες, ασκώντας ψυχολογική και οικονομική πίεση στα μέλη του μπου λουκιού, ώστε να είναι απόλυτα υποταγμένο. Η έντονη ιεράρχηση και οι πράξεις αυθαιρε σίας δεν μπορούσαν να συμβαδίσουν με καμία μορφή δημοκρατίας. Δεν πρόκειται για μια αυτόνομη και αυτοδιοικούμενη οικονομική μονάδα, αλλά μέσα στην ίδια ταξική ομάδα των μαστόρων υπήρχαν έντονα ανταγωνιστικές οικονομικές αντιθέσεις. Άλλωστε, στην παράδο ση και στην πρακτική του ελλαδικού χώρου σπάνια αναπτύσσονται αυτοδιαχειριζόμενες επαγγελματικές ομάδες, όπως εκείνες των αγγειοπλαστών· και εκεί όμως υπήρχε ιεραρχία και γινόταν κατανομή εργασιών, ενώ εκδηλώνονταν, όχι σπάνια, αντιθέσεις που οδηγούσαν στη διάλυσή τους. β) Θα πρέπει να κινηθείτε στον εξής άξονα: :, Τα παιδιά εντάσσονταν στις οικονομικές πρακτικές που ανέπτυσσε η κοινότητα για τη συντήρησή της από πολύ νωρίς και παρά τη θέλησή τους. Συνεπώς, δεν πρόκειται για ατομική επιλογή, αλλά για κοινωνική πρακτική στην οποία τα ατομικά όνειρα και οι επιθυ μίες υποτάσσονταν στο σύνολο. :, Εντάσσονταν σε ιεραρχημένες ομάδες με έντονες αντιθέσεις και ανταγωνισμούς. :, Αποτελούσαν προϊόν εκμετάλλευσης. :, Δεν υπήρχαν νόμοι, γραπτοί ή άγραφοι, που να τους κατοχύρωναν στοιχειώδη δικαιώματα. :, Οι ανώτεροι στην ιεραρχία δεν κωλύονταν από καμία ηθική δέσμευση ως προς τη συμπεριφορά τους προς αυτά. :, Τέλος, οι σύγχρονες αντιλήψεις για τα δικαιώματα αλλά και την ευαίσθητη παιδική ψυχή διαμορφώθηκαν στον αιώνα μας υπό την επίδραση των επιστημών της ψυχολογίας και της παιδαγωγικής. Μόνο η μάνα είχε αναπτυγμένο το αίσθημα της στοργής προς το παιδί της.
Δραστηριότητα 5 Στα Παράλληλα Κείμενα βρήκατε την περιγραφή ενός τυπικού σπιτιού των Αμπελακίων. Σίγου ρα θα διαπιστώσατε τις μεγάλες ομοιότητες με την περιγραφή του πηλιορείτικου σπιτιού, όπως
155
την παρουσίασε ο Κίτσος Μακρής. Υπάρχουν ωστόσο και ενδιαφέροντα συμπληρωματικά στοι χεία. Σημειώστε επίσης τους καινούριους όρους που συναντάτε, όπως ξάνωγο, σαχνισί, γκλα βανή, μουσάνrpα ή μεσάντρα. Συμπληρωματικά στοιχεία: Από την ανάγνωση που κάνατε, μάθατε πως η μουσάντρα είναι ο
χώρος στην εσοχή του τοίχου που συχνά κλείνεται με ντουλάπι στο οποίο αποθήκευαν τα κλι νοσκεπάσματα. Γνωρίζετε ότι το όνομα προέρχεται από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Mansart, ο οποίος έζησε τον 170 αιώνα και επινόησε την αξιοποίηση του κενού χώρου που σχηματίζεται πάνω από τη σκάλα;
Δραστηριότητα 6 α) Η επιλογή των εκθεμάτων που θα περιγράψετε εναπόκειται σε σας και είναι ελεύθερη. β) Η ερώτηση αυτή ενέχει θέση προσωπικού προβληματισμού. Θα ήταν μάλιστα σκόπιμο να τεθεί ως θέμα προς συζήτηση με τους συμφοιτητές και τον καθηγητή-σύμβουλό σας στην επόμενη Ομαδική Συμβουλευτική Συνάντηση. Θα παρουσιάσω, ωστόσο, κάποια συμπληρω ματικά στοιχεία, τα οποία, ενδεχομένως, θα εμπλουτίσουν τον προβληματισμό σας. Ο αρχι τέκτονας Δημήτρης Πικιώνης σχεδίασε πολλά αθηναϊκά σπίτια αντλώντας και αυτός στοι χεία από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, ιδιαίτερα εκείνη του Πηλίου. Η συνοικία Κυπριά δου της Αθήνας, η οποία υπήρξε η συνοικία των καλλιτεχνών, έχει να επιδείξει δείγματα της αρχιτεκτονικής του. Μπορείτε, ενδεικτικά, να παρατηρήσετε την οικία της γλύπτριας Ελένης Μενεγάκη, η οποία βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Γρυπάρη και Ταβουλάρη. Ο αρχι τέκτονας, αφενός επαινέθηκε για το αξιόλογο έργο του και χαρακτηρίστηκε ως ο μεγαλύτε ρος Έλληνας αρχιτέκτονας της εποχής του, αφετέρου όμως κατηγορήθηκε ότι μετέφερε το Πήλιο στην Αθήνα, ενώ η Αθήνα είχε δικό της χρώμα και ρυθμό, το νεοκλασικό. Επίσης, ο αρχιτέκτονας Χ. Σφαέλλος, καθηγητής στην Ανωτάτη Αρχιτεκτονική Σχολή στο Παρίσι (1967-1988) υποστηρίζει πως τα αριστουργήματα του παρελθόντος είναι αρχέτυπα, δηλαδή ιδε ατά πρότυπα, που η αισθητική τους τελειότητα αντικατοπτρίζει το πνεύμα, τον πολιτισμό και τις συνθήκες της εποχής τους. Η μοναδική αυτή ενότητα πνεύματος και υλικής μορφής καταστρέφε ται εάν αντιγράφουμε μόνο τη μορφή, χωρίς προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες (Σφαέλλος, 1991, σ. 310). Με δυο λόγια, τα αρχέτυπα, και κατά την έκφραση του Ρ. Grillo (1960), μετατρέπο νται σε πρότυπα κατασκευαστικής σειράς και χάνεται η αρχική τους ιδέα. Τέλος, κατά τον Worsket (1965), πρέπει να αποκλειστούν οι αναστηλώσεις και οι αξιοποιήσεις των παλαιών συνοικισμών, εφόσον δεν είναι εφικτή η αναζωογόνησή τους με νέες δραστηριό τητες και η επανένταξή τους στην ενεργό οικονομική ζωή.
156
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ Αλεξάκης Ελ., Τα γένη και η οικογένεια στην παραδοσιακή κοινωνία της Μάνης, Αθή να 1980. Γεωργιάδης Ν., Η Θεσσαλία, Βόλος 1894. Γουλάκη-Βουτυρά Αλ., Καραδέδος Γ., Μαρμάρινα τέμπλα της Άνδρου, εκδ. Καϊρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2001. Δαμδούμης Ν. (συντονισμός και εποπτεία), Θεόφιλος, εκδ. Δήμου Μυτιλήνης-Μουσείου Θεόφιλου, Μυτιλήνη 1986. Δεληβορριάς Αγ. (εισαγωγή),Η Νεοκλασική Αθήνα του Παύλου Μυλωνά, Σχέδια απο τυπώσεων 1941-1955, Κέντρο Τεκμηρίωσης Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής, εκδ. Μου σείου Μπενάκη, Αθήνα 2000. Κοσμής Αγ., «Πεζούλα και τοίχος», εφ.Σιφνιακή, φ. 25, 1969, σ. 20. Λουκιανός Γ., Οι βοτσαλωτές αυλές του Αιγαίου. Η πανάρχαιη τέχνη των βοτσαλωτών δαπέδων στον αιγαιακό χώρο, εκδ. Γιάννης Λουκιανός, Αθήνα 1999. Μακρής Κ., Η λαϊκή τέχνη του Πηλίου, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1976. Μακρής Κ., Χιονιαδίτες ζωγράφοι. 65 λαϊκοί ζωγράφοι από το χωριό Χιονιάδες της Ηπείρου, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1981. Μπούρας Χ., Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, εκδ. Μέλισ σα, Αθήνα 2001. Νιτσιάκος Β., «Συμβολικές σχέσεις και κοινωνική μνήμη: η ανασυγκρότηση της τοπι κής ταυτότητας στην Πυρσόγιαννη», στο Δαμιανάκος Στ., Ζακοπούλου Ε., Κασίμης Χ., Νιτσιάκος Β., Εξουσία, εργασία και μνήμη σε τρία χωριά της Ηπείρου. Η τοπική δυνα μική της επιβίωσης, εκδ. Πλέθρον/ΕΚΚΕ, Αθήνα 1997, σ. 269-338. Σαίτας Γ., «Μάνη», Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, εκδ. Μέλισσα, τόμος 5, Αθήνα 1988, σ. 43-204. Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ε., Οι αγγειοπλάστες της Σίφνου. Κοινωνική συγκρότηση, παρα γωγή, μετακινήσεις, εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2002. Σφαέλλος Χ.Α., Αρχιτεκτονική. Η μορφή της σκέψης στο φυσικό χώρο, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1991. Τζάκου Α.Ε., Κεντρικοί οικισμοί της Σίφνου. Μορφή και εξέλιξη σε ένα παραδοσιακό σύστημα, Αθήνα 1979. Φιλιππίδης Δ. (σύμβουλος-συντονιστής), Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τό μοι 1-8, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1983 κ.ε. Φιλιππίδης Δ., Διακοσμητικές τέχνες, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1998. Φλωράκης Α.Ε., «Η κατασκευή του μαρμάρινου φεγγίτη», Εθνογραφικά, τεύχος 6, Ναύπλιο 1989, σ. 11-30.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ Dawkins R.A., «Notes from Karpathos»,Annual of the Brίtish School atAthens, τόμος ΙΧ, 1902-1903, σ.176-210.
157
Grillo Ρ., What ίs Design, Theobland, 1960. Leroi-Gourhan Α., Le Geste et Ζα Parole, τόμος 11: La memoire et les ,ythmes, Paris 1965. Papas C., L 'Urbanisme et Ζ 'Archίtecture dans Zes Cyclades, Paris 1957. Worsket, The Caracter ofTowns, London 1965.
ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗ Για λόγους μεθοδολογίας, προσεγγίσαμε το θέμα της αρχιτεκτονικής, της γλυπτι κής και της ζωγραφικής από την άποψη της δομής και της λειτουργίας των τριών αυτών αλληλοσυμπληρούμενων τρόπων παρέμβασης στον φυσικό χώρο. Δεδομένης της αδυ ναμίας παρουσίασης της τεράστιας αρχιτεκτονικής ποικιλίας που αποτυπώνεται στον ελλαδικό χώρο, περιοριστήκαμε στην ερμηνεία των αρχιτεκτονικών τύπων οίκησης σε σχέση με την κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο οικι σμένος χώρος είναι συγχρόνως και μια ιστορική κατηγορία. Ο Οδηγός για Περαιτέρω Μελέτη περιλαμβάνει βιβλία που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στη μορφολογία της πα ραδοσιακής αρχιτεκτονικής και στην απεικόνιση έργων γλυπτικής και ζωγραφικής, ώστε να εμπλουτίσετε την εικόνα που έχετε για τους τρεις αυτούς τομείς της παραδο σιακής τέχνης και τεχνικής.
158
1.
Γουλάκη-Βουτυρά Αλ., Καραδέδος Γ., Μαρμάρινα τέμπλα της Άνδρου, εκδ. Καίρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 2001. Οι εκκλησίες των Κυκλάδων, οι οποίες έχουν συχνά πλούσιο εσωτερικό μαρμάρι νο διάκοσμο: τέμπλα, προσκυνητάρια, άμβωνες, θρόνοι κ.λπ., αποτελούν από τον 160 έως τον 20ό αιώνα την κύρια παραγωγή των εργαστηρίων μαρμαρογλυπτικής, από τα οποία κατάγεται η νεοελληνική γλυπτική. Ειδικά τα τέμπλα είναι μνημεία στα οποία «συνεργάζονται» η αρχιτεκτονική με τη γλυπτική σε έργα μεγάλης κλί μακας με αποτελέσματα εμφανή στην τυπολογία, στη μορφολογία, στην κατα σκευή. Για τον λόγο αυτό, τα τέμπλα έχουν ξεχωριστή σημασία στον χώρο της νε οελληνικής γλυπτικής όσον αφορά την έρευνα και τον εντοπισμό εργαστηρίων, τη χρονολογική κατάταξη και την κατανόηση της εξέλιξης της γλυπτικής σε αυτό το είδος. Οι συγγραφείς εξετάζουν μια άγνωστη πλευρά της ελληνικής παράδοσης στην περιοχή των Κυκλάδων, όπου συναντιέται η Ανατολή με τη Δύση, όπου επι δράσεις από την Αναγέννηση, το μπαρόκ και αργότερα τον νεοκλασικισμό έρχο νται από διάφορους δρόμους και επηρεάζουν δημιουργικά την ντόπια λαϊκή πα ράδοση.
2.
Δαμδούμης Ν. (συντονισμός και εποπτεία), Θεόφιλος, εκδ. Δήμου Μυτιλήνης Μουσείου Θεόφιλου, Μυτιλήνη 1986. Το βιβλίο αυτό παρουσιάζει τα έργα του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου που φιλοξε νούνται στο ομώνυμο Μουσείο, στη Βαρειά της Λέσβου. Στο Μουσείο αυτό εκτί θενται 86 πίνακες της τελευταίας περιόδου του ζωγράφου που ανήκαν στην ιδιω τική συλλογή του Στρατή Ελευθεριάδη ή γνωστότερου στους καλλιτεχνικούς κύ κλους του Παρισιού με το όνομα Teriade.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3.
Δεληβορριάς Αγ. (εισαγωγή), Η Νεοκλασική Αθήνα του Παύλου Μυλωνά, Σχέδια αποτυπώσεων 1941-1955, Κέντρο Τεκμηρίωσης Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής, εκδ. Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 2000. Όπως αναφέρει ο Διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Άγγελος Δεληβορριάς στην εισαγωγή του, η έστω και γενική εικόνα της νεοκλασικής Αθήνας που διαθέ τουμε σήμερα για τη διερεύνηση των αισθητικών τάσεων της αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα δεν οφείλεται σε όσα αρχιτεκτονήματα εξακολουθούν να �,πιβιώνουν μέσα στον ασφυκτικό κλοιό του τσιμέντου και της αδιαφορίας ούτε και στην κα θυστερημένη παρέμβαση της πολιτείας, η οποία, την τελευταία μόλις στιγμή, απο φάσισε να περισώσει ορισμένα σύνολα σε υποβαθμισμένες άλλοτε περιοχές. Οφείλεται στους λίγους οξυδερκείς και ευαίσθητους που διέκριναν έγκαιρα τη σημασία των πραγμάτων και πρόλαβαν να την αποτυπώσουν με τα μολύβια τους ή τις φωτογραφικές τους μηχανές.
4.
Λουκιανός Γ., Οι βοτσαλωτές αυλές του Αιγαίου. Η πανάρχαιη τέχνη των βοτσαλω τών δαπέδων στον αιγαιακό χώρο, εκδ. Γιάννης Λουκιανός, Αθήνα 1999. Στην Ελλάδα, στον χώρο όπου γεννήθηκε η ιδέα του βοτσαλωτού και του ψηφιδω τού γενικότερα, η τέχνη αυτή ξεχάστηκε και δεν ευδοκίμησε από τον 150 έως τον 180 αιώνα. Η μελέτη αυτή παρακολουθεί την επανεμφάνιση της τέχνης σχεδόν ταυτόχρονα με την είσοδο του νεοκλασικισμού. Τον 190 αιώνα οι βοτσαλωτές αυ λές εξαπλώνονται σε ολόκληρο σχεδόν το Αιγαίο αλλά και στη Μακεδονία, τότε που οι οικονομικές συνθήκες βελτιώνονται και τίθενται οι βάσεις της νεότερης ελ ληνικής αρχιτεκτονικής. Σχέδια και ιδέες έρχονται από τη Δύση, ενώ παράλληλα γεννιούνται και καινούριες ιδέες, καθώς ακμάζει η ελληνική χειροτεχνία.
5.
Μακρής Κ.Α., Η λαϊκή τέχνη του Πηλίου, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1976. Η εργασία αυτή επιχειρεί μια συνθετική παρουσίαση της λαϊκής τέχνης του Πηλί ου κατά τον 180 και 190 αιώνα. Το Πήλιο, λόγω των ανταλλαγών του με την υπό λοιπη Ελλάδα και με τη Δύση, καθώς και λόγω της γενικότερης κοινωνικο-οικο νομικής του ανάπτυξης, παρουσιάζει αξιόλογα δείγματα αρχιτεκτονικής, γλυπτι κής και ζωγραφικής.
6.
Μακρής Κ.Α., Χιονιαδίτες ζωγράφοι. 65 λαϊκοί ζωγράφοι από το χωριό Χιονιάδες της Ηπείρου, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1981. Η εργασία αυτή παρακολουθεί και καταγράφει την πορεία ζωγράφων από τους Χιονιάδες της Ηπείρου -μοναχική ή σε ομάδες- που περιτρέχουν ολόκληρη την Ελλάδα, αλλά φτάνουν και πέρα από τα σύνορά της. Η έρευνα καλύπτει περίπου εκατό χωριά και οκτώ μοναστήρια. Εκτίθενται αντιπροσωπευτικά δείγματα από αγιογραφίες, επιγραφές, τοπία, προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις, ανθογραφίες, που καλύπτουν όλη τη γνωστή περίοδο κατά την οποία άκμασαν οι Χιονιαδίτες ζω γράφοι.
7.
Μπούρας Χ., Βυζαντινή και μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, εκδ. Μέ λισσα, Αθήνα 2001. Δεκαπέντε αιώνες αρχιτεκτονικής δραστηριότητας έχουν αφήσει μεγάλο αριθμό εκκλησιαστικών μνημείων στον σύγχρονο ελλαδικό χώρο, μερικά από τα οποία συγκαταλέγονται στα αριστουργήματα της βυζαντινής ναοδομίας. Στα οκτώ κε-
159
φάλαια του βιβλίου αυτού παρουσιάζονται οι ιδιαίτερες πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και τεχνολογικές συνθήκες υπό τις οποίες χτίστηκαν οι εκκλησίες. Ακολουθεί η ανάλυση της αρχιτεκτονικής τους (τυπολογική, στιλιστική και κατα σκευαστική), που επιτρέπει τη μελέτη της εξέλιξης της ναοδομίας στην Ελλάδα. Το βιβλίο περιλαμβάνει πλούσιο φωτογραφικό υλικό. 8.
Τζάκου Α.Ε., Κεντρικοί οικισμοί της Σίφνου. Μορφή και εξέλιξη σε ένα παραδοσια κό σύστημα, Αθήνα 1979. Πρόκειται για τη διδακτορική διατριβή της συγγραφέως, στην οποία μελετάται το κεντρικό οικιστικό πλέγμα της Σίφνου. Το κέντρο βάρους της μελέτης πέφτει στη μετά το 1821 περίοδο, γιατί τότε ολοκληρώθηκαν οι μορφές που διατηρούνται ως σήμερα. Το απώτερο παρελθόν αναφέρεται μόνο όσο χρειάζεται για να δώσει χρήσιμες πληροφορίες για την οικιστική εξέλιξη του νησιού. Επιπλέον, δίνεται βαρύτητα στο κοινωνικο-πολιτιστικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο εξελίχθηκαν οι δια δικασίες για τη δημιουργία των παραδοσιακών αρχιτεκτονικών μορφών. Πρόκει ται για μια υποδειγματική μελέτη του χώρου.
9.
Φιλιππίδης Δ. ( σύμβουλος-συντονιστής), Ελληνική ΠαραδοσιακήΑρχιτεκτονική, τόμοι 1-8, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1983 κ.ε. Στους οκτώ τόμους της Ελληνικής Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής αποτυπώνεται η μορφολογία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του ελληνικού χώρου. Τόσο τα σχέδια όσο και το πλούσιο φωτογραφικό υλικό αναδεικνύουν τις κοινωνικές δο μές της τοπικής κοινωνίας, οι οποίες διαμορφώνουν συγκεκριμένους αρχιτεκτονι κούς τύπους. Εξετάζονται επίσης οι μορφολογικές επιδράσεις.
10. Φιλιππίδης Δ., Διακοσμητικές τέχνες, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1998. Στη μελέτη αυτή του αρχιτέκτονα Δημήτρη Φιλιππίδη παρουσιάζονται οι διακοσμη τικές τέχνες, όπως άνθησαν κατά την οθωμανική περίοδο και επέδρασαν στον νεο κλασικισμό που ήρθε στην Ελλάδα από τη δυτική Ευρώπη. Καταγράφονται αντι προσωπευτικά παραδείγματα της παραδοσιακής και νεοκλασικής διακόσμησης. 11. Φλωράκης Α.Ε., «Η κατασκευή του μαρμάρινου φεγγίτη», Εθνογραφικά, τεύχος 6, Ναύπλιο 1989, σ. 11-30. Διττό είναι το ενδιαφέρον που παρουσιάζει το άρθρο αυτό του Αλέκου Φλωράκη. Αφενός, μαθαίνουμε τη διαδικασία κατασκευής ενός σημαντικού στοιχείου του αιγαιοπελαγίτικου σπιτιού, το οποίο καλύπτει τον χώρο που δημιουργείται πάνω από τις πόρτες και τα παράθυρα. Η πρόθεση κάλυψης του κενού οδηγεί στην ανά πτυξη της μαρμαρογλυπτικής. Κατασκευάζονται διάτρητοι, σκαλιστοί φεγγίτες, που συνδυάζουν την πρακτική λειτουργική (φωτισμός, αερισμός) με τη φυλακτική και την αισθητική (αποτρεπτικές και διακοσμητικές παραστάσεις). Αφετέρου, το άρθρο �αρουσιάζει ενδιαφέρον ως προς τη μεθοδολογία καταγραφής της γλυπτι κής αυτής δραστηριότητας. Σειρά φωτογραφιών καταδεικνύουν την πορεία της διαδικασίας, που ξεκινάει από την επιλογή του μαρμάρου και την αποκόλλησή του από το φυσικό περιβάλλον. Το τεχνολογικό διάγραμμα κατασκευής φεγγίτη στο τέλος του άρθρου ολοκληρώνει την υποδειγματική προσέγγιση του θέματος.
160
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
4
ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΙΚΉ Ε. Σπαθάρη�Μπεγλίτη Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να γνωρίσετε την αγγειοπλαστική ως μια χειροτεχνική δραστηριότητα η οποία εντάσσεται στην παραδοσιακή τεχνολογία και η οποία συγχρόνως ανταποκρίνεται στη λαϊκή αισθητική αντίληψη του ωραίου, ώστε να είναι το κεραμικό προϊόν κοινωνικά αποδεκτό.
Σκοπός
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη αυτού του κεφαλαίου, θα είστε σε θέση να:
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
• εντάσσετε τα κεραμικά σε συγκεκριμένο οικονομικό, κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο· • κατατάσσετε την αγγειοπλαστική στη χειροτεχνική δραστηριότητα, ως κλάδο της παραδοσιακής τεχνολογίας • απαριθμείτε τις πρώτες ύλες και να περιγράφετε τον εργαλειακό εξοπλισμό· • περιγράφετε δύο τουλάχιστον προϋποθέσεις δημιουργίας ενός αγγειοπλαστικού κέντρου· • απαριθμείτε τα βασικότερα αγγειοπλαστικά κέντρα της Ελλάδας • συγκρίνετε την παραδοσιακή και τη θεσμοποιημένη μορφή μαθητείας • αναφέρετε τις εργασιακές σχέσεις με βάση τις οποίες οργανώνεται η παραγωγή· • εξηγείτε δέκα όρους που χρησιμοποιούνται στην αγγειοπλαστική· • περιγράφετε έξι τεχνικές διακόσμησης • σχεδιάζετε σχέδια που κοσμούν τα ελληνικά παραδοσιακά κεραμικά, με βάση τα οποία αναγνωρίζετε την προέλευσή τους • δίνετε δύο παραδείγματα εποχικής μετακίνησης των αγγειοπλαστών· • απαριθμείτε τους παράγοντες απώθησης από τον αγροτικό χώρο και έλξης προς την πόλη που οδήγησαν τους αγγειοπλάστες στον εξαστισμό. • • • • • • • • • • • •
Χειροτεχνία Παραδοσιακή ή προβιομηχανική τεχνολογία Μορφή και λειτουργία Πολιτισμικό σημάδι Παραγωγικές σχέσεις Κέντρο παραγωγής Μαθητεία Βεντέμα Συντροφιά Τακίμι Αγροτική έξοδος Χωρική και κοινωνική κινητικότητα
Έννοιες Κλειδιά
161
• Εθνοκείμενο • Συλλογική μνήμη • Συλλογική συμπεριφορά Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
162
Στο κεφάλαιο αυτό θα γνωρίσετε τους όρους που καθιστούν την αγγειοπλαστική χειροτεχνική δραστηριότητα, στο πλαίσιο της παραδοσιακής τεχνολογίας, καθώς και τα κέντρα παραγωγής κεραμικών, όπως κατανέμονται στον ελληνικό χώρο. Επιπλέον, οι μετακινήσεις των αγγειοπλαστών συμπληρώνουν την εικόνα της κατανομής τους στον χώρο. Το σχήμα των κεραμικών -η μορφή τους- βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τη χρήση τους -τη λειτουργία τους-, αλλά ανταποκρίνεται επιπλέον και στις αισθητικές ανάγκες της παραδοσιακής κοινωνίας. Οι τεχνικές και το ειδικό λεξιλόγιο είναι απα ραίτητα για να αναγνωρίσουμε ένα κεραμικό, τόσο ως προς τις δυνατότητες χρήσης του όσο και ως προς την περιοχή από την οποία προέρχεται. Ο εξαστισμός, που κορυφώθηκε μεταπολεμικά, οδήγησε πολλούς αγγειοπλάστες στα μεγάλα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στην Αθήνα (κυρίως στο Μαρούσι): η λαογραφία παρακολουθεί την πορεία τους και τη δραστηριότητά τους στον αστικό χώρο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 4.1
Η ΑΓΓΕΙΟΙΙΛΑΣΤΙΚΗ ΩΣ ΙΙΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ Τα αγγειοπλαστικά αντικείμενα αποτελούν προϊόντα τεχνολογίας, αλλά συγχρόνως εκφράζουν τις αισθητικές ανάγκες της παραδοσιακής κοινωνίας. Πρόκειται για τη βα σική θέση της προσέγγισης του θέματός μας, γι' αυτό θα τη διερευνήσουμε μαζί βήμα προς βήμα.
4.1.1
Τα κεραμικά ως προϊόνtα tης παραδοσιακής tεχνολογίας
Η ετυμολογική ανάλυση του όρου τεχνολογία παραπέμπει στον λόγο για την τέχνη. Στην προκειμένη περίπτωση, ως τέχνη νοείται η δεξιότητα στην εργασία, το σύστημα κανόνων για την κατασκευή ενός αντικειμένου, η τεχνική, το επάγγελμα. Σας είναι γνωστή η έκφραση «έμαθε μια τέχνη», δηλαδή έμαθε μια επαγγελματική δραστηριότη τα που απαιτεί την εξοικείωση σε μια τεχνική δεξιότητα. Ως τεχνολογία ορίζεται επίσης και η επιστήμη που μελετά την ιστορία της τεχνικής, του τεχνητού δηλαδή στοιχείου του κόσμου, που ο άνθρωπος δημιούργησε μέσα στη φύση. Μας ενδιαφέρει η προβιομηχανική ή παραδοσιακή τεχνολογία, η οποία μελετά την ιστορία του κόσμου της εργασίας πριν από τη γενίκευση της χρήσης των μηχανών στην παραγωγή, τη μεταποίηση και τις μεταφορές και η οποία αφορά τη λαογραφία, δεδομένου ότι αναφέρεται στις παραδοσιακές κοινωνίες. Στο στάδιο αυτό διατηρού νται επίσης οι αντίστοιχες παραδοσιακές παραγωγικές σχέσεις, συμπεριφορές και νοοτροπίες. Τέλος, η λαογραφία μελετά όχι μόνο τα υλικά τεκμήρια και τις τεχνικές του παραδοσιακού πολιτισμού, αλλά και την προφορική παράδοση, που αναφέρεται στην παραγωγή και τη χρήση τους.
Σχόλιο Μελtτηc; Μελετήστε από το Προτεινόμενο Βιβλίο τα εξής κεφάλαια: α) «Η θέση της εργασίας στην παραδοσιακή κοινωνία» (σ.144-151) και β) «Η θέση της προβιομηχανικής τεχνολογίας στην παραδοσιακή κοινότητα» (σ. 151155). Διαβάζοντας τα δύο παραπάνω κεφάλαια, θα διαπιστώσετε, μέσα από παραδείγ ματα που αντλούνται από την Ανατολική Θράκη, την εκτίμηση που έτρεφαν οι πα ραδοσιακές κοινωνίες στην εργασία, αλλά και την επιφυλακτικότητα της λαογραφίας να καταγράψει εκείνες τις επαγγελματικές δραστηριότητες της παραδοσιακής ζωής που δεν σχετίζονταν με τον αγροτικό κόσμο.
163
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
Ι>
Άσκηση Αυτοαξιολόyηαης 1 /Κεφάλαιο 4 Βάλτε σε κύκλο τη σωστή ένδειξη -Σ {σωστό) ή Λ {λάθος)- και δικαιολογήστε την απάντησή σας.
Σ
Λ 1
1. Οι σύγχρονοι λαογράφοι διαπιστώνουν μια ανεπάρκεια στην καταγραφή κατά το παρελθόν του υλικού παραδοσιακού πολιτισμού, γιατί υπήρχε μικρή εκτίμηση στην εργασία ως δημιουργική δραστηριότητα 2. Ο άνθρωπος της παραδοσιακής κοινωνίας δεν συνδέει την ηθική
i
διάσταση και τις αξίες της παραδοσιακής κοινότητας με τον βαθμό εκτίμησης προς την εργασία Θα βρείτε την απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
4.1.2
Η αγγειοπλαστική ως χειροτεχνική δραστηριότητα
Στις παραδοσιακές κοινωνίες, το αποτέλεσμα της τεχνολογίας και της τεχνογνω σίας είναι η χειροτεχνία, νοούμενη ως τέχνημα, ως έργο των χεριών. Η χειροτεχνία προϋποθέτει: α) β) γ) δ)
την εφαρμογή της τεχνικής γνώσης ως εμπειρικής και όχι ως επιστημονικής την οργάνωσή της ως οικοτεχνίας, εργαστηριακής τέχνης, μικρής βιοτεχνίας χέρια και εργαλεία να αποτελούν τα κύρια μέσα κατασκευής των προϊόντων· το σύστημα καθοδήγησης των εργασιών που εξασφαλίζει την έναρξη, διακοπή ή συντονισμό τους να είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και όχι η μηχανή· ε) την αξιοποίηση ήπιων μορφών ενέργειας στ) την εφαρμογή της στο προβιομηχανικό στάδιο ανάπτυξης της κοινωνίας.
Ι>
Δραστηριότητα 1 /Κεφάλαιο 4 Μέχρι το σημείο αυτό παρουσιάσαμε όλες τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται, ώστε μία επαγγελματική δραστηριότητα να θεωρείται χειροτεχνική και να εντάσσεται στην πα ραδοσιακή τεχνολογία. Ανατρέξτε ξανά στις παραπάνω έξι προϋποθέσεις και σκεφτείτε -σύμ φωνα με την προσωπική σας εμπειρία- αν ισχύουν για την παραδοσιακή αγγειοπλαστική. Κατό πιν περιγράψτε, με μία πρόταση για κάθε προϋπόθεση, ποια στοιχεία τεκμηριώνουν την άποψή σας. Ελέγξτε την ορθότητα της απάντησής σας μελετώντας το κείμενο που ακολουθεί.
Για να εν_τάξουμε μια δραστηριότητα στην παραδοσιακή χειροτεχνία, εξετάζουμε τον υλικό εξοπλισμό, που καθορίζει τα μέσα και τους όρους παραγωγής μιας μονάδας, όπως προκύπτουν από τα ελεγχόμενα ίn sίtu ( από την επιτόπια έρευνα) ευρήματα, το ιστορικό και αρχειακό υλικό και τις προφορικές μαρτυρίες στον ίδιο τον χώρο της επαγγελματικής δραστηριότητας. Συνεπώς, όσον αφορά τα στοιχεία που έχει κατα γράψει η λαογραφία σχετικά με την παραδοσιακή αγγειοπλαστική, μπορούμε να επι σημάνουμε τα εξής: α) Η τεχνική γνώση την οποία αποκτούν οι αγγειοπλάστες είναι εμπειρική. Προέρχε164
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ται από μια μακρόχρονη μαθητεία κοντά σε έναν τεχνίτη, στον χώρο του αγ γειοπλαστείου, και όχι από έναν εκπαιδευτικό θεσμό, όπως, π.χ., μια σχολή επαγ γελματικής εκπαίδευσης. Ο ρόλος της οικογένειας στην παραδοσιακή κοινωνία εί ναι πολύ σημαντικός στη μεταβίβαση της τεχνογνωσίας, γιατί η εκμάθηση της αγ γειοπλαστικής από την οικογένεια αποτελεί μια εκπαιδευτική λειτουργία που είναι ενταγμένη στην παραγωγική διαδικασία. Συνεπώς, η εκπαίδευση των μαθητευομέ νων δεν ταυτίζεται με τον εκπαιδευτικό θεσμό. Τα παιδί μαθαίνει την τεχνική από τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέσα στον ίδιο τον χώρο της εργασίας, δηλαδή στο αγγειοπλαστείο. Οι γνώσεις προσλαμβάνονται μέσα στις ίδιες τις καταστάσεις στις οποίες θα χρησιμοποιηθούν. β) Τα αγγειοπλαστεία είναι κατά κανόνα οργανωμένα σε οικοτεχνίες ή, στην καλύτε ρη περίπτωση, σε μικρές βιοτεχνίες. Είναι οργανωμένα με βάση την οικογενειακή σύνθεση και σπάνια χρησιμοποιούν εργατικό δυναμικό. Ο άντρας είναι ο τεχνίτης του τροχού, η γυναίκα, κατά κανόνα, ζωγραφίζει και τα παιδιά ασχολούνται με τις βοηθητικές εργασίες. Αν χρησιμοποιηθεί εργατικό δυναμικό, προέρχεται κατά προτίμηση από το ευρύτερο συγγενικό περιβάλλον, ακριβώς για να μη διαταράσσε ται η οικογενειακή σύνθεση κατά την επέκταση των εργασιών του εργαστηρίου.
Στην Εικόνα 1 βλέπετε την οικογενειακή σύνθεση ενός εργαστηρίου: τη συμμετοχή του άνδρα, της γυναίκας και των παιδιών στην παραγωγική διαδικασία.
Η γυναίκα ζωγραφ[ζει
(α) Ο άντρας ε[ναι ο τεχνίτης του τροχού Εικόνα 1 Η οικογενειακή σύνθεση ενός εργαστηρίου αγγειοπλαστικής
στον Άγιο Στέφανο Μανταμάδου στη Λέσβο
1
165
4
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
(γ) Τα παιδιά βοηθούν
Συνήθως, το εργαστήριο αποτελεί και τη θερινή κατοικία ολόκληρης της οικογένει ας, δεδομένου ότι τα παραδοσιακά αγγειοπλαστεία λειτουργούσαν κατά κανόνα μόνο την καλοκαιρινή περίοδο. Γι' αυτό, στις περιπτώσεις που απαιτήθηκε να εργαστεί επι πρόσθετο εργατικό δυναμικό και να μετατραπεί από οικοτεχνία σε μικρή βιοτεχνία διαλύθηκε η οικογενειακή σύνθεση και η οικογένεια παρέμενε στη μόνιμη κατοικία της. Η τυπική αυτή μορφή συνδυάζεται και με το γεγονός πως, πρωτογενώς τουλάχι στον, η αγγειοπλαστική δεν υπήρξε αποκλειστική απασχόληση αλλά συμπληρωματική προς τις αγροτικές εργασίες. Ενδεικτικά, στη Σίφνο, η οικογένεια μεταφέρεται από την αγροικιά, όπου κατοικεί κατά τις αγροτικές εργασίες, στο τσικαλαριό, για να συνε χίσει τις εργασίες της σε άλλο τομέα που θα της συμπληρώσει τα εισοδήματα. Αντί στοιχα, στη Λέσβο, η οικογένεια μεταφέρεται καθ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού από τον Μανταμάδο στα μαγαζιά του Αγίου Στεφάνου. γ) Οι προϋποθέσεις (γ) και (δ) που αναφέρονται στην αρχή της υποενότητας 4.1.2 πληρούνται και στην παραδοσιακή αγγειοπλαστική. Ο τεχνίτης του τροχού είναι ο βα σικός συντελεστής της παραγωγής κεραμικών. Με βάση τις τεχνικές του γνώσεις θα χρησιμοποιησει τον ποδοκίνητο τροχό και με τη βοήθεια λίγων λιτών εργαλείων θα πλάσει με τα χέρια του τα αντικείμενά του. Στην περίπτωση που θα προστεθεί εργατι κό δυναμικό, οι αρμοδιότητες θα κατανεμηθούν και θα οριοθετηθούν με σαφήνεια. Ο δεύτερος τεχνίτης του τροχού θα επιλεγεί με βάση τις ικανότητές του και την ταχύτητά του στον τροχό. Ήταν πολύ σημαντικό τα αγγειοπλαστεία να έχουν ικανούς τεχνίτες, γιατί με αυτό τον τρόπο αύξαναν την παραγωγικότητά τους, που εξαρτιόταν άμεσα
166
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
από την απόδοση των τροχών που διέθεταν και, κατ' επέκταση, του τεχνίτη. Συνεπώς, τα πάντα εξαρτιόνταν από τον παράγοντα «άνθρωπος». Ακόμα και οι λαϊκές παροιμίες καταδεικνύουν το πόσο σημαντικός είναι ο άν θρωπος στη χειροτεχνική αυτή δραστηριότητα. Εάν τα κεραμικά δεν στεγνώσουν όσο πρέπει στον ήλιο και εάν δεν ψηθούν σωστά, έτσι ώστε να αποβάλουν ομοιό μορφα την υγρασία τους -διαδικασίες που αναλαμβάνουν εξολοκλήρου οι βοηθοί των τεχνιτών, οι πασπερέτες, όπως τους ονομάζουν στη Σίφνο-, μπορεί να κατα στραφεί ολόκληρη η παραγωγή ενός καμινιάσματος -ψησίματος στο καμίνι-, γι' αυτό οι αγγειοπλάστες λένε: «Από τα καλοδουλεμένα, ο διάολος παίρνει τα μισά, από τα κακοδουλεμένα, παίρνει και το νοικοκύρη». δ) Ο πιο διαδεδομένος τρόπος κίνησης του τροχού ήταν με το πόδι. Τα χέρια έμε ναν ελεύθερα για το πλάσιμο του αγγείου. Ο τεχνίτης έδινε περισσότερη ή λιγότερη κί νηση στην ποδιά (βλ. Εικόνα 2) ανάλογα με το μέγεθος της φυγόκεντρου δύναμης που ήθελε να αναπτύξει στο πανωτρόχι. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις στις οποίες η κίνη ση δινόταν με τα χέρια από ένα δεύτερο βοηθό. Τούτο συνέβαινε ιδιαίτερα στην Κρή τη, όπου η παραγωγή μεγάλων πιθαριών απαιτούσε το πανωτρόχι να βρίσκεται χαμη λά και ο τεχνίτης αδυνατούσε να ελέγξει μόνος του και τις δύο δραστηριότητες, δηλαδή την κίνηση του τροχού και το πλάσιμο του αγγείου. Τέλος, υπήρχε η περίπτωση να πλάθονται αντικείμενα χωρίς τη χρήση τροχού. (Εάν επιθυμείτε να δείτε στο βίντεο αυτή τη δραστηριότητα, μπορείτε να απευθυνθείτε στο Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κε ραμεικής [Ίδρυμα οικογ. Ψαροπούλου, Μελιδώνη 4, Κεραμεικός] και να προμηθευ τείτε το ντοκιμαντέρ «Οι τζάρες της Μεσσηνίας».)
Τροχός Τομή
6
7
8
Τα μέρη του τροχού είναι τα εξής: 1)το πανωτρόχι 2)το κοράκι 3)το αδράχτι ή καρδάχτι 4)η ποδιά 5)το καταμόχλι ή ατσαλόπετρα 6)το κάθιστρο 7)ο περάτης 8) ο στάντης και 9)το πάτηθρο (βλ. τομή και κάτσψη)
Εικόνα 2 Ο τροχός. Τα μέρη του και η ονομασία τους
167
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
Κάτοψη
Στις Εικόνες 3 και 4 μπορείτε να παρατηρήσετε δύο διαφορετικά είδη τροχών: τον κλασικό τροχό, που χρησιμοποιείται στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας, και το χαμη λό τροχί, που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στην Κρήτη για την παραγωγή μεγάλων αντι κειμ έ νων, όπως είναι τα πιθάρια. Η συμμετοχή των παιδιών στις ερ γασίες του αγ γειοπλαστείου συμβάλλει στην επαγγελματική τους εκπαίδευση, η οποία, στην πα ραδοσιακή τέχνη, γίνεται μέσα στον χώρο και στις διαδικασίες της παραγωγής.
Εικόνα 3 Τροχός
168
1
Εικόνα 4 Ηλεκτροκίvητο τροχί, Μαργαρίτες Κρήτης
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εξάλλου, το καμίνιασμα γινόταν με καύσιμη ύλη που ήταν συνήθως σκίνα ή πουρ νάρια, ακόμα και ο πυρήνας της ελιάς, ποτέ όμως κορμοί μεγάλων δέντρων. Τα κλαριά των δέντρων χρησιμοποιούνταν για την προθέρμανση του καμινιού, που ονομαζόταν κροπύρωμα.
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι στην προβιομηχανική κοινωνία, στην οποία λειτούργησε η παραδοσιακή αγγειοπλαστική, οι μορφές ενέργειας ήταν ήπιες. Εντούτοις, τις τελευταί ες δεκαετίες, κατά τη διάρκεια των οποίων εξακολουθούν να λειτουργούν παραδοσιακά αγγειοπλαστεία, μια μικρή τροποποίηση στον τροχό είναι εύκολο να τον μετατρέψει σε ηλεκτροκίνητο. Το γεγονός αυτό δεν είναι τόσο καθοριστικό, ώστε να ανατρέψει τις δια πιστώσεις μας. Αντίθετα, η αντικατάσταση του παλιού καμινιού με ηλεκτρικό δεν σχετί ζεται μόνο με τη μορφή ενέργειας που χρησιμοποιείται, αλλά και με τα είδη των παραγό μενων προϊόντων: τα παραδοσιακά αγγεία είναι ογκώδη γιατί εξυπηρετούν συγκεκριμέ νες χρήσεις, ενώ τα τουριστικά ή διακοσμητικά κεραμικά είναι κατά κανόνα πιο μικρά. Εάν το εργαστήριο διατηρήσει την παραγωγή παραδοσιακών χρηστικών προϊόντων, το κόστος για το καμίνιασμά τους σε ηλεκτρικό καμίνι είναι ασύμφορο. Γι' αυτό, τέτοιο κα μίνι χρησιμοποιούν κατά κανόνα μόνο όσοι έχουν προσαρμόσει την παραγωγή τους σε σύγχρονες διακοσμητικές ή τουριστικές ανάγκες. Στη Εικόνα 5 μπορείτε να παρατηρήσετε τον παραδοσιακό τρόπο επεξεργασίας του πηλού, που γινόταν μέσα σε «καρούτες», δηλαδή σε ειδικές δεξαμενές στις οποίες η άργιλος αναμειγνυόταν με το νερό με ζύμωμα που γινόταν με τα πόδια. Στην Εικόνα 6 θα διαπιστώσετε τη μεγάλη διαφορά στην επεξεργασία του πηλού, όταν αυτός γίνε ται με μηχανοποιημένα μέσα.
Ει ό α 5 Παραδοσιακός τρόπος επεξεργασίας του πηλού, Πλατύς Γιαλός, ί ος κ ν Σ φν
1
169
4
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
Εικόνα 6 Βιομηχανική παραγωγή πηλού: εργοστάσιο αργιλομάζας στην Κάτω Κηφισιά Αττικής
ε) Τέλος, είναι αυτονόητο ότι, όταν ανα φερόμαστε στην παραδοσιακή αγγειοπλα στική, παραπέμπουμε στο προβιομηχανικό στάδιο της κοινωνίας. Η σύγχρονη κεραμική είτε είναι καλλιτεχνική είτε εξυπηρετεί σύγ χρονες ανάγκες. Με δυο λόγια, είτε προέρ χεται από τα χέρια ενός καλλιτέχνη -και τούτο δεν σημαίνει ότι εντάσσεται στο χειροτεχνικό προβιομηχανικό στάδιο- είτε μικρότερα ή μεγαλύτερα εργοστάσια χρη σιμοποιούν την άργιλο ως πρώτη ύλη για να παραγάγουν είδη οικιακής χρήσης ή ακόμα και πλακάκια μπάνιου. Ας παρατηρήσουμε τώρα τις Εικόνες 7 και 8 που ακολουθούν.
Εικόνα 7 Εργαστήριο στον Φάρο της Σίφνου
170
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εικόνα 8 Εργαστήριο στον Πλατύ Γιαλό της Σίφνου
Στην Εικόνα 7 ο αγγειοπλάστης μόλις έχει ολοκληρώσει το πλάσιμο μιας στάμνας. Στην Εικόνα 8 έχει βγάλει τα νιόπλαστα τσικάλια στον ήλιο για να αποβάλουν την υγρασία προτού τα ψήσει στο καμίνι του. Έπειτα από όσα αναφέραμε για τη χειροτε χνία στο πλαίσιο της παραδοσιακής τεχνολογίας, σίγουρα θα συμφωνείτε πως η πα ραδοσιακή αγγειοπλαστική εντάσσεται στη δραστηριότητα αυτή. Ανακεφαλαι ώνοντας, λοιπόν, σημειώνουμε πως ο παραδοσιακός τεχνίτης, στο μικρό εργαστήριό του, χρησιμοποιώντας τα χέρια του, απλά εργαλεία και ήπιες μορφές ενέργειας, ασκεί την τέχνη του βασιζόμενος στις εμπειρικές του γνώσεις.
Παράλληλο Κείμενο (προαιρετικό) Εάν επιθυμείτε να μάθετε περισσότερα για τους παραδοσιακούς τρόπους χειροτεχνι κής παραγωγής, σας προτείνουμε να διαβάσετε τη μελέτη της Ελένης Σπαθάρη-Μπεγλί τη Οι αγγειοπλάστες της Σίφνου. Κοινωνική συγκρότηση, παραγωγή, μετακινήσεις, εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2002. Οι αγγειοπλάστες της Σίφνου εγκαταστάθηκαν σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην αγγειοπλαστική παράδοση της χώρας μας. Ειδικότερα, μελετήστε το κεφάλαιο που επιγράφεται «Εργαλειακός εξοπλισμός: α) εγκαταστάσεις για την επεξεργασία της αργίλου και την παρασκευή του πηλού, β) ο τροχός και η θέση του στο τσικαλαριό και γ) το καμίνι, τα μέρη του καμινιού, το καμίνιασμα».
1
171
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
4.1.3
Αγγειοπλαστικά κέντρα και εργαστήρια παραγωγής
Τα αγγειοπλαστικά εργαστήρια στον ελληνικό χώρο είτε είναι μεμονωμένα είτε εντάσσονται σε κάποιο κέντρο παραγωγής (βλ. Εικ. 9). Ως κέντρο παραγωγής νοείται μια συγκεκριμένη, γνωστή περιοχή της χώρας -πα ραλιακή ή μεσόγεια- όπου πολλά εργαστήρια κεραμικής κατασκευάζουν ταυτόχρονα μεγάλο αριθμό προϊόντων. Κάθε εργαστήρι έχει ανεξάρτητη παραγωγή, όλα όμως ακολουθούν την ίδια παραδοσιακή τεχνική και κατασκευάζουν τα ίδια παραδοσιακά προϊόντα, τα οποία ορίζονται ως ειδικά προϊόντα. Κοινή προέλευση βέβαια έχουν και οι πρώτες ύλες (Βογιατζόγλου, 1979-1980, σ. 37). Παρά το γεγονός ότι τα κέντρα πα ραγωγής μπορούν να συνενώνουν πολλά εργαστήρια, καθένα από αυτά διατηρεί την αυτονομία του. Παράδειγμα 1 Σίφνος. Στο νησί αυτό των Κυκλάδων, σύμφωνα με στοιχεία του 1947, λειτουργούσαν 46 τσικαλαριά (εργαστήρια παραγωγής τσουκαλιών, που αποτελούσαν το ειδικό προϊόν του νησιού, λόγω των κατάλληλων πυρίμαχων χωμάτων που υπήρχαν) σπς τοποθεσίες Πλατύς Γιαλός, Καμάρες, Βαθύ, Φάρος, Χερόνησος, Βρουλίδια και Αρτιμώνι. Σε αυτά λειτουργού σαν 90 τροχοί και 51 καμίνια.Τα τσικαλαριά αυτά ανήκαν σε 65 οικογένειες και απα σχολούσαν 200-250 εργάτες με διάφορες ειδικότητες.Συμπεριλαμβανομένων των οικογε νειών, των μεταναστών αγγειοπλαστών, των εμπόρων ή γυρολόγων,υπολογίζεται ότι ο μι σός πληθυσμός της Σίφνου ζούσε από τις προσόδους που απέφερε το αyyειοπλαστικό επάγγελμα (Σπαθάρη, 1992,σ.111-112).
Παράδειγμα 2 Άγιος Στέφανος Μανταμάδου Λέσβου. Στην κοινότητα Μανταμάδος ανήκουν τα μαγαζιά που είναι χτισμένα στην παραλία Άσπρο Ποτάμι, περίπου 2 χμ. από τον Μανταμάδο. Ο Άγιος Στέφανος είναι το τελευταίο σε λειτουργία από τα 12 συγκροτήματα μαγαζιών (όλα γύρω από το παλιό τελωνείο) που χτίστηκαν στην αρχή του 20ού αιώνα. Κάθε συγκρότημα είχε 5-6 μαγαζιά. Το ειδικό προϊόν ήταν κυρίως τα κουμάρια.
Παράλληλο Κείμενο (προαιρετικό) �
172
Εάν επιθυμείτε να μάθετε περισσότερα για τα μαγαζιά, δηλαδή για τα εργαστήρια αγ γειοπλαστικής του Αγίου Στεφάνου, στον Μανταμάδο της Λέσβου, μπορείτε να διαβά σετε το άρθρο της Μαρίας Βογιατζόγλου, «Παραδοσιακή κεραμική στη νεότερη Ελλά δα. Το παράδειγμα του Αγ. Στεφάνου στο Μανταμάδο Μυτιλήνης», Εθνογραφικά, τεύχος 2, σ. 37-46.
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
·, .. _ .............,,,---,:, ', , 0
• ΑΡ 0"'0
ΟΡΕ'"ΤΙΚΟΝ
..., .. ,--�
..1 , .. ,, , _, , , ,ι' ,,'ι: ' ..... , \
ΚΟΖΑΝΗ •
...
,'
' ...''
,
1
'
,,
, .. ,
,ι
�,:,' Τ"'ΑΝΑΚ-ΚΑSΕ
'
_,
1
, Ι 1 - 1 \ 1 1
ΤΥΡΝΑΒΟ"[jι Α0ΙΑ•
ι
,
,___
α
......
,... ..
..
,..,•'Ί
,
"';.-' ":,
\
ΑΡΤΑ •
'
1
1 1
ΟΑΝΑΡΙ •
.�ΥΡ
Ο "
'
MYTISINH '"' ... ,-'°Ί Ο
"-
,.,._;:
� �
ΖΑΚΥΝίΟ Ο "
ΚΑSΑΜΑΤΑ 8
Εικόνα 9 Χάρτης των σημαντικότερων κέντρων αγyειοπλαοτικής παραγωγής στην Ελλάδα
1
173
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
4.1.4
Μορφή και λειτουργία των κεραμικών
Με τον όρο μορφή εννοούμε το σχήμα που δίνει ο αγγειοπλάστης στο προϊόν του, ενώ με τον όρο λειτουργία αναφερόμαστε στη χρήση του προϊόντος από μια συγκεκρι μένη κοινωνία. Το παραγόμενο προϊόν αποτελεί συνάρτηση της λειτουργίας του. Τούτο σημαίνει πως πρωταρχικός σκοπός της μορφής του είναι η εξυπηρέτηση της λειτουρ γίας για την οποία κατασκευάζεται. Κατά τη μελέτη των κεραμικών της παραδοσιακής κοινωνίας πρέπει να λαμβάνου με υπόψη μας πως πρόκειται περί εμπορευμάτων και όχι περί λαϊκής τέχνης, όπως με ρικές φορές συνηθίζουμε να λέμε. Είναι πάντα χρηστικό και εξυπηρετεί ανάγκες είτε του σπιτιού είτε της αποθήκευσης προϊόντων είτε οικοδομικές είτε, τέλος, τελετουργι κές. Οι μορφές εξυπηρετούν λοιπόν αυτές τις λειτουργίες, που μεταβάλλονταν ανεπαί σθητα σε όλη την πορεία της προβιομηχανικής κοινωνίας. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται και η παρουσία παρεμφερών σχημάτων στα αγγεία, κατά τη διάρκεια των αιώνων, στις ίδιες περιοχές όπου υπήρχε η ίδια παραγωγή και ίσχυαν οι ίδιες συνθήκες ζωής. Τα εργαστήρια δεν επιδιώκουν την πρωτοτυπία, αντίθετα ακολουθούν τις παραδοσιακά καθιερωμένες μορφές των αγγείων. Η διακόσμηση που ενδεχομένως φέρουν δεν απο σπά τα προϊόντα από τον λειτουργικό τους χώρο για να τα μετατρέψει σε διακοσμητι κά, όπως συμβαίνει στις σύγχρονες κοινωνίες. Τα κεραμικά που βλέπετε στην Εικόνα 10 είναι όλα χρηστικά.
Εικόνα 10 Η παραγωγή στη Σίφνο. Από αριστερά προς τα δεξιά και από πάνω προς τα κάτω: μαστέλο, αρμεός, φλάρος, τσικάλι, φουφού, μισίσταμνο, φλάρος
174
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Δραστηριότητα 2/Κεφάλαιο 4 Παρατηρήστε την Εικόνα 10: κάθε κεραμικό έχει μια μορφή που ανταποκρίνεται στη λειτουργία του, π.χ.: Μισίσταμνο. ΜΟΡΦΗ: Ονομάζεται έτσι γιατί έχει σχήμα μισής στάμνας με φαρδύ πάτο. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: Αγγείο μεταφοράς νερού που χρησιμοποιείται από τους ψαράδες στις βάρ κες τους. Ο φαρδύς πάτος βοηθά να μη γέρνει το μισίσταμνο σε περίπτωση τρικυμίας. Σχηματίστε, κατά το παραπάνω παράδειγμα, έναν κατάλογο στον οποίο θα αιτ_ιολογείτε τη μορφή των υπόλοιπων κεραμικών της Εικόνας 1 Ο. Διευκρινίζω ότι στο μαστέλο μαγειρεύουν κρέας, με τον αρμεό αρμέγουν τις αγελάδες, ο φλάρος είναι καπνοδόχος, στο τσικάλι μαγει ρεύουν όσπρια και στη φουφού χρησιμοποιούν κάρβουνα για να ψήσουν. Θα βρείτε την απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
4.1.5
Τα κεραμικά ως έκφραση των αισθητικών αναγκών της παραδοσιακής κοινωνίας
Η αγγειοπλαστική παραγωγή, αν και εντάσσεται στην παραδοσιακή τεχνολογία, συνδέεται με τη λαϊκή καλλιτεχνική έκφραση, εφόσον προβάλλει τις αισθητικές αντιλήψεις τόσο των κατασκευαστών όσο και των χρηστών τους. Ένα κεραμικό ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της παραδοσιακής κοινότητας, όχι μόνο όταν μορφολογικά ανταποκρίνεται στις λειτουργικές ανάγκες για τις οποίες έχει κατασκευαστεί, αλλά και όταν η κοινό τητα το θεωρεί αισθητικά άρτιο και αποδεκτό. Στην παραδοσιακή αισθητική δεσπόζουν οι επαναλαμβανόμενες μονάδες (στην αρχιτεκτονική, στα μοτίβα των αγγείων και των υφαντών κ.ά. ). Πρόκειται για ένα ενδιάμεσο στάδιο από τη γεωμε τρική επαναλαμβανόμενη έκφραση προς μια πιο ελεύθερη σχεδίαση. Ωστόσο, ο παραδοσιακός καλλιτέ χνης δεν τολμά να αναπτύξει τη σχεδίαση αυτή σε ολό κληρη την επιφάνεια του κεραμικού, αλλά επαναλαμβάνει σε αυτή περιορισμένα στοιχεία της (π.χ. χαρακτηριστικά εί ναι τα σκυριανά κεραμικά, στα οποία επαναλαμβάνονται τα πουλιά και τα σχηματοποιημένα λουλούδια σε μία ή περισσότερες ζώνες του αγγείου, βλ. Εικόνα 11). Ο ανθρωπομορφισμός του σύμπαντος είναι ένα μεταγενέ στερο στάδιο της αισθητικής αντίληψης και της καλλιτεχνικής πρακτικής. Εικόνα 11 Σκυριανό σrαμνί. Ως μορφή, η σrάμνα θεωρείται το τέλειο καμπύλο σχήμα. Μάστορας αναδεικνύεται ο μαθητευόμενος που κατορθώνει να πλάσει μια σrάμνα (το κλείσι μο του λαιμού θεωρείται μία από τις πιο δύσκολες κινήσεις των χεριών). Ωσrόσο, το αyyείο αυτό είναι αποδεκτό από την παραδοσιακή σκυριανή κοινωνία μόνο όταν έχει εκείνα τα σχέ δια που συνηθίζονται σrον τόπο όπου το χρησιμοποιούν. Η κοινότητα αποζητά δηλαδή τα πολιτισμικά σημάδια που ικανοποιούν τις αισθητικές της προτιμήσεις
1
175
4
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
e
Το απλό σχέδιο που σχηματίζεται συνήθως πάνω στα πήλινα αγγεία (μερικές γραμμές, κάποιο λουλούδι), εκτός από την αισθητική αποδοχή του από την κοινότητα, αποτελεί ένα σχέδιο πολιτισμικά σημαδεμένο. Τούτο σημαίνει ότι δεν αποσκοπεί στη μίμηση του φυ σικού κόσμου και δεν είναι το αποτέλεσμα της ικανότητας ή μη του τεχνίτη να αποδώσει όσο το δυνατόν πιστότερα αυτή την πραγματικότητα στην επιφάνεια των αγγείων. Η αι σθητική λειτουργία δεν προϋποθέτει με κανένα τρόπο τη μίμηση. Είναι σύνθετη και δεν περιορίζεται σε μια αυτόματη δυνατότητα αντιγραφής του φυσικού κόσμου. Δεν καθορί ζεται από την ικανότητα μερικών προικισμένων ανθρώπων να αναπαράγουν την πραγμα τικότητα. Αν δεν ίσχυε το παραπάνω, τότε θα έπρεπε να αποκλειστούν όχι μόνο τα κερα μικά, αλλά και το σύνολο των παραγόμενων προϊόντων της παραδοσιακής τεχνολογίας από την αισθητική λειτουργία. Ωστόσο, όσο απλά κι αν είναι τα σχέδια που σημαδεύουν ένα παραδοσιακό κεραμικό, ανταποκρίνονται σε μια λαϊκή αισθητική αντίληψη. Ο παραδοσιακός τεχνίτης, όταν κοσμεί το αγγείο με μια μαργαρίτα ή έναν πανσέ με μπαντανά (ρευστό χώμα που χρησιμοποιείται στη διακόσμηση), δεν σκέπτεται εκεί νη τη στιγμή να αποδώσει κατά τον πιστότερο τρόπο τη φύση. Δεν εκφράζεται καλλιτε χνικά προσπαθώντας να δημιουργήσει στην κεραμική επιφάνεια μια νέα φύση κατ' ει κόνα και ομοίωσή της, αλλά κατά τη φορά του χεριού του. Επομένως, το καλλιτεχνικό σχήμα δεν καταξιώνεται σε σχέση με ένα εξωτερικό μοντέλο που θα απέδιδε όλη την πολυπλοκότητά του, ούτε όμως εκφράζει μια προηγούμενη νοητική αναπαράσταση της φύσης την οποία ο τεχνίτης επεξεργάστηκε, απλοποίησε, σχηματοποίησε και απέδωσε στην επιφάνεια. Ζωγραφίζει ένα σχήμα (π.χ. μια μαργαρίτα) χωρίς να σκέφτεται τη σύνδεσή της με το πρωτότυπο που βρίσκεται στη φύση, αλλά με το πρότυπο που έχει στο μυαλό του και το πρότυπο ενός σχήματος το οποίο προϋπήρχε και χρησιμοποιού νταν στα εργαστήρια της περιοχής του και το οποίο επαναλαμβάνει.
Παράλληλο Κείμενο (προαιρετικό) Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με την καJJ.ιτεχνική δημιουργία των αγγειοπλαστών, μπορείτε να ανατρέξετε στο βιβλίο της Ελένης Σπαθάρη-Μπεγλίτη Οι αγγειοπλάστες της Σίφνου. Κοινωνική συγκρότηση, παραγωγή, μετακινήσεις, εκδ. Νέα Σύνορα-ΛΑ. Λιβάνη, Αθήνα 2002 και να διαβάσετε το κεφάλαιο «Η αγγειοπλαστική ως καλλιτεχνική δημιουργία». Τα χρηστικά κεραμικά δεν διαφοροποιούνται σημαντικά ως προς τη μορφή τους. Εξυ πηρετούν κοινές ανάγκες χρήσης και αποθήκευσης αγροτικών ή κτηνοτροφικών προϊό ντων. Για να αναγνωρίσουμε τον χώρο προέλευσης ή ακόμα και το εργαστήριο παραγω γής ενός κεραμικού, ανατρέχουμε στη διακόσμησή του, η οποία ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή και από εργαστήριο σε εργαστήριο. Είναι αυτό το πολιτισμικό σημάδι που ανα ζητά η κάθε κοινότητα, ως αισθητική παράδοση της περιοχής της, για να αναγνωρίζει το κεραμικό αντ1κείμενο ως άρτιο και να το αποδέχεται. Το συγκεκριμένο πολιτισμικό ση μάδι κάθε περιοχής αναδεικνύει την ποικιλία των κεραμικών του ελληνικού χώρου και τα κάνει αναγνωρίσιμα. Συνεπώς, ένα κεραμικό προϊόν δεν ανταποκρίνεται απλώς στην πρακτική ανάγκη για την οποία κατασκευάζεται, αλλά καταξιώνεται συνολικά και στα τρία επίπεδα, το μορφολογικό, το λειτουργικό και το αισθητικό, σύμφωνα με τις παγιωμέ νες κατά παράδοση αντιλήψεις της κοινότητας στην οποία λειτουργεί. Τα διακοσμητικά του σχέδια αντανακλούν τον παραδοσιακό πολιτισμό.
176
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 4.2
ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΉ ΤΗΣ ΚΕΡΑΜΙΚΗΣ Σε αυτό το σημείο ανατρέξτε στην αρχή του κεφαλαίου και διαβάστε ξανά τον σκοπό του όπως περιγράφεται εκεί. Είμαι σίγουρη πως τώρα κατανοείτε εις βάθος τους τέσσερις όρους 1 που θέσαμε ως «οδηγό» για την προσέγγιση του θέματός μας και είστε σε θέση να τους αναλύσετε. Αναμφίβολα, δεν θα δυσκολευτήκατε μέχρι στιγμής. Δεν τελειώσαμε όμως εδώ. Αυτή τη χειροτεχνική δραστηριότητα, όπως χαρακτηρίσαμε την αγγειοπλαστική, θα την αναλύσουμε ακόμα περισσότερο. Στο επόμενο στάδιο, θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην τέχνη και στην τεχνι κή της αγγειοπλαστικής. Θα μάθουμε το ειδικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται, το οποίο παράλληλα θα μας αποκαλύψει και γενικές τεχνικές για την κεραμική, και επιπλέον θα εξετάσουμε τεχνικές διακόσμησης των κεραμικών. Αυτό το τελευταίο θα σας βοηθήσει να ταυτίζετε τα κεραμικά με τα διάφορα μέρη της Ελλάδας στα οποία παράγονταν. Για τον σκοπό αυτό θα χρησιμοποιήσουμε δύο Παράλληλα Κείμενα, τα οποία θα χρει αστεί να μελετήσετε με προσοχή, γιατί αυτή τη φορά δυσκολεύουν λίγο τα πράγματα. Ωστόσο, δεν πρέπει να απογοητευτείτε: οι γνώσεις που καλείστε να αποκτήσετε σε αυτό το στάδιο έχουν σκοπό την εξοικείωσή σας με το ειδικό λεξιλόγιο και την αναγνώριση βασι κών τύπων και τεχνικών. Στόχος μας δεν είναι να γίνετε ειδικοί. Άλλωστε, μη νομίζετε ότι τα κεραμικά αποκαλύπτουν και σε μένα πάντα όλα τα μυστικά τους! Επειδή όμως έχουν μεγάλη ομορφιά και ποικιλία από τόπο σε τόπο, αξίζει να κάνετε αυτή την προσπάθεια.
Παράλληλα Κείμενα Μελετήστε το άρθρο «Η τεχνική της κεραμικής: μέθοδοι και υλικά», περ. Ζυγός, τεύχος 21, 1976, σ. 3-5, στο οποίο παρατίθενται με αλφαβητική σειρά και επεξηγούνται θεμε λιώδεις όροι σχετικοί με την τεχνική της κεραμικής. Κατόπιν, διαβάστε -δεν χρειάζεται να μάθετε απέξω, αλλά να μπορείτε να αναγνωρι'ζετε τις τεχνικές- το άρθρο της Μπέτ τυς Ψαροπούλου, διευθύντριας του Κέντρου Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής, «Διακό σμηση και εργαλεία στη χρηστική κεραμεική», περ. Εθνογραφικά, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, τεύχος 6, 1989, σ. 57-70.
<Ι
Δραστηριότητα 3/Κεφάλαιο 4 Αναζητήστε στο περιβάλλον σας παραδοσιακά κεραμικά, συγκεντρώστε πληροφορίες για την προέλευση και τη χρήση τους και συμπληρώστε για καθένα από αυτά Δελτίο τεκμηρίωσης κα τά το πρότυπο που ακολουθεί:
1
Αναφερόμαστε στο γεγονός ότι α) η αγγειοπλαστική είναι μια χειροτεχνική δραστηριότητα, β) εντάσσεται στην παραδοσιακή τεχνολογία, γ) ανταποκρίνεται στη λαϊκή αισθητική αντίληψη του ωραίου και δ) τα προϊόντα της είναι κοινωνικά αποδεκτά.
1
177
�
, i'!
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
�"·--------------------
Δ!§
·-
ΔΕΛΤΙΟ
ΟΝΟΜΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ
1 τοπικο ι
-·--,
ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ 'Η ΑΜΟ ΟΝΟΜΑ
ιΙ
1.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ
1
i
1 1 1
1
1 1
!
1
ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟΠΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ
ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ
1
1
ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ
1
1
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
1
ΥΛΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
ι
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
1
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
178
1
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
ι
ΤΡΟΠΟΣ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
Δραστηριότητα 4/Κεφάλαιο 4 Αναζητήστε στην ευρύτερη περιοχή όπου διαμένετε το τοπικό Λαογραφικό Μουσείο. Περι γράψτε για καθένα από τα πέντε -τουλάχιστον- αντιπροσωπευτικότερα κεραμικά τη μορφή, τη
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
<Ι
λειτουργία και την αισθητική τους, σύμφωνα με τις έως τώρα γνώσεις σας. Πρόταση: Αν είστε κάτοικος Αθήνας ή βρεθείτε στην πρωτεύουσα, σας προτείνουμε να επισκε φτείτε κάποιο από τα παρακάτω Μουσεία για να εκπονήσετε αυτή τη Δραστηριότητα: :) Μουσείο Μπενάκη: σε αυτό το Μουσείο είναι δυνατόν να μελετηθεί η εξέλιξη της κεραμι κής. Θα διαπιστώσετε την τεχνική, μορφολογική, χρωματική και θεματική συγγένεια της βυ ζαντινής κεραμικής με εκείνη των χρόνων της τουρκοκρατίας. :) Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Κεραμικής (συλλογή Β. Κυριαζοπούλου, Πλατεία Μοναστηρα κίου): εκτίθεται η συνολική παραγωγή των εργαστηρίων κεραμικής που ανθούσαν σε διάφορες περιοχές της χώρας, από τις αρχές του 20ού αιώνα έως και τα πιο πρόσφατα χρόνια. Στο Μουσείο αυτό μπορείτε να μελετήσετε την τεχνική και τις επιρροές της διακό σμησης και να διακρίνετε τα στοιχεία της τοπικής παράδοσης από τις επιδράσεις του δυ τικού και του ανατολικού χώρου. :) Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής {Ίδρυμα οικογ. Ψαροπούλου, Μελιδώνη 4, Κερα μεικός): εδώ μπορείτε να δείτε την αναπαράσταση ενός τυπικού αγγειοπλαστικού εργαστη ρίου, πλούσια συλλογή κεραμικών, συλλογή εργαλείων διακόσμησης και να επισκεφτείτε την εξειδικευμένη βιβλιοθήκη. Εάν έχετε πρόσβαση στο Διαδίκτυο (lnternet), μέσω της ηλε κτρονικής διεύθυνσης http://s.hot.gr/ � sbazanis/moyseia/sterea/attikh/11.htp θα πληροφορηθείτε για τα εκθέματα και τις δραστηριότητες του Κέντρου. Θα ήταν πολύ χρήσιμο τα στοιχεία που θα συγκεντρώσετε να αποτελέσουν θέμα συζήτησης με τους συμφοιτητές σας και τον καθηγητή-σύμβουλό σας στην επόμενη Ομαδική Συμβουλευτική Συνάντηση.
Παράλληλο Κείμενο (προαιρετικό) Και τώρα που ολοκληρώσατε αυτή τη δύσκολη, ομολογουμένως, ενότητα, αναζητήστε και διαβάστε το παραμύθι του Πιραντέλο Το πιθάρι. Είμαι σίγουρη ότι θα το απολαύ σετε. Καλή ανάγνωση!
179
Ενότητα 4.3
ΟΙ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΙΟΙΙΛΑΣΤΩΝ Με την ανάγνωση του παραμυθιού ολοκληρώσαμε την ενότητα 4.2 ευχάριστα. Συγ χρόνως, ήθελα με αυτό να σας εισαγάγω σε μια καινούρια ενότητα, που αφορά τις με τακινήσεις των αγγειοπλαστών. Μία από αυτές τις κατηγορίες είναι και οι κατασκευα στές πιθαριών.
4.3.1
Οι βεντέμες του Θραψανού της Κρήτης
Το Θραψανό, 30 χμ. νότια του Ηρακλείου Κρήτης, είναι γνωστό ως το χωριό των πιθα ράδων. Η παράδοση απαιτούσε οι αγγειοπλάστες του Θραψανού να μην εργάζονται στο χωριό, αλλά να μεταβαίνουν σε διάφορες τοποθεσίες της Κρήτης, όπου και κατασκεύα ζαν πιθάρια, ώστε να καλύπτουν επιτόπου τις ανάγκες των αγροτών για αποθήκευση των αγροτικών προϊόντων τους. Η μετάβαση στις διάφορες τοποθεσίες γινόταν οργανωμένα, με βάση τη διαδικα σία της βεvτέμας, της οργάνωσης δηλαδή αυστηρά προκαθορισμένης ιεραρχικά «πα ρέας», «τακιμιού», η οποία αποτελούνταν από τους βεvτεμάρους. Το τακίμι αυτό περι λάμβανε έξι τεχνίτες-μέλη: • Τον μάστορα-πιθαρά, αρχηγό της βεντέμας, ο οποίος επέλεγε τους τεχνίτες του, τους «πουργούς», είχε την οικονομική διαχείριση και αναλάμβανε τη «μόρφωση», το πλάσιμο δηλαδή, του πίθου. • Τον σοτομάστορα, αποκλειστικό βοηθό του μάστορα, ο οποίος τοποθετούσε τους «βόλους», δηλαδή τις λωρίδες πηλού, στα πιθάρια προτού οριστικοποιήσει το σχήμα τους ο μάστορας. • Τον τροχάρη, ο οποίος, καθισμένος αντίκρυ και χαμηλότερα από τον μάστορα, γύ ριζε τον χειροκίνητο τροχό. Είχε συγχρόνως και αρμοδιότητα καμινάρη, δηλαδή τοποθετούσε τα στεγνά πιθάρια στο καμίνι και αναλάμβανε τη διαδικασία του ψησί ματός τους. • Τον χωματά, ο οποίος κοπάνιζε και κοσκίνιζε το πιθαρόχωμα. • Τον ξυλά, ο οποίος έκοβε και φόρτωνε κλαριά για το πύρωμα του καμινιού. • Τον κουβαλητή, ο οποίος μετέφερε από τις κατάλληλες τοποθεσίες το πιθαρόχωμα που προετοίμαζε ο χωματάς και τα φορτώματα των κλαριών που συγκέντρωνε ο ξυ λάς. Ο ίδιος μετέφερε στο σπίτι του αγοραστή τα πιθάρια και τα γέμιζε με νερό για το «σβήσίμο» -για να κρυώσουν-, αλλά και για να αποδείξει πως το πιθάρι έφτασε γερό στον τόπο του. Στην Εικόνα 12 μπορείτε να δείτε τα χαμηλά τροχιά της Κρήτης και τα κεραμικά που παράγονται πάνω σε αυτά.
180
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εικόνα 12 Πιθάρια πάνω σε χαμηλά τροχιά, Θραψανό Κρήτης
Η βεντέμα διαρκούσε από τις 21 Μα-Cου έως τις 14 Σεπτεμβρίου. Η αναχώρηση των πιθαράδων είχε εορταστικό χαρακτήρα. Οι κάτοικοι του Θραψανού χτυπούσαν τις κα μπάνες και ξεπροβόδιζαν τους βεντεμάρους ως την άκρη του χωριού. Κάθε συνεργείο κρατούσε μυστικό τον προορισμό του για να μην έχει ανταγωνιστές στην ίδια περιοχή. Έχτιζε ένα καμίνι και κάποιες πρόχειρες εγκαταστάσεις και παρέμενε στην ίδια τοποθεσία σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, πουλώντας τα πιθάρια του στη γύρω περιοχή. Μέχρι τη δεκαετία του 1960, τριάντα έως τριανταπέντε τακίμια ξεκινούσαν από το Θραψανό, δηλαδή ο μισός ανδρικός πληθυσμός. Υπήρχε η πιθανότητα δύο τακίμια πι θαράδων να βρεθούν στην ίδια περιοχή. Στην περίπτωση αυτή μοιράζονταν το καμίνι που κατασκευαζόταν επιτόπου για τις ανάγκες της παραγωγής, αλλά σε καμία περί πτωση τις υπόλοιπες εγκαταστάσεις και τα εργαλεία, διατηρώντας με αυτό τον τρόπο την αυτονομία τους. Δύο στοιχεία καθόριζαν την επιλογή της τοποθεσίας από τους βεντεμάρους: το κα τάλληλο χώμα και η ικανοποιητική πελατεία. Οι τοποθεσίες της Κρήτης με κατάλληλο χώμα ήταν γνωστές στους παλιούς πιθαράδες και γνωστοποιούνταν από γενιά σε γε νιά ως επαγγελματικό μυστικό. Η επιτυχία του χαρμανιού της αργίλου ήταν καθοριστι κή για την ποιότητα των πιθαριών. Η συνοχή των βεντεμάρων δεν καθοριζόταν μόνο από τις αρμοδιότητες, που ορίζονταν αυστηρά, αλλά και από την οικονομική διαχείριση. Υπήρχε το κοινό ταμείο, η μέση, για τα έξοδα και τα έσοδα του συνεργείου, που φυλασσόταν από τον μάστορα. Επίσης, συντασσόταν ημερολόγιο, με βάση το οποίο θα γινόταν η μοιρασιά στο τέλος της βεντέμας.
1
181
4
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.3
Παράλληλο Κείμενο (προαιρετικό) �
Εάν θέλετε να μάθετε περισσότερα για τους πιθαράδες του Θραψανού, σας προτείνω να διαβάσετε τη μελέτη της Μαρίας Βογιατζόγλου Οι πιθαράδες στο Θραψανό της Κρή της. Η τεχνική και οι συντεχνίες των πιθαράδων, εκδ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσ σαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1972.
4.3.2
Οι συντροφιές της Σίφνου
Η Σίφνος αποτέλεσε το μεγαλύτερο κέντρο εξαγωγής αγγειοπλαστών. Δύο δυνατό τητες μετανάστευσης υπήρχαν, η εποχική και η μόνιμη. Η εποχική διαρκούσε από την άνοιξη ως το φθινόπωρο και γινόταν με τον σχηματισμό των συντροφιών. Οι συ ντροφιές επέστρεφαν στο νησί μετά την πάροδο της καλοκαιρινής περιόδου και οι αγ γειοπλάστες ασχολούνταν τον υπόλοιπο χρόνο με τις αγροτικές εργασίες. Όταν έφτανε η άνοιξη, στο νησί άρχιζαν οι συνεννοήσεις για να σχηματιστούν οι συ ντροφιές. Δύο, τρεις ή το πολύ τέσσερις αγγειοπλάστες τακίμιαζαν, δηλαδή συμφωνούσαν να σχηματίσουν μια συντροφιά για να δουλέψουν έξω από το νησί τους και να μοιραστούν τα κέρδη. Η συνεργασία κλεινόταν προφορικά, καθώς και τα ποσοστά του κέρδους. Το μέρος που επέλεγε η συντροφιά για να εγκατασταθεί έπρεπε να συνδυάζει απα ραίτητα δύο παραμέτρους: α) το χώμα να είναι κατάλληλο για την παραγωγή πηλού ανθεκτικού στην κατασκευή αντικειμένων χρήσης και β) η περιοχή να έχει πληθυσμό ικανό να απορροφήσει την παραγωγή. Διασκορπίζονταν σε όλα τα παράλια του Αι γαίου, όπου μπορούσαν να έχουν εξασφαλισμένη πελατεία (Σπαθάρη, 1999). �
Εικόνα 13 Τόποι μετανάστευσης των Σιφνιών τσικαλάδων
182
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.3
Δραστηριότητα 5/Κεφάλαιο 4 Διαφορετικοί λόγοι οδηγούσαν τους Θραψανιώτες και τους Σιφνιούς αγγειοπλάστες στις μετα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
<Ι
κινήσεις τους. Μπορείτε να εντοπίσετε τη διαφορά; Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Πα ράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
4.3.3
Μετακίνηση των αγγειοπλαστών στον αστικό χώρο
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να ανατρέξετε στο κεφάλαιο 9 (τόμος Α) «Οικι σμοί, χωριά, πόλεις: μορφές κοινωνικής οργάνωσης - Ο συνεκτικός ρόλος της κοινότη τας» και ειδικότερα στην ενότητα «Διάλυση του κοινοτικού συστήματος και εξαστι σμός», για να θυμηθείτε όσα αναφέραμε για την αγροτική ε'ξοδο. Θα διαπιστώσετε ότι ήδη έχει γίνει μια πρώτη νύξη για τους Σιφνιούς αγγειοπλάστες του Αμαρουσίου Αττι κής. Μου δίνεται, λοιπόν, η ευκαιρία να σας παρουσιάσω τις δυνατότητες που έχει η λαογραφία να διεισδύει στον αστικό χώρο και να μελετάει συλλογικές συμπεριφορές. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα μετακίνησης αγγειοπλαστών προς αστικό κέ ντρο στον ελληνικό χώρο είναι οι Σιφνιοί, που κατέκλυσαν μαζικά την πρωτεύουσα και σχημάτισαν στο Μαρούσι τη μεγαλύτερη κοινότητα αγγειοπλαστών στην Ελλάδα. Στην Αθήνα, οι Σιφνιοί αγγειοπλάστες είχαν να αντιμετωπίσουν τα εξής βασικά προβλήματα: • • • •
εξεύρεσης αργίλου κατασκευής καμινιού προσαρμογής της παραγωγής στις ανάγκες του νέου καταναλωτικού κοινού επίλυσης του προβλήματος της διαμονής και προσαρμογής τους στον τρόπο ζωής μιας μεγαλούπολης.
Ο πρώτος Σιφνιός αγγειοπλάστης που εγκαταστάθηκε στο Μαρούσι ήταν ο Αγγε λής Δ. Παντολιός, ήδη από το 1833. Έκτοτε, στην αρχή δειλά και αργότερα μαζικότε ρα -με αποκορύφωμα τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια- το Μαρούσι προσέλκυσε πλήθος Σιφνιών αγγειοπλαστών, που εγκαταστάθηκαν κυρίως κατά μήκος της λεω φόρου Κηφισίας, καθώς και στη θέση «Σωρός» και προσέδωσαν σε αυτό την εικόνα της κεραμούπολης. Οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές, δεδομένου ότι στο τρίγωνο Καλογρέ ζα-Μαρούσι-Αγία Παρασκευή υπήρχε άφθονη κατάλληλη άργιλος και νερό. Επι πλέον, από την κεντρική πλατεία του Αμαρουσίου, όπου υπήρχε και η φημισμένη βρύ ση με τα λιοντάρια, καθημερινά ξεκινούσαν οι νερουλάδες με τα κάρα τους και πουλούσαν νερό σε μαρουσιώτικες στάμνες στις γειτονιές της Αθήνας που στερούνταν την υδροδότηση. Οι εγκαταστάσεις των πρώτων Σιφνιών αγγειοπλαστών στο Μαρούσι άνοιξαν τον δρόμο και σε άλλους συντοπίτες τους, αφού πλέον ήταν πιο εύκολο να μάθουν για τις δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης που πρόσφερε η πρωτεύουσα. Άλλωστε, η εγκατάσταση ενός μέλους της οικογένειας στο αστικό κέντρο αποτελούσε τον δίαυλο για τη διοχέτευση και άλλων υποψήφιων αγγειοπλαστών από το νησί.
183
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.3
Ι>
----------------------Δραστηριότητα &/Κεφάλαιο 4
Ένας Σιφνιός αφηγείται: Τα παιδιά που ήταν να φύγουν απ' τη Σίφνο βρίσκανε γνωστούς, ξαδέλ
φια, συγγενείς. Τι δουλειά έκανε ο συγγενής; Κανατάς ήτανε. Τι μπορούσε να πάει να κάνει κι αυ τό; Κανατάς γινόταν. Αφού οι γνωστοί του που θα πήγαινε κανατάδες ήτανε; Σάμπως ξέρανε και τίποτ' άλλο να κάνουνε; Από μικρά στη λάσπη, στα τσικαλαριά yυροφέρνανε. Σκόρπια έφευγε ο καθένας, αλλά τις μέρες του Πάσχα. Μόλις άνοιγε ο καιρός. Είχανε πρώτα μια συνδιάλεξη με τον ταχυδρόμο που ερχόταν. Έλεγε π.χ.: «Πες του Παπαyιάννη, θέλω να 'ρθω στην Αθήνα να δουλέ ψω. Με θέλει;». «Σε θέλει το Πάσχα» (Σπαθάρη-Μπεγλίτη, 1999). Πώς εξηγείτε τη δημιουργία κοινοτήτων που συνδέονται με κοινή τοπική καταγωγή και επάγ γελμα στον αστικό χώρο; Τι μπορούσε να σημαίνει από άποψη κοινωνικής αλληλεγγύης η εγκα τάσταση συντοπιτών και συναδέλφων στην ίδια περιοχή; Το Μαρούσι αποτελούσε ένα αδια μόρφωτο προάστιο της Αθήνας, μια γειτονιά. Φανταστείτε και περιγράψτε την καθημερινή τους ζωή (100 λέξεις). Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Ι>
Δραστηριότητα 7 /Κεφάλαιο 4 Στο πλαίσιο αυτής της Δραστηριότητας θα εκπονήσετε μια συνθετική εργασία, η οποία θα προκύψει από την ανάγνωση των δύο κειμένων που ακολουθούν. Διαβάστε τα:
Α) Μια ανθρώπινη κοινωνία τείνει να αναπτυχθεί κατά τρόπον ώστε να υπάρχει μια κατάσταση ισορροπίας μεταξύ πλ ηθυσμών και πόρων. Ο πληθυσμός προσαρμόζεται στην οικονομική βά ση, σε μια δεδομένη κατάσταση φυσικών και τεχνικών πόρων. Όταν διαταράσσεται η ισορροπία της κοινότητας, η εξάπλωσή της τείνει να αναπροσαρμόζεται με μια συνεχή διαδι κασία ατομικών μεταναστεύσεων. Η πόλη λοιπόν καθίσταται ο χώρος όπου καταλήγει το πλεό νασμα του πληθυσμού, το οποίο προέρχεται από τις μικρότερες κοινότητες της περιφέρειας. Η χωρική αυτή κινητικότητα παρουσιάζει ταυτόχρονα έντονα σημάδια κοινωνικής κινητικότη τας, με την αναζήτηση στο νέο αστικό περιβάλλον διόδων αναρρίχησης στο μικροαστικό χώρο
της πόλης (Σπαθάρη-Μπεγλίτη, 1994, σ. 159). Β) Η μετανάστευση, που ορίζεται ως χωρική κινητικότητα, δεν είναι μια ατομική υπόθεση. Μπορεί να φαίνεται τέτοια, υπάγεται όμως στις λύσεις που επεξεργάζεται ο κοινωνικός οργανισμός. Η μετανάστευση είναι ένα κοινωνικό γεγονός και καθορίζεται από τα στοιχεία
της προσωπικότητας του μετανάστη, του πολιτισμού του χώρου στον οποίο είναι ενταγμένος και των κοινωνικών σχέσεων που έχουν διαμορφωθεί στην κοινότητα. Η κοινωνική δομή της παραδοσιακής κοινωνίας διαμορφώνει άτομα ενταγμένα στην ομάδα. Ο παραδοσιακός κοι νωνικός χώρος δεν επιτρέπει την αυτονομία του ατόμου και τον αυτοπροσδιορισμό της ζωής του. Η απόφαση της μετανάστευσης μόνο φαινομενικά μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια συ νειδητή απόφαση ελεγχόμενης δραστηριότητας. Ουσιαστικά συνυπάρχουν σε αυτή λαν θάνοντα ασυνείδητα στοιχεία, τα οποία διαμορφώνονται από ενδογενείς παράγοντες και από εξωγενείς επιδράσεις. Η απόφαση είναι προσαρμοσμένη στον προδιαγεγραμμένο τρόπο ζωής. Η οικογένεια είναι εκείνη που θα αποφασίσει για την τύχη των μελών της, αλλά και ο δικός της ρόλος εντάσσεται στις αντιλήψεις που διαμορφώνει η κοινότητα για τα προβλήματα των μελών της και οι λύσεις που δίνονται παίρνουν το χαρακτήρα του εθίμου (Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ε., 1994, σ. 159).
184
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Με βάση λοιπόν όσα μελετήσατε μέχρι τώρα και έπειτα από προσεκτική ανάγνωση των δύο πα ραπάνω κειμένων, απαντήστε (σε 200 λέξεις) στην ακόλουθη ερώτηση: Αποτελεί ατομική επιλογή ή κοινωνική αναγκαιότητα η μετακίνηση των Σιφνιών αγγειοπλαστών προς την Αθήνα; Εντάξτε τη μετακίνηση αυτή στο ευρύτερο ρεύμα εξαστισμού, που καθορίζει τη μετάβαση από την παραδοσιακή στη σύγχρονη κοινωνία. Για να είναι πληρέστερη η απάντησή σας, σας προτείνω να ανατρέξετε και στο άρθρο της Ελέ νης Σπαθάρη-Μπεγλίτη, περ. Ανθρωποθεωρία, τεύχος 7, 1994, σ. 157-164, το οποίο έχετε ήδη μελετήσει στο πλαίσιο του κεφαλαίου 9 του Α τόμου και θα το βρείτε στα Παράλληλα Κείμενα. Ορισμένες κατευθύνσεις για την απάντησή σας δίνονται στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Στη συνέχεια, παρουσιάζουμε μια βιωματική αφήγηση. Οι βιωματικές αφηγήσεις εντάσσονται σε μια κατηγορία κειμένων που ονομάζονται «εθνοκείμενα» (ethnotextes). Εθνοκείμενα χαρακτηρίζονται οποιαδήποτε κείμενα των οποίων η ανάλυση μπορεί να αναδείξει ένα πλήθος νέων λαογραφικών στοιχείων, τα οποία δεν γίνονται αντιληπτά με την πρώτη ανάγνωση, κατά την οποία ο αναγνώστης είναι προσηλωμένος στο πρώτο επίπεδο του κειμένου, την περιγραφή, αλλά αναδύονται σε μια δεύτερη, πιο προσεκτι κή προσέγγιση. Οι βιωματικές αφηγήσεις είναι ατομικές αφηγήσεις. Η λαογραφία βέβαια δεν ασχολείται με την ατομική περίπτωση αλλά με συλλογικές συμπεριφορές. Ωστόσο, εφόσον και οι ατομικές, οι βιωματικές αφηγήσεις αναδεικνύουν τη συλλογική μνήμη, τη συλλογική συμπεριφορά, αποτελούν τομέα έρευνας της λαογραφίας. Μεταφερόμα στε από τις αυτοβιογραφικές στιγμές στην καθημερινότητα των αγγειοπλαστών. Ο χώρος της καθημερινότητας αποτελεί το σημείο σύγκλισης και τομής της λαογραφίας με την ιστορία. Δραστηριότητα &/Κεφάλαιο 4 Διαβάστε το παρακάτω «εθνοκείμενο». Αφηγείται ο Γεώργιος Αγ. Παπαγιάννης, Σιφνιός αγ
<Ι
γειοπλάστης, εγκαταστημένος στην Αγία Παρασκευή Απικής: Ο πατέρας μου ξεκίνrισε μαζί με άλλα τρία αδέλφια από τη Σίφνο στον Πειραιά πρώτα. Τα δύο πήγαν στην Κερατιά και οι δύο άλλοι έφυγαν στην Πελοπόννrισο, στον Πύργο. Στην Κερατιά πή γαν ο Γιάννrις και ο Άγγελος (ο Άγγελος ήταν ο πατέρας μου). Εκεί δεν τα βρήκαν καλά και ήρθαν στην Αγία Παρασκευή. Λίγο μετά την πλατεία άνοιξαν το πρώτο καμίνι συνεταιρικά τα δύο αδέλ φια, αλλά φτάνει το '22 με '23 και χωρίζουν, γιατί κάποια προστριβή συνέβηκε μεταξύ τους και το παίρνει ο πατέρας μου τούτο το κτήμα, γύρω στα δεκαπέντε στρέμματα, κι άρχισε να κάνει καμίνι δικό του εδώ. Πλην όμως μάθαινε ότι στον Πύργο πήγαιναν καλύτερα οι δικοί του. Τα αδέλφια του,
ο Δημήτρης και ο Λάμπρος, ήταν στον Πύργο. Εδώ, ειδικότερα στον πατέρα μου
πήγαν πολύ στραβά τα πράγματα. Τότε με κάποια ανεργία που δεν πουλιόταν το σταμνί -γιατί τότε φτιάχναμε πολύ σταμνί-διότι η πρωτεύουσα είχε νερό. Αυτό συνέβηκε γύρω στα 1927. Τότε λένε τα άλλα αδέλφια στον πατέρα μου: «'Ελα στον Πύργο να ζήσεις». Φεύγουμε και νοικιάζουμε
εδώ το καμίνι σε έναν Γαργαράκη, Χαλκιδαίο αγγειοπλάστη. Χρεωμένος ο πατέρας μου, το νοί κιασε να δίνει τα ενοίκια ο ενοικιαστής στο χ.ρέος. Γιατί, όταν χ.ρεώθηκε ο πατέρας μου να χτίσει τούτα εδώ, τη μια μέρα χ.ρεώθηκε τριάντα χιλιάδες και
185
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.3
την άλλη κόπηκαν σrη μέση τα χρήματα κι έμειναν δεκαπέντε χιλιάδες. Κι έτσι τα έχτισε πολύ ελλιπή πια. Έκανε περικοπές στα κτίρια και τα 'κανε όπως-όπως, πλινθόκτιστα. Στον Πύργο κάθεται πε ρίπου δύο χρόνια. Αλλ' εκεί συμβαίνει να πιάσει δάγκειος πυρετός. Ο πατέρας μου είχε έξι παιδιά, η γυναίκα του επτά κι αυτός οκτώ. Η μητέρα μου έπαθε από το συκώτι της μια βαριά αρρώστια τότε. Στα 1928 αυτά. Αλλά δεν φτάνει μόνο αυτό, πιάνει και φωτιά το σπίτι μας. Ήταν οι σκεπές και τα χω ρίσματα από καλάμια και παραλίγο να καεί η μικρή μου αδελφή, την οποία έσωσε ο αδελφός μου ο μεγάλος μπαίνοντας από το παράθυρο μέσα. Καμένος πια απ' τις αρρώστιες κι απ' αυτό το γεγονός φεύγει και ξαναγυρίζει πάλι πίσω σrην Αθήνα. Εδώ ο ενοικιαστής δεν είχε δώσει φράγκο στο χρέος. Γυρίζουμε το 1929 πίσω. Από το '29 και πέρα τα παιδιά του πατέρα μου έχουν μεγαλώσει κι αρχίζει κάπως να δουλεύει. Έρχεται τότε μια ανυδρία σrην Αθήνα κι άρχισαν ζήτηση τα σταμνιά και πουλά γανε το μαρουσιώτικο νερό στις γειτονιές της Αθήνας. Τα σταμνιά σπάyανε και στο δρόμο κι έτσι κά τι άρχισαν να κάνουν σιγά σιγά, πλην όμως τα χρέη δεν βyαίνανε. Το χρέος από τριάντα χιλιάδες εί χε φτάσει τις εκατόν είκοσι χιλιάδες. Κι έτσι φτάνουμε στον Πόλεμο. Μόνο φτώχεια και κακομοιριά. Κάθε καμίνι έβγαζε να πούμε χίλιες δραχμές. Όταν όμως άρχισε ο πληθωρισμός, άρχισε τότε το κα μίνι να πιάνει δέκα, είκοσι, τριάντα χιλιάδες. Ο πατέρας μου, μόλις έφτασε το καμίνι να πιάνει τις εκατόν είκοσι χιλιάδες δραχμές που ήταν το χρέος, ένα καμίνι το πούλησε, τα 'δωσε γρήγορα, όχι αργότερα που συνέβη να ξαναδώσουν πάλι πίσω τα λεφτά, να κάνουν συμβιβασμούς κ.λπ. Μείναμε νηστικοί, μα το κράτησε το κτήμα. Από κει κι ύστερα αρχίζει άλλη περίοδος. Στην Κατοχή ανέβηκε η πώληση, γιατί εμείς αλλάξαμε τότε και από σταμνιά αρχίσαμε και φτιάχναμε οικιακά σκεύη. Τα 'θελε ο κόσμος για να ζήσει πια. Δεν είχε αλουμίνιο, γιατί το αλουμίνιο το είχανε κρύψει για να μην το πάρουν οι Γερμανοί και το κάνουν σφαίρες. Τα ·χαμε χώσει μέσα στη γη, περισσό τερο τα μπακίρια, γιατί τα πήγαιναν σrη Γερμανία και τα κάνανε πολεμοφόδια. Κι ο κόσμος άρχισε και ζήταγε τσικάλι, φλιτζάνι, πιάτο, κανάτια. Κι αρχίσαμε και τα φτιάχναμε και ζούσαμε. Λεφτά εί χαμε, πλην όμως δεν είχαμε πράγματα να αγοράσουμε. Δεν υπήρχαν παρά μόνο χόρτα, που τα μα ζεύανε οι αδελφές μου και τα τρώγαμε χωρίς λάδι. Λεφτά όμως είχαμε με το τσουβάλι άχρηστα. Μετά ήλθε πάλι δύσκολη εποχή. Φτάσαμε να έχει το κτήμα τέσσερις πλειστηριασμούς, οκτώ κα τασχέσεις από διάφορα ταμεία (αγγειοπλαστών κ.ά.). Αυτά από την εποχή 1962 μέχρι 1968. Το κρατήσαμε με τα δόντια το κτήμα με το καμίνι... (Σπαθάρη, 1999). Ποιες πιστεύετε ότι είναι οι γενικότερες πληροφορίες που μπορεί να αντλήσει η λαογραφική έρευνα από την προσωπική αφήγηση της πάλης για επιβίωση της οικογένειας των Σιφνιών αγ γειοπλαστών Παπαγιάννη; Γράψτε την απάντησή σας σε ένα κείμενο 50-80 λέξεων. Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
11>
Δραστηριότητα 9/Κεφάλαιο 4 (προαιρετική) Αναζητήστε στο περιβάλλον σας κάποιον -κατά σειρά προτεραιότητας- αγγειοπλάστη ή χρή στη παραδοσιακών κεραμικών ή εσωτερικό μετανάστη ή συντοπίτη -αν ζείτε σε αστικό χώρο και ζητήστε του να σας παραχωρήσει μια συνέντευξη. Είναι αναγκαίο να καθοδηγήσετε τη συ νέντευξη με τέτοιο τρόπο, ώστε από τις προσωπικές αφηγήσεις να αναχθούν λαογραφικές πληροφορίες. Μπορείτε να συγκρίνετε τις πληροφορίες και τα στοιχεία που θα συλλέξετε με αυτά των συμφοιτητών σας στην επόμενη Ομαδική Συμβουλευτική Συνάντηση.
186
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Σύνοψη Αντί άλλης σύνοψης, παραθέτουμε τα λόγια του Άγγελου Δεληβορριά, διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη: Κάθε κεραμικό δημιούργημα γεννιέται από μια άμεση ανάγκη, αποτυπώνοντας βιώματα και καθρεφτίζοντας την ιδιαιτερότητα του χώρου σε συνάρτηση με τον χρόνο και την κοινωνική πραγματικότητα που περι βάλλει τον άνθρωπο, τον τρόπο ζωής και τις συνθήκες της, τις συνήθειες και την υπόσταση του ατόμου, το πνευματικό επίπεδο και τη μορφοποίηση του αισθη τικού προσανατολισμού, τη διαδοχή των πολιτιστικών και κοινωνικο-ιστορικών φάσεων (Δεληβορριάς, 1976, σ. 19).
187
Παράρτημα Απάντηση στην Άσκηση Αυτοαξιολόγησης
�---------�----------
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 1
1. Σωστό: το γεγονός οφειλόταν στην ιδεολογία που διαμόρφωσε το νεότερο ελληνικό κράτος, σύμφωνα με την οποία ο πνευματικός πολιτισμός είναι ανώτερος του υλικού και η πνευματική εργασία ανώτερη της χειρωνακτικής. Η ιδεολογία αυτή αντανακλάται και στα σχολικά προγράμματα του εκπαιδευτικού μας συστήματος. 2. Λάθος:
αντίθετα από το επίσημο κράτος, η εκτίμηση που τρέφει ο παραδοσιακός άν θρωπος προς την εργασία καταδεικνύεται και από τις παροιμίες, οι οποίες φανε ρώνουν ότι η έλλειψη εργατικότητας μπορεί να γεννήσει συμφορές σε μια κοινωνία και να διαρρήξει τον κοινωνικό ιστό. Η πιο χαρακτηριστική ίσως παροιμία είναι η ακόλουθη: Σαν ξεζέψουν οι ζευγολάτες τότε ζεύουν κερατάδες.
Απαντήσεις σε Δραστηριότητες Δραστηριότητα 2 Μαστέλο. ΜΟΡΦΗ: Έχει σχήμα ταψιού με ανασηκωμένα τα τοιχώματα και χερούλια για να με ταφέρεται εύκολα. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: Μπορεί να τοποθετηθεί ένα μεγάλο κομμάτι κρέατος και να ψηθεί στον φούρνο. Το ψήσιμο του κρέατος δεν απαιτεί καπάκι, γιατί αλλιώς δεν ξεροψήνεται. Χρησιμοποιούσαν το μαστέλο κυρίως τις Κυριακές, όταν όλη η οικογένεια -συνήθως πολυπλη θής- συγκεντρωνόταν επίσημα γύρω από το τραπέζι. Αρμεός. ΜΟΡΦΗ: Δοχείο με στόμιο, άνοιγμα και δύο χερούλια. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: Στο σκεύος αυτό συγκέντρωναν το γάλα από το άρμεγμα των κατσικιών και των αγελάδων. Το γάλα συγκεντρω νόταν από το άνοιγμα, ενώ το στόμιο χρησίμευε για να το αδειάζουν. Τα δύο χερούλια, φυσικά, κατασκευάζονταν για να μεταφέρεται εύκολα ο αρμεός. Φλάρος. ΜΟΡΦΗ: Σωλήνας με περιμετρικά πλαϊνά ανοίγματα στο πάνω μέρος του. Φέρει διακό σμηση. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: Πρόκειται για καπνοδόχο. Ο καπνός βγαίνει από τα περιμετρικά πλαϊνά ανοίγματα, για να μην εισέρχεται η βροχή στην καπνοδόχο. Εξασφαλίζεται έτσι και η ανεπηρέα στη από τους αέρηδες έξοδός του. Τα διακοσμητικά στοιχεία έχουν μόνο αισθητική λειτουργία. Τσικάλι. ΜΟΡ.ΦΗ: Έχει σχήμα κατσαρόλας με καπάκι ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: Χρησιμεύει στο μαγείρεμα των όσπριων και ιδιαίτερα των ρεβιθιών, που αποτελούν και το τοπικό φαγητό της Σίφνου, δεδομένου ότι το νησί έχει δική του παραγωγή από τα όσπρια αυτά. Το σχήμα αυτό βοηθά να καλυφθούν τα όσπρια με νερό, να βράσουν όλη τη νύχrα αργά αργά μέσα σε φούρνο, να φου σκώσουν και να χυλώσουν. Το καπάκι βοηθά στο να μην εξατμίζεται το νερό. Άλλωστε, κατά το μαγείρεμα, το σφραγίζουν με προζύμι, για να αποφευχθεί ακριβώς η εξάτμιση του νερού.
188
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Φουφού. ΜΟΡΦΗ: Σκεύος σε δύο επίπεδα. Στο κάτω επίπεδο, υπάρχει πρόσβαση από πλαϊνό άνοιγμα. Το πάνω επίπεδο είναι ανοιχτό. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: Στο κάτω επίπεδο τοποθετούνται κάρ βουνα. Όταν τα ανάψουν, δημιουργείται θερμότητα στο πάνω επίπεδο, στο οποίο τοποθετού νται κομμάτια κρέας, κυνήγι ή ψάρια για να ψηθούν. Το ανοιχτό πάνω επίπεδο επιτρέπει στο ψήσιμο να γίνεται σε επαφή με τον ατμοσφαιρικό αέρα, ώστε το φαγητό να γίνεται τραγανό και όχι μαλακό, όπως θα γινόταν σε μια κλειστή κατσαρόλα.
Δραστηριότητα 5 Κοινό στοιχείο και των δύο μετακινήσεων αποτελεί το πρόβλημα της διακίνησης των κεραμι κών. Και οι δύο κατηγορίες αγγειοπλαστών επιδιώκουν να βρίσκονται κοντά στο αγοραστικό κοινό. Οι Θραψανιώτες βεντεμάροι, λόγω του όγκου των παραγόμενων προϊόντων τους, των πιθαριών, παρήγαν τα προϊόντα τους εκεί ακριβώς όπου επρόκειτο να καταναλωθούν, ενώ τα σιφνέικα τακίμια πλησίαζαν το αγοραστικό κοινό τους λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού και της ανεργίας που υπήρχε στο νησί της Σίφνου από τη μεγάλη προσφορά εργατικών χεριών. Εξάλ λου, η διακίνηση των προϊόντων από εμπόρους που τα προμηθεύονταν από τους όρμους του νησιού στους οποίους ήταν εγκαταστημένα τα τσικαλαριά γινόταν με ασύμφορους όρους και σε πολύ χαμηλές τιμές.
Δραστηριότητα 6 Από την αφήγηση του Σιφνιού είναι φανερό πως σχηματίζεται μια γέφυρα επικοινωνίας και μετακίνησης ανθρώπων προς έναν ορισμένο χώρο, που μετατρέπεται σε «στέκι», θα λέγαμε, των αγγειοπλαστών. Το γεγονός ότι όλοι οι συντοπίτες έχουν την ίδια επαγγελματική εξειδίκευση δεν αποτελεί σύμπτωση· οφείλεται στη διάρθρωση περιοχών στον ελληνικό χώρο -αλλά και σε όλα τα Βαλκάνια- με μονοεπαγγέλματα ως αποκλειστική απασχόληση ή ως συμπληρωματική προς την αγροτική εργασία. Στη διαπίστωση αυτή έχουμε καταλήξει και στο κεφάλαιο 9 του Α τόμου. Επιπλέον, η συγκέντρωση μιας επαγγελματικής ομάδας σε ορισμένο χώρο βοηθά στη διακίνη ση των προϊόντων που παράγει. Εκεί όχι μόνο συρρέει μεγαλύτερο αγοραστικό κοινό, αλλά αποτελεί και πόλο έλξης των εμπόρων που θα διακινήσουν τα προϊόντα· με δυο λόγια, ο χώρος μετατρέπεται σε αφετηρία οδών διακίνησης των συγκεκριμένων αγαθών. Κοντά στον επαγγελματικό χώρο φιλοξενούνται και τα σπίτια των αγγειοπλαστών. Έτσι, οι δια προσωπικές, συγγενικές και επαγγελματικές σχέσεις παραμένουν ασυνήθιστα ισχυρές για ένα αστικό περιβάλλον. Το φαινόμενο άλλωστε της συγκέντρωσης των συντοπιτών στην ίδια πε ριοχή οφείλεται στην τάση αλληλοϋποστήριξης και συνδρομής στις δύσκολες στιγμές. Οι δια προσωπικές σχέσεις δεν διαταράσσονται· αντίθετα, στο ξένο περιβάλλον αναπτύσσονται πε ρισσότερο. Οι συγγενείς δεν διασκορπίζονται στις τέσσερις γωνιές της Αθήνας, οι άντρες είναι συνάδελφοι, τα παιδιά συμμαθητές, οι γυναίκες γειτόνισσες. Οι κάτοικοι επικαλούνται τη γειτονιά ως σημείο αναφοράς, αναγνώρισης και κοινωνικής επικοινωνίας και ως λόγο συναι σθηματικής ταύτισης.
189
Δραστηριότητα 7 Η Δραστηριότητα αυτή είναι δυσκολότερη από τις προηγούμενες, γιατί απαιτεί κριτική σκέψη και συνδυαστικές απαντήσεις. Στόχος είναι, όσο πλησιάζουμε προς το τέλος του κεφαλαίου, έπειτα από τις ποικίλες Δραστηριότητες που έχετε εκπονήσει, να ανταποκρίνεστε με ευχέρεια και επάρκεια στις γραπτές εργασίες σας. Σας προτείνω, λοιπόν, να εργαστείτε με τον εξής τρόπο: Πάρτε μικρές άσπρες καρτέλες, τα λεγόμενα δελτία. Σε καθένα από αυτά, καθώς διαβάζετε τα δύο κείμενα, σημειώστε πληροφορίες που σχετίζονται με το θέμα μας. Κατόπιν, αναγράψτε στο επάνω μέρος του δελτίου και, κατά προτίμηση, με διαφορετικό χρώμα μελανιού, υπό μορφή τίτλων, τους άξονες στους οποίους θα κινηθείτε: εσωτερική μετανάστευση, κοινωνικοί παράγοντες, στατιστικά δεδομένα, κέντρα αποφάσεων, εξειδίκευση και ανεργία, χώροι εγκατά στασης, παράγοντες απώθησης από τον αγροτικό χώρο, παράγοντες έλξης προς τον αστικό χώρο κ.ο.κ. Χωρίστε τις καρτέλες κατά θέματα και αναπτύξτε γραπτώς τα στοιχεία που συγκε ντρώσατε για κάθε άξονα. Προσέξτε να μην παρασυρθείτε σε παρουσίαση στοιχείων εκτός θέ ματος. Καλή επιτυχία!
Δραστηριότητα 8 Οι γενικότερες πληροφορίες είναι οι εξής: :, Χωρική κινητικότητα :, Αναγκαιότητα μετακίνησης για λόγους επαγγελματικής επιβίωσης :, Επαγγελματική εξειδίκευση σε παραδοσιακό επάγγελμα :, Αντιμετώπιση της ανεργίας που προκύπτει από την εκτεταμένη αγροτική έξοδο με το παραδοσιακό επάγγελμα που τους έχει «εφοδιάσει» η τοπική πατρίδα :, Επιμονή στην εξάσκηση του επαγγέλματος αυτού στον αστικό χώρο :, Προσκόλληση σε αδέλφια, συγγενείς κ.ά., σε αγγειοπλάστες :, Οικονομικές συγκυρίες που προκύπτουν από την κρατική οικονομική πολιτική :, Η επίδραση του Πολέμου στην αγγειοπλαστική :, Δυσκολίες προσαρμογής κατά τη δεκαετία του 1960: θα δοκιμαστεί η βιωσιμότητα των εργαστηρίων από τη χρήση νέων υλικών. Όλες οι παραπάνω πληροφορίες, αν και εκ πρώτης όψεως μοιάζουν να απέχουν από το αντικεί μενο μελέτης της λαογραφίας, εντούτοις αποτελούν σημαντικούς παράγοντες που ερμη νεύουν την πορεία ενός παραδοσιακού επαγγέλματος στον αστικό χώρο και τις δυνατότητες ενσωμάτωσής του στη σύγχρονη ζωή ή της απόρριψής του, άρα και της έκλειψης της συγκε κριμένης παραδοσιακής δραστηριότητας.
190
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βαλλιάνου Χρ., Παδουβά Μ., Τα κρητικά αγγεία του 19ου και 20ού αιώνα, τεύχος 3, Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας, Κέντρο Ερευνών, Βώροι 1986. Βαβυλοπούλου-Χαριτωνίδου Αγ., «Νεοελληνική κεραμική στην Άρτα επί Τουρκοκρα τίας», Εθνογραφικά, τεύχος 3, 1981-1982, σ.5-22. Βογιατζόγλου Μ., Οι πιθαράδες στο Θραψανό της Κρήτης. Η τεχνική και οι συντεχνίες των πιθαράδων, εκδ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1972. Βογιατζόγλου Μ., «Παραδοσιακή κεραμική στη νεότερη Ελλάδα. Το παράδειγμα του Αγ. Στεφάνου στο Μανταμάδο Μυτιλήνης»,Εθνοyραφικά, τεύχος 2, 1979-1980, σ.3746. Γιαννοπούλου Μ., Δεμέστιχα Στ., Τσικαλαριά. Τα εργαστήρια αγγειοπλαστικής της περιοχής ΜανταμάδουΛέσβου, εκδ. Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής, Κοινότη τα Μανταμάδου, Αθήνα 1998. Γουργιώτη Γ.Κ., «Μεταβυζαντινά sgraffiti», περ. Ζυγός, τεύχος 19, 1976, σ.52-53. Γρατσία Ειρ., Παπαθωμά Ελ., Γιαννοπούλου Μ., Λιάρος Ν., Με αφορμή μια στάμνα, εκδ. Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής, Αθήνα 1999. Δεληβορριάς Αγ., «Στα χνάρια της παραδοσιακής κεραμικής των χρόνων της τουρ κοκρατίας», περ.Ζυγός, τεύχος 21, σ.18-28. Ιωάννου 1., Μαρουσιώτικη Κεραμική, εκδ. Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Δήμου Αμαρουσίου, Μαρούσι 1994. Ιωάννου 1., Το μαρουσιώτικο αγγειοπλαστικά εργαστήρι του 1930 μέσα από 46 φωτογραφίες της Nelly's, εκδ. Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Δήμου Αμαρουσίου, Μαρούσι 1994. Κορρέ-Ζωγράφου Κ., Τα κεραμεικά του ελληνικού χώρου, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1995. Κυριαζόπουλος Β., Ελληνικά παραδοσιακά κεραμικά, εκδ. ΕΟΜΜΕΧ, Αθήνα 1984. Μπακιρτζής Χ., Βυζαντινά τσουκαλολάγηνα, εκδ.Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 1989. Μυλωνογιάννη Μ., «Τα πουλιά του Μηνά», Ζυγός, τεύχος 21, 1976, σ. 39-44. Παπαδόπουλος Στρ., Παραδοσιακά αγγειοπλαστεία της Θάσου, εκδ. Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής, Αθήνα 1999. «Παραδοσιακή κεραμική», αφιέρωμα στο περ. Επτά Ημέρες της εφ.Καθημερινή της 22/8/1999. Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ε., «Αγγειοπλάστες του Αιγαίου», Τεχνολογία, τεύχος 7, 1994, εκδ. Πολιτιστικό και Τεχνολογικό Ίδρυμα της ΕΤΒΑ, σ.50-52. Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ε., «Η λαογραφία σε νέες κατευθύνσεις»,Ανθρωποθεωρία, τεύχος 7, Πάτρα Δεκέμβριος 1994, σ.157-176. Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ε., «Η Σίφνος στο Μαρούσι. Διαδικασίες ενσωμάτωσης στη σύγ χρονη πόλη. Το παράδειγμα των αγγειοπλαστών του Αμαρουσίου», Πρακτικά ]ου Διε θνούς Συμποσίου Ιστορίας καιΛαογραφίας Σίφνου, Σίφνος 1998. Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ε., «Οι σιφνέικοι σύλλογοι του Αμαρουσίου ως παράγοντες εν δυνάμωσης της τοπικής συνοχής στο σύγχρονο αστικό κέντρο», Πρακτικά Βου Συ μποσίου Ιστορίας καιΛαογραφίας Αττικής, Μαρούσι 1999.
191
Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ε., Οι αγγειοπλάστες της Σίφνου. Κοινωνική συγκρότηση, παρα γωγή, μετακινήσεις (έκδοση συμπληρωμένη), εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2002. Ψαροπούλου Μπ., Τελευταίοι τσουκαλάδες του ανατολικού Αιγαίου, εκδ. Πελοποννη σιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο χ.χ. Ψαροπούλου Μπ., «Οι πιθαράδες Θραψανού Κρήτης. Η έκταση των "Βεντεμών" και η χαρτογράφησή τους», Ο αγροτικός κόσμος στο μεσογειακό χώρο, Πρακτικά ελ ληνογαλλικού συνεδρίου, Αθήνα 4-7 Δεκεμβρίου 1984, σ. 383-388. Ψαροπούλου Μπ., Η κεραμική του χθες στα Κύθηρα και στην Κύθνο, εκδ. Φίλων Κέ ντρου Μελέτης Νεώτερης Κεραμικής, Αθήνα 1990. Wagner Fr.Chr., Οι οικισμοί των αγγειοπλαστών της Σίφνου, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001.
ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗ Wagner Fr.Chr., Οι οικισμοί των αγγειοπλαστών της Σίφνου, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001. Ο αρχιτέκτονας Φρειδερίκος Βάγκνερ αποτύπωσε τα αγγειοπλαστικά εργαστή ρια της Σίφνου σε μια περίοδο που δεν είχαν ακόμα σταματήσει να λειτουργούν ή, εν πάση περιπτώσει, δεν είχαν γκρεμιστεί. Ο συνδυασμός του έγκαιρου της κατα γραφής και της εξαιρετικής αρχιτεκτονικής αποτύπωσης από έναν αρχιτέκτονα ο οποίος παρέμεινε στο νησί για να ολοκληρώσει τα σχέδιά του αποτελεί σημαντική συμβολή στην ιστορία της αγγειοπλαστικής του ελληνικού χώρου. 2. Βογιατζόγλου Μ., Οι πιθαράδες στο θραψανό της Κρήτης. Η τεχνική και οι συντε χνίες των πιθαράδων, εκδ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσ σαλονίκη 1972. Η μελέτη αυτή παρουσιάζει την έρευνα που έγινε στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Αρχιτεκτονικής Εσωτερικών Χώρων και Βιομηχανικής Αισθητικής του Αριστοτέ λειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για επιτόπια έρευνα και αποτύ πωση του χώρου και των πρακτικών των κατασκευαστών πιθαριών. Έλαβε χώρα τόσο στο Θραψανό της Κρήτης (κοντά στο Ηράκλειο) όσο και στους χώρους μετα κίνησης των συντεχνιών. Στόχος ήταν η ακριβής κατανόηση του τρόπου κατασκευ ής και των συνθηκών υπό τις οποίες κατασκευαζόταν ένα αντικείμενο καθημερι νής χρήσης από λαϊκούς ή ανώνυμους τεχνίτες. 3. Γιαννοπούλου Μ., Δεμέστιχα Στ., Τσικαλαριά. Τα εργαστήρια αγγειοπλαστικής της περιοχής Μανταμάδου Λέσβου, εκδ. Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής, Κοινότητα Μανταμάδου, Αθήνα 1998. Η μελέtη αυτή σκοπεύει στην κάλυψη των βιβλιογραφικών κενών που παρατηρού νται στην καταγραφή αντικειμένων καθημερινής χρήσης του παραδοσιακού βίου. Η επιστήμη της αρχαιολογίας έδωσε βάρος στη μελέτη των διακοσμημένων αγγείων. Η λαογραφία περιόρισε την έρευνά της στα λεγόμενα αντικείμενα λαϊκής τέχνης, πα ραμελώντας τα ακόσμητα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όπως είναι τα κεραμικά. Ο Μανταμάδος της Λέσβου υπήρξε ένα ενδιαφέρον αγγειοπλαστικό κέντρο, την πα1.
192
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
4.
5.
6.
7.
8.
9.
ραγωγή του οποίου καταγράφει η επιτόπια αυτή έρευνα. Γρατσία Ειρ., Παπαθωμά Ελ., Γιαννοπούλου Μ.,Λιάρος Ν.,Με αφορμή μια στά μνα, εκδ. Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής,Αθήνα 1999. Πρόκειται για την παρουσίαση μιας έκθεσης με τον ομώνυμο τίτλο που φιλοξενεί ται στο Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής. Η βασική ιδέα της έκθεσης βασί ζεται στη στάμνα, ένα από τα πιο διαδεδομένα αντικείμενα στην αγγειοπλαστική παραγωγή, τουλάχιστον από τα μέσα του 18ου έως τα μέσα του 20ού αιώνα, λόγω της θέσης της στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Με την έκθεση αυτή επιχειρή θηκε μια περιδιάβαση τόσο στην τέχνη της χρηστικής κεραμικής όσο και στον χώρο της ελληνικής παραδοσιακής κοινωνίας των νεοτέρων χρόνων, αναδει κνύοντας ταυτόχρονα τη μεθοδολογία έρευνας του υλικού αυτού. Ιωάννου 1., Το μαρουσιώτικο αγγειοπλαστικό εργαστήρι του 1930 μέσα από 46 φωτογραφίες της Nelly's, εκδ. Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Δήμου Αμαρουσίου, Μαρούσι 1994. Τα κείμενα του Ιωάννου, μελετητή του Αμαρουσίου, συνδυασμένα με τις φωτογρα φίες της Έλλης Σεραϊδάρη, γνωστότερης ως Nelly's, μετατρέπουν το βιβλίο σε ένα ιστορικό ντοκουμέντο. Οι φωτογραφίες αυτές εντοπίστηκαν από το Μουσείο Μπε νάκη και στηρίζουν την αφήγηση, αποτυπώνοντας την καθημερινή λειτουργία ενός από τα αντιπροσωπευτικότερα εργαστήρια του Αμαρουσίου, εκείνου του Αλέκου Καρδιακού. Κορρέ-Ζωγράφου Κ., Τα κεραμεικά του ελληνικού χώρου, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1995. Το βιβλίο αυτό παρουσιάζει το κεραμικό υλικό, ξενόφερτο και ελληνικό, που ταυ τίστηκε στην Ελλάδα και που συναντάται στον ελληνικό χώρο από το 1700 έως το 1950. Σε επιμέρους κεφάλαια γίνεται εκτενής λόγος για το προδρομικό υλικό (βυ ζαντινο-μεταβυζαντινό-ισλαμικό), το οποίο έχει άμεσα ή έμμεσα επιδράσει στη νεότερη κεραμική. Κυριαζόπουλος Β., Ελληνικά παραδοσιακά κεραμικά, εκδ. ΕΟΜΜΕΧ, Αθήνα 1984. Ο συγγραφέας καταγράφει την κατανομή των αγγειοπλαστικών κέντρων στον ελ ληνικό χώρο. Παρουσιάζει τους Μικρασιάτες αγγειοπλάστες καθώς και το Μου σείο Ελληνικής Λαϊκής Κεραμικής (Μουσείο Κυριαζοπούλου ). Επιχειρεί μια ειδολογική κατάταξη των αγγειοπλαστικών αντικειμένων. Παπαδόπουλος Στρ., Παραδοσιακά αγγειοπλαuτεία της Θάσου, εκδ. Κέντρο Με λέτης Νεώτερης Κεραμεικής, Αθήνα 1999. Ο αρχαιολόγος συγγραφέας συγκέντρωσε με συστηματική έρευνα και κατέγραψε πλούσιο υλικό για τη θασίτικη κεραμική, καλύπτοντας ένα βιβλιογραφικό κενό. Παρουσιάζει τα αγγειοπλαστεία και το ιστορικό τους, τη διαδικασία παραγωγής τους και τα προϊόντα των εργαστηρίων, τη διακίνησή τους καθώς και σημαντικές οικογένειες αγγειοπλαστών. Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ε., Οι αγγειοπλάστες της Σίφνου. Κοινωνική συγκρότηση, πα ραγωγή, μετακινήσεις (έκδοση συμπληρωμένη), εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2002. Η Σίφνος -το νησί των τσικαλάδων, δηλαδή των αγγειοπλαστών που παράγουν
193
χρηστικά αντικείμενα- υπήρξε το κέντρο που όχι μόνο συγκέντρωσε τα περισσό τερα τσικαλαριά και τη μεγαλύτερη παραγωγή, αλλά και από όπου εκπορεύονταν οι συντροφιές των αγγειοπλαστών για να αποικήσουν πολλά ελληνικά παράλια, είτε πρόσκαιρα, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, είτε μόνιμα, μεταφέροντας τις γνώσεις τους και οργανώνοντας την παραγωγή κεραμικών στους νέους τόπους. Σκοπός της έρευνας της συγγραφέως δεν υπήρξε απλώς η καταγραφή αυτής της εκδήλωσης του πολιτισμού. Μελετήθηκε ο χώρος, τα μορφολογικά και λειτουργι κά στοιχεία, οι οικονομικές σχέσεις, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του κοινωνικού μετα σχηματισμού του αγροτικού χώρου και του έντονου εξαστισμού, τη στιγμή που ο παραδοσιακός πολιτισμός βρέθηκε σε ένα μεταβατικό στάδιο. 10. Ψαροπούλου Μπ., Τελευταίοι τσουκαλάδες του ανατολικού Αιγαίου, εκδ. Πελο ποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο χ.χ. Το βιβλίο αυτό καταγράφει τους τελευταίους «τσουκαλάδες»-«σταμνάδες» του ανατολικού Αιγαίου, τα κατά τόπους ονόματα των διάφορων κεραμουργημάτων, τα εργαλεία που χρησιμοποιούνταν, τους τροχούς καθώς και τα σχέδια διάφορων καμινιών. Επιπλέον, παρουσιάζει μύθους και ιστορίες γύρω από τη δουλειά τους, δίστιχα και παροιμίες. 11. Ψαροπούλου Μπ., Η κεραμική του χθες στα Κύθηρα και στην Κύθνο, εκδ. Φίλων Κέντρου Μελέτης Νεώτερης Κεραμικής, Αθήνα 1990. Χάρτες, ακριβής σχεδιασμός εργαστηρίων, καμινιών και άλλων εγκαταστάσεων καθώς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό συνοδεύουν τα κείμενα της μελέτης και καταγραφής των τελευταίων αγγειοπλαστών των Κυθήρων και της Κύθνου.
194
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
5
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΉ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ Ε. Ολυμπίτου Το κεφάλαιο αυτό αναφέρεται στην παραδοσιακή, προβιομηχανική, τεχνολογία κατά την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οπότε η εκβιομηχάνιση δημιουργεί σταδιακά νέα δεδομένα και οδηγεί στην εγκατάλειψη των παλιών μεθόδων και πρακτικών. Σκοπός του κεφαλαίου είναι να παρουσιάσει διάφορους τομείς των παραδοσιακών τεχνικών οι οποίοι σχετίζονται αφενός με την επε ξεργασία και τη μεταποίηση πρώτων υλών και αφετέρου με την αξιοποίηση διάφορων πηγών ενέργειας, ώστε να εξοικειωθείτε με την ποικιλία των επαγγελμάτων που υπήρχαν κατά το παρελθόν στον ελληνικό χώρο.
Σκοπός
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη αυτού του κεφαλαίου, θα είστε σε θέση να:
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
• περιγράφετε τα βασικά χαρακτηριστικά της παραδοσιακής τεχνολογίας όπως αποτυπώνονται σε κάθε επάγγελμα· • περιγράφετε τα υλικά, τα εργαλεία και τις τεχνικές που χρησιμοποιούσαν διάφοροι τεχνίτες • αναφέρετε τα βασικά χαρακτηριστικά κάθε επαγγέλματος και να περιγράφετε τη διάδοσή του· • διακρίνετε τις τοπικές ποικιλίες και τις παραλλαγές των τεχνικών· • γνωρίζετε τη γεωγραφική κατανομή των τεχνικών και των επαγγελμάτων· • συγκρίνετε τεχνικές και εργαλεία παρεμφερών επαγγελμάτων ή επαγγελμάτων που ασχολούνται με τη μεταποίηση της ίδιας πρώτης ύλης για διαφορετικούς σκοπούς • περιγράφετε τη διαδικασία και τους ρυθμούς εξέλιξης των παραδοσιακών τεχνικών· • εξηγείτε τους λόγους που οδήγησαν στην εξαφάνιση ορισμένων από αυτά τα επαγ γέλματα· • εκφράζετε τις απόψεις σας για τις δυνατότητες επιβίωσης ή αναπροσαρμογής των παραδοσιακών τεχνικών στο σύγχρονο περιβάλλον· • διατυπώνετε τις απόψεις σας για τη διάσωση ορισμένων τεχνικών ή και χώρων-ερ γαστηρίων. • • • • • •
Παραδοσιακή τεχνολογία Προβιομηχανική τεχνολογία Τεχνική Επάγγελμα Καταμερισμός εργασίας Οικοτεχνία
• • • • • •
Τεχνογνωσία Επαγγελματική εξειδίκευση Συντεχνιακή οργάνωση Βιοτεχνία Μετακίνηση τεχνιτών Πρώτες ύλες
Έννοιες Κλειδιά
i 1
i
195
• • • • • Εισαγωγικtς Παρατηρήσεις
Εργαστήριο Εποχική απασχόληση Μεταποίηση Εργαλεία Παραγωγή
• • • •
Επεξεργασία Εργαλειακός εξοπλισμός Αυτοκατανάλωση Αγορά
Τα πάντα είναι τεχνική: η σκληρή, αλλά επίσης και υπομονετική και μονότονη προσπάθεια των ανθρώπων έναντι του εξωτερικού κόσμου, οι έντονες μεταβολές που τις ονομάζουμε, κάπως βιαστικά, επαναστάσεις (της πυρίτιδας, των πυροβόλων, της ναυσιπλοtας σε ανοιχτή θάλασσα, της τυπογραφίας, των νερόμυλων και των ανεμό μυλων, των πρώτων μηχανών), καθώς επίσης και οι βραδείες βελτιώσεις των μεθόδων και των εργαλείων και οι απειράριθμες εκείνες χειρονομίες που δεν έχουν καμιά ανα νεωτική σημασία: ο ναυτικός που τεντώνει τα σχοινιά του, ο μεταλλωρύχος που σκά βει τη στοά του, ο χωρικός πίσω από τ' αλέτρι του, ο σιδηρουργός στο αμόνι του... Όλες αυτές οι κινήσεις είναι ο καρπός μιας συσσωρευμένης γνώσης. Fernand Braudel, 1995, σ. 359
Αντικείμενο του κεφαλαίου είναι η παρουσίαση του κόσμου της εργασίας κατά την προβιομηχανική εποχή: οι τεχνίτες, τα εργαστήρια και τα εργαλεία τους, οι τεχνικές -όπως κατακτήθηκαν μέσα από μακρόχρονη συλλογική εμπειρία-, η παραγωγή και η πελατεία τους. Οι ενότητες του κεφαλαίου, για καθαρά μεθοδολογικούς και πρακτικούς λόγους, καλύπτουν δύο ομάδες: την ομάδα των τεχνικών που βασίζονται στην επεξεργασία και τη μεταποίηση ενός υλικού (δέρμα, ξύλο, μέταλλο κ.λπ.) και εκείνη των τεχνικών που αξιοποιούν κάποια πηγή ενέργειας (ζωική, υδραυλική, αιολική κ.λπ.). Όσα θα μελετή σετε στη συνέχεια θα σας επιτρέψουν να σχηματίσετε μια πολύ γενική εικόνα του αντι κειμένου, να εξοικειωθείτε με τις τεχνικές και τα επαγγέλματα, χωρίς να δίνεται έμφα ση σε λεπτομέρειες και σε περιγραφές αντικειμένων, χωρίς να αποδίδονται πάντα οι τοπικές παραλλαγές ή και οι εξελίξεις διάφορων τεχνικών. Στην πραγματικότητα, η εξέταση καθεμιάς από αυτές θα μπορούσε να είναι πολύ ευρύτερη και λεπτομερέστε ρη, αφού άλλωστε είναι πλούσια και η βιβλιογραφία που τις αφορά. Ο περιορισμένος χώρος που είχαμε όμως στη διάθεσή μας καθώς και ο χαρακτήρας των κειμένων που ακολουθούν δεν επιτρέπουν την εις βάθος ανάλυση των επιμέρους τεχνικών. Εάν επι θυμείτε να εμβαθύνετε περισσότερο στο αντικείμενο, μπορείτε να ανατρέξετε στα βι βλία που σχολιάζονται στον Οδηγό για Περαιτέρω Μελέτη, στο τέλος του κεφαλαίου. Η μελέτη της ιστορίας των τεχνικών συνδέεται άμεσα με την προσέγγιση της οικονομι κής και κοινωνικής ζωής και συμβάλλει στην κατανόηση της εξέλιξης της τεχνολογίας και της ανανέωσης της τεχνογνωσίας. Έχει αντικείμενο τα διάφορα επαγγέλματα και τους τεχνίτες που· ασχολούνται με τη μεταποίηση πρώτων υλών, τους χώρους και τους τρόπους δουλειάς τους, αλλά και την ίδια την οργάνωση της ζωής και τις δραστηριότητές τους. Επι πλέον, τα ίδια τα αντικείμενα και οι χρήσεις τους, αφήνουν να διαφανούν, εκτός των άλ λων, πολιτισμικές αξίες και συλλογικές συμπεριφορές που κυριαρχούν στον καθημερινό βίο. Ταυτόχρονα αναδεικνύουν την παρουσία νοοτροπιών και συνηθειών αλλά και τις αλ λαγές και τους νεωτερισμούς που εισάγονται, διαδίδονται και σταδιακά αφομοιώνονται από τον πληθυσμό στην καθημερινή του ζωή.
196
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 5.1
ΟΙ ΙΙΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Η ιστορία των προβιομηχανικών τεχνικών συνδέεται με τη χειρωνακτική εργασία σε όλους τους τομείς μεταποίησης πρώτων υλών. Εκτός από μεγάλη ποικιλία εργαλεί ων που διευκόλυναν την κατεργασία των υλικών, οι κοινωνίες του παρελθόντος αξιοποίησαν ήπιες μορφές ενέργειας και επινόησαν ειδικούς μηχανισμούς για την επεξεργασία και τη μεταποίηση διάφορων υλικών και καρπών. Οι μηχανισμοί που θα περιγράψουμε έχουν ένα κοινό σημείο: αξιοποιούν την ενερ γειακή πηγή και τη μετατρέπουν σε μηχανική ενέργεια, παράγοντας κίνηση. Τα ζώα, η ροή του νερού και η πνοή του ανέμου κινούσαν μηχανές που προσαρμόστηκαν σε διάφορες χρήσεις: μύλους για την αλευροποίηση των σιτηρών, νεροπρίονα για την κοπή ξύλου, μαγκάνια για την άντληση νερού, μπατάνια και νεροτριβές για την επε ξεργασία υφασμάτων. Χαρακτηριστικό της προβιομηχανικής τεχνολογίας είναι η άμεση εξάρτησή της από το φυσικό περιβάλλον, τη γεωγραφία. Οι υδροκίνητες εγκαταστάσεις τοποθετή θηκαν εκεί όπου υπήρξαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις (ροή και ποσότητα νερού), ενώ σε περιοχές όπου δεν υπήρχε νερό αξιοποιήθηκε η δύναμη του ανέμου.
5.1.1
Οι μύλοι Και αν ίσως μας βοηθήσει ο θεός, να κάμω τον μύλον να τον τρώμεν ώστε να ζώμεν εγώ και η γυναίκα μου Έγγραφο από το Νεοελληνικό Αρχείο της Ι.Μ. Ιωάννου Θεολόγου στην Πάτμο (23/6/1765)
Η ανθρώπινη μυϊκή δύναμη, τα ζώα, το νερό και ο άνεμος υπήρξαν κινητήρια δύνα μη διάφορων αλεστικών μηχανών που χρησιμοποιούνταν μέχρι σχετικά πρόσφατα. Η κίνηση μύλων με αιολική και υδραυλική ενέργεια αποτελεί μία από τις σημαντικότερες επινοήσεις στον τομέα της τεχνολογίας. Κύριος προορισμός τους ήταν το άλεσμα των σιτηρών για την παραγωγή αλευριού, η πολτοποίηση της ελιάς για την παραγωγή λα διού αλλά και η σύνθλιψη πολλών ακόμη καρπών (ρύζι, καφές, ζαχαροκάλαμο, σουσά μι). Η χρήση τους επεκτείνεται και στο άλεσμα δεψικών υλών στα βυρσοδεψεία, στο άλεσμα ορυκτών (θειάφι στη Μήλο), στο τρίψιμο του μπαρουτιού κ.λπ.
Χερόμυλος Η πιο απλή μορφή μύλου ήταν ο οικιακός περιστρεφόμενος χερόμυλος, που χρη σιμοποιούνταν συνήθως για το άλεσμα μικρών ποσοτήτων καρπών, κυρίως οσπρίων, σιτηρών, χοντρού αλατιού και καφέ. Υπήρξε το κυριότερο σκεύος του αγροτικού
1 i
1
1
197
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.1
νοικοκυριού, μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η χρήση του ήταν δια δεδομένη σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής και της νησιωτικής Ελλάδας. Η λειτουργία του στηρίζεται στην ίδια αρχή σύμφωνα με την οποία κινούνταν όλοι οι τύποι μύλων. Αποτελείται από δύο στρογγυλές ή κυλινδρικές μυλόπετρες τοποθετη μένες η μία πάνω στην άλλη, που συνδέονται με κάθετο άξονα, στερεωμένο στο κέντρο τους. Η κάτω πέτρα είναι λίγο μεγαλύτερη και πάντα σταθερή, ενώ η επάνω κινείται με το χέρι, με τη βοήθεια μιας ξύλινης χειρολαβής. Οι καρποί ρίχνονται από πάνω στο κε νό που σχηματίζουν οι δύο λίθοι, ενώ με την πίεση και την τριβή των δύο επιφανειών συνθλίβονται και αλευροποιούνται.
Ζωοκίνητος μύλος
Οι ζωοκίνητοι μύλοι, γνωστοί ήδη από την Αρχαιότητα και τη βυζαντινή εποχή, δεν χρησιμοποιήθηκαν μόνο για το άλεσμα σιτηρών αλλά και σε λιοτρίβια, βυρσοδεψεία, σε ασβεστοποιεία και αλλού. Στις Κυκλάδες αλεστικοί αλογόμυλοι δούλευαν ως τις αρχές του 20ού αιώνα (Βάος, Νομικός, 1993, σ. 47-48). Η Αθηνά Ταρσούλη έχει περιγράψει ένα γαϊδουρόμυλο στην Τήλο, χτισμένο δίπλα στο κατώι ενός διώροφου σπιτιού: Το ταβάνι του έχει χοντρά ξύλινα δοκάρια. Σε αυτό είναι προσαρμοσμένος ο «δράκος», ο τετράγωνος ξύλινος στύλος του κέντρου, έτσι που να μπορεί να γυρίζει με το γύρισμα της ξύλινης ρόδας με τα μυτερά δόντια. Τη ρόδα τούτη τη λένε οι χωρικοί «ντολάπι» και το μπρος στρογγυλό εξάρτημα με τα καγκελάκια «αδράχτι» και αυτό το τελευταίο ενώνεται εσωτερικά με την οδοντωτή ξύλινη ρόδα και κάνει την απάνω μυλόπετρα να γυρίζει με το γύρισμα του γαϊδουριού, που το ζεύουν με σκεπασμένα τα μάτια ανάμεσα στο «κοντάρι» (το κρεμαστό απάνωθέ του ξύλο) και στον «σύρτη» (το καμπυλωτό ξύλο της πισινέλας). Το πάνω κιβώτιο όπου ρίχνουν τη σπορά για να αλεστεί λέγεται «κοφινίδα» και έχει αποκάτω ένα μικρότερο κουτί, τη «λύρω>, απ' όπου με ένα σωλήνα κατεβαίνει το σιτάρι στην τρύπα της μυλόπετρας για να γίνει αλεύρι και από κει να πέσει στην «αλευριά», ειδικό κασάκι γι' αυτό το σκοπό, όσο, τέλος να το μαζέψουν οι χωρικοί στις «βαένες», στρογγυλά μεγάλα κάνιστρα από σφικτοπλεγμένα βούρλα ντυμένα μέσα κι έξω με κατεργασμένο δέρμα (Ταρσούλη, 1950, σ. 227).
Το λιοτρίβι
Το ελαιοτριβείο ( «λουτρουβιό» ή «λιοτρίβι») είναι τεχνική εγκατάσταση αποτελού μενη από πατητήρια, μύλους και αποθήκες στην οποία παράγεται λάδι από τον καρπό της ελιάς. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει δύο βασικά στάδια: α) τη σύνθλιψη του ελαιοκάρπου σε μυλόπετρες και τη μετατροπή του σε πολτό, και β) τη συμπίεση του πολτοποιημένου καρπού στο πιεστήριο για την παραγωγή του λαδιού. α) Για την πολτοποίηση του καρπού χρησιμοποιούνταν μία ή δύο μεγάλες μονόλιθες μυλόπετρες. Οι ελιές τοποθετούνταν στο «αλώνι» του μύλου (ένα είδος χτιστής λε κάνης μεγάλων διαστάσεων) και καθώς γυρνούσε το ζώο ( άλογο ή γαϊδούρι) γύρω γύρω ζεμένο στον ξύλινο άξονα που συνέδεε τις μυλόπετρες τους μετέδιδε την κί νηση και πολτοποιούσε τις ελιές. Η αντικατάσταση του ζωοκίνητου μύλου από ατμοκίνητες αλεστικές μηχανές αρχίζει μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ η παρα δοσιακή μέθοδος άλεσης φαίνεται να κυριαρχεί μέχρι τα χρόνια του Μεσοπολέμου.
198
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Παραλλαγή της μεθόδου αυτής είναι η «ρόδα», η οποία «αποτελούσε ολόκληρο ξύ λινο μηχανοστάσιο και απαιτούσε κτίριο με δύο πατώματα. Στο πάνω πάτωμα ήταν τοποθετημένη μια μεγάλη ξύλινη ρόδα διαμέτρου 2,5 μέτρων, με ξύλινα γρανάζια 30 πόντων το καθένα. Ανέβαζαν το άλογο στο πάνω πάτωμα, το ζεύανε και γύριζε τη ρόδα. Τα ξύλινα γρανάζια της ρόδας μπαίνανε στα «θηλυκά» ενός μικρότερου ξύλινου τροχού πάχους 50 πόντων, που αποτελούσε την κορφή του «στάντη» (κε ντρικού άξονα) μιας αλεστικής χτισμένης κανονικά στο κάτω πάτωμα» .(Σορδίνας, 1981, σ. 9-10). β) Κατά τη δεύτερη φάση ο πολτοποιημένος καρπός, τοποθετημένος μέσα σε χοντρά σακιά, πιεζόταν σε χειροκίνητη πρέσα με ξύλινα αδράχτια. Σταδιακά τα ξύλινα μέ ρη του πιεστηρίου αντικαταστάθηκαν από μεταλλικά που είχαν μεγαλύτερη αντοχή στη φθορά της τριβής, ενώ αργότερα άρχισαν να χρησιμοποιούνται υδραυλικά πιε στήρια. Το λάδι που έβγαινε από το πιεστήριο χυνόταν σε κτιστές γούρνες, απ' όπου συγκεντρωνόταν σε πήλινα αγγεία.
Νερόμυλος
Στην ηπειρωτική Ελλάδα, στα νησιά του Ιονίου πελάγους και στα μεγάλα νησιά του Αιγαίου με τρεχούμενο νερό επικράτησε η χρήση νερόμυλων. Η επιλογή της κατάλλη λης θέσης είχε ιδιαίτερη σημασία για την κίνηση του μύλου, διότι δεν αρκούσε η ποσό τητα και η συνεχής ροή του νερού· ήταν απαραίτητη και η επαρκής υψομετρική διαφορά που δημιουργεί υδατόπτωση. Ο νερόμυλος είναι συνήθως μία σύνθετη τεχνική εγκατάσταση, ένα συγκρότημα το οποίο αξιοποιεί πολλαπλά την υδατόπτωση και είναι δυνατόν να περιλαμβάνει, εκτός από τον μύλο, νεροτριβή και μπατάνι. Το κτίσμα του μύλου είναι συνήθως μία απλή ορθογώνια λιθόκτιστη κατασκευή, με ένα, ή σπανιότερα δύο παράθυρα, και μία πόρτα. Στο εσωτερικό του είναι εξοπλισμένο με όλα τα απαραίτητα εργαλεία και σκεύη για τη συγκέντρωση του καρπού και την αποθήκευση του αλευριού. Βασικό εξάρτημα του μηχανισμού κάθε μύλου είναι ένας ξύλινος τροχός, η «φτερω τή», που αποτελείται από ένα ξύλινο κυλινδρικό πυρήνα, στον οποίο είναι κάθετα στερε ωμένα πλατιά ξύλα, τα «φτερά» (συνήθως δώδεκα). Ανάλογα με το είδος της φτερωτής υπήρχαν δύο τύποι μύλων: ο «ρωμαϊκός» με όρθια εξωτερική φτερωτή, όταν η ποσότητα του νερού ήταν μεγάλη, και ο «ανατολικός» ή «ελληνικός» με μικρότερη οριζόντια φτερω τή, στο εσωτερικό του κτίσματος - όταν η ποσότητα του νερού ήταν μικρότερη. Στη δεύτε ρη περίπτωση το τρεχούμενο νερό διοχετευόταν σε δεξαμενή και από εκεί, μέσα από χτι στό λίθινο ή ξύλινο αυλάκι, τροφοδοτούσε τον μύλο με ορμή και σταθερή ροή. Ανάλογα με τη λειτουργία τους οι νερόμυλοι διακρίνονται σε «συνεχούς λειτουργίας» και «επο χικούς». Η φτερωτή κινείται με την ορμή του νερού και συνδέεται με κατακόρυφο ξύλινο άξονα (το «αδράχτι») με τις μυλόπετρες, οι οποίες είναι στερεωμένες στο πάτωμα του μύλου. Από αυτές η κάτω (η «κατώπετρα» ή «κατωλίθι») είναι σταθερή, ενώ η επάνω γυ ρίζει με την κίνηση που μεταδίδει η φτερωτή στο αδράχτι και αλέθει τον καρπό. Πάνω από τις μυλόπετρες υπάρχει ένα ειδικό ξύλινο χωνί (η «κοφινίδα») απ' όπου έπεφτε ο καρπός. Το παραγόμενο αλεύρι συγκεντρωνόταν σε ξύλινα δοχεία, τελάρα ή σάκους που ήταν κατάλληλα τοποθετημένοι γι' αυτό τον σκοπό. Ο μυλωνάς έλεγχε την ταχύτητα περι στροφής της μυλόπετρας «με το αυτί». Αν αυξάνονταν οι στροφές, το αλεύρι καιγόταν· αν μειώνονταν, ελαττωνόταν ο ρυθμός της παραγωγής.
199
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.1
Ι>
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 1 /Κεφάλαιο 5 4--------
¾----------
Πώς ερμηνεύετε την παροιμία: «Καθένας με τον πόνο του κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι»; (30-50 λέ ξεις). Την απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Ανεμόμυλος
Οι ανεμόμυλοι, οι «αρμενάδες» ή τα «στεριανά καράβια», όπως συνήθιζαν να τους αποκαλούν οι νησιώτες, αποτελούν σημαντική τεχνολογική επινόηση σε περιοχές με έλλειψη νερού. Γι' αυτό τους συναντάμε κυρίως στα νησιά του Αιγαίου, όπου επι κρατούν και οι κατάλληλοι άνεμοι για τη λειτουργία τους. Η παλαιότερη μνεία για την ύπαρξη ανεμόμυλου στον ελληνικό χώρο προέρχεται από ένα πλαστό χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Β' το 1302, στο οποίο γίνεται λόγος για «παλαιόν ανεμόμυλον» στην πε ριοχή της Θεσσαλονίκης (Δημητροκάλλης, 1978, σ. 143). Οι περισσότεροι ερευνητές υποστηρίζουν ότι πρωτοεμφανίστηκαν στη Ρόδο κατά τα τέλη του 12ου αιώνα, ενώ στις Κυκλάδες οι παλαιότεροι εντοπίζονται στη Νάξο και στη Μύκονο σε κείμενα του 15ου αιώνα (Βάος, Νομικός, 1993, σ. 66). Άλλωστε, στις Κυκλάδες υπήρχε στα τέλη του πε ρασμένου αιώνα η μεγαλύτερη πυκνότητα αλεστικών ανεμόμυλων από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη (Νομικός, 1993, σ. 249). Οι τοποθεσίες όπου χτίζονταν οι ανεμόμυλοι δεν ήταν τυχαίες, γιατί η αποδοτικότητά τους επηρεαζόταν από το είδος και την ένταση των ανέμων. Ήταν επίσης ορισμένη η απόσταση που τους χώριζε από άλλα κτίσματα ή μύλους, ώστε να είναι ελεύθερη η κίνησή τους προς όλες τις κατευθύνσεις1 • Η κατασκευή του κτίσματος προσαρμοζόταν στις ιδιαι τερότητες της αρχιτεκτονικής κάθε περιοχής. Έπρεπε όμως να είναι σταθερή και συμπα γής για να αντέχει στις καιρικές συνθήκες και στους κραδασμούς που δημιουργούσε η πε ριστροφική κίνηση της φτερωτής κυρίως αλλά και της μυλόπετρας κατά το άλεσμα. Ο συ νηθέστερος τύπος ανεμόμυλου είναι ο κυλινδρικός, που συναντάται σε όλα τα νησιά του Αιγαίου. Εξαίρεση αποτελούν οι πεταλόσχημοι σε κάτοψη ανεμόμυλοι στην Κάρπαθο των Δωδεκανήσων και στην Κρήτη, οι οποίοι αλέθουν μόνο όταν πνέει δυτικός ή βορειοδυτικός άνεμος (Λειμώνα-Τρεμπέλα, 1974, σ. 320-321 και 1973, σ. 63-67). Οι ανεμόμυλοι είναι λιθόκτιστα διώροφα κτίσματα, με διαχωρισμό των ορόφων από ξύλινα δοκάρια και σανίδια. Οι όροφοι συνδέονται εσωτερικά με πέτρινη σκάλα. Στο ισόγειο είναι η αποθήκη του μύλου, όπου συγκεντρώνονταν τα φορτώματα για άλεσμα, ενώ στον όροφο βρίσκεται ο ξύλινος μηχανισμός τους. Χαρακτηριστικό του ανεμόμυλου είναι η εξωτερική φτερωτή, που στηρίζεται σε οριζόντιο ξύλινο άξονα («κατάρτι») και αποτελείται από 6-8 μεγάλα ξύλινα δοκάρια, τις «αντένες». Οι ελεύθερες άκρες των αντε νών δένονται μεταξύ τους με χοντρό συρματόσκοινο ή σκοινί. Κατά μήκος καθεμιάς αναρτάται τριγωνικό πανί, φτιαγμένο από ανθεκτικό ύφασμα, όμοιο με εκείνο που χρη σιμοποιούνταν στα ιστία των σκαφών. Σε παλαιότερους μύλους, αντί για ύφασμα, υπήρχε ψάθα ή και ξύλο. ' Οι μύλοι ήταν χτισμένοι σε απόσταση από τους οικισμούς, σε χαράδρες και ρεματιές με άφθονο νερό ή σε κορυφές λόφων όπου φυσούσε ευνοϊκός άνεμος. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, τις νύχτες περιφέρονταν εκεί διάφορα διακονικά όντα -κυρίως νεράιδες και λάμιες- που μπορούσαν να βλάψουν τους ανθρώπους.
200
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η περιστροφή της φτερωτής με τον άνεμο μεταδίδει την κίνηση στο κατάρτι. Αυτό κινείται μαζί με τη «ρόδα», μια ξύλινη κατασκευή με περιφέρεια μέχρι 8 μέτρα, τοποθετημένη κάθετα στο κατάρτι. Στο εσωτερικό της είναι στερεωμένα συνολικά 48 ξύλινα δόντια. Τα δόντια της ρόδας εφαρμόζουν στα κενά που δημιουργούν τα δόντια του φαναριού, ενός κοντόχοντρου οδοντωτού κυλίνδρου. Από το κέντρο του φαναριού περνάει κατά μήκος ένας χοντρός ξύλινος άξονας, του οποίου η επάνω άκρη στερεώ νεται στην οροφή του μύλου, ενώ η κάτω προσαρμόζεται στην επάνω μυλόπετρα. Ο ανεμόμυλος έχει και αυτός ένα ζευγάρι μυλόπετρες, από τις οποίες κινείται μόνο η επάνω. Οι μυλόπετρες άλλοτε είναι μονόλιθοι, συνήθως όμως αποτελούνται από πολλά κομμάτια που συνδέονται μεταξύ τους και συγκρατούνται περιμετρικά από σι δερένια στεφάνια. Εκτός από τον βασικό μηχανισμό, τον οποίο περιγράψαμε, και οι δύο τύποι μύλων διέθεταν βοηθητικά συστήματα για τη ρύθμιση της κίνησης της μυλόπετρας, τη με ταφορά και τη μετατροπή των κινήσεων, το σταμάτημα κ.λπ. (Νομικός, 1991, σ. 196). Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 2/Κεφάλαιο 5 Ονομάστε τα μέρη του μύλου στο σχέδιο της Εικόνας 1. Την απάντηση θα βρείτε στο Παράρ
<Ι
τημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
.α
/
-γ
_,,./
δ
ε
- -....---
στ
Εικόνα 1
201
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.1
5.1.2
Μυλωνάδες και μυλομαραγκοί
Οι μυλομαραγκοί ήταν ξυλουργοί που γνώριζαν την τεχνική σχεδιασμού και κατα σκευής των μηχανισμών των μύλων. Η δουλειά τους άρχιζε από την επιλογή της κατάλλη λης ξυλείας και περιλάμβανε την κατασκευή και συντήρηση του μηχανισμού. Οι μυλωνά δες ήταν εκείνοι που έλεγχαν τη λειτουργία και την προσάρμοζαν στην ένταση του νερού ή του ανέμου. Μερικές φορές μυλωνάδες και μυλομαραγκοί ήταν τα ίδια πρόσωπα, διό τι, μόλο που για να γίνει ο μύλος χρειάζεται τέχνη και τέχνη μεγάλη, τεχνίτες εξεπιτούτου γι' αυτόν δεν υπάρχουν, δεν βρίσκεις δηλαδή τους ειδικούς που έργο τους μοναδικό θα έχουν να φτιάνουν μύλους. Οι ίδιοι οι μυλωνάδες λοιπόν είναι και οι τεχνίτες του και πή ραν την τέχνη από παππούδες και πατεράδες του που κι εκείνοι μυλωνάδες ήταν. Επάγ γελμα και τέχνη πάνε από πατέρα σε παιδί (Λουκόπουλος, 1983, σ. 296).
Ι>
Δραστηριότητα 1 /Κεφάλαιο 5 Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, η εφεύρεση του ανεμόμυλου αποδίδεται στον διάβολο, ο οποίος διδάσκει την τεχνική και τη λειτουργία του ανεμόμυλου στον μυλωνά (Ν. Πολίτης, Πα ραδόσεις, τόμος Β, Αθήνα 1904, σ. 518-528). Ο Δ. Λουκόπουλος (1983, σ. 286-287) δημοσιεύει μία παράδοση σχετική με την εφεύρεση του ανεμόμυλου. Αφού μελετήσετε τα Παράλληλα Κεί μενα των Πολίτη και Λουκόπουλου, δώστε κάποιες πιθανές ερμηνείες αυτής της λαϊκής αντίλη ψης (50-80 λέξεις). Την απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Η κατασκευή ενός μύλου ήταν ιδιαίτερα δαπανηρή και λίγοι ήταν εκείνοι που μπορούσαν να διαθέσουν το απαιτούμενο ποσό. Επιπλέον, το κόστος της κατασκευής του ανεμόμυλου ήταν υψηλότερο από εκείνο ενός νερόμυλου (Νομικός, 1991, σ. 197). Έτσι, οι μύλοι δεν ανήκαν κατά κανόνα στους μυλωνάδες, τουλάχιστον ως τα τέλη του 19ου αιώνα. Τους έχτιζαν εύποροι άνθρωποι, οι οποίοι στη συνέχεια τους νοίκιαζαν («πάκτωναν») σε εκείνους που ήξεραν την τέχνη. Εκτός από τους μύλους που ανήκαν σε φυσικά πρόσωπα (ιδιώτες), υπήρχαν και εκείνοι που αποτελούσαν κοινοτική ή μοναστηριακή περιουσία. Στις Κυκλάδες, κατά την τουρκοκρατία, ένας μύλος μπορού σε να αποτελεί συνιδιοκτησία πολλών προσώπων (Δημητρόπουλος, 1994, σ. 43-60). Το τέλος της χρήσης των μύλων έρχεται με τη γενίκευση της λειτουργίας των μη χανοκίνητων αλευρόμυλων και με την εισαγωγή στην αγορά βιομηχανοποιημένου αλευριού. Μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, ο ένας μετά τον άλλον οι μύλοι εγκατα λείπονταν. Αν και αποτελούν σημαντικά μνημεία της προβιομηχανικής τεχνολογίας, τα κτίριά τους καταρρέουν, οι μηχανισμοί καταστρέφονται, ενώ και οι τελευταίοι γνώ στες των τεχνικών κατασκευής και λειτουργίας τους χάνονται.
Ι>
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 3/Κεφάλαιο 5 '4%
Ανάμεσα στις πιο διαδεδομένες παροιμίες είναι εκείνες που αναφέρονται στους μύλους και στους μυλωνάδες. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε αυτή την τεχνική δεξιότητα συμπυκνώνεται η λαϊκή αλληγορική διάθεση. Ορισμένες από τις παρακάτω παροιμίες θα τις γνωρίζετε ήδη· μπορείτε να τις ερμηνεύσετε; α. «Θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά». β. «Μπότε σκύλοι
20 2
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
αλέστε κι αλεστικό μη δίνετε». γ. «Ο καλός ο μύλος ό,τι βρίσκει το αλέθει». (Οι παροιμίες αυτές προέρχονται από το βιβλίο του Λ. Λούκου, Νερόμυλοι. Μελέτη ιστορική και λαογραφική, Πάτρα 1985, σ. 96-100). Απαντήστε σε ένα κείμενο 100-150 λέξεων. Την απάντηση θα βρείτε στο Πα ράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
5.1.3
Νεροτριβές - Μπατάνια
Τα μπατάνια (μαντάνια) και οι νεροτριβές είναι προβιομηχανικές εγκαταστάσεις στις οποίες αξιοποιείται η υδραυλική ενέργεια. Η διάδοση και η ανάπτυξή τους στον ελληνικό χώρο συνδυάζεται με την αντίστοιχη ανάπτυξη της υφαντουργίας, διότι χρη σιμοποιούνταν για την κατεργασία των μάλλινων υφασμάτων σε ορεινές κυρίως πε ριοχές. Καθώς η λειτουργία τους απαιτεί υδατόπτωση με διαρκή ροή, τις συναντάμε άλλοτε μεμονωμένα και άλλοτε μαζί με νερόμυλους.
Μπατάνι
Το μπατάνι είναι ένας ξύλινος μηχανισμός απαραίτητος κατά την τελική επεξεργα σία των μάλλινων υφασμάτων και κυρίως του δίμιτου, που προορίζεται για ενδύματα (υφαίνεται με τέσσερα μιτάρια και τέσσερις πατήτρες). Αξιοποιεί την υδραυλική ενέρ γεια που δημιουργείται με την υδατόπτωση και τη μετατρέπει σε μηχανική, θέτοντας σε ρυθμική κίνηση τα «κοπάνια» (ξύλινα σφυριά). Η τριβή των νημάτων στα κοπάνια του μπατανιού κάνει το υφαντό πιο γερό, παχύ, λείο και κρουστό. Η κατασκευή του θυμίζει τον αργαλειό, όπως άλλωστε ονομάζεται ο βασικός του σκελετός (Βρούχα, 1988, σ. 377), ενώ η λειτουργία του είναι παρόμοια με εκείνη του νερόμυλου, διότι μετατρέπει την ευθύγραμμη κίνηση του νερού σε κυκλική με τη φτε ρωτή και στη συνέχεια στην παλινδρομική κίνηση των κοπανιών. Το μπατάνι αποτελεί ται από το αδράχτι (ξύλινος οριζόντιος άξονας), τη φτερωτή και τα κοπάνια. Το νερό πέφτει από ύψος στις ακτίνες της φτερωτής (ξύλινη ρόδα) που είναι προσαρμοσμένη στο ένα άκρο του αδραχτιού. Η κίνηση της φτερωτής μεταδίδεται στο αδράχτι και από εκεί στα κοπάνια, στο κέντρο των οποίων υπάρχει άνοιγμα για να στερεώνονται οι σαϊτες (τα όρθια ξύλα του μπατανιού), που πέφτουν με δύναμη και χτυπούν το ύφασμα (Πολυμέρου-Καμηλάκη, 1990, σ.199-201).
Νεροτριβή
Η νεροτριβή αξιοποιεί την ορμή της υδατόπτωσης για τον καθαρισμό και την επε ξεργασία μάλλινων υφασμάτων, τα οποία περιστρέφονται στους στροβίλους που δη μιουργεί. Η κατασκευή της είναι απλή: πρόκειται για έναν ξύλινο ή πέτρινο κωνικό κάδο βάθους περίπου δύο μέτρων, με ενσωματωμένο το κάτω τμήμα του σε πέτρινη βά ση, στον οποίο πέφτει το νερό με δύναμη και τρίβει τα υφάσματα, κάνοντάς τα πιο χνουδωτά και αφράτα.
203
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.1
5.1.4
Οι βιοτεχνικές εγκαταστάσεις ως χώροι κοινωνικής συνάθροισης
Οι μύλοι και οι άλλες βιοτεχνικές εγκαταστάσεις στις οποίες αναφερθήκαμε υπήρ ξαν χώροι οικονομικής δραστηριότητας αλλά και συγκέντρωσης ανθρώπων και έτσι συνδέθηκαν με την κοινωνική ζωή της περιοχής. Οι πελάτες των μύλων, των νεροτρι βών και των μπατανιών συνήθως περίμεναν επιτόπου για να παραδώσουν τα σιτηρά και να παραλάβουν το αλεύρι ή τα υφάσματα και τις φλοκάτες τους και έτσι στους χώρους αυτούς συγκεντρώνονταν άνθρωποι από τα γύρω χωριά που διανυκτέρευαν όλοι μαζί στο ύπαιθρο για λίγες μέρες2.
' Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή του Κ. Κρυστάλλη για την καθημερινή ζωή σε έναν από τους νερόμυλους της Ηπείρου που κινείται από τα νερά του ποταμού Άραχθου: «'Εξωθεν του μύλου μένουσι ούτοι [οι πελάτες] καθ' ομίλους υπό τας σκιάς, μέχρις ου πάρωσι αράδα εις το άλεσμα. Βλέπει, λοιπον, ο διαβάτης γυναίκας και νεάνιδας εκ των διαφόρων πέριξ χωρίων νεθούσας με την ηλακάτην εμπεπηγμένην εις τα μάλλινα ενδύματά των παρά την αριστεράν μασχάλην, συνομιλούσας ησύχως και γνωριζομένας ήδη το πρώτον διά φιλοφρόνων μειδιαμάτων, ενώ οι άνδρες, εγνωρισμένοι ως επί το πλείστον από καιρού, επιδίδονται εις φωνασκίας και σοβαράς συζητήσεις περί διαφόρων μεθόδων της γεωργίας και κτηνοτροφίας και περί διαφόρων κοινοτι κών ή ατομικών θεμάτων. Ούτως οι μύλοι καθίστανται το κοινόν κέντρον, το μεσοχώρι, το συνε ντευκτήριον, ούτως ειπείν, των κατοίκων των πέριξ χωρίων (Πολυμέρου-Καμηλάκη, 1990, σ. 196197).
204
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 5.2
ΒΥΡΣΟΔΕΨΙΑ Βυρσοδεψία είναι η τεχνική επεξεργασίας των δερμάτων. Πρόκειται για ιδιαίτερα διαδεδομένη βιοτεχνική επαγγελματική δραστηριότητα, η οποία εξασκούνταν σε εργα στήρια -«τα ταμπάκικα»- με ειδικές χειρωνακτικές μεθόδους, τουλάχιστον ως τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Η βυρσοδεψία ήταν άλλωστε ένας από τους κλάδους των προβιομηχανικών τεχνικών που «πέρασε» με καθυστέρηση από το εργαστήριο στο ερ γοστάσιο.
5.2.1
Το δέρμα και τα υλικά επεξεργασίας του
ΟΝ. Παπαδόπουλος στο εμπορικό λεξικό του, τον Κερδώο Ερμή, που εκδόθηκε στη Βενετία το 1815, σημειώνει: Βυρσοδεψία ονομάζεται η τέχνη του εργάσματος των διάφορων ψιλών δερμάτων προς χρήσιν των ανθρώπων, εις υποδήματα και άλλα διάφορα έπιπλα. Σκυτοδεψία δε, το έργασμα των χονδρών δερμάτων, βοών και βουβάλων, και χοί ρων προς χρήσιν διά πάτους, ήτοι πέλματα υποδημάτων και ομοίων. Η πρώτη λέγεται γαλ λιστί Chamoίserie και η δευτέρα Tannerie. Εις την Τουρκίαν όμως εμπεριλαμβάνονται αμ φότερα εις μίαν και την αυτήν τέχνην των Ταμβάκιδων (Παπαδόπουλος, 1989, σ. 124-125). Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 4/Κεφάλαιο 5 Αναζητήστε σε ένα λεξικό της νέας ελληνικής την ετυμολογία της λέξης «βυρσοδεψία». Τι πα
<Ι
ρατηρείτε ως προς τα συνθετικά της λέξης αυτής; (30-50 λέξεις). Την απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Τα δέρματα διακρίνονται σε λεπτά (από πρόβατα, γίδες και κατσίκια), χοντρά (από βοοειδή) και ημίχονδρα (από χοίρους, μοσχάρια κ.λπ.), ενώ τα υλικά που χρη σιμοποιούνταν για την επεξεργασία τους προέρχονταν από ζωικές και φυτικές ουσίες: τα καπάκια των βελανιδιών, τις φλούδες ή τις ρίζες του πουρναριού και τα σκινόφυλλα που περιείχαν τανίνη, τα περιττώματα των σκύλων και τον ασβέστη. Αργότερα όλα αυ τά τα υλικά αντικαταστάθηκαν από διάφορες χημικές ουσίες.
5.2.2
Επεξεργασία των δερμάτων
Η επεξεργασία των δερμάτων περιλαμβάνει τον καθαρισμό των τομαριών από τρίχες και άλλες οργανικές ουσίες, τη δέψη, που κάνει το δέρμα αδιάβροχο, ανθεκτικό, και ελα στικό, και την τελική μορφοποίηση, που γίνεται με βαφή και γυάλισμα. Το δέρμα στη φυ σική του κατάσταση περιέχει περίπου 60% νερό, το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί για να μη σαπίσει. Πολλές φορές οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι ήταν εκείνοι που ξέραιναν τα τομάρια των
205
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.2
ζώων και τα πάστωναν με αλάτι πριν τα πουλήσουν στους βυρσοδέψες, διαφορετικά οι «ταμπάκηδες» έπρεπε ή να τα στεγνώσουν ή να τα επεξεργαστούν αμέσως. Τα ξερά δέρ ματα έπρεπε στη συνέχεια να μαλακώσουν, ώστε να αρχίσει η κατεργασία τους. Γι' αυτό τον λόγο τα βουτούσαν σε δεξαμενές με νερό για να μουλιάσουν. • Ο καθαρισμός. Οι τεχνίτες κρεμούσαν τα δέρματα από ένα γάντζο και τα έσκιζαν με τη φαλτσέτα ( ιδιαίτερα κοφτερό εργαλείο). Τα περιττά κομμάτια που προέρχονταν από τα πόδια, την ουρά και το κεφάλι κόβονταν και πετιόνταν. Στη συνέχεια τα έξυναν με μια σιδερένια λάμα για να απομακρύνουν τα υπολείμματα της σάρκας. Κατόπιν έπλε ναν τα δέρματα καλά και τα κρεμούσαν για να στεγνώσουν. Η αποτρίχωση τη ς εξωτε ρικής όψης γινόταν με ασβέστη, τον οποίο άπλωναν στην εσωτερική επιφάνειά τους με μια τρίχινη βούρτσα και τα στοίβαζαν στη σκιά για 3-5 μέρες. Με τον ασβέστη καίγονταν οι ρίζες των τριχών και απομακρύνονταν εύκολα. Στη συνέχεια, με ένα σί δερο ακονισμένο και κοφτερό, έβγαζαν ό,τι είχε απομείνει από τις ρίζες των τριχών και έπλεναν καλά τα δέρματα σε άφθονο τρεχούμενο νερό. Η πλήρης απασβέστωση γινόταν με τη ν τοποθέτη ση των δερμάτων σε «σαμά» (κουτσουλιές πουλερικών, περιτ τώματα σκύλων) επί 2-3 ημέρες, για να απομακρύνουν τελείως τον ασβέστη και να μα λακώσουν. Αν όμως δεν τα έβγαζαν στην κατάλληλη στιγμή, κινδύνευαν να δια βρωθούν από τον «σαμά». • Η δέψη. Σε αυτή τη φάση γινόταν η ουσιαστική επεξεργασία του δέρματος. Οι τεχνί τες χρησιμοποιούσαν καπάκια βελανιδιών, φλοιούς πεύκου και καστανιάς ή ξερά φύλ λα σκίνων. Σε ορισμένα ταμπάκικα υπήρχε ζωοκίνητος μύλος με ειδικές σκληρές μυλό πετρες για το άλεσμα και την κονιορτοποίηση των δεψικών υλών. Αυτή τη σκόνη τη διέλυαν σε ζεστό νερό («καψερό») και άφηναν το μείγμα να κρυώσει. Σε δεξαμενές που περιείχαν το μείγμα τοποθετούσαν τα δέρματα για επτά περίπου ημέρες. Ο φλοιός του πεύκου «άνοιγε» τους πόρους του δέρματος και του έδινε ξανθό χρώμα. • Η μορφοποίηση. Αυτό το τρίτο στάδιο είναι και το μοναδικό που γίνεται στον πάγκο του τεχνίτη. Εκεί ο ταμπάκης ξεχώριζε τα δέρματα σε ποιότητες και, ανάλογα με τον προορισμό και τη χρήση τους, εφάρμοζε διάφορες τεχνικές για τον καλλωπισμό τους. Στον πάγκο του βυρσοδέψη τα δέρματα ισιώνονταν, αφαιρούνταν το περιττό πάχος -με ένα κοφτερό μαχαίρι, τον σκεφέ- και ορισμένα από αυτά βάφονταν με φυτικές βαφές. Μετά λαδωνόταν η εξωτερική τους όψη και τα κρεμούσαν σε δοκάρια στη σκιά για να «κερώσουν», να ξεραθούν εντελώς.
Ι>
Άσκηση Αυτοαξιολόyηαηc; 5/Κεφάλαιο 5 Αντιστοιχίστε τις παρακάτω εργασίες με τις φάσεις επεξεργασίας των δερμάτων. Εργασίες
Φάσεις επεξεργασίας
Αδιαβροχοποίηση Απασβέστωση Αποτρίχωση Βάψιμο Γυάλισμα Ξύσιμο
Καθαρισμός Δέψη Μορφοποίηση
Τη σωστή αντιστοίχιση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
206
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.2
Άσκηση Αυτοαξιολόγηση«; &/Κεφάλαιο 5 Ποιο σκοπό εξυπηρετούν οι παρακάτω εργασίες κατά την επεξεργασία των δερμάτων: ασβέ στωμα, λάδωμα, αλάτισμα, βούτηγμα σε «σαμά»; (100-150 λέξεις). Την απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
<Ι
Παρακολουθώντας τη διαδικασία κατεργασίας των δερμάτων, κατανqούμε ότι το εργαστήριο ήταν χωρισμένο σε τρία μέρη που αντιστοιχούσαν στις τρεις φάσεις επε ξεργασίας τους. Στο πρώτο βρίσκονταν οι στέρνες για το πλύσιμο και το μαλάκωμα των δερμάτων, οι ασβεστόλακκοι για το ασβέστωμα και ένας χώρος για τον καθαρισμό από τις τρίχες. Στο δεύτερο γινόταν η δέψη στις «λίμπες», που ήταν μικρές χτιστές γούρνες. Σε ένα τρίτο σημείο του εργαστηρίου στέγνωναν τα δέρματα και κάπου εκεί βρισκόταν ο πάγκος για την περαιτέρω επεξεργασία τους. Δραστηριότητα 2/Κεφάλαιο 5 Για να εκπονήσετε αυτή τη Δραστηριότητα πρέπει να μελετήσετε προσεκτικά τα δύο κείμενα
<Ι
που ακολουθούν. Το πρώτο είναι ένα ανώνυμο υπόμνημα του 1796, στο οποίο παραδίδονται πολύτιμες πληροφορίες για τη βυρσοδεψία της Άμφισσας (Σάλωνα) κατά τα τέλη του 18ου αι ώνα. Το δεύτερο κείμενο είναι πολύ νεότερο, αφού περιγράφει τον τρόπο κατεργασίας των δερμάτων σε μια βιομηχανία κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα. Αφού διαβάσετε με προσοχή και τα δύο κείμενα, συγκρίνετε τις τεχνικές που περιγράφονται απαντώντας στις εξής ερωτήσεις (συνολικά 400 περίπου λέξεις): 1. Παρατηρείτε ομοιότητες ή διαφορές και ποιες είναι αυτές; Να τις εντοπίσετε και να τις κατα γράψετε. 2. Σε ποιες διαπιστώσεις θα μπορούσε να καταλήξει κανείς σχετικά με τους ρυθμούς εξέλιξης των προβιομηχανικών τεχνικών; Θα βρείτε τα δικά μας σχόλια στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Α) Τα διάφορα δέρματα, ξηρά ή ηλατισμένα, μεταφέρονται εις το διαμέρισμα της μουσκεύσεως (κ. νερά) ένθα τίθενται εις επί τούτο λάκκους όπως μουσκεύσωσι και αποκτήσωσι την φυσι κήν αυτών μαλακότητα και καθαρισθώσι των διαφόρων ξένων ουσιών, ήτοι αίματος, κόπρου κ.λπ. Μετά ταύτα φέρονται εις άλλους λάκκους, όπου και το διάλυμα ασβέστου και άλλων χη μικών αποψιλωτικών ουσιών, όπως αφαιρεθή η θριξ, το οποίον επιτυγχάνεται εις διάστημα εβδομάδος. Μετά ταύτα εξάγονται ξεπλένονται δι' αφθόνου ύδατος και άλλων χημικών ου σιών όπως καθαρισθώσι τα δέρματα της εν αυτοίς ασβέστου και άλλων ουσιών. Αποκαθα ρίζονται δε διά μηχανικών μέσων και ούτω τα δέρματα γίνονται έτοιμα προς κατεργασίαν. Η εργασία αυτή γίνεται διά των δύο εν χρήσει μεθόδων του Ι και II λουτήρων εντός της ημέρας εις τυμπάνους διαμέτρου 2-2,5 μ. και πλάτους 1-1,20 μ. περιστρεφομένους περί άξονα μηχα νικώς [. .. ] (Πανελλήνιον Λεύκωμα Εκατονταετηρίδας 1821-1921, τόμος Β, Αθήνα 1925, σ. 66). Β) Τον τρόπον οπού κάνουν τα κίτρινα τομάρια εις Σάλωνα: σχισμένα, ευθύς εις το νερόν, μέσα εις την σκάφην διά 48 ώρες. Έπειτα τα ξύουν με την λάμαν την σιδηράν επάνω εις μίαν τά βλαν και παστρεύουν την ύλην του οξυγκίου και κρέατος. Τότε τα στοιβάζει εις λάκκον, ένα επάνω εις το άλλο απλωτά - το μαλλί από κάτω και έχει τον ασβέστην ως χυλόν γινόμενον και
207
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.2
με ένα πινέλλο τα αλείφει από το μέρος της σάρκας, βάνοντας ένα επάνω εις το άλλο και αλείφοντας, και τα αφήνει 10 ημέρες. Είτα τα εβγάνει και τα μαδεί. Έπειτα πάλιν τα βάνει εις την σκάφην απλωτά, ένα επάνω εις το άλλο, και άλλον χυλόν ασβέστου αλείφοντας ένα-ένα και συχνά πλακώνοντας την στοίβα, και τα αφήνει έτερες 1 Ο ημέρες. Έπειτα τα εβγάνει και τα ξύει με την λάμαν από το μέρος της τρίχας και πάλι τρίτον τα βάνει με τον άνωθεν τρόπον εις τον χυλόν έτερες 12 ημέρες. Και τότε τα εβγάνει και τα πλένει εις νερόν πολύρροον, παστρι κόν πατώντας τα με τους πόδας σφοδρά, συχνά και πολλήν ώραν. Έπειτα εις την τάβλαν τα ξύει με μίαν κεραμίδαν έως να ξεράσουν όλην την ύλην του ασβέστου. Και πάλιν καλά πλυμέ να με τα πόδια, αναλύει την κόπρον των σκυλίων ως χυλόν εις την σκάφην και, βάνοντας μέσα τα τομάρια όλα, αρχινά με τας χείρας και τα τρίβει σφοδρά μέσα εις τον χυλόν της κόπρου των σκυλίων διά τρεις και τέσσαρες ημέρας, έως να απαλύνουν ως πανί. Και τότε τα πλένει πάλιν με τα πόδια καλά και τα ξύει και από τις δύο μεριές με την λάμαν εις την τάβλαν. Έπειτα έχει το ρούδι τριμμένον και χυλωμένον με κρύον νερόν και τα ζυμώνει μέσα εις την σκάφην με τον χυλόν του ρούδι, οπού να περάσουν από τους πόδας του 80 φοράς, και πάλιν τα ξύει από την σάρκα. Και δεύτερην φοράν εις το ρούδι με τον πρώτον τρόπον τα ζυμώνει και πάλιν ξύ σιμον. Και τότε έχει το λαγγέρι ήγουν σπυράκι -και δύο μερτικά σπυράκι και ένα στύψη- γινό μενον σκόνη και τα διπλώνει εις δύο βάνοντας από μέσα το μέρος της σάρκας. Και εις το πρόσωπον της τρίχας με την παλάμην του απλώνει την σκόνην, βάνοντάς τα ένα επάνω εις το άλλο, διπλωμένα με προσοχήν, να μην περάσει η βαφή εις το απομέσα μέρος της σάρκας. Και έπειτα εις 5 ώρες τα πλένει και όντας ακόμη υγρά τα λαδώνει επάνω εις την βαφήν - εις το κάθε ένα από ένα φλυτζάνι λάδι. Και τότε με ένα ξύλον στρογγυλόν επάνω εις άλλο ξύλον στρογγυλόν τα τρίβει διά να λάβουν το λούστρο. Την πρώτην φοράν τα τρίβει υγρά, την δευ τέραν στεγνά. Με αυτόν τον τρόπον δουλεύουν εις τα Σάλωνα τα κίτρινα τομάρια τα περίφη μα και είναι 1 Ο φάμπρικες και εβγάνουν τον χρόνον έως 40 χιλιάδες και περνούν εις δια φόρους τόπους, και του Πουνέντε και του Λεβάντε (Ασδραχάς, 1988, σ. 179-180).
5.2.3
Κέντρα παραδοσιακής βυρσοδεψίας
Τα ταμπάκικα συγκεντρώνονταν σε περιοχές με αναπτυγμένη κτηνοτροφία και άφθονο νερό ή σε πόλεις όπου υπήρχε ζήτηση κατεργασμένων δερμάτων, σε σημεία απομακρυσμένα από τις κατοικίες. Στα νησιά του Αιγαίου και στις παραθαλάσσιες πό λεις ήταν όλα κοντά στη θάλασσα. Στα Ιωάννινα βρίσκονταν στην ανατολική όχθη της λίμνης, στη Λάρισα κοντά στον Πηνειό, στη Γορτυνία κοντά σε πηγές κ.λπ. Στην Κων σταντινούπολη φαίνεται ότι η ατμόσφαιρα ήταν αφόρητη στην περιοχή των βυρσοδε ψείων: Το κακόν προβαίνει επί το χειρότερον, όταν πορευόμενοι προς τον Τοπ Χανέ, διά της οδού πλησίον των τειχών, φθάσωμεν εις τα δυσωδέστατα βυρσοδεψεία, των οποίων την δύσφορον κακοσμίαν μακρόθεν αισθάνεται ο διαβάτης μέχρι ναυτιάσεως. Τα εργοστάcτια ταύτα είναι απερίγραπτα. Ο διαβαίνων διά των γλισχρών στενωπών, πνιγόμενος από την κακοσμίαν φράττει τους ρώθωνάς του και επιταχύνει τα βήματά του (Πασπάτης, 1862, σ. 75- 76). Η εργασία στα βυρσοδεψεία ήταν ιδιαίτερα βαριά και ανθυγιεινή. Οι ταμπάκηδες δούλευαν κοντά ή μέσα σε νερό και ανέπνεαν την έντονη δυσοσμία των τομαριών.
208
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Το δούλεμα των πετσιών είναι πολύ επικίνδυνον και βλαβερόν. Αυτοί που τα δου λεύουνε υποφέρουνε από λογιών, λογιών αρρώστιαις. Τα νερά που τα βρέχουνε εί ναι βρώμικα συχνά, το πετσί βγάζει μια βόχα που είναι δηλητήριο, όλοι αυτοί βλά πτονται εις το στήθος και τα μάτια. Έπειτα η δουλειά είναι ζόρικη όσο παίρνει, τα πόδια γυμνά μέσ' στο νερό πιάνουν ρεμματισμούς, τα χέρια βγάζουνε αγκύλαις και σπυριά και φουσκώματα. Οι καϊμένοι οι ταμπάκιδες πρέπει να πληρώνονται καλά διά να ειμπορούν να τρώνε γερά και να τραβούνε το κρασάκι τους. Πρέπει να είναι πολύ καθαροί, να πλένωνται συχνά πυκνά και να αλλάζουνε όσο ειμπορούν πιο συ χνά ρούχα. Χωρίς αυτές τις προφύλαξες, κλάψτε τους («Καζαμίας της Ακροπόλεως του 1891», στο Αγριαντώνη, 1998, σ. 276). Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 7 /Κεφάλαιο 5 Πού ήταν συνήθως συγκεντρωμένα τα ταμπάκικα και γιατί; { 100-15 0 λέξεις). Την απάντηση θα
<Ι
βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας οι ταμπάκοι ήταν οργανωμένοι σε ιδιαίτερα ισχυρές συντεχνίες, οι οποίες -όπως κάθε συντεχνιακή οργάνωση- υπόκει ντο σε περιορισμούς που αφορούσαν τη διακίνηση και τις τιμές των προϊόντων τους. Την εποχή εκείνη τα Ιωάννινα, η Λάρισα και η Θεσσαλονίκη ήταν σημαντικοί τόποι παραγωγής και συγκέντρωσης δερμάτων και τομαριών. Από εκεί τα επεξεργασμένα δέρματα διοχετεύονταν τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική αγορά. Η χρήση χημικών ουσιών στην κατεργασία των δερμάτων και οι νέες τεχνολογικές μέθοδοι επικράτησαν κυρίως από τα μέσα του 19ου αιώνα και μάλιστα στα πρώτα βυρ σοδεψικά εργοστάσια του ελληνικού κράτους. Παρ' όλα αυτά, τα παραδοσιακά εργα στήρια, όπου η δουλειά γινόταν κυρίως με τα χέρια, εξακολούθησαν να επιβιώνουν μέ χρι και τη δεκαετία του 1960. Δραστηριότητα 3/Κεφάλαιο 5 Η Βιομηχανική Επανάσταση οδήγησε σταδιακά σε υπολειτουργία και εξαφάνιση τις παραδοσιακές μορφές βιοτεχνίας. Οι περισσότεροι τεχνίτες, αδυνατώντας να προσαρμοστούν στις νέες συνθή
<Ι
κες και απαιτήσεις της αγοράς και στον ανταγωνισμό των βιομηχανικών προϊόντων, παρέμειναν απλοί θεατές της συρρίκνωσης της πελατείας τους. Οι συντεχνίες εξαθλιώνονταν οικονομικά και το παλιό ισχυρό συντεχνιακό σύστημα σταδιακά παράκμασε. Το διήγημα του Δημήτρη Χατζή «Ο Σιούλας ο ταμπάκος» {σ. 9-59) από το βιβλίο του Το τέλος της μικρής μας πόλης, το οποίο θα βρείτε στα Παράλληλα Κείμενα, αποτυπώνει αυτή την κατάσταση. Αφού το διαβάσετε με προσοχή, απα ντήστε {συνολικά περίπου 200-300 λέξεις) στις εξής ερωτήσεις: α) Πώς ήταν οργανωμένη η εργασία στα εργαστήρια των ταμπάκων; β) Πού βρίσκονταν τα εργαστήριά τους; Περιγράψτε τα. γ) Ποιες ήταν οι συνήθειές τους; Την απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
209
Ενότητα 5.3
ΥΠΟΔΗΜΑΤΟΙΙΟΙΙΑ Η υποδηματοποιία ως μεταποιητική προβιομηχανική δραστηριότητα εντάσσεται στη μελέτη της οικονομικής ζωής του αγροτικού αλλά και του αστικού χώρου. Στα χρό νια της τουρκοκρατίας οι υποδηματοποιοί ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες, ενώ υπήρ χε σημαντικός καταμερισμός όχι μόνο στην εργασία στο εσωτερικό του εργαστηρίου αλλά και εξειδίκευση στο είδος του παπουτσιού που κατασκεύαζε κάθε τεχνίτης. Έτσι, οι συντεχνίες στις οποίες εντάσσονταν ήταν πολλές: των παπουτσήδων (στη Θράκη οι παπουτσήδες κατασκεύαζαν παντόφλες, στα Ιωάννινα τα ραφτά παπού τσια), των τσαρουχάδων, των γεμενιτζήδων (τα γεμενιά ήταν ραφτά παπούτσια από μαλακό φτηνό δέρμα χωρίς καρφιά και πρόκες), των κουντουράδων (κατασκευαστές καρφωτών παπουτσιών), των μπαλωματήδων (πρόκειται για τους επιδιορθωτές, οι οποίοι δεν αποτελούσαν πάντα χωριστή συντεχνία και ήταν συχνά πλανόδιοι τεχνίτες). Αντίθετα από ό,τι στις πόλεις, στον αγροτικό χώρο η υποδηματοποιία ανήκει μερικώς ή εξολοκλήρου στις τεχνικές που με πρωτόγονα μέσα εξασκούσαν αρχικά οι ίδιοι οι χωρικοί. Σταδιακά πέρασε -μάλλον κατά τον 20ό αιώνα- σε εξειδικευμένους επαγ γελματίες. Τα παπούτσια κατασκευάζονταν παλιότερα κατά παραγγελία· δεν υπήρχε το έτοιμο παπούτσι όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Το επάγγελμα του υποδηματοποιού θεωρούνταν προσοδοφόρο και η μαθητεία σε αυτό προϋπέθετε σε ορισμένες περιπτώ σεις την πληρωμή του δασκάλου από τον μαθητή (Τραγέλλης, 1986, σ. 130).
11>
Δραστηριότητα 4/Κεφάλαιο 5 Ο Παναγής Σκουζές, αφηγούμενος τη ζωή του, περιγράφει τις περιπέτειές του σε ένα παπου τσίδικο που τον είχε βάλει ο πατέρας του ως μαθητευόμενο στα τέλη του 18ου αιώνα. Αφού με λετήσετε το σχετικό απόσπασμα από το Χρονικό του Παναγή Σκουζέ που παρατίθεται παρακά τω, γράψτε ένα κείμενο για τις συνθήκες μαθητείας κατά την εποχή εκείνη (περίπου 100-150 λέξεις). Στη συνέχεια δείτε το δικό μας σχόλιο στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. [...] Ήταν ένας Αθηναίος εις το χωρίον Βασιλικόν της Χαλκίδος, μόλις δύο ώρας μακριά, κάποιος Διονύσιος Κάσταyλης, παπουτσής την τέχνην. Ο πατήρ μου με έδωσεν εις αυτόν, [...] διά να με μάθει την τέχνην, μόνο και μόνο να με ζωοτρέφει. Αλλά αυτός ήταν πολλά μέθυσος. Καθημερι νώς με έδερνε[...] μετά τόσες τυραννίες με σήκωνεν από τα μεσάνυχτα να ράφτω και μια νυχτιά με σήκωσε τα μεσάνυχτα και μ' έδωσε ένα πετζί να το πάyω, να το μοσκέψω, έξω του χωριού, οπού ήταν μία σύναξις του νερού, πλησίον εις ένα πηγάδι. Εγώ επήρα το πετζί, επήγα, και το έβαλα εις το νερό. Ήταν χειμώνας. Ετραβήχθηκα και ήμβα εις μίαν αχυρώνα βοδιών και εκεί με πήρεν ο ύπνος.[ ...] ήρθεν ο μάστορης ζητώντας με, ηύρε το πετζί, αλλά δεν με βρίσκει εμένα.[..] Προς την αυγή, εξύπνησα, και γυρεύω το πετζί, αλλά το είχε παρμένο. Πηyαινάμενος εις τον μά στορά μου, μου έδωκεν ένα ξύλο τόσο δυνατό! (Βαλέτας, 1948, σ. 83-85).
210
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Φαίνεται άλλωστε ότι η λειτουργία ενός εργαστηρίου απαιτούσε όχι μόνο την άδεια της συντεχνίας αλλά και τα οικονομικά μέσα για την αγορά πρώτων υλών και εργαλεί ων (Φωτόπουλος, 1979, σ. 71). Στα μεγάλα εργαστήρια κάθε τεχνίτης είχε την ειδικό τητά του (ράφτης, καλουπτζής, σολιατζής, λουστραδόρος), ενώ οι βοηθοί, «τα τσιρά κια», έκαναν διάφορες βοηθητικές εργασίες. Στην Κοζάνη απαντώνται οργανωμένοι σε συντεχνία τουλάχιστον από το 1768 (Καλινδέρης, 1958, σ. 21-22), ενώ στα Ιωάννινα οι συντεχνίες των παπουτσήδων και των τσαρουχάδων ήταν από τις σημάντικότερες και πολυπληθέστερες στην πόλη (Σαλαμάγκας, 1959, σ. 391· Καλινδέρης, 1958, σ. 82). Όπως και οι άλλοι τεχνίτες, έτσι και οι υποδηματοποιοί είχαν και αυτοί τους δικούς τους προστάτες-αγίους. Στη Λήμνο οι παντοφλάδες και οι ταμπάκηδες γιόρταζαν στη γιορτή της Αγίας Βαρβάρας (Ήμελλος, Πολυμέρου-Καμηλάκη, 1983, σ. 232), στα περισ σότερα όμως μέρη προστάτης τους ήταν ο Άγιος Σπυρίδωνας (Τραγέλλης, 1986, σ. 131).
<Ι
Δραστηριότητα 5/Κεφάλαιο 5 Μία από τις παλαιότερες αναλυτικές αναφορές για την υποδηματοποιία στον χώρο του Αιγαίου προέρχεται από τη Μύκονο (Τερλέντης 1924, σ. 73-74). Πρόκειται για ένα έγγραφο με ημε ρομηνία 31 Ιανουαρίου 1732. Σε αυτό παρατίθενται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα είδη των υποδημάτων, τους τεχνίτες, την κατασκευή και τις τιμές τους. Αφού μελετήσετε προσεκτικά το κείμενο που παρατίθεται πιο κάτω, απαντήστε στις εξής ερωτήσεις: α) Ποιος φαίνεται ότι ήταν ο ρόλος της κοινότητας απέναντι στους επαγγελματίες και γενικότερα στην αγορά; β) Ποια είδη ανδρικών και γυναικείων υποδημάτων υπήρχαν και ποια ήταν η αξία τους; γ) Πώς καταλαβαίνετε τη φράση «εις πρώτο ποδάρι»; δ) Ποιες ποινές προβλέπονταν για τους παραβάτες των κανονισμών; Τα δικά μας σχόλια θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. Την σήμερον, θεωρώντες ημείς οι κάτωθεν υπογεγραμμένοι η κοινότης Μυκόνου την ζημία όπου καθημερνό κάνουν οι σαγγάριδες όπου εδώ δουλέβουν, ανεβάζοντας διπλά την τιμή των παπου τζίων των ανδρών ωσάν και τω γυναικών, τα παπούτζια και κουντούρες, διά τούτο όλοι κοινώς εσυνάκτημεν διά να κάμωμεν την αυτήν κυβέρνησιν, διά να μην ζημιώνεται ο κόσμος, και να έχουν και διάφορον οι αυτοί μαστόροι, και εις τούτο εσυμφωνήσαμεν, ότι των ανδρών τα παπού τζια τα διπλά όπου οι μαστόροι κάμουν εις πρώτο ποδάρι να πέρνουν τριάντα παράδες περό κα λόν κερεστέ και εις τα γυριστά παράδες είκοσι πέντε και εις των γυναικών τα παπούτζια τα μεγά λα να πέρνουν παράδες είκοσι πέντε περ6 να βάνουν και τα τακούνια, ήγουν σκαλονέτα, και εις τοις κουντούρες τοις κίτρινες με τα λενέτια να πέρνουν παράδες είκοσι και αν κάμουν από τας όμοιες κουντούρες με κίτρινο τομάρι με τακούνια, να πέρνουν παράδες δεκαέξι και αν κάμουν κουντούρες όπου η γυναίκα να βάλη το πάτο και το καύκαλο ή χρυσό ή βελούδιο, και ο μά στορας ήθελεν βάλη το πετζί τον κόπον του και τα λενέτια, να πέρνη ο μάστορας παράδες δε καοκτώ, και όχι περισσότερον και όποιος από τους μαστόρους τους τσαγγάριδες ήθελεν πάρη παραπάνω από την άνωθεν τιμή. Και κοινή απόφασι να πληρώνη του ενδοξοτάτου αυθέντου σε ρασκέρι ρεάλια πενήντα και βάνοντας και η κοινότης τόσα [είδος φόρου] να πληρώνη ρεάλια δέ κα και ανίσως και οι αυτοί μαστόροι ήθελεν παρέβγουν από την αυτήν απόφασι οι επίτροποι της κοινότης να έχουν εξουσίαν να των επέρνουν τα ρεάλια δέκα και να τα βάνουν εις το πουγyί της
1
211
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.3
5.3.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τεχνική
Πρώτο στάδιο: η κατεργασία της πρώτης ύλης. Στις πόλεις της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας όπου ήταν αναπτυγμένες οι βιοτεχνικές δραστηριότητες, η κατεργα σία του δέρματος γινόταν στα βυρσοδεψεία. Σε μικρότερες όμως πληθυσμιακές συγκε ντρώσεις οι υποδηματοποιοί ή και οι ίδιοι οι χωρικοί ήταν δυνατόν να κατεργάζονται τα δέρματα, χρησιμοποιώντας στοιχειώδεις μεθόδους και τεχνικές (βλ. ενότητα 5.2). Στην Κάρπαθο τον παλιό καιρό πολλές οικογένειες έτρεφαν χοίρο που σφαζόταν κάθε φθινόπωρο και το πετσί του χρησίμευε για πάτους στα παπούτσια. [...] Κάθε Σεπτέμβρη . με Οκτώβρη[.. ] έβαζαν τα δέρματα του χοίρου στον Ποταμό μέσα στις βότσιες (φυσικούς λάκκους της ρεματιάς). Όταν τα δέρματα άρχιζαν να σαφλιάζουν [μαλακώνουν], τα πή γαιναν στους τομαρόλακκους, όπου γινόταν η άργαση (αντίστοιχα με τα σημερινά ασβε σταριά), με τη στάχτη... Όταν τα δέρματα ήταν πια έτοιμα, [... ] τα πήγαιναν τότε στους παπουτσήδες, τους «καλικάες», για να ράψουν τα παπούτσια του καθενός. Όλη η δουλειά της κατεργασίας γινόταν από τις γυναίκες (Φιλιππίδης, 1972, σ. 48-49).
Δεύτερο στάδιο: η κατασκευή. Οι υποδηματοποιοί έπαιρναν τα μέτρα του πελάτη, το «αχνάρι» όπως το έλεγαν, πάνω σε χαρτί ή σε δέρμα. Μετά μετρούσαν το πλάτος και το ύψος της καμπύλης του πάνω μέρους του ποδιού. Η εργασία άρχιζε από το πάνω μέρος του παπουτσιού. Έκοβαν τα διάφορα μέρη του χωριστά με τη φαλτσέτα και τα μαχαίρια. Τα χτυπούσαν πολύ καλά με το σφυρί πάνω στο αμόνι και στη συνέχεια έρα βαν τα κομμάτια μεταξύ τους. Το μοντάρισμα γινόταν στο καλαπόδι, το οποίο μπορού σε να προσαρμοστεί ανάλογα με το μέγεθος του παπουτσιού προσθέτοντας επάνω του επιθέματα από πετσί για να αυξηθεί το πάχος του. Στη συνέχεια έραβαν τα υπόλοιπα μέρη μεταξύ τους και έφτιαχναν τις σόλες, που τις έραβαν ή τις κάρφωναν. Πολλές φορές έβαζαν και «φόδρα» στην εσωτερική πλευρά του παπουτσιού από πετσί ή πανί. Κατόπιν τα παπούτσια λειαίνονταν, βάφονταν και λουστράρονταν με λιωμένο κερί. Είδαμε προηγουμένως ότι η κατεργασία του δέρματος ήταν δυνατόν να γίνει από τους ίδιους τους χωρικούς. Το ίδιο μπορούσε να συμβεί και με την κατασκευή των κα θημερινών παπουτσιών, τα οποία κατασκευάζονταν από χοιρόδερμα ή βοϊδόδερμα και ύφασμα. Στην Αιτωλία, άνδρες και γυναίκες φκειάνουν τα καπποτοτσάρουχα, τα ζγαρόνια, που λένε στα μέρη του Καρπενησιού: τσαρούχια από κομμάτι παλιάς κάπ πας ή από καινούριο χοντρό καπποσκούτι. Ίδια κι απαράλλαχτα όπως τα λουρου τσάρουχα, με θηλειές μάλλινες. Και για να τα κάνουν πιο βασταγερά και πιο λουσάτα, τα πετσώνουν με χοντρά πετσώματα και μάλιστα τα προγγώνουν, για να μην ξαγλυ στρούνε πάνω στα κρούσταλλα και στο παγωμένο χιόνι (Λουκόπουλος, 1927, σ. 59). Στη Φλώρινα η κατασκευή των τσαρουχιών γινόταν ως εξής:Αφού έγδερναν το γουρούνι και το τοποθετούσαν σε αλάτι και πίτουρα το άφηναν να στεγνώσει. Μετά από έξι μήνες το μούσκευαν και το έκοβαν σε λωρίδες μιας πιθαμής. Τα πιο μικρά κομμάτια τα έκοβαν σε μικρές λωρίδες, τα λουράκια. Έπαιρναν τι λωρίδες της μιας πιθαμής και κανόνιζαν το μήκος με το μήκος του πέλματος. Στη συνέχεια το έραβαν στη φτέρνα και στα δάκτυλα με λεπτές λωρίδες δέρματος. Στο επάνω μέρος άνοιγαν τρύπες από όπου περνούσαν τις δερμάτινες λωρίδες οι οποίες δένονταν μέχρι τη γάμπα όπως τα αρχαία σανδάλια (Μεκάσης, 1996, σ. 109). Στη Θράκη το τσαρούχι ήταν δερμάτινος πάτος, γυρισμένος προς τα πάνω μερικά
1
213
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.3
εκατοστά. Γύρω γύρω είχε τρύπες από τις οποίες περνούσε λουρί. Από τη μύτη και το πίσω μέρος του τσαρουχιού έβγαιναν δύο κορδόνια που τα έδεναν γύρω στο πόδι.[..] Τα τσαρούχια πολλές φορές τα ετοίμαζαν και μόνοι τους από κομμάτια βοδινού πε τσιού (Παπαθανάση, Μουσιοπούλου, 1985, σ. 175). Πάντως, πριν από τον 190 αιώνα οι τεχνικές της υποδηματοποιίας ήταν μάλλον φτωχές και υπόκειντο σε περιορισμούς που έθεταν οι πρώτες ύλες, οι τεχνικές δυνατό τητες επεξεργασίας τους αλλά και το κόστος. Στους αγροτικούς και ποιμενικούς πλη θυσμούς τα καθημερινά υποδήματα ήταν ίδια για τους άντρες και τις γυναίκες και οι τεχνικές βελτιώσεις ακολούθησαν αργούς ρυθμούς. Κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν η χρήση ευτελών υλικών και η απλή μορφή που αντιστέκεται στο πέρασμα του χρόνου. Αντίθετα, τα γυναικεία «καλά» παπούτσια και τα νυφιάτικα κατασκευάζονταν από δέρματα καλύτερης ποιότητας και περισσότερο κατεργασμένα, συχνά μάλιστα ήταν χρωματισμένα και κεντημένα. Τα βιδέλα ήταν μαύρα αγοραστά εορταστικά παπούτσια των γυναικών, σε σχήμα ανάλογο με το τι κατασκευαζόταν σε κάθε εποχή. Στην Πελοπόννησο λέγονταν τροκαδούρες όταν είχαν σόλες γεμάτες καρφιά. Τα νυφιάτικα βιδέλα μπορούσαν να είναι κόκκινα, όπως στο Κεφαλόβρυσο της Αργολίδας, ή δίχρωμα με κόκκινο δέρμα και μαύρο λουστρίνι, όπως στην Ορεινή Σερρών (Παπαντωνίου, 1997, σ. 42).
5.3.4
Παραδοσιακά κέντρα κατασκευής υποδημάτων
Φημισμένα κέντρα παραγωγής τσαρουχιών υπήρχαν στη Βέροια, στη Θεσσαλονί κη, στη Λιβαδειά, στη Λαμία, στην Άμφισσα, στην Καρδίτσα στα Τρίκαλα, στη Λάρι σα, στο Μέτσοβο, στα Ιωάννινα κ.ά. Στα Χανιά και στην Κάρπαθο έφτιαχναν τα καλύ τερα στιβάνια. Υπήρχαν όμως και περιοχές των οποίων οι κάτοικοι ειδικεύονταν στην υποδηματοποιία σε δικά τους εργαστήρια ή ταξίδευαν αναζητώντας την πελατεία τους. Η Βισόκα του Λαγκαδά βγάζει όλο υποδηματοποιούς. Το χωριό είναι ένα ακέραιο τσαγκαράδικο. Κατασκευάζουν κάθε είδος παπούτσι, το οποίον και πωλούν εις τα πα ζάρια της Μακεδονίας και της Θράκης ή ξεκινούν οι ίδιοι οι τεχνίται και μετέρχονται την τέχνην των εις όλην την Βαλκανικήν. Άλλην δουλειάν από την υποδηματοποιίαν δεν ξέρει σχεδόν το χωριό. Οι κάτοικοί της καυχώνται να πιστεύουν ότι αν δεν ήσαν αυτοί, ο κόσμος θα εγύριζεν ακόμη ξυπόλητος ή με γουρουνοτσάρουχα.[...] Κοζανίται υποδη ματοποιοί και τσαρουχάδες ευρίσκονται παντού της Δυτικής Μακεδονίας και η τέχνη εξακολουθεί να πηγαίνη από τον πατέρα στο παιδί, όπως και παλαιότερα ( Φαλτάιτς, 1927, σ. 216-217). Η είσοδος των μηχανών στον τομέα της υποδηματοποιίας τοποθετείται στον 190 αι ώνα για την Ευρώπη και την Αμερική. Στην Ελλάδα η νέα τεχνολογία, που έθεσε στο περιθώριο τη χειρωνακτική κατασκευή και τα αντίστοιχα εργαλεία, επιβλήθηκε στα διακά και εξαπλώθηκε από τα αστικά κέντρα στην ύπαιθρο και σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού. Η εισαγωγή της συνδυάστηκε με την επικράτηση νέων αισθητικών προτύπων, που κυριάρχησαν στις τοπικές παραδόσεις και ιδιαιτερότητες. Σήμερα η παραδοσιακή χειροτεχνική υποδηματοποιία δεν υπάρχει πια. Ελάχιστα εργαστήρια επιβιώνουν στον ελληνικό χώρο, ενώ ακόμη και οι παλιοί τεχνίτες έχουν περιοριστεί εδώ και δεκαετίες σε επισκευές και δεν κατασκευάζουν υποδήματα.
214
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης &/Κεφάλαιο 5
<Ι
Σημειώστε αν οι παρακάτω προτάσεις είναι σωστές ή λάθος. ------ ---
Σωσtο -JΜθας
α) Οι κουντούρες και τα τσαρούχια είναι μόνο ανδρικά παπούτσια. β) Το αμόνι χρησιμοποιείται μόνο από υποδηματοποιούς, και όχι από άλλους τεχνίτες. γ) Τα καλαπόδια βοηθούσαν στο κόψιμο του δέρματος. δ) Τα γεμενιά ήταν ραφτά παπούτσια. ·---------· ε) Η υποδηματοποιία ταυτίζεται κατά το παρελθόν με την οικοτεχνία. Τις σωστές αντιστοιχίσεις θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
1
215
5
Ενότητα 5.4 ΤΟ ΞΥΛΟ: ΞΥΛΟΥΡΓΙΚΉ ΚΑΙ ΕΠΙΠΛΟΠΟΙΙΑ Η παρουσία του ξύλου είναι καταλυτική στους προβιομηχανικούς πολιτισμούς. Αξιοπόιήθηκε σε πολλές τεχνικές και κατασκευές και χρησιμοποιήθηκε από τεχνίτες διάφορων ειδικοτήτων. Μέσα μεταφοράς θαλάσσια και χερσαία, αγροτικά εργαλεία, δοχεία αποθήκευσης στερεών και υγρών τροφών, οι οροφές των κτισμάτων αλλά και άλλα τμήματα των οικοδομών, οι αργαλειοί, τα έπιπλα των σπιτιών, όλα κατασκευ άζονταν από ξύλο. Σε αρκετές περιοχές του ελληνικού χώρου υπήρχε σε αφθονία, αλ λού ήταν σπάνιο και δυσεύρετο, παντού όμως αναπτύχθηκαν δεξιότητες, τεχνικές και επαγγέλματα που ειδικεύτηκαν στην κατεργασία του και στην παραγωγή διάφορων αντικειμένων από αυτό.
5.4.1
Τα εργαλεία
Τα εργαλεία των τεχνιτών που κατεργάζονται το ξύλο μοιάζουν μεταξύ τους. Όλοι πρέπει να το κόψουν, να λειάνουν τις επιφάνειές του, να του δώσουν τη μορφή που επι θυμούν, να ενώσουν μεταξύ τους διάφορα κομμάτια του. Για όλα αυτά χρησιμοποιού νται εργαλεία χειροκίνητα και πολλές ιδιοκατασκευές που έδιναν λύσεις σε διάφορα πρακτικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι τεχνίτες. Πριν παρουσιάσουμε τα έπιπλα των σπιτιών και περιγράψουμε ειδικότερες κατα σκευές, όπως τα σαμάρια ή τα βαρέλια, ή την κατασκευή των σκαφών, θα αναφέρουμε ορισμένα εργαλεία ξυλουργικής κοινά για όλους τους τεχνίτες. Ορισμένα από αυτά θα τα ξανασυναντήσουμε σε ειδικότερες χρήσεις, ενώ άλλα αφορούν αποκλειστικά μια ειδικευμένη εργασία.
Εργαλεία κοπής και σχισίματος ξύλου: πριόνια και τσεκούρια (για το κόψιμο των ξύλων), καταρράκτης ή κουραστάρι (είδος πριονιού για την κοπή των ξύλων), καρμα νιόλα (πριόνι με ατσάλινη λεπίδα και λαβή από ξύλο πεύκου, με δόντια που κόβουν και στις δύο κατευθύνσεις), ξύλινες σφήνες (τριγωνικού σχήματος για το σχίσιμο των ξύλων κατά μήκος των ινών τους). Εργαλεία μετρήσεων και σχεδιασμού: διάφορες γωνιές, διαβήτες, σημαδούρες, βαρίδι και αλφάδι. Εργαλεία σφυροκοπήματος και σχηματοποίησης της επιφάνειας του ξύλου: διάφορα είδη σφυριών, σκεπάρνια, βαριές, ματσόλα (ξύλινο δρύινο σφυρί), κοπίδια (σμίλες), ροκάνια μονά και διπλά (πλάνες για λείανση της επιφάνειας), ράσπες (πλά νες με μία ή δύο λεπίδες). Εργαλεία σφιξίματος και συγκόλλησης: σφιγκτήρες (συγκρατούν τα ξύλα στον πάγκο του τεχνίτη και τα σφίγγουν μεταξύ τους κυρίως κατά τη συγκόλληση), καρφιά ξύλινα και μεταλλικά και χειροποίητες κόλλες.
216
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εργαλεία για τη γλυπτική σε ξύλο: σκαρπέλα (σμίλες ή κοπίδια με ευθύγραμμη κό ψη, στενή ή φαρδιά), λουκάκια (με κόψη μισοστρόγγυλη και βαθιά για τη δημιουργία αυλακιών στην επιφάνεια του ξύλου) και τρίγωνα (με κόψη σε σχήμα γωνίας). Για το λουστράρισμα χρησιμοποιούνταν διάφορα βερνίκια φτιαγμένα με κερί, λάδι και οινόπνευμα.
<Ι
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 9/Κεφάλαιο 5 Αντιστοιχίστε τα εργαλεία της πρώτης στήλης με τις χρήσεις τους στη δεύτερη στήλη: Εργαλεία Αλφάδι
Χρήση Εργαλεία μετρήσεων και σχεδιασμού
Γωνιά Καρμανιόλα Καρφιά
Εργαλεία για τη γλυπτική
Καταρράκτης
Εργαλεία σφυροκοπήματος και σχηματοποίησης
Κουραστάρι Λουκάκια Ματσόλα Ράσπα
Εργαλεία κοπής και σκισίματος
Ροκάνι Σκαρπέλα Σκεπάρνι Σφιγκτήρες
Εργαλεία σφιξίματος και συγκόλλησης
Σφήνες Τις σωστές αντιστοιχίσεις θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
5.4.2
Η ξυλογλυπτική
Ξυλογλυπτική είναι η πλαστική απεικόνιση παραστάσεων στην επιφάνεια του ξύλου. Εφαρμόζεται σε σταθερές κατασκευές εκκλησιών και κατοικιών, σε έπιπλα και σε διάφορα φορητά αντικείμενα. Καθώς οι επιπλοποιοί δεν συνήθιζαν να σκαλίζουν τα έπι πλα που κατασκεύαζαν, οι «σκαλιστάδες» ή «τα(γ)λιαδόροι» αποτελούσαν ιδιαίτερη επαγγελματική ομάδα τεχνιτών που σκάλιζε τα έπιπλα χρησιμοποιώντας αποκλειστικά εργαλεία χειρός. Ανάμεσά τους διακρίθηκαν τεχνίτες κοσμικής αλλά και εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής από την Ήπειρο και τη δυτική Μακεδονία, οι οποίοι ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες. Περίφημοι τεχνίτες υπήρξαν και ορισμένοι από εκείνους που σκάλιζαν κασέ λες. Όπως σημειώνει ο Μ. Φαλτάιτς (1928, σ.183): Οι ταλιαδόροι κασελάδεςγύριζαν από χωριό σε χωριό, έμεναν τρεις μήνες, έξι μήνες, ένα χρόνο και ύστερα τραβούσαν αλλού και αλλού. Συνήθως ο νοικοκύρης που ήθελε να παραγγείλει την κασέλα ήταν υποχρεωμένος να δώσει ο ίδιος και το ξύλο που ήταν σχεδόν πάντοτε καρυδιά. Στα νησιά του Αιγαίου, η εκκλησιαστική ξυλογλυπτική παρουσιάζει ιδιαίτερη άνθηση ανάμεσα στο α' μισό του
1
217
ΕΝΌΤΗΤΑ 5.4
17ου και το α' μισό του 18ου αιώνα. Οι ξυλογλύπτες μετακινούνταν στους τόπους όπου υπήρχε ζήτηση και επιτόπου σκάλιζαν τέμπλα εκκλησιών (Κουτελάκης, 1985).
Τεχνικές της ξυλογλυπτικής Εσώγλυφη: είναι η αβαθής χάραξη σχεδίων στην επιφάνεια του ξύλου. Εξώγλυφη: είναι ο σχηματισμός σχεδίου που προεξέχει. Αυτό γίνεται με σκάλισμα του φόντου ώστε να βα θύνει. Επιπ_εδόγλυφη: είναι σύνθεση των δύο προηγούμενων. Το φόντο σκαλίζεται για να βαθύνει, ενώ η μορφή παραμένει προεξέχουσα επιφάνεια πάνω στην οποία χαράσσονται εσώγλυφες οι λεπτομέρειες του σχεδίου. Ανάγλυφη: είναι η απόδοση όγκου στην επιφά νεια του σχεδίου. Ολόγλυφη: είναι η απόδοση των όγκων από όλες τις πλευρές. Ενθετική: είναι το σκάλισμα υποδοχών στην επιφάνεια του ξύλου, στις οποίες κολλιούνται φύλλα ξύλου, κομμάτια από φίλντισι ή διάφορα άλλα υλικά (Μακρής, χ.χ., σ. 11-12).
Ι>
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 1 Ο/Κεφάλαιο 5 Να επισημάνετε τις διαφορές ανάμεσα στις εξής τεχνικές της ξυλογλυπτικής: α) εσώγλυφη και εξώγλυφη και β) ανάγλυφη και ολόγλυφη (50-80 λέξεις). Την απάντηση θα βρείτε στο Παράρ τημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
5.4.3
Τα έπιπλα
Η γενική αίσθηση την οποία αποκτά κανείς όταν μελετά τα έπιπλα των σπιτιών στα χρόνια της τουρκοκρατίας είναι η σπανιότητά τους. Ο αγροτικός και ο αστικός χώρος εμφανίζουν σε γενικές γραμμές κοινά χαρακτηριστικά. Στα ελληνικά αρχοντικά της Β. Ελλάδας το κινητό έπιπλο απουσίαζε σχεδόν τελείως. Συνήθως ούτε κρεβάτια υπήρ χαν ούτε χώρος τραπεζαρίας ούτε τραπέζια ή καρέκλες. Σε κάποιες άλλες περιπτώ σεις τα απαντώμενα είδη και οι ποσότητες ήταν ελάχιστα: σοφράδες, χαμηλά ξύλινα τραπεζάκια, σκαμνιά και κασέλες. Το έπιπλο για τους ανθρώπους του παρελθόντος υπήρξε αντικείμενο χρηστικό και επιπλέον αγαθό σημαντικής για την εποχή αξίας, διότι μεταβιβαζόταν μέσα από προικοσύμφωνα και διαθήκες. Το εισαγόμενο έπιπλο δεν ανταποκρινόταν στις καθη μερινές ανάγκες ή τουλάχιστον το βασικό στοιχείο για τη ζήτησή του δεν ήταν η λειτουργικότητά του. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική η διήγηση ενός Ευρωπαίου πε ριηγητή, του Alexis Valon (1846, σ. 220), για το νησί της Πάτμου:Σε όλους τους ταξι διώτες που θα επισκεφθούν την Πάτμο, συστήνω κυρίως να δουν ένα μπαούλο και μία σκευοθήκη, ξεχασμένα σε μία αποθήκη του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννου. Πραγμα τικά, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο εξαιρετικό χρυσοποίκιλτο σκάλισμα σε ξύλο, με τόσο κομψά τελε_ιώματα. Από πού έρχονται όλα αυτά τα έπιπλα; Δεν ξέρω. Στο Παρίσι θα αποτελούσαν τα ωραιότερα αντικείμενα στο δωμάτιο ενός συλλέκτη· στην Ελλάδα χρη σιμοποιούνται για να αποθηκεύουν κρεμμύδια. Τα λιγοστά έπιπλα που υπήρχαν εξυπηρετούσαν ταυτόχρονα διαφορετικές ανά γκες και συνδύαζαν πολλαπλές λειτουργικές χρήσεις. Αυτό φαίνεται ότι σιγά σιγά αλ λάζει, καθώς κάθε έπιπλο έχει την τάση να εξειδικεύσει τη χρήση του. Όταν οι τεχνι-
218
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
κές δυνατότητες βελτιώνονται και τα υλικά πολλαπλασιάζονται, οι μορφές παρου σιάζουν μεγαλύτερη ποικιλία, ενώ νέα είδη -κυρίως φορητά- εισβάλλουν στην καθη μερινή χρήση εκτοπίζοντας συχνά τα παλιά.
Παράλληλο Κείμενο Στο σημείο αυτό μπορείτε να ανατρέξετε στο Παράλληλο Κείμενο του Ν. Πολίτη Παρα δόσεις, τόμος Α, σ. 239, 241, για να δείτε τις πολλαπλές λειτουργικές χρήσεις που εξυπη ρετούν η κασέλα ή το μπαούλο, όπως περιγράφονται στις νεοελληνικές παραδόσεις. Από τα μέσα του 19ου αιώνα πληθαίνουν τα διακοσμητικά αντικείμενα -στα αστικά τουλάχιστον σπίτια- ενώ σε ό,τι αφορά τα έπιπλα ο αριθμός τους, αν και εξακολουθεί να είναι μικρός, ανανεώνεται ως προς τα είδη: πληθαίνουν οι καρέκλες, που μέχρι τότε ήταν μάλλον σπάνιες, και εμφανίζονται οι καναπέδες και τα σκρίνια. Τα τραπε'ζια και οι καρέ κλες φαίνονται να είναι μάλλον σπάνια, τουλάχιστον ως τον 190 αιώνα, όπως άλλωστε διασώζει και νεότερη μαρτυρία: Τώρα έχουμε τραπέζια, αλλά μικρή πούμανε &υμάμαι που τρώγαμε σε σουφρά.Αυτό είναι σα τραπέζι στρογγυλό αλλά πολύ χαμηλό, το έφτιαχνε ο μαραγκός με σανίδες και είχε και δυο ορθές για ποδαράκια. Καθόμαστε όλοι πάνω σε σκαμνιά και τρώγαμε από μια τσανάκα (Σπουδαστήριο Λαογραφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών [στο εξής: Σ.Λ.],χφ.1839, Πάτμος, Γουήλ, 1973, σ. 76). Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 11 /Κεφάλαιο 5
<Jj
Αναπτύξτε σε ένα σύντομο κείμενο (60-80 λέξεις) το περιεχόμενο του ακόλουθου αποσπά σματος: Τα λιγοστά έπιπλα που υπήρχαν εξυπηρετούσαν ταυτόχρονα διαφορετικές ανάγκες και ανταποκρίνονταν σε πολλαπλές χρήσεις που καταφέρνουν τελικά να συνδυάσουν. Αυτό φαίνεται σιγά σιγά να αλλάζει, καθώς κάθε έπιπλο έχει την τάση να εξειδικεύει τη χρήση του (Ολυμπίτου, 2002, σ. 243). Θα βρείτε το δικό μας σχόλιο στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
<Ι
Δραστηριότητα &/Κεφάλαιο 5 Μελετώντας διάφορα παλαιότερα έγγραφα μπορούμε να βγάλουμε ορισμένα συμπεράσματα για τη χρηματική αξία ενός επίπλου. Για παράδειγμα, στην Πάτμο το 1819 μία χήρα σημειώνει όσα ξόδεψε από την προίκα της ο μακαρίτης ο σύζυγός της. Ανάμεσα στα άλλα αναφέρει μια ' Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η κασέλα. Σε κάθε σπίτι η κασέλα είναι απαραίτητο και σημαντικό κομμάτι της οικοσκευής. Είναι ο χώρος φύλαξης κεντημάτων, υφαντών, ρουχισμού αλλά και πολύτι μων κοσμημάτων, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί κάθισμα. Πολύ συχνά οι κασέλες έχουν σκαλιστή ή εγy_ά ρακτη διακόσμηση. Οι κασέλες αποτελούν κοινό σtοιχείο της επίπλωσης των περισσότερων σπιτιών του ελληνικού χώρου παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τα μορφολογικά χαρακτηρισtικά και τη διακόσμηση. Αν και η χρήση τους ήταν διαδεδομένη, οι κασέλες δεν ήταν πάντα τοπικής κατασκευ ής, διότι αρκετές από αυτές προέρχονται από το εξωτερικό, ιδιαίτερα από τη Βενετία. Μέσα σε κασέ λες τοποθετούσαν οι γυναίκες αντικείμενα από την προίκα τους μετά τον γάμο με σκοπό να τα δια τηρήσουν για να τα μεταβιβάσουν με τη σειρά τους m;α δικά τους παιδιά. Σε αυτές φυλάσσονταν όλα τα αντικείμενα (χρήματα, κοσμήματα, υφάσματα, είδη ενδυμασίας, σκεύη, έγγραφα, βιβλία). Οι κασέλες αυτές κλείδωναν και στη φόδρα τους ο κάτοχός τους έκρυβε τα χρήματά του. Η κασέλα, τέλος, αποτελούσε μέσο αποθήκευσης εμ..-τορευμάτων ιδιαίτερα εύθραυσtων για την ασφαλή μεταφορά τους, π.χ. γυαλικών από τη Βενετία. Ταυτόχρονα φαίνεται ότι αποτελούσε μονάδα μέτρη σης της αξίας εμπορευμάτων ή ιερών σκευών.
1
219
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.4
παλιά κασέλα που πουλήθηκε στη Σάμο για 50 γρόσια. Την ίδια χρονιά «για να κεραμιδωθεί ένα κατώι» χρειάζονταν 50 γρόσια, ενώ 1 οκά ζάχαρη κόστιζε 2,60 γρόσια, 1 οκά λάδι 2,20 γρόσια, 1 οκά μαλλί 2 γρόσια. Πόσο ακριβό ήταν λοιπόν ένα έπιπλο; Απαντήστε με 200 λέξεις περίπου. Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Ι>
Δραστηριότητα 7 /Κεφάλαιο 5 Οι παρατηρήσεις των περιηγητών για την επίπλωση των ελληνικών σπιτιών τόσο του αγροτικού όσο και του αστικού χώρου είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές. Αφού διαβάσετε προσεκτικά τις αφηγήσεις που παρατίθενται παρακάτω, συντάξτε ένα σύντομο κείμενο ( 100-150 λέξεις) με τις διαπιστώσεις στις οποίες καταλήγετε (για να σας διευκολύνουμε, πρέπει να απαντήσετε στις εξής ερωτήσεις: α. Σε ποιους τόπους αναφέρονται τα παραδείγματα και σε ποιες εποχές; β. Υπήρχαν κάποια έπιπλα στα σπίτια; γ. Ποια ήταν αυτά;). Την απάντηση θα βρείτε στο Παράρτη μα, στο τέλος του κεφαλαίου. :, Ο Ιωσήφ Γεωργειρήνης εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από τη λιτότητα των σπιτιών της Ικαρίας όταν την επισκέφτηκε γύρω στο 1678: Οι κάτοικοι κοιμούνταν στο πάτωμα. Τα σπίτια δεν εί χαν καθόλου έπιπλα, το μόνο έπιπλο που υπήρχε ήταν ο χερόμυλος (Βαρβούνης, 1992, σ. 106-107).
:, Ο Άγγλος λοχαγός William Martin Leake περιηγήθηκε στην Ελλάδα μία εξαετία, από το 1804 ως το 181Ο, κατά τη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων, με μυστική στρατιωτική και δι πλωματική αποστολή. Το 1806 επισκέφθηκε τη Σκύρο και περιέγραψε την επίπλωση των σπι τιών: Στις κάμαρες γύρω-γύρω ήταν αραδιασμένα κιβώτια παλαιικών σχημάτων, με επι-χρυσώ σεις και άλλα διακοσμητικά φιλοτεχνήματα, και στους τοίχους κρέμονταν, τόσο πυκνά ώστε να μη μένει χώρος ακάλυπτος, πήλινα σταμνιά και λαγήνια, χαλκωματένια σκεύη, πιάτα κ.λπ. αποκλειστικά για διακοσμητικούς σκοπούς. Τα σπίτια των πλουσίων έχουν πιο ευρύχωρα δω μάτια. Τα βάζα όμως και τα πιάτα τους, μ' όλο που είναι περισσότερα, δεν υπερέχουν σε ποιό τητα γιατί είναι όλα γερμανικά και χονδροειδέστατα (Leake, 1807, τόμος 4, σ. 110-111). :, Το 1807 πήγε στα Γιάννενα: Εκεί ο σοφάς ήταν το μόνο θεατό έπιπλο του σπιτιού. Τα κρε βατοστρώσια που απλώνονταν στον σοφά κάθε βράδυ κρύβονταν σε ντουλάπια που βρί σκονταν στους τοίχους των δωματίων. Αλλά και το τραπεζάκι με το στρογγυλό μεταλλικό δί σκο εμφανιζόταν στην κάμαρα μονάχα κατά τη διάρκεια των γευμάτων. Σε μερικά σπίτια υπήρχε τραπέζι με καρέκλες ευρωπαϊκού τύπου και στους τοίχους κρέμονταν βενετσιάνικοι ή γερμανικοί καθρέφτες (Leake, ό.π., σ. 140). :, Ο Alexander Drummond, πρόξενος της Αγγλίας στα Επτάνησα, επισκέφτηκε το 1749 την Αρ γολίδα: Τα μοναδικά έπιπλα ήταν ένα στρώμα κατάχαμα, ένα δυο σκαμνιά και ένας χερό μυλος (Drummond, 1754, σ. 103). :, Ο Jean Galland ταξίδεψε το 1747 στη Χίο και διαπίστωσε ότι η επίπλωση των σπιτιών αποτελούνταν από: Ένα άθλιο κρεβάτι από σανίδες, κάτω από το οποίο αποθηκεύονται καρ ποί. Λίγοι έχουν σιδερένια κρεβάτια, τρία τέσσερα ξύλινα σκαμνάκια, πέντε ή έξι ξύλινες καρέ κλες, άλλες τόσες πολυθρόνες, ένα μακρουλό τραπέζι από καρυδιά και τρεις τέσσερεις μεγά λες κάρινες κασέλες είναι τα έπιπλα της σάλας. Στις κάμαρες ακόμη λιγότερα. Και αυτά στα μεγάλα σπίτια της πόλης και της εξοχής (Galland, 1754, σ. 156-157).
220
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 5.5
ΣΑΜΑΡΟΠΟΙΙΑ Το σαμάρι είναι μία σύνθετη κατασκευή, που αποτελείται από ξύλινο σκελετό με μαλακή επένδυση στο εσωτερικό του. Εφαρμόζεται στη ράχη των φορτηγών ζώων και χρησιμεύει ως κάθισμα του αναβάτη αλλά και για τη στερέωση διάφορων φορτίων. Γι' αυτό τον λόγο πρέπει να είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό αλλά και απόλυτα προσαρμοσμένο στο σχήμα του σώματος του ζώου ώστε να μην το πληγώνει.
Υλικά Τα υλικά που απαιτούνται για να κατασκευαστεί ένα σαμάρι είναι: ξύλο, δέρμα, μάλλινο ύφασμα, τσουβάλι, άχυρα, καρφιά. Το εμπρόσθιο και το οπίσθιο μέρος του σαμαριού κατασκευάζονται από κάποιο ανθεκτικό ξύλο, συνήθως οξιά, ενώ τα πλαϊνά από ξύλο που μπορεί να λυγίζει εύκολα, όπως ακακία ή μουριά.
Η κατασκευή Το σαμάρι αποτελείται από δύο μέρη: τον ξύλινο σκελετό («ξυλίκι») και τη μαλακή επένδυσή του («στρώμα» ή «στρωματιά»). Α. Ο ξύλινο; σκελετό; αποτελείται από τμήματα που κατασκευάζονται χωριστά: το εμπρόσθιο ( «μπροστάρι», «μπροστοκούρμι»), το οπίσθιο ( «πιστάρι», «πισωκούρ μι») και οι πλευρές («πα'ίδια», «ντούγιες»). Κάθε σαμάρι είναι μοναδικό, γιατί ο ξύ λινος σκελετός του είναι προσαρμοσμένος στις διαστάσεις του υποζυγίου. Ο σαμα ράς («σαμαρτζής», «σαγματοποιός») παίρνει προσεκτικά τα μέτρα του ζώου και λαμβάνει υπόψη του στην κατασκευή κάθε λεπτομέρεια στον τρόπο που στέκεται και βαδίζει. Η εργασία αρχίζει με την επεξεργασία των ξύλων, τα οποία πρέπει να λεπτύνουν, να στρογγυλέψουν, να λειανθούν και να καμπυλώσει σωστά η εσωτερική τους πλευρά. Ο σαμαράς χρησιμοποιεί γι' αυτές τις δουλειές το πριόνι (για το κόψιμο), το σκεπάρνι (για το πελέκημα) και το ροκάνι (για τη λείανση). Αφού κατασκευαστούν το εμπρόσθιο και το οπίσθιο μέρος του σαμαριού, ο τεχνίτης τα ενώνει με τα πλευρικά ξύλα και καρφώνει καρφάκια στις ενώσεις από το μέσα μέρος. Οι πλευρές αποτελούνται από τρία ζευγάρια ξύλα, τα οποία μουλιάζονται σε νερό για να λυγίσουν πιο εύκολα και να πάρουν το σχήμα της πλάτης του ζώου. Στο πίσω μέρος του σαμαριού καρφώνονται τα «κοτσάκια» για να πιάνεται ο αναβάτης και για να δένονται οι τριχιές που συγκρατούν το φορτίο. Πολλοί τεχνίτες προτιμούν ξύλινα καρφιά αντί για σιδερένια, που καταστρέφουν το ξύλο. Για τα ξύλινα καρφιά ανοίγονται τρύπες στον σκελετό με το μα(ν)τικάπι ή τη σμίλα (τρυπανάκια). Η ένωση των τμημάτων του σκελετού γίνεται με τη βοήθεια εγκοπών που ανοίγονται με το σκαρπέλο και το σκεπάρνι.
1
221
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.5
Β. Η επένδυση ή «στρώμα» αποτελείται από το σαμαροσκούτι (μάλλινο ύφασμα), δέρμα (για να κάνει ανθεκτικότερη την επένδυση), τσουβάλι ή λινάτσα, το οποίο χρησιμοποιείται σαν φόδρα και τοποθετείται κάτω από το δέρμα και τέλος από το άχυρο, το γέμισμα δηλαδή της θήκης που μπαίνει ανάμεσα στο σαμαροσκούτι και το τσουβάλι για να δώσει πάχος στο στρώμα. Για την κατασκευή του χρησιμοποιού νται βελόνες και σακοράφες, σπάγγος και ψαλίδι. Το σαμαροσκούτι κόβεται και αυτό σύμφωνα με τα μέτρα του ζώου και ράβεται. Από πάνω ράβεται το τσουβάλι και ο άδειος χώρος γεμίζεται με άχυρο. Αφού ετοιμαστεί η επένδυση, ράβεται από πάνω το δέρμα και τοποθετείται προς την πλευρά του ξύλινου σκελετού.
Εικόνα 3 Σαμάρι υπό κατασκευή στη Χίο
222
1
..------------------------------ΕΝΟΤΗΤΑ 5.5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 12/Κεφάλαιο 5 Εξηγήστε τη χρήση των παρακάτω εργαλείων: ροκάνι, σκαρπέλο, ματικάπι, σακοράφα. Την απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Η κατασκευή σαμαριών υπήρξε τεχνική διαδεδομένη στον ελληνικό χώρο, αφού τα υποζύγια ήταν τα μεταφορικά μέσα που χρησιμοποιούνταν σε όλες τις αγροτικές εργα σίες και σε κάθε μετακίνηση. Συντεχνία σαμαράδων απαντάται στη Ζάκυνθο τουλάχι στον από τον 180 αιώνα. Στα Γιάννενα υπήρχε συντεχνία σαμαρτζήδων και χορταρά δων, ενώ στην Κοζάνη η ύπαρξη της συντεχνίας των σαμαράδων διαπιστώνεται από τα τέλη του 18ου αι: σύμφωνα μάλιστα με την προφορική παράδοση υπήρχαν στην πόλη -κατά τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας- 27-30 εργαστήρια για την εξυπη ρέτηση των αναγκών όλης της περιοχής. Σήμερα η σαμαροποιία τείνει να εξαφανιστεί. Παρ' όλα αυτά, σε ορισμένες νησιωτι κές περιοχές, σε τοποθεσίες όπου δεν είναι δυνατή η πρόσβαση αυτοκινήτου, εξακολουθούν να υπάρχουν λίγοι ηλικιωμένοι σαμαράδες που ασκούν ακόμη την τέχνη τους (Ολυμπίτου, 2001, σ. 132).
1
223
Ενότητα 5.6
ΒΑΡΕΛΟΠΟΙΙΑ Τα βαρέλια είναι ξύλινα δοχεία διάφορων σχημάτων και μεγεθών, κατασκευασμένα από κυρτές σανίδες στερεωμένες με ξύλινα ή σιδερένια στεφάνια. Ανάλογα με το μέ γεθος και τη χρήση τους έχουν διαφορετικές ονομασίες, ενώ παλαιότερα χρησιμοποιού νταν και ως μονάδες μέτρησης χωρητικότητας (Κάτσα-Τομαρά, 1992, σ. 33). Οι τεχνίτες που τα κατασκεύαζαν (βαρελάδες, βουτσάδες, βαγενάδες) είτε ήταν εγκαταστημένοι σε δικά τους εργαστήρια (βαρελάδικα, βουτσάδικα, βαγεναριά) είτε ήταν πλανόδιοι κατα σκευαστές και επισκευαστές παλιών βαρελιών. Περίφημοι για την τέχνη τους ήταν οι βα ρελάδες από τα χωριά Σωπική και Σιάτιστα Πωγωνίου, που σήμερα υπάγονται στην Αλ βανία. Πράγματι οι Σωπικιώτες βαγενάδες ήταν γνωστοί σε όλη τη Βαλκανική και είχαν επινοήσει δική τους συνθηματική γλώσσα, τα «σώπικα». Βαρελάδες όμως υπήρχαν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας: στο Σοκράκι της Κέρκυρας, στην Καλαμάτα και στον Πύργο της Πελοποννήσου, στη Σκόπελο, στην Ίο, στην Πάρο, στη Σαντορίνη και αλλού.
Ι[>
Δραστηριότητα 8/Κεφάλαιο 5 Ερμηνεύστε τη φράση: «Βαγενάδες και γαϊδάροι ένα μήνα έχουν τη χάρη» (80-100 λέξεις). Την απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
5.6.1
Είδη βαρελιών
Οι ονομασίες που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για τα βαρέλια ήταν συνήθως «βα έν ια» ή «βουτσ(ζ)ιά». Εκτός από την παραγωγή και τη φύλαξη των ποτών, χρη σιμοποιούνταν και για την αποθήκευση και μεταφορά διάφορων άλλων στερεών και υγρών προϊόντων. Υπήρχαν λοιπόν τα κρασοβάρελα και τα τυροβάρελα, τα ξυλάγγεια και τα δρουβάνια (για την κατασκευή και τη φύλαξη του βουτύρου), οι μπούκλες ή τσό τρες (μικρά βαρέλια για νερό ή κρασί) κ.ά.
Ι(>
Δραστηριότητα 9/Κεφάλαιο 5 Σήμερα τα ξύλινα βαρέλια δεν χρησιμοποιούνται πια για την αποθήκευση αγαθών· έχουν αντι κατασταθεί από μεταλλικά και πλαστικά δοχεία. Παρ' όλα αυτά, σε κάποιες περιπτώσεις εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται. Αναφέρετε μια δυο από αυτές (20-50 λέξεις). Τα δικά μας σχόλια θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
5.6.2
Η ξυλεία
Το είδος της ξυλείας έχει μεγάλη σημασία στην κατασκευή του βαρελιού, όχι μόνο γιατί καθορίζει την ανθεκτικότητά του, αλλά κυρίως γιατί το άρωμα του ξύλου επηρεάζει 224
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τη γεύση του κρασιού. Για τα κρασοβάρελα χρησιμοποιούνται κυρίως η δρυς, η καστανιά και η οξιά, για τα τυροβάρελα η μουριά, ενώ για τα βαρέλια βουτύρου το πεύκο, που είναι περισσότερο στεγνό.
5.6.3
Η κατασκευή
Οι σανίδες που αποτελούν το βαρέλι λέγονται «δο(ύ)γες» ή «ντο(ύ)γες». Ο βαρελάς τις κόβει με το ξεγυριστάρι (είδος πριονιού), τις πελεκά στις δύο άκρες τους με την ντα γιαδούρα (ή ταλιαδούρα), τις ξύνει και τις πλανίζει με το ροκάνι και την πλάνη ώστε να μειωθεί το πάχος τους στο κέντρο για να μπορούν να λυγίζουν. Αφού τις ετοιμάσει όλες, αρχίζει να συναρμολογεί το βαρέλι. Οι δούγιες τοποθετούνται όρθιες σε κύκλο στην εσω τερική πλευρά μιας στεφάνης που τις συγκρατεί προσωρινά. Ο τεχνίτης προσπαθεί να ενώσει σφιχτά τις δούγες μεταξύ τους, ώστε να μην αφήνουν καθόλου κενά, με τη βοήθεια φορμών και διχαλιών, που αφαιρούνται όταν τα ξύλα πάρουν το τελικό τους σχήμα. Για να μπορέσουν οι τεχνίτες να λυγίσουν τα ξύλα, ώστε να επιτευχθεί η απόλυτη εφαρμογή τους, τα διατηρούν ζεστά και υγρά. Όταν τα ξύλα κυρτώσουν, ο βαρελάς τοποθετεί στο εξωτε ρικό μέρος του βαρελιού τα «τσέρκια» ή «τσεμπέρια» ή «στεφάνια», τα μεταλλικά δηλαδή στεφάνια που συγκρατούν τις δούγες ( παλιότερα τα στεφάνια ήταν και ξύλινα). Αυτά εί ναι τέσσερα ως δέκα, ανάλογα με το μέγεθος του βαρελιού, και τοποθετούνται παράλλη λα το ένα με το άλλο, ενώ η απόστασή τους μεγαλώνει καθώς πλησιάζουν στο κέντρο. Με τη ράσπα ( ειδική πλάνη) που έχει καμπύλη λάμα, ο βαρελοποιός λειαίνει την εξωτερική και την εσωτερική επιφάνεια των ξύλων. Στο τέλος φτιάχνει τα καπάκια, τα «φούντια» όπως τα έλεγαν. Αυτά κατασκευάζονται από σανίδες που ενώνονται μεταξύ τους με ξυλόπροκες και ψαθώνονται. Πρέπει να αντιστοιχούν στο άνοιγμα του βαρε λιού και να εφαρμόζουν απόλυτα στα άκρα του. Γι' αυτό τον σκοπό έχει ήδη ανοίξει με το κινίσι (ξύλινο εργαλείο με οδοντωτό μαχαιράκι προσαρμοσμένο στη βάση του) μία εγκοπή στο εσωτερικό κάθε δούγας. Στα κρασοβάρελα ανοίγει με το τρυπάνι την τρύ πα στην οποία τοποθετεί την κάνουλα. Ιι'ιΟ
6
Εικόνα 4 Κατασκευή βαρελιών
1
225
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.6
Η επιτυχία στην κατασκευή ενός βαρελιού εξαρτάται από το καλό πλανάρισμα που κάνει ο τεχνίτης στις δούγες και από την καλή ένωση όλων των ξύλων μεταξύ τους ώστε να εφαρμόζουν απόλυτα. Καμιά φορά ο τεχνίτης τοποθετεί ψάθα ανάμεσα στις δούγες για να στεγανοποιήσει τις ενώσεις, δεν βάζει όμως ποτέ κόλλα. Εκτός από την κατασκευή, οι βαρελάδες ασχολούνται ακόμη και με τη συντήρηση των παλιών βαρελιών. Όταν σπάσει μια δούγα μπορεί να αντικατασταθεί χωρίς να διαλυθεί ολόκληρο το βαρέλι. Όταν όμως παρουσιάζει διαρροή, τότε καλαφατίζεται με την τοποθέτηση ψάθας στους αρμούς του.
Ι>
Δραστηριότητα 1 Ο/Κεφάλαιο 5 Η αφήγηση που παρατίθεται πιο κάτω αναφέρεται στην Κωνσταντινούπολη κατά το β' μισό του 19ου αιώνα. Αφού διαβάσετε το κείμενο, σημειώστε τις ποικίλες χρήσεις των βαρελιών (80-100 λέξεις). Γιατί οι βαρελοποιοί της Κωνσταντινούπολης ήταν λίγοι; Θα βρείτε την απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. Ολιγάριθμοι είναι οι βαρελοποιοί εις την Κωνστανrινούπολιν, διά λ6yους τους οποίους καταλαμ βάνει 6στις γνωρίζει τον β{ον των πολυφύλων και ετεροθρήσκων κατοίκων αυτής. Τα βαρέλια χρησιμεύουν διά οίνον, οινοπνεύματα, ταριχευτά οψάρια καταναλισκ6μενα υπό των 'Χριστιανών, έλαιον, οπώρας, και τινά άλλα εμπορεύματα. Οίνον δε οι Οθωμανοί δεν μεταχειρίζονται, και αν ορεχθώσι αυτού, τον πίνουν έξω της οικίας των. Καπνιστά, ταριχευτά και αλατισμένα σπανιώτα τα τρώyουν. Όθεν οι βαρελοποιοί εργάζονται ολ6τελα διά τους Χριστιανούς και Εβραίους. Προς τούτοις, πάμπολλα σώματα ελαιώδη, καθώς το έλαιον της ελαίας και λινοσπόρου, το βούτυρον παρά των Ευρωπαίων εις βαρέλια φυλαπόμενον, ημείς φυλάπομεν εις ασκούς, όθεν ολιyωτέρα η ζήτησις βαρελίων. Διά τος αιτίας τούτος, η συντεχνία αύτη είναι τ6σον ολιγάριθμος εις την πολυάνθρωπον ταύτην πρωτεύουσαν (Πασπάτης, 1862, σ. 192-193).
226
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 5.7
ΞΥΛΟΝΑΥΠΗΓΙΚΗ 5.7.1
Ιστορικά στοιχεία
Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε για τη ναυπηγική δραστηριότητα των Ελλήνων σε διάφορες περιοχές του τουρκοκρατούμενου χώρου πριν από τον 180 αιώνα είναι πε ριορισμένες και σποραδικές. Υπήρχαν διάσπαρτα μικρά ναυπηγεία και συντεχνίες ναυπηγών, τουλάχιστον από τα τέλη του 16ου αιώνα, δεν γνωρίζουμε όμως την οργά νωση και τον τρόπο λειτουργίας τους, τις τεχνικές και τα εργαλεία των τεχνιτών, τον καταμερισμό εργασίας και τον αριθμό των απασχολουμένων στην κατασκευή των διάφορων πλοιαρίων. Οι ελάχιστες γραπτές μαρτυρίες που έχουν διασωθεί δεν δίνουν σαφή εικόνα για τα είδη και τα μεγέθη των σκαφών. Πολύ συχνά χρησιμοποιούνται όροι όπως «πλοία», «καtκια», «καράβια», «βάρκες», «σαντάλια». Γνωρίζουμε όμως με βεβαιότητα ότι οι Έλληνες επιδίδονταν στη ναυτιλία και στο εμπόριο, ήταν ικανοί ναυ πηγοί και επιδέξιοι θαλασσοπόροι, ενώ πραγματοποιούσαν συχνά ταξίδια μέχρι τα λι μάνια της Αδριατικής. Οι χειρόγραφοι «πορτολάνοι» του 16ου αιώνα (ναυτικοί χάρτες που περιέχουν τα λιμάνια και τις ακτές κάθε περιοχής) αποτελούν ήδη σημαντική από δειξη των ναυτιλιακών τους δραστηριοτήτων. Ορισμένες νησιωτικές και παράκτιες περιοχές ήταν υποχρεωμένες να τροφοδοτούν με σκάφη και ναυτικούς τον οθωμανικό στόλο, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μνημονεύονται, ήδη από τον 160 αιώνα, μετακινήσεις τεχνιτών από ναυπηγείο σε ναυ πηγείο, επιβεβλημένες από την οθωμανική διοίκηση. Εκτός όμως από τις αναγκαστικές μετακινήσεις ναυπηγών, υπήρχαν και εκούσιες, που γίνονταν για την εξυπηρέτηση των αυξημένων αναγκών ορισμένων περιοχών. Οι πολιτικοοικονομικές συνθήκες που επικράτησαν στο Αιγαίο από τα μέσα του 17ου αιώνα και ιδιαίτερα κατά τον 180 ευνόησαν την ανάπτυξη του εμπορίου και επέ τρεψαν στους Έλληνες ναυτικούς και πλοιοκτήτες να αυξήσουν και να βελτιώσουν τον στόλο τους, ενώ νέα ναυπηγικά κέντρα ιδρύονται σε νησιά του Αιγαίου και σε παρά κτιες περιοχές, εκεί δηλαδή όπου αναπτύσσονται οι θαλάσσιοι εμπορικοί δρόμοι. Μετά την Επανάσταση του 1821 η Σύρος γίνεται το σημαντικότερο ναυπηγικό κέ ντρο, ενώ η Ύδρα, η Χίος, οι Σπέτσες, τα Ψαρά και το Γαλαξίδι περνούν σε δεύτερη μοίρα. Κινητήρια δύναμη όλων των ξύλινων σκαφών μέχρι την επικράτηση του ατμού ήταν τα κουπιά και αργότερα τα πανιά. Η χρήση του ατμού στις μεταφορές από το δεύ τερο μισό του 19ου αιώνα εισήγαγε αλλαγές στη ναυπηγική. Τα σιδερένια σκάφη αντι κατέστησαν τα ξύλινα, ενώ οι ναυπηγικές εργασίες απαιτούσαν πλέον και μηχανουρ γικές εγκαταστάσεις.
1
227
ΕΝΟΤΗΤΑ 5. 7
5.7.2
Τα ναυπηγεία
Τα ναυπηγεία («ταρσανάδες», «αρσανάδες», «καρνάγια») είναι παραθαλάσσιες εγκαταστάσεις, συγκεντρωμένες συνήθως η μία δίπλα στην άλλη στις παρυφές των οικι σμών. Βρίσκονται σε ασφαλείς υπήνεμους όρμους, ενώ κριτήριο για την επιλογή της θέ σης τους αποτελεί η ομαλότητα των ακτών και το κατάλληλο βάθος της θάλασσας για τις ναυπηγικές εργασίες και τις καθελκύσεις. Διαθέτουν πρόχειρα παραπήγματα για τη φύ λαξη των εργαλείων και την εγκατάσταση των μηχανών, ενώ οι περισσότερες εργασίες γίνονται στο ύπαιθρο. Παρ' ότι τα περισσότερα ναυπηγεία έχουν σήμερα σύγχρονο μη χανολογικό εξοπλισμό, πολλά από τα χρησιμοποιούμενα εργαλεία παραμένουν ίδια με εκείνα που χρησιμοποιούσαν οι ναυπηγοί τουλάχιστον από τον190 αιώνα.
5.7.3
Πρώτες ύλες
Η ναυπηγική ξυλεία -ο «κερεστές», όπως ονομαζόταν παλιότερα- προερχόταν συνή θως από δάση της ευρύτερης περιοχής, όπου αυτό ήταν δυνατόν. Οι διαθεσιμότητες σε πρώτες ύλες επηρέασαν τις χρησιμοποιούμενες τεχνικές, τη μορφή και την ανθεκτικότητα των σκαφών. Τα ξύλα κόβονταν τον χειμώνα και έπρεπε να ξεραθούν καλά προτού χρη σιμοποιηθούν. Οι παλιοί ξυλοναυπηγοί μάλιστα πίστευαν ότι τότε τα δέντρα είχαν λιγό τερους χυμούς, ιδίως όταν το φεγγάρι ήταν γεμάτο (Δαμιανίδης, 1998, σ. 169-178). Σήμε ρα ένα από τα σημαντικότερα κέντρα προμήθειας ναυπηγικής ξυλείας είναι τα πευκοδά ση της Σάμου, που δίνουν ξύλο κατάλληλο για το πέτσωμα των σκαφών. Παλιότερα, τα μέταλλα, τα σκοινιά και οι μακαράδες [τροχαλίες] των σκαφών ει σάγονταν κυρίως από την Αγγλία ή την Τεργέστη. Κατά τον190 αιώνα δημιουργήθηκαν σε περιοχές με μεγάλα ναυπηγεία βιοτεχνίες και σιδηρουργεία που κατασκεύαζαν σκοι νιά, μακαράδες, άγκυρες και άλλα σιδερένια στοιχεία των πλοίων. Τα πανιά κατασκευ άζονταν από λινάρι ή βαμβάκι και υφαίνονταν σε περιοχές που υπήρχαν υφαντουργικά εργαστήρια. Για τα μεγάλα σκάφη όμως τα πανιά εισάγονταν και αυτά από τη Δύση.
5.7.4
Εργαλεία
Τα εργαλεία της ξυλοναυπηγικής ήταν εργαλεία χειρός, κοινά σε γενικές γραμμές με τα εργαλεία των ξυλουργών. Έτσι, χρησιμοποιούσαν: • για το σκίσιμο και κόψιμο των ξύλων κουραστάρι (πισκί ή καταρράκτη), ξεγυριστά ρι, καρμανιόλα και διάφορα ακόμη πριόνια· • για τη μέτρηση και τη σχεδίαση κουμπάσο, σημαδούρα, διάφορες γωνιές, νήμα της στάθμης • για τη σύνδεση και το σφίξιμο ξυλόβιδα, σφιγκτήρες, νταβίδια· • για το τρύπημα τρυπάνια· • για το κάρφωμα διάφορα σφυριά (βαριά, μάτσα, ματσόλα)· • για τη λάξευση διάφορα κοπίδια, σκεπάρνι· • για τη λείανση διάφορες πλάνες και ροκάνια· • για το καλαφάτισμα ματσόλα, λίμα, διάφορα καλέμια (στραβό, κοφτερό, στενό, δι πλό κ.λπ.) (Δαμιανίδης,1998, σ.115-134).
228
ΕΝΟΤΗΤΑ 5. 7
5.7.6
Οι τεχνίτες
Οι ναυπηγικές εργασίες απαιτούν τη συνύπαρξη στον ίδιο χώρο προσώπων ειδι κευμένων σε διαφορετικές εργασίες, οι οποίες αντιστοιχούν στις φάσεις κατασκευής του σκάφους (καραβομαραγκοί, ξυλουργοί, καλαφάτες κ.λπ.). Στα μεγάλα ναυπηγεία το προσωπικ6 ήταν πολυάριθμο και οργανωμένο σε συντεχνίες με εσωτερική ιεραρ χία. Στα μικρά ναυπηγεία ο ναυπηγ6ς σχεδίαζε και κατασκεύαζε μ6νος του το σκάφος με τη βοήθεια λίγων βοηθών. Αν και η ναυπηγική είναι τέχνη πολύπλοκη, ακ6μη και σήμερα οι παραδοσιακοί ναυπηγοί δεν διαθέτουν θεωρητική κατάρτιση και σπουδές. Βασίζονται στην προσωπι κή τους δεξι6τητα και στη μεγάλη τους πείρα. Πολλοί συνεχίζουν την οικογενειακή πα ράδοση στο επάγγελμα, ενώ άλλοι έχουν μαθητεύσει σε μεγαλύτερα ναυπηγεία, 6πως αυτά της Σύρου ή του Πειραιά.
5.7.7
Οι τύποι των σκαφών
Σήμερα κατασκευάζονται στα παραδοσιακά ναυπηγεία λίγοι τύποι ξύλινων σκαφών και κυρίως επιχειρούνται διάφορες μορφολογικές παραλλαγές και συνδυασμοί τους, οι οποίοι θα μπορέσουν να εξυπηρετήσουν τις σύγχρονες ανάγκες του αγοραστικού τους κοινού: αλιεία, τουρισμ6, αναψυχή. Τα πιο διαδεδομένα είναι τα τρεχαντήρια, τα λίμπερ τι, οι μικροί βαρκαλάδες, τα περάματα και σπανιότερα τα καραβόσκαρα. Σε παλαιότερες εποχές όμως οι ναυπηγοί κατασκεύαζαν μεγάλη ποικιλία σκαφών με πολλές τοπικές παραλλαγές, προσαρμ6ζοντας την τεχνογνωσία και την πείρα τους στην ποικιλία των χρήσεων και των αναγκών που εξυπηρετούσαν. Η συνοπτική παρουσίαση των βασικών τύπων παραδοσιακών σκαφών γίνεται ιδι αίτερα σύνθετη γιατί οι παραλλαγές τους απ6 τόπο σε τόπο και ανάλογα με τις ανά γκες του πλοιοκτήτη ήταν πολλές, ενώ και η ιστιοφορία τους παρουσίαζε παλαιότερα μεγάλη ποικιλία.
Τρεχαντήρι: είναι ο πιο διαδεδομένος τύπος σκάφους. Χρησιμοποιείται ως εμπορι
κό, σπογγαλιευτικό και αλιευτικό. Είναι οξύπλωρο και οξύπρυμνο φαρδύ σκάφος με έντονα κυρτωμένο το ποδόσταμα της πλώρης και ελάχιστα εκείνο της πρύμνης. Το ποδόσταμα της πλώρης καταλήγει στο κοράκι.
Βαρκαλάς: σκάφος του οποίου η πρύμνη σταματά απότομα με ένα ξύλινο επίπεδο που
βρίσκεται εγκάρσια στον άξονά του.
Πέραμα: σκάφος οξύπρυμνο και οξύπλωρο. Χαρακτηριστικό του στοιχείο είναι οι
· ιδιόμορφες απολήξεις που έχουν οι κουπαστές στην πλώρη και στην πρύμνη. Παραλ λαγή του είναι το τσερνίκι.
Καραβόσκ�ρο: σκάφος με ελλειψοειδή πρύμνη που στενεύει προς τα κάτω. Το ποδό σταμα της πλώρης είναι κυρτό στο κάτω τμήμα του και κοίλο στο επάνω. Παραλλαγή του καραβ6σκαρου είναι το λίμπερτι.
232
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 5. 7
Τα κατάρτια (ιστοί) είναι σταθερά κυλινδρικά δοκάρια τοποθετημένα κάθετα στον άξονα του σκάφους, τα οποία διαπερνούν το κατάστρωμα και υψώνονται πάνω από τον σκελετό του. Σε αυτά προσαρμόζονται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Κατα σκευάζονται από μονοκόμματα ξύλα κυπαρισσιού. Ένα ιστιοφόρο σκάφος είχε συνή θως ένα ή δύο κατάρτια. Εκτός από τα κατάρτια υπάρχουν και άλλοι ξύλινοι στύλοι σταθεροί και κινητοί, τα «άλμπουρα», που χρησιμεύουν για να συγκρατούν τα πανιά. Τα ξάρτια είναι τα σκοινιά που συγκρατούν τα άλ μπουρα στη θέση τους. Τα πανιά δεν ήταν μονοκόμματα, αποτελούνταν από ενωμένες κάθετες λουρίδες γερού βαμβακερού υφάσματος. Οι ραφές γίνονταν με πολλή προσοχή και με τεντωμένο το ύφασμα, ώστε να είναι ανθεκτικές στον δυνατό άνεμο. Οι βελονιές ήταν ειδικές και η όλη κατασκευή απαιτούσε ιδιαίτερη ακρίβεια και τέχνη. Στις περισσότερες ναυπηγικές περιοχές υπήρχαν ειδικοί ιστιοράφοι που κατασκεύαζαν μόνο πανιά. Σήμερα, που τα μηχανήματα επιτρέπουν την ταχύτερη, ευκολότερη επεξεργασία και σχηματοποίηση των ξύλων, οι ποικιλίες των σκαφών είναι λιγότερες, η παραγωγή μικρότερη, ενώ η εκπαίδευση των ξυλοναυπηγών παραμένει κυρίως εμπειρική. Όσα παραδοσιακά ξυλοναυπηγεία εξακολουθούν να επιβιώνουν, αντιμετωπίζουν τα τελευ ταία χρόνια σοβαρή παρατεταμένη κρίση, η οποία φαίνεται ότι τα οδηγεί σε μαρασμό και εξαφάνιση.
Παράλληλα Κείμενα Εάν επιθυμείτε να μάθετε περισσότερα για την ξυλοναυπηγική, διαβάστε τα κείμενα των Κ Δαμιανίδη, Κ Μαυρίκη, Α. Μπουτζουβή και Ε. Τράιου από το περ. Επτά Ημέ ρες της εφ. Η Καθημερινή (τεύχη της 1/9/1996, 31/8/1997 και 19/12/1993).
�
Ι>
234
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 15/Κεφάλαιο 5 Στην υποενότητα 5.1.1 αναφερθήκαμε, μεταξύ άλλων, στους ανεμόμυλους. Οι ονομασίες των τμημάτων που αποτελούν τον μηχανισμό του ανεμόμυλου παρουσιάζουν αναλογίες με εκείνες που χρησιμοποιούνται κατά την περιγραφή των σκαφών. Εντοπίστε τους κοινούς όρους. Πού νομίζετε ότι οφείλεται αυτή η ομοιότητα; Απαντήστε σε ένα κείμενο 150-200 λέξεων. Την απά ντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 5.8
ΥΦΑΝΤΙΚΕΣ ΥΛΕΣ Η παραγωγή υφαντικών υλών από διάφορες φυτικές και ζωικές πρώτες ύλες, η κλωστοϋφαντουργία και η ραπτική ανήκουν σε μεγάλο βαθμό στον τομέα της οικοτε χνίας, δηλαδή της οικιακής παραγωγής. Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως τα αγροτικά νοικοκυριά πέρασαν σταδιακά από την αυτοκατανάλωση και την αυτοσυντήρηση στην παραγωγή που τροφοδοτούσε την αγορά, ενώ παράλληλα με την οικιακή αναπτύχθηκε και η εργαστηριακή βιοτεχνική παραγωγή. Η υφαντική -οικιακή και εργαστηριακή αποτελούσε σε σημαντικό βαθμό γυναικεία εργασία, ενώ η ραπτική απασχολούσε σχε δόν αποκλειστικά ειδικευμένους άνδρες τεχνίτες.
5.8.1
Η νηματουργία και η υφαντική Τιμή μεγάλη και τρανή που 'ν' αργαλειός στο σπίτι το κάθε δόντι του χτενιού αξίζει μαργαρίτη
Η επεξεργασία της πρώτης ύλης για την παραγωγή νήματος και η κατασκευή υφά σματος στον αργαλειό συναντάται σχεδόν σε κάθε σπίτι μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν πια τα βιομηχανικά υφάσματα κυριάρχησαν στην αγορά, επιβλήθηκαν με το χαμηλό κόστος τους και αντικατέστησαν τα χειροποίητα. Όπου όμως η χειροτεχνική υφαντική εξακολουθεί να συντηρείται ακόμη και σήμερα, οι άνθρωποι υφαίνουν ακολου θώντας τεχνικές και μεθόδους που παραμένουν σχεδόν αμετάβλητες εδώ και αιώνες. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η γεωγραφική πύκνωση των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την επεξεργασία υφαντουργικών πρώτων υλών συνδέθηκε με την κα ταλληλότητα του εδάφους, η οποία ευνόησε την παραγωγή τους. Από τα μέσα του 18ου αιώνα η νηματουργία και η υφαντική τείνουν να αποκτήσουν μορφή βιοτεχνίας. Η ζήτηση πρώτων υλών για την αναπτυσσόμενη ευρωπαϊκή βιομηχανία οδήγησε σε αύξηση της παραγωγής και στη διαμόρφωση βιοτεχνικών οικισμών που ειδι κεύονταν στην κατασκευή και βαφή νημάτων, στην ύφανση και στην εμπορία υφασμάτων. Στην περιοχή της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας φαίνεται ότι υπήρχε συγκέντρωση επαγ γελματιών και συντεχνιών που σχετίζονταν με την υφαντουργία. Την ίδια εποχή αναδεί χτηκαν σε σημαντικά νηματουργικά κέντρα τα Αμπελάκια και ο Τύρναβος της Θεσσαλίας με την παραγωγή και βαφή ερυθρών βαμβακερών νημάτων με ριζάρι ( είδος φυτού το οποίο λέγεται και αγριοβάφι, αλιζάρι σχοινοβάφι κ.λπ: βλ. Αποστολάκη, 1952, σ. 102106), τα οποία προορίζονταν κυρίως για εξαγωγή. Ειδικότερα στα Αμπελάκια λειτουργού σαν στα τέλη του 18ου αιώνα 24 εργαστήρια στα οποία γνέθονταν και βάφονταν 2.500 μπά λες βαμβάκι ετησίως (Τοντόροφ, τόμος 2, 1986, σ. 384-386· Σβορώνος, 1996, σ. 286). Ο 18ος αιώνας θεωρείται ο αιώνας του αργαλειού. Οι περιηγητές υποστηρίζουν ότι: Όπου και να πήγαινες, από τη Θράκη ως την Πελοπόννησο και από την Ήπειρο ως την Κρήτη, έβλεπες στον δρόμο γυναίκες και κορίτσια να γνέθουν μαλλί ή βαμβάκι στη
1
235
5
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.8
ρόκα και να στρίβουν με τ' αδράχτι ή να διάζονται [«διάσιμο»: προετοιμασία των νη μάτων του στημονιού] κάπου τα νήματα που θα χρησιμοποιούσαν στον αργαλειό (Μπουρδάρα, 1986, σ. 129).
Ι>
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 16/Κεφάλαιο 5 Πού εντοπίζονται τα σημαντικότερα κέντρα νηματουργικής και υφαντουργικής παραγωγής και γιατί; Να αναφέρετε ορισμένα από αυτά (περίπου 100 λέξεις). Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Η εργαστηριακή νηματουργία και υφαντουργία αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο τη ς συ ντεχνιακής οργάνωσης ειδικευμένων επαγγελματιών, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ταυτίστηκαν με τον σχηματισμ6 συντροφιών και εμπορικών εταιρειών. Αυτή η εξειδί κευση είτε σε κάποιο στάδιο της παραγωγής είτε στην κατασκευή εν6ς τύπου υφά σματος ή ενδύματος οφειλ6ταν στο είδος των πρώτων υλών που εξασφάλιζε ο τόπος, συνδεόταν με την τεχνογνωσία και την εμπειρία που αποκτήθηκαν από την κατεργα σία τους και διευκ6λυνε τη διάθεση των προϊόντων στην αγορά. Ενδεικτικά ανα φέρουμε ότι οι μάλλινοι αμπάδες (χοντρό μάλλινο ύφασμα) της Μακεδονίας και της Φιλιππούπολης, οι κάπες των Ιωαννίνων και της Ζαγοράς, οι πετσέτες της Βέροιας υπήρξαν βιοτεχνικά προϊόντα που προορίζονταν κυρίως για την αγορά. Στη ν Κοζάνη, μέχρι και τον 190 αιώνα, η εργαστηριακή υφαντουργία εξασκούνταν σε εργαστήρια από τους τεχνίτες και τους βοηθούς τους, που ήταν αποκλειστικά άν δρες. Το επάγγελμα του υφαντή θεωρούνταν προσοδοφόρο, ενώ η συντεχνία τους είχε σημαντική αριθμητική και οικονομική δύναμη (Καλινδέρης, 1958, σ. 63-72). Σε ορισμέ νες μάλιστα περιπτώσεις υπήρξαν προβλήματα ανάμεσα στις συντεχνίες για τον ακρι βή προσδιορισμό της απασχόλησης και την οριοθέτηση της παραγωγής καθεμιάς από αυτές. Από τη Λάρισα διασώζεται μια μαρτυρία από τα μέσα του 18ου αιώνα για τη ρύθμιση διαφοράς ανάμεσα στους «πανάδες» και τους «μανδηλάδες». Με την απόφα ση αυτή οι πανάδες είχαν δικαίωμα να δουλεύουν «όλην την άσπρην τέχνην», ενώ οι μανδηλάδες μόνο τα γαλάζια νήματα και ούτε καν τα απαραίτητα «ασπρικά» για τη δι κή τους ενδυμασία (Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, 1990, σ. 288-291). Κατά τον 190 αιώνα η «φυσιογνωμία» της εργαστηριακής υφαντουργίας αλλάζει. Δημιουργούνται οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την επικράτηση μεγάλων εργαστη ρίων και εργοστασίων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μετάβασης είναι οι επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογένειας των αμπατζήδων Γκιουμουσγκερ ντάν της Φιλιππούπολης.
Οι υφαντικές ίνες
Είναι γνωστό ότι το υφαντό ύφασμα κάλυπτε όλες τις προσωπικές και οικιακές ανάγκες τών πληθυσμών, ενώ στα περισσότερα σπίτια υπήρχαν αργαλειοί για οικιακή χρήση. Οι υφαντικές ύλες που επικράτη σαν στον ελληνικό χώρο είναι κυρίως το μαλλί και το βαμβάκι, και σε ορισμένες περιοχές το μετάξι και το λινάρι.
Η νηματουργία
Οι τεχνικές και τα μέσα κατασκευής νήματος από το βαμβάκι ή το μαλλί παρα-
236
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μένουν, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, κυρίως χειροτεχνικές, ενώ -όπως συμβαίνει και σε άλλους τομείς της προβιομηχανικής τεχνολογίας- συνέχισαν να επι βιώνουν και μετά τη γενίκευση της χρήσης μηχανών. Οι τεχνικές αυτές είναι πα ρόμοιες στις περισσότερες κλωστικές ίνες, ενώ η κατασκευή μεταξωτού νήματος απαι τεί τελείως διαφορετική τεχνική και γι' αυτό την εξετάζουμε παρακάτω χωριστά. Στην αρχή γινόταν ο ποιοτικός διαχωρισμός της πρώτης ύλης. Όταν το μαλλί που λιόταν ακατέργαστο, οι έμποροι το διαχώριζαν ανάλογα με την ποιότητά·του. Το μα κεδονικό μαλλί μπορούσε να έχει διάφορες ποιότητες. Το ακαθάριστο μαλλί το ξεχώρι ζαν ανάλογα με τη λεπτότητα και το χρώμα σε ά.σπρο λεπτό μαλλί, σε μαύρο μαλλί, σε χοντρό μαλλί και σε μπατζάκ, δηλαδή σε μαλλί των ποδιών και της κοιλιάς, κοντύτερο και με περισσότερες κοπριές, τα μαλλιά που προέρχονταν από όσα πρόβατα ψόφησαν από αρρώστια ή σκοτώθηκαν, τα «μπά.σταρδα» μαλλιά που έπεφταν από μόνα τους από το ζώο και τα «χασάπικα» μαλλιά, δηλαδή τα μαλλιά των σφαγμένων αρνιών, που αγοράζονταν από τους χασάπηδες (Σβορώνος, 1996, σ. 277). Τα ίδια ίσχυαν και για το βαμβάκι, το οποίο ήταν δυνατό να εξαχθεί και άγνεστο, αφού προηγουμένως γινόταν ο διαχωρισμός του σε διάφορα είδη και ποιότητες ( ό.π., σ. 281 ). Η αρχική κατεργασία των πρώτων υλών περιλάμβανε πλύσιμο, ζεμάτισμα και κοπάνισμα για το μαλλί, ενώ για το βαμβάκι ήταν απαραίτητο το «ξεκούκισμα», το κα θάρισμα δηλαδή της ίνας του από τους σπόρους. Η νηματοποίηση προϋπέθετε το ξάσιμο και το γνέσιμο του νήματος. Το ξάσιμο του μαλλιού γινόταν με το «λανάρι», ένα χτένι με πυκνά δόντια. Ας παρακολουθήσουμε όμως στο σημείο αυτό την περιγραφή του Δ. Λουκόπουλου:Λανάρι ιj χοvτρολάναρο ή και γυ φτολάναρο, επειδή το φκειάvουv οι γύφτοι, είναι τέσσερα σανίδια από δέντρινο ξύλο (δρυς), δύο μακρύτερα και δύο κοντότερα, καρφωμένα έτσι που να φκειάνουν σαν πλαίσιο μικρού παραθυριού. Στη μέση του απάνω σανιδιού είναι μπηγμένα σε τέσσερες σει. ., ρές τα σιδερένια δόντια του λαναριού. Αυτό το όργανο το φκειάvουν ειδικοί τεχνίτες, όχι όποιος κι όποιος (1927, σ. 4-5). Για το βαμβάκι χρησιμοποιού σαν αντίστοιχα το «δοξάρι»: Το δοξά ρι είναι πράγματι σαν αρχαίο τόξο με μόνη τη διαφορά πως στη μια του άκρη έχει πλατιά σανίδα. Στη σανίδα απάνω σκαλίζανε διάφορα γλυπτά κοσμήματα. Ανάμεσα στις δυο του � άκρες είναι τεντωμένη η κάδρα, μια \ χορδή χοντρή ώστε να αντέχει τα χτυ πήματα (ό.π., σ. 8-9).
Εικόνα 8 Οριζόντιος αργαλειός
1
237
s·s
v1 lHlONΞJ
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.8
Το τσικρίκι, ένα είδος κλωστικής μηχανής, αντικατέστησε τη χειρωνακτική νη ματοποίηση του βαμβακιού και άρχισε να χρησιμοποιείται σποραδικά από τον 190 αι ώνα (Ρόκου, 1989, σ. 249-250). Πρόκειται για ξύλινη συσκευή, στην οποία στρίβεται η κλωστή καθώς περιστρέφεται πάνω σε ένα λεπτό κύλινδρο. Στη Ζαγορά του Πηλίου φαίνεται ότι ήταν γνωστό τουλάχιστον από τα τέλη του 18ου αιώνα (Γεωγραφία Νεωτε ρική [1791], 1988, σ. 180). Στη Θράκη χρησιμοποιούσαν το τσικρίκι για να κλώθουν το στημόνι, που έπρεπε να είναι λεπτό, ενώ με τη ρόκα έκλωθαν το υφάδι για να γίνει αφράτο και παχύ (Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, 1985, σ. 51). Δραστηριότητα 11 /Κεφάλαιο 5 (προαιρετική)
11:>
Η ελληνική παράδοση φανταζόταν τις μοίρες που όριζαν το μέλλον των νεογέννητων σαν γυ ναίκες που έκλωθαν. Αναζητήστε τη σχετική παράδοση και εξηγήστε τον συμβολικό ρόλο κάθε μοίρας για την ανθρώπινη ζωή (βλ. Ν. Πολίτου, Παραδόσεις, τ. Β', παρ. 916-922, σ. 559-564) (150-200 λέξεις περίπου). Θα βρείτε την απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
5.8.2
Η βαφική
Ο χρωματισμός γινόταν συνήθως με βαφή του νήματος πριν από την ύφανση. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα χρησιμοποιούνταν διάφορες φυτικές ουσίες, ενώ οι τεχνικές της βαφής βασίζονταν στην οικογενειακή ή την επαγγελματική παράδοση και χαρα κτηρίζονταν από εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία που μεταφερόταν από γενιά σε γενιά. Κυρίως όμως ήταν μυστικές και προστατεύονταν από τους κανονισμούς της συ ντεχνιακής οργάνωσης. Επανειλημμένα προσπάθησαν οι Γάλλοι να μάθουν τα μυστι κά της κόκκινης βαφής των νημάτων που χρησιμοποιούνταν στη Θεσσαλία κατά τον 180 αιώνα, χωρίς όμως επιτυχία.
11:>
Δραστηριότητα 12/Κεφάλαιο 5 Ο John Sibthorp, ένας Άγγλος ταξιδιώτης, καθηγητής βοτανικής στην Οξφόρδη, ήρθε στην Αθήνα στα τέλη του 1 Βου αιώνα. Εκεί επισκέφτηκε το εργαστήρι ενός βαφέα νημάτων (βλ. την περιγραφή του στο απόσπασμα που ακολουθεQ. Το βάψιμο των νημάτων τραγουδήθηκε και από το δημοτικό τραγούδι: Λογιάζεται η τσούπρα μας τα χρώματα να βάψει για να ταιριάζουνε κι αυτά στον νειρεμένο νιο της. Βάφει με σπαρτολούλουδα τα κίτρινα διπλά της, βάφει με λαπαθόριζες το ολόyλυκο κρεμέζι.ο βάφει με καρυδόφυλλα το καφετί της χρώμα.
(Ξηρ οτύρης, 1990, σ. 102) Στην πόρτα του κρέμονταν νήματα βαμμένα με διαφορετικά χρώματα, γαλάζιο, κίτρινο, πράσινο, κόκκινο. Το κίτρινο βαφόταν με κόκκους Αβινιόν και το πορτοκαλi με χρυσόξυλο που ευδοκιμού
σε στον Μαραθώνα και στην Πεντέλη. Το μάζευαν οι Αρβανίτες και το πουλούσαν στους βαφιά δες δύο παράδες την οκά. Για να πετύχουν πράσινο χρώμα βύθιζαν τα νήματα πρώτα σε λουλάκι
240 ii
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
και ύστερα σε διάλυμα από λατζιχτέρι. Το βιολετί γινόταν από ένα ξύλο που το έλεγαν «βακκαμι
μόρικο» και το κόκκινο από «βακκαμικόκκινο». Για τη βαφή των μεταξιών χρησιμοποιούσαν κοχε
ντίλλη [πρινοκκόκκι ή κρεμέζι] (την αγόραζαν 40 παράδες την οκά). Αυτό το βαφικό προϊόν πα ραγόταν σε μεγάλες ποσότητες στον Μοριά (Σιμόπουλος, 1995, σ. 619).
Ποιες πληροφορίες συγκεντρώνουμε από το κείμενο του John Sibthorp και από το δημοτικό τραγούδι για τα φυτά που δίνουν τα διάφορα χρώματα; Εσείς γνωρίζετε ποια �α φυτά χρη
σιμοποιούνταν ως βαφικές ουσίες, ανάλογα με το χρώμα και την απόχρωση που επιθυμούσαν
να δώσουν στα νήματα ή στα υφάσματα; (200-250 λέξεις). Θα βρείτε την απάντηση στο Παράρ τημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
<JI
Δραστηριότητα 13/Κεφάλαιο 5 Ένα σουλτανικό φιρμάνι με ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 1742 είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό για τη συντεχνία των βαφέων αλλά και τη λειτουργία του συντεχνιακού συστήματος γενικότερα (βλ. το απόσπασμα που ακολουθεQ. Ποιες πληροφορίες παραδίδονται για τις συνήθειες των συντε χνιών; (50-80 λέξεις). Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. {...] Ο ιεροδίκης της Θεσσαλονίκης Ιμπραχήμ, αυξηθήτωσαν αι αρεταί του, έστειλεν εις το κατώ
φλιον της ευδαιμονίας Μου αναφοράν εκθέτων ότι προσήλθον ενώπιον του ιεροδικείου όλοι οι
Έλληνες βαφείς της Θεσσαλονίκης και ανέφερον ότι οι βαφείς δεν εργάζονται εις εν ειδικόν μέρος της πόλεως, αλλά έκαστος όπου δύναται, επειδή δε καθίσταται δύσκολον να παρακολου θήσουν την εργασίαν και την διαγωγήν εκάστου, τινές εργάζονται ψευδώς και κιβδήλως, επι φέροντες αναστάτωσιν και αταξίαν εις τα πράγματα της συντεχνίας. Ήδη απεφάσισαν όλοι εκ συμφώνου να μεταφέρουν τα εργαστήριά των εις το πλησίον της πύλης Βαρδαρίου της πόλεως
Θεσσαλονίκης χάνιον του διευθυντού του πυριτιδοποιείου Αμπντουραχμάν, το οποίον ενοικία σαν, ίνα τακτοποιήσου,ν τα ζητήματά τωγ και ίν9 ασκούν qλοι την βαφικήν τέχνην εις το χάνιον τούτο χωρίς να εργάζονται πλέον εις άλλο μέρος. Εάν δε τις ενεργεί αντιθέτως προς την αρχαίαν τάξιν και το καθιερωμένον σύστημα, να εμποδισθή υπό σου, του διευθυντού, όστις έχεις εν προκειμένω την εποπτείαν. Όθεν παρεκάλεσαν την έκδοσιν κατηγορηματικού επί του προκει μένου υψηλού φιρμανίου Μου (Βασδραβέλλης, Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας. Α' Αρχείον Θεσ σαλονίκης 1695-1912, Θεσσαλονίκη 1952, αρ. εγγρ. 172, σ. 297-298).
5.8.3
Η ύφανση
Τα χρηστικά υφάσματα του σπιτιού, τα καθημερινά ενδύματα αλλά και οι προίκες και οι γιορτινές φορεσιές κατασκευάζονταν στον αργαλειό. Πρόκειται για μια ξύλινη κατασκευή που αποτελείται από τέσσερα όρθια δοκάρια τα οποία συνδέονται με τέσ σερις σανίδες χαμηλά και άλλες τέσσερις στην κορυφή. Πάνω σε αυτό το ορθογώνιο σύστημα στερεώνονταν τα στημόνια, τα κάθετα δηλαδή νήματα που ανάμεσά τους περ νούσαν με τη σαϊτα τα υφάδια. Με το χτένι, ένα εξάρτημα με δόντια, η κάθε σειρά του υφαδιού ερχόταν να ακουμπήσει στην προηγούμενη. Το ύφασμα δημιουργείται καθώς η υφάντρα περνά τη σα·ίτα με το υφάδι ανάμεσα στα στημόνια.
1
241
5
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.8
5.8.4
Η διακόσμηση
Η διακ6σμηση των υφασμάτων είναι δυνατ6ν να γίνει με κέντημα στον αργαλει6. Αυτή η εργασία ήταν ιδιαίτερα κοπιαστική, χρονοβ6ρα και δαπανηρή· χρησιμοποιού νταν περισσότερο για υφάσματα πολυτελείας και όχι καθημερινής χρήσης. Η μορφή και η σύνθεση των διακοσμητικών θεμάτων παρουσίαζε σημαντικές παραλλαγές απ6 τ6πο σε τ6πο και εξαρτιόταν απ6 τη χρήση του υφάσματος. Μια άλλη τεχνική διακ6σμησης που χρησιμοποιούνταν ήταν η εκτύπωση σχεδίων στο ύφασμα με ξύλινες στά μπες. Οι χρωματικές, διακοσμητικές και ποιοτικές παραλλαγές των υφαντών αποτυ πώνουν τις ιδιαίτερες τοπικές παραδ6σεις, την κοινωνική διαστρωμάτωση και τις διάφορες τάσεις στην ενδυματολογική συμπεριφορά των πληθυσμών.
Ι>
Δραστηριότητα 14/Κεφάλαιο 5 Υπάρχουν πολλά δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται στην υφαντική και ειδικότερα στον αρ γαλειό. Το πιο γνωστό και ίσως πιο διαδεδομένο από αυτά είναι το εξής: Το κέντημα είναι γλέντημα η ρόκα είναι σεργιάνι μ' αυτός ο έρμος αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη
Γιατί λέγεται αυτό; Αναζητήστε και συγκεντρώστε δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται στον αργαλειό και στην υφαντική. Ποια εικόνα της καθημερινής ζωής θεωρείτε ότι μεταδίδουν; Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
5.8.5
Η μεταξουργία
Το μετάξι υπήρξε -και εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να είναι- πολύτιμη υφαντι κή ύλη. Φαίνεται ότι έγινε γνωστό στην Ευρώπη από την Κίνα με τη μεσολάβηση των Αράβων. Η παραγωγή και διακίνησή του στο Βυζάντιο ήταν υπό κρατικό έλεγχο. Από τον 140 αιώνα κέντρο ανάπτυξης της σηροτροφίας και της μεταξουργίας αναδείχτηκε η περιοχή του Μιστρά στην Πελοπόννησο. Την ίδια περίπου εποχή, η Προύσα στη Βι θυνία της Μ. Ασίας θα αποτελέσει το μεγαλύτερο μεταξουργικό κέντρο της Οθωμανι κής Αυτοκρατορίας. Από τον 160 αιώνα η τεχνική της χειροποίητης μεταξουργίας δια δίδεται στα ελληνικά εδάφη, ενώ περιοχές ολόκληρες ειδικεύονται στην καλλιέργεια της μουριάς, στην εκτροφή των μεταξοσκωλήκων και στην κατασκευή μεταξωτού νή ματος. Στα βενετοκρατούμενα νησιά των Κυκλάδων, στη Χίο, στην Εύβοια, στη Βοιω τία, στη Θεσσαλία, στο Σουφλί και στη νότια Πελοπόννησο αναπτύχθηκε αυτή η παρα γωγική δραστηριότητα, διατηρώντας -στις περισσότερες περιπτώσεις- τον οικοτεχνι κό της χαράκτήρα. Σημαντικό σηροτροφικό και μεταξουργικό κέντρο του ελλαδικού χώρου υπήρξε το Σουφλί, όπου η εργασία, στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν πλέον εξειδικευμένη. Η Πρού σα παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα κέντρο επεξεργασίας και διακίνησης πε ρίφημων μεταξωτών υφασμάτων. Στην παραγωγή τους συμμετείχαν πολλοί Έλληνες
242
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τεχνίτες, οι οποίοι ανανέωσαν την ελληνική μεταξουργία μετά το 1922, με την εγκατά στασή τους σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Η Σούλα Μπόζη αναφερόμενη στην υφα ντουργία της Προύσας γράφει: Υπήρχαν οι στρίφτες του μετα ξιού, οι βαφείς, οι έμποροι, οι υφαντουργοί, οι υφασματέμποροι και οι έμποροι μεταπράτες. Όλοι τους ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες και λειτουργούσαν κάτω από τον έλεγχο της αυτοκρατορικής εξουσίας (1991, σ. 64-65). Μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, η μεταξουργία στο Σουφλί παρήκμασε, μην μπορώντας να ανταγωνιστεί τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές προδιαγραφές στην παραγω γή, ενώ οι μηχανές αντικατέστησαν τη χειρωνακτική εργασία και το τεχνητό μετάξι κα τέκτησε την παγκόσμια αγορά.
<Ι
Δραστηριότητα 15/Κεφάλαιο 5 Παρατηρήστε τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η παραγωγή μεταξωτού νήματος στην Εικόνα 11 και περιγράψτε τη σε ένα σύντομο κείμενο (100-150 λέξεις). Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Εικόνα 11 Επεξεργασία μεταξιού. Γκραβούρα του 1882
1
243
5
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.8
Η διαδικασία Η οικιακή παραγωγή μεταξιού υπήρξε εποχική απασχόληση η οποία ξεκινούσε από την εκτροφή των κουκουλιών και περιλάμβανε τη νηματοποίηση του μεταξιού και την ύφανση μεταξωτών υφασμάτων στον αργαλειό του σπιτιού. Στην πραγματικότητα όμως, λίγες οικογένειες χρησιμοποιούσαν το μετάξι για οικιακή κατανάλωση. Η ζήτη ση και η υψηλή αξία του μετέτρεψαν σύντομα την παραγωγή του σε εμπορευματική, ενώ η κατασκευή μεταξωτού νήματος και υφάσματος εντάχθηκε σιγά σιγά στην εργα στηριακή βιοτεχνία, προσφέροντας στο καταναλωτικό κοινό μεγάλη ποικιλία σε είδη (μαλλομέταξα, βελούδα, ατλάζια κ.ά.). Η σηροτροφία αποτελεί το πρώτο στάδιο της μεταξουργίας και είναι η εκτροφή με ταξοσκώληκα για την παραγωγή μεταξωτού νήματος από το κουκούλι του. Οι κάμπιες έπλεκαν τα κουκούλια τους σε κλαδιά που είχαν τοποθετηθεί πάνω σε ξύλινα τελάρα, τα «κρε(α)βάτια». Εκεί τρέφονταν με φύλλα μουριάς και χρειάζονταν μέρος με ησυ χία, σκιά και καλό αερισμό για να μπορέσουν να αναπτυχθούν. Έπειτα από 40 πε ρίπου ημέρες, όταν οι χρυσαλίδες ήταν έτοιμες να τρυπήσουν τα κουκούλια, θανα τώνονταν για να μην καταστρέψουν τη συνοχή του μεταξωτού νήματος. Εδώ ολοκλη ρώνεται ο σηροτροφικός κύκλος και ακολουθεί η επεξεργασία του μεταξιού, μια εξει δικευμένη εργασία που περιλαμβάνει τη νηματοποίηση, τη λεύκανση και βαφή των νη μάτων και, τε'λος, την ύφανση του μεταξωτού υφάσματος. Το ξετύλιγμα του μεταξιού από τα κουκούλια, το «τράβηγμα» όπως λέγεται, είναι μία διαδικασία που ονομάζεται αναπήνιση και γίνεται με ζεμάτισμά τους σε ένα καζά νι με ζεστό νερό. Καθώς τραβιούνται οι μεταξωτές ίνες, τις τυλίγουν σε έναν ξύλινο χειροκίνητο τροχό. Η νηματοποίηση του μεταξιού ολοκληρώνεται με το τύλιγμα στην ανέμη και το στρίψιμο της κλωστής στο αδράχτι. Στη Λέσβο οι γυναίκες που ειδι κεύονταν στο ξετύλιγμα της μεταξωτής κλωστής από το κουκούλι λέγονταν «αναλύ τρες» και η τέχνη τους εκτιμάτο ιδιαίτερα (Αναγνωστοπούλου, 1998, σ. 171).
Ι>
Άσκηση Αυτοαξιολ6yησης 17 /Κεφάλαιο 5 Πιστεύετε ότι το μεταξωτό ύφασμα «καταναλωνόταν» από τους πληθυσμούς που το παρήγα γαν ή προοριζόταν κυρίως για την αγορά; (120-150 λέξεις). Για να απαντήσετε στην ερώτηση, συμβουλευτείτε και το κεφάλαιο 1, που αναφέρεται στην παραδοσιακή ενδυμασία. Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Δραστηριότητα 16/Κεφάλαιο 5
Ι>
Στα δύο παρακάτω αποσπάσματα παρουσιάζεται ένα παράδειγμα από την Τήνο, στο οποίο φαίνε ται ότι οι επαγγελματικές ασχολίες των κατοίκων επηρεάζουν την αρχιτεκτονική των σπιτιών και τη διαμόρφωση των εσωτερικών τους χώρων. Γνωρίζετε ανάλογα παραδείγματα στα οποία να δια φαίνονται επιδράσεις στην αρχιτεκτονική από τις επαγγελματικές ασχολίες των κατοίκων; (50-80 λέξεις). Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. Α) Ο γιατρός Marc Philippe Zallony, που γεννήθηκε στην Τήνο, περιγράφει το τηνιακό σπίτι των αρχών του 19ου αιώνα και αναφέρει ότι οι κάτοικοι ασχολούνταν συστηματικά με την
244
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
εκτροφή μεταξοσκώληκων: Αι γυναίκες είναι αποκλειστικώς επιφορτισμένοι την συνrήρησιν των μεταξοσκωλήκων, αναγκάζονται ν' αναβαίνωσιν αι ίδιοι επί των συκαμίνων διά να συνά γωσι τα φύλλα αυτών, άτινα δίδουσι κατόπιν τοις μεταξοσκώληξιν, αφού τα κατακόψουν. [...] Αι Τήνιαι τοποθετούσι τους μεταξοσκώληκας εντός των κοιτώνων των και κλείουσι επιμελώς τα θύρας υπό φόβου μη τυχόν εισδύη εντός ο ψυχρός αήρ. Οι σκώληκες είναι πολυαριθμό τατοι, συμποσούμενοι ενίοτε εις 40.000 ή 50.000. Καθ' εκάστην δε τοις δίδουσι νέα φύλλα (Ιστορία της Τήνου, Παρίσι 1809, σ. 91).
Β) Ο Αλέκος Φλωράκης εξηγεί πώς αυτή η ασχολία των κατοίκων καθόρισε και την αρχιτε κτονική των τηνιακών σπιτιών. Στην Τήνο, από την εποχή των Ενετών ως και τα μέσα του πε ρασμένου αιώνα, το νησί ήταν γεμάτο μουριές και ανθούσε η μεταξοσκωληκοτροφία. Η σάλα λοιπόν έπρεπε να είναι ευρύχωρη και ηλιόλουστη, γιατί εκεί τρέφανε τα μεταξοσκούληκα πά νω στις καλαμωτές. Γι' αυτό έγινε μεγάλη και με πλατιά παράθυρα. Αντίθετα στα υπνοδωμά τια τα παράθυρα είναι μικρά έτσι ώστε να δημιουργείται σκοτάδι, αφού εκεί άφηναν τα με ταξοσκούληκα πάνω σε σπάρτα, να σχηματίσουν τα κουκούλια τους (Τήνος, λαϊκός πολιτι σμός, Αθήνα 1971, σ. 38).
<Ι
Δραστηριότητα 1 7 /Κεφάλαιο 5 Διαβάστε με προσοχή το παρακάτω κείμενο (Σιμόπουλος, 1995) καθώς και το Παράλληλο Κεί μενο αγνώστου με τίτλο «Η Χίος κατά το 181 Ο» που δημοσίευσε ο Κ. Κανελλάκης (Χιακά Ανάλε κτα, Αθήνα 1890 [ανατ. Χίος 1983], σ. 494-496) και περιγράψτε τη μεταξουργία της Χίου απα ντώντας (200 περίπου λέξεις) στις εξής ερωτήσεις: α) Η μεταξουργία στη Χίο περιλάμβανε τη σηροτροφία ή και την παραγωγή μεταξωτών υφασμάτων; β) Υπήρχε φόρος για το μετάξι; γ) Τα μεταξωτά υφάσματα προορίζονταν για την εσωτερική αγορά ή εξάγονταν; Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. Ένας Σουηδός ταξιδιώτης, ο Michael Olofson Eneman, επισκέφτηκε τον Νοέμβριο του 1711 τη Χίο και εντυπωσιάστηκε από τη μεταξοβιομηχανία του νησιού. Έγραψε χαρακτηριστικά ότι: Το χιώτικο μετάξι είναι το καλύτερο μαζί με το μετάξι της Προύσας, της Κρήτης και της Τύνιδας. [... ] Οι πλουσιότεροι κάτοικοι μετακομίζουν κάθε άνοιξη, μαζί με τα παιδιά τους και τους υπηρέτες τους στο εξοχικό περιβόλι, στον πύργο τους όπως λένε, και εκεί ασχολούνται έξι ως οκτώ μήνες με τη σηροτροφία και την επεξεργασία του μεταξιού. Συχνά όλη η διαδικασία, από το κουκούλι ως το ύφασμα, γίνεται μέσα στην ίδια την οικογένεια. Κι. ας έχει περάσει η πρώτη ύλη από δεκα τρία χέρια. Ύστερα ο παραγωγός στέλνει κρυφά το προϊόν του στη Σμύρνη ή την Πόλη χωρίς να πληρώνει καθόλου εργατικά. Κάπου 800 αργαλειοί υφαίνουν μόνο δαμάσκο και κατάι [ποικιλίες μεταξωτών υφασμάτων] (Σιμόπουλος, τόμος Β, σ. 64-65).
1
245
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.8
5.8.6
Η ραπτική Πέντε ραφτάδες έραφταν μιας νέας το φουστάνι κι ένα μικρό ραφτόπουλο ράφτει και τραγουδάει: «Φουστάνι μου ψιλόραφτο, που σ' έχω στην ποδιά μου έτσι μεσ' στην αγκάλη μου να είχα την κυρά σου...» Και η κυρά τον άκουσε παν' απ' το παραθύρι. «Βούλωσ' το ραφτόπουλο, ράβε και να σωπαίνεις ξέρεις, αν πω στο μάστορη ψωμί να μη σε δώσει κι αν η ρόγα [μισθός] σου εκατό, πενήντα να σε δώσει» «Εσύ αν πεις στο μάστορη ψωμί να μη με δώσει κι εγώ θα πω στη μάνα σου, πως σ' έχω φιλημένη» (Παπαθανάιτη-Μουσιοπούλου, 1985, σ. 54)
Η ραπτική υπήρξε, στα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης, επαγγελματική απα σχόληση τεχνιτών εγκαταστημένων σε πόλεις και πλανόδιων ραφτάδων προερχόμενων κυρίως από τον ορεινό ηπειρωτικό χώρο (η Αγγελική Χατζημιχάλη [1960, σ. 460] ανα φέρει περιοχές και χωριά που υπήρξαν τόποι προέλευσης των καλύτερων ραφτάδων). Οι πλανόδιοι ράφτες ανήκουν και αυτοί στη μεγάλη εκείνη ομάδα τεχνιτών του ορεινού ηπειρωτικού χώρου που εξοικειώθηκε με τις διάφορες τεχνικές και απλώθηκε σε όλη τη Βαλκανική αναζητώντας την πελατεία της. Το επάγγελμά τους έχει παρόμοια χαρακτη ριστικά με τις περισσότερες επαγγελματικές εξειδικεύσεις της εποχής: υπήρξε κα τεξοχήν ανδρικό, ενώ οι τεχνίτες που το εξασκούσαν ήταν κυρίως μετακινούμενοι, χω ρίς μόνιμο και οργανωμένο εργαστήριο. Ορισμένοι βέβαια από αυτούς εγκαταστάθη καν στις μεγάλες πόλεις, όπου μπορούσαν να βρουν μόνιμη εργασία και αφομοιώθηκαν από την ήδη διαμορφωμένη εκεί τάξη των αντίστοιχων επαγγελματιών. Η αυξημένη ζήτηση υφαντουργικών προϊόντων που παρατηρείται σε όλο τον 180 αιώνα έδωσε στους παραγωγούς νήματος και υφάσματος τη δυνατότητα να αυξήσουν την παραγωγή τους αλλά και να την εμπορευθούν οι ίδιοι στις τοπικές ή και στις δυ τικοευρωπαϊκές αγορές. Έτσι αποκόμιζαν σημαντικά κέρδη και τα επαγγέλματά τους θεωρούνταν από τα πιο αξιοπρεπή και αξιοζήλευτα. Στις πόλεις ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες και χωρίζονταν σε ειδικότητες ανάλο γα με το είδος του ενδύματος που έραβαν ή την τεχνική της διακόσμησής του. Έτσι υπήρχαν ράφτες, χρυσοραφτάδες ή χρυσοκεντητές («τερζήδες»), καποτάδες ή καπά δες, αμπατζήδες κ.ά. (Χατζημιχάλη, 1960, σ. 446-447). Στα μεγάλα εργαστήρια είχαν και βοηθούς (καλφάδες) και μαθητευόμενους (τσιράκια) (Παπαθανάση-Μου σιοπούλου, 1985, σ. 54).
Η μαθητεία στο επάγγελμα
Η τέχνη τους ήταν συνήθως κληρονομική, ενώ μαζί με τα μυστικά της κληρονομούσαν και την πελατεία του πατέρα τους. Η μαθητεία άρχιζε από τα παιδικά χρόνια για να εξοι κειώνονται με τις τεχνικές του ραψίματος. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις μαθητείας σε επαγγέλματα, ο μάστορας συνήθως δεν έδινε αμοιβή στους μικρούς βοηθούς του, ήταν
246
1 1
ΕΝΟΤΗΤΑ
s.a
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
όμως υποχρεωμένος να τους συντηρεί. Εντούτοις, φαίνεται ότι σε κάποιες περιπτώσεις -όπως αυτή του δημοτικού τραγουδιού με το ραφτόπουλο παραπάνω- ο μαθητευόμενος ράφτης έπαιρνε και κάποιο μισθό.
Η εργασία του ράφτη και τα σύνεργά του
Επειδή ακριβώς οι πλανόδιοι ράφτες της υπαίθρου δεν είχαν δικά τους εργαστή ρια, συνήθως έραβαν ρούχα στα σπίτια των πελατών τους και φιλοξενΌύνταν εκεί ώσπου να ολοκληρώσουν το έργο τους. Ο Δ. Λουκόπουλος (1927, σ. 125) γράφει ότι οι ράφτες έκλειναν τις συμφωνίες τους στα πανηγύρια και στα παζάρια. Τα εργαλεία τους δεν ήταν πολλά: Πιάνει ένα μέρος που να 'ναι παράθυρο αντίκρυ μέσα στο δωμά τιο. Στρώνει κάποιο χεράμι, αδειάζει τα ψαλίδια του από το σακούλι, κάθεται σταυροπόδι αυτός και το καλφούδι του και αρχίζει. Κοίταξε κει κάτω τι βγήκε μέσα από κείνο το παλιοσάκκουλο που βρήκε από τον παππούλι του ακόμα! Ένα χοντροψάλ λιδο, το τερζίτικο ψαλίδι. [. .. ] Τον πιάκα, μια σιδερένια πιάστρα να πιάνει σαν τ' αγκί στρι το σκουτί που θα ράψει και να το κρατεί τεντωμένο. Το σπανέλι του, βελόνι χαμοχοντρό όχι και τόσο μακρύ, περίφημο για το ράψιμο στα μάλλινα. Την πήχη, ένα σιδερένιο πήχυ, που τσακιέται σε δύο και μαζεύεται. Το κλούφι μια μικρή μάλλινη σακουλίτσα, που την έχει για θήκη του ψαλιδιού του, τη δαχτυλήθρα, σιδερένια μεγάλη δαχτυλήθρα σφαιρική με πολλές γουβίτσες απ' όξω.
Παραδοσιακά κέντρα ραπτικής
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ρά φτες -είτε ειδικοί για τη δημιουργία ενός συγκεκριμένου είδους ενδύματος είτε ρά φτες για κάθε ένδυμα- φαίνεται ότι υπήρχαν σχεδόν παντού. Τους συναντάμε στις πό� λεις εγκαταστημένους σε εργαστήρια και οργανωμένους σε συντεχνίες. Τους συναντά με ακόμη και στην ύπαιθρο, περισσότερο όμως ως πλανόδιους τεχνίτες. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, και ιδιαίτερα σε μεγάλα αστικά κέντρα, το επάγγελμά τους περι λάμβανε τόσους χωριστούς κλάδους όσα περίπου ήταν τα είδη του ρουχισμού, ενώ κά θε κλάδος συγκροτούσε και μια διαφορετική συντεχνία. Συντεχνία ραφτάδων εντοπίζεται στα Ιωάννινα από τον 170 αιώνα, αποτελούμενη από 150 άτομα. Σύμφωνα με την παράδοση, κατά την εποχή του Αλή Πασά δούλευαν στην πόλη χίλια διακόσια βελόνια, δηλαδή χίλιοι διακόσιοι τεχνίτες (Χατζημιχάλη, 1930, σ. 253-264). Στην Κοζάνη υπήρχε συντεχνία ραφτών τουλάχιστον από τα μέσα του 18ου αιώνα (Καλινδέρης, 1958, σ. 84-85), ενώ στη Λάρισα αναφέρεται ράφτης σε έγγραφο του 1662 (Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, 1990, σ. 273).
<Ι
Δραστηριότητα 18/Κεφάλαιο 5 Τα παρακάτω αποσπάσματα, που προέρχονται από την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μελέτη του Αλέξανδρου Γ. Πασπάτη, Υπόμνημα περί του γραικικού νοσοκομείου των Επτά Πύργων, Αθήνα 1862 (σ. 72, 76 και 199-201), αναφέρονται στην Κωνσταντινούπολη του 19ου αιώνα και είναι ιδι αίτερα διαφωτιστικά για τα επαγγέλματα, την οργάνωσή τους και τις συνθήκες εργασίας των διάφορων τεχνιτών. Αφού διαβάσετε αυτά τα κείμενα, απαντήστε (περίπου 150 λέξεις) στις εξής ερωτήσεις:
1
247
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.8
α) Πόσες κατηγορίες ραφτών αναφέρονται; β) Πού εργάζονταν και ποιες ήταν οι συνθήκες διαβίωσής τους; γ) Ποια προβλήματα αντιμετώπιζαν οι ράφτες κατά τον 190 αιώνα; Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. Στην Κωνσταντινούπολη, τα αμπαδορραφεία ήταν συγκεντρωμένα σε μια αποβάθρα του Γαλατά, αλλά και στους γύρω «ανήλιους» και «στενωπούς» δρ6μους. Οι αμπαδορράφοι και οι ράφτες ναυτικών ενδυμάτων εργάζονταν για το εμπορικ6 ναυτικ6, ελληνικ6 και οθωμανικ6, και δούλευαν σε πνιγηρά και στεν6χωρα εργαστήρια. Κατοικούσαν σε 6λους τους γύρω δρ6μους σε δωμάτια που μ6λις μπορούσαν να κοιμηθούν τη νύχτα. Στα ραφεία πολλοί ράπται, εργάζονται διά τους κεφαλαιούχους τεχνίτας εντός των οικιών των. Άλλοι είναι έμμισθοι, προς τ6σην τιμήν το φ6ρε μα. Γυναίκες τινές, λαμβάνουν παρομοίαν εργασίαν. Η κυρίως ραπτική είναι εισέτι εις χείρας αν δρών. Τα ραφεία είναι μικρά, πολλάκις σκοτεινά, συνήθως εις αγοράς πολυανθρώπους, και επομένως πνιγηρά και ρυπαρά. Οι πλει6τεροι κάθονται κατά γης, κατά τον τρ6πον των πλειοτέ ρων εργατών της Τουρκίας 6λης. [...] Μετά την αλλαγήν των εγχωρίων φορεμάτων, εισαχθείσαν κατά προτροπήν του Σουλτάνου Μαχμούδ, πρώτον εις τους στρατιωτικούς και μετέπειτα εις τους πολίτας Οθωμανούς και Χριστιανούς, παντούθεν εζητούντο φορέματα Ευρωπαϊκά. Οι ολίγοι επιδέξιοι ράπται, Ευρωπαίοι οι πλει6τεροι, εθησαύρισαν εις ολίγον καιρ6ν, πολύν πλούτον. Τ' απροσδ6κητα ταύτα κέρδη, παρεκίνησαν πολλούς αμπαδορράφους, να παραιτήσω σι τον αμπάν, και να εκμάθωσι την ραφήν ευρωπαϊκών φορεμάτων. Προς τούτοις, και η κατανά λωσις του αμπά ωλ1.γ6στευσεν. Η εργασία η Ευρωπαϊκή, τ6σον ακριβής πάντα εντ6ς της Κωνσταντινουπ6λεως, παραβαλλομένη μετά της Ευρωπαϊκής εις την Ευρώπην, παρεκίνησε πολλούς εμπ6ρους και βιομηχάνους Εβραίους της Πολωνίας και Ιταλίας να εισάγωσιν εις την αγοράν έτοιμα φορέματα. Το κομψ6ν της ραφής, και το ολ1.γ6τιμον αυτών, παρεκίνησε τον λα6ν 6λον της Κωνσταντινουπ6λεως να πα ραιτήση τους ράπτας. Έπαυσαν έκτοτε των ραπτών τα μεγάλα κέρδη. Πολλοί εργάται απεβλήθη σαν απ6 τα ραφεία, ημετέρων και ξένων, και έπεσαν εις αθεράπευτον πενίαν. Αδύνατον ο ρά πτης ο επιδεξιώτερος, να συναγωνισθή μετά των ξένων τούτων εμπ6ρων, μάλιστα κατά τους υστέρους τούτους χρ6νους, 6ταν η εργασία εις την Κωνσταντινούπολιν υπερτιμήθη, και διατη ρείται εισέτι ένεκα της ολιγίστου υψώσεως του εγχωρίου χρήματος.
Ι>
248
Δραστηριότητα 19/Κεφάλαιο 5 Από το Αρχείον της Κοιν6τητος Ύδρας 1778-1832 (τόμος ΣΤ, 1818-1821) διασώζονται δύο έγ γραφα του 1819, τα οποία απευθύνονταν στους ράφτες του νησιού. Το πρώτο είναι μία απόφα ση των προεστών με την οποία ρυθμίζονταν οι αμοιβές των ραφτών, ενώ το δεύτερο είναι ο κανονισμός της συντεχνίας τους. Αφού τα διαβάσετε (θα τα βρείτε στα Παράλληλα Κείμενα), γράψτε δύο κείμενα στα οποία θα αναπτύξετε και θα σχολιάσετε τις πληροφορίες που πε ριέχονται στα δύο έγγραφα (περίπου 200 λέξεις το καθένα). Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Δραστηριότητα 20/Κεφάλαιο 5 Στο παλιό νεκροταφείο του Πύργου της Τήνου σώζονται μαρμάρινες επιτάφιες πλάκες με σκα λισμένα στην επιφάνειά τους τα επαγγελματικά σύνεργα του νεκρού. Δείτε στα Παράλληλα Κείμενα τις Εικόνες 64 και 65 από το Ζώρα Π., «Προσέγγιση της ελληνικής λαϊκής τέχνης», Λαογραφία, τόμος 36 (1990-1992), Αθήνα 1993, σ. 76. Αυτά δηλώνουν την επαγγελματική του ιδιότητα και, μέσω αυτής, τη θέση του στην τοπική κοινωνία. Ανάμεσά τους σώζεται το μνήμα του Ιωάννη Κούκουλα που σκαλίστηκε το 1781. Αυτός ήταν δάσκαλος, όπως δηλώνει το σκαλι σμένο αλφαβητάρι. Αργότερα στον ίδιο τάφο έγιναν δύο ακόμη ταφές, ενός μαρμαρά και ενός ράφτη. Προσέξτε τα εργαλεία ραπτικής που έχουν χαραχrεί στη μαρμάρινη πλάκα και συγκρί νετέ τα με μία ανάλογη ταφόπλακα από τη Μητρόπολη της Σίφνου των μέσων του 19ου αιώνα, η οποία μάλιστα έχει και την επιγραφή: «Ο δούλος του Θεού Ιωάννης Μακράκης». Ποια είναι τα εργαλεία που απεικονίζονται αυτή τη φορά; Προσπαθήστε να ερμηνεύσετε την παρουσία αυ τών των συμβόλων πάνω στους τάφους (250-300 λέξεις). Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
1
249
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.9
5.9.2
Η κατασκευή
Τα κλαδιά κ6βονταν πάντα μετά το καλοκαίρι, 6ταν είχαν μεστώσει, και μάλιστα στη «λίγωση του φεγγαριού», 6ταν δεν είχαν πια πολλούς χυμούς. Οι καλαθοπλέκτες τα ξε φλουδίζουν και τα αποθηκεύουν σε δεμάτια για να ξεραθούν εντελώς. Στη συνέχεια τα σκίζουν με το μαχαίρι. Τα αφήνουν οπωσδήποτε αρκετές ώρες ή και μέρες σε νερ6 για να μαλακώσουν και μετά τα πλέκουν. Τις χοντρές βέργες τις χρησιμοποιούν κυρίως για τον πάτο του καλαθιού για να είναι περισσ6τερο ανθεκτικ6ς στο βάρος. Η λυγαριά χρη σιμοποιείται ιδιαίτερα σε καλάθια με πιο δύσκολες καμπύλες, γιατί έχει μεγάλη ευλυγι σία. Για το πλέξιμο του καλαθιού οι βέργες χωρίζονται σε στημ6νια και υφάδια. Το καλά μι πλέκεται γρήγορα και χρησιμοποιείται πάντοτε σαν υφάδι. Το πλέξιμο αρχίζει απ6 τη βάση, 6που δένονται σταυρωτά οι πρώτες βέργες. Καθώς το πλέξιμο προχωρεί με τη συ νεχή προσθήκη και το στερέωμα βεργών, οι βέργες που αποτελούν το στημ6νι τοποθετού νται κάθετα προς τις υπ6λοιπες.
Ι>
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 18/Κεφάλαιο 5 Συμπληρώστε τα κενά με τις κατάλληλες λέξεις, τις οποίες θα αναζητήσετε στο κείμενο που προηγείται: «Η καλαθοπλεκτική είναι νται κυρίως κλαδιά από
απλή. Για την κατασκευή των καλαθιών χρησιμοποιού και ---- , ενώ τα εργαλεία είναι πολλές φορές
----. Τα εργαλεία είναι ένα ---- και μία διών, ένα ---- για το σκίσιμο της βέργας, ένας γών και ένα ---- για τις μετρήσεις».
για το κόψιμο των κλα για το χτύπημα των βερ-
Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
5.9.3
Είδη καλαθιών
Παρά το γεγον6ς 6τι τα καλάθια προορίζονται πλέον για διαφορετικές χρήσεις, η ποικιλία τους παραμένει μεγάλη. Η τυποποίηση των διάφορων ειδών είναι ιδιαίτερα δύσκολη, γιατί ακ6μη και αν οι πλέξεις και οι τρ6ποι κατασκευής τους είναι πα ρ6μοιοι, είναι πάρα πολλές οι φ6ρμες και οι παραλλαγές που απαντώνται σε κάθε πε ριοχή. Εξάλλου, το πάχος και η ευλυγισία των κλαδιών που χρησιμοποιούνται ως κα τασκευαστική ύλη επηρεάζει τη μορφή τους. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικ6 6τι ανάλογα με τη χρήση τους ποίκιλλαν το μέγεθος, το σχήμα και η ονομασία τους. Υπήρ χαν, για παράδειγμα, τα τρυγοκ6φινα ή σταφυλοκ6φινα, τα σταροκ6φινα, τα πετροκ6φινα, τα μπουγαδοκ6φινα, τα αγγιναροκ6φινα, τα καπνοκ6φινα, τα αρνοκ6φινα, τα μελισσοκ6φινα κ.ά. Για 6λους αυτούς τους λ6γους θα αναφέρουμε τα πιο συνηθισμένα είδη τα οποία απαντώνται στις περισσ6τερες περιοχές της Ελλάδας.
Καλάθι: με τον 6ρο αυτ6 συνήθως περιγράφεται κάθε πλεκτ6 με τα υλικά της κα
λαθοπλεκτικής αντικείμενο (Ευθυμίου, 1979-1980, σ. 64)· άλλοτε πάλι χαρακτηρίζεται έτσι το πλεκτ6 αντικείμενο που έχει κωνικ6 σχήμα και είναι φτιαγμένο ολ6κληρο απ6 καλάμι.
252
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Κόφα: πλεκτό δοχείο με κυλινδρικό σχήμα από τη μέση και πάνω, χωρίς λαβές (Στα
θάκη-Κουμάρη, 1985, σ. 14-15).
Κοφίνι: μεγάλου μεγέθους, με δύο συνήθως λαβές και καμπυλωτό σχήμα. Χρη
σιμοποιείται για τη μεταφορά αγαθών και γι' αυτό η κατασκευή του είναι περισσότερο ανθεκτική.
Κύρτο; ή κιούρτο;: κλειστό δοχείο με καπάκι, χρησιμοποιείται από τους-ψαράδες. Πανέρι: έχει συνήθως μικρό ύψος και μεγάλη βάση. Η χρήση του είναι κυρίως
διακοσμητική και οικιακή, γι' αυτό και είναι περισσότερο επιμελημένο στην κατα σκευή. Στην Κρήτη υπάρχει η έκφραση «ας μου γυρίσουν το πανέρι», η οποία προέρ χεται από το έθιμο να πηγαίνουν στην οικογένεια της κοπέλας που ζήταγαν για νύφη ένα δώρο μέσα σε πανέρι. Η επιστροφή του πανεριού σήμαινε και απόρριψη της πρό τασης (Λεοντίδης, 1986, σ. 81).
Τυροβόλι ή «ταλάρι» στη Ρόδο, στην Κύπρο και στη Στερεά Ελλάδα (Κουκουλές,
1952, τόμος 5, σ. 329): είναι πλεκτό δοχείο φτιαγμένο με βούρλα, το οποίο χρησιμοποι είται για το πήξιμο του τυριού. Η κατασκευή του είναι αρκετά πολύπλοκη, ενώ το πλέ ξιμό του είναι αραιό για να στραγγίζει το τυρί από τα υγρά του. Σήμερα υπάρχουν ελά χιστοι τεχνίτες που πλέκουν ακόμη τυροβόλια. Άσκηση Αυτοαξιολόγησης 19/Κεφάλαιο 5 Αντιστοιχίστε το είδος του καλαθιού με την περιγραφή του: α. Πανέρι
1. Μεγάλο δοχείο, με δύο συνήθως λαβές και καμπυλωτό σχήμα
β. Κιούρτος
2. Κυλινδρικό δοχείο από τη μέση και πάνω, χωρίς λαβές
γ. Κοφίνι
3. Πλεκτό δοχείο από βούρλα αραιά πλεγμένο
δ. Κόφα
4. Κλειστό δοχείο με καπάκι
ε. Τυροβόλι
5. Δοχείο με μικρό ύψος και μεγάλη βάση
Θα βρείτε τις σωστές αντιστοιχίσεις στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
1
253
5
Ενότητα 5. 1 Ο
ΜΕΤΑΛΛΟΤΕΧΝΙΑ Οι τεχνικές κατασκευής και συvtήρησης μετάλλινων αντικείμενων ταυτίστηκαν με μια ποικιλία επαγγελμάτων ανάλογα με το είδος της πρώτης ύλης στο οποίο ειδικεύονταν οι τεχνίτες. Οι σιδεράδες, οι χαλκουργοί, οι χρυσοχόοι, οι λευκοσιδηρουργοί, οι καλαϊτζή δες ή γανωτήδες αποτελούν διαφορετικές επαγγελματικές ομάδες, που εφάρμοζαν τεχνι κές με πολλά κοινά γνωρίσματα, οι οποίες συχνά λειτουργούσαν συμπληρωματικά μετα ξύ τους. Άλλοτε πάλι οι τεχνίτες των μετάλλων παίρνουν το όνομά τους από τα αντικείμε να που κατασκευάζουν: μαχαιράδες, καμπανάδες, κλειδαράδες, πεταλάδες, φαναρτζή δες, ντουφεξήδες κ.ά. (Στο τέλος αυτής της ενότητας παρατίθεται ένας πίνακας με όλα τα επαγγέλματα που συναντάμε στη μεταλλοτεχνία). Οι σιδηρουργοί υπήρξαν μία από τις σημαντικότερες επαγγελματικές ομάδες στις κοι νωνίες του παρελθόντος. Σε όλη τη χρονική περίοδο στην οποία αναφερόμαστε οι αγροτικοί πληθυσμοί δεν κατέφευγαν συχνά στην αγορά για την προμήθεια των απαραί τητων αγαθών για τη συντήρησή τους. Είδαμε ότι ήταν δυνατόν να κατεργαστούν μόνοι τους τα δέρματα, να υφάνουν, να ράψουν, να φτιάξουν παπούτσια, να κατασκευάσουν έπιπλα, να χτίσουν τα σπίτια τους. Όμως δεν μπορούσαν να κατεργαστούν τα μέταλλα. Χρειάζονταν τους σιδηρουργούς για την κατασκευή και συντήρηση των εργαλείων, των σκευών, των πετάλων, των όπλων. Επιπλέον, οι σιδηρουργοί κατασκεύαζαν τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν όλοι οι υπόλοιποι τεχνίτες. Οι τεχνίτες των μετάλλων ανήκουν και αυτοί -όπως και άλλοι χειροτέχνες- σε δύο με γάλες ομάδες: σε εκείνους που διατηρούσαν εργαστήρια ή εργάζονταν μόνιμα στις πό λεις και σε εκείνους που μετακινούνταν ανάμεσα στα χωριά ή από τα χωριά προς τις πό λεις για την αναζήτηση πελατείας. Οι περιοδείες αυτές ήταν -όπως και στην περίπτωση των.χτιστών- σε αρκετές περιπτώσεις εποχικές και είχαν ομαδικό χαρακτήρα. Κατά τον 180 αιώνα η ανάπτυξη του εμπορίου και οι οικονομικές δυνατότητες των πληθυσμών επέτρεψαν την άνθηση επαγγελμάτων και τεχνικών που σχετίζονται με την επεξεργασία των ευγενών μετάλλων, όπως συνήθως ονομάζονται ο χρυσός και το ασήμι. Οι ασημιτζήδες και οι χρυσικοί ( «κοεμτζήδες» και «κουγιουμτζήδες» ), που εργάζονταν στα εργαστήριά τους ή ταξίδευαν από τόπο σε τόπο, κατασκεύαζαν διάφορα εκκλησια στικά και κοσμικά αντικείμενα, σκεύη και κοσμήματα. Τα κέντρα άνθησης της μεταλλοτεχνίας είναι διάσπαρτα στον ελληνικό χώρο. Εντούτοις, σε ορισμένες περιοχές όπως η Ήπειρος, παρατηρείται, καθ' όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα και ως τα μέσα περίπου του 19ου, ανάπτυξη των τεχνικών επεξεργασίας ενός, κυρίω_ς, μετάλλου. Έτσι, οι τεχνίτες των Ιωαννίνων ειδικεύονταν στην αργυροχοια, οι Καλαρρυτινοί και οι Μετσοβίτες στη χρυσοχο"tα, τα χωριά της περιοχής Φιλιατών στη Θεσπρωτία στην επικασσιτέρωση (γάνωμα) σκευών. Η Στεμνίτσα, στην ορεινή Αρκαδία, υπήρξε κέντρο διάφορων ειδικοτήτων μεταλλουργών. Χάρη στα επαγγέλματα αυτά οι κάτοικοί της κάλυπταν τις βιοτικές τους ανάγκες συγχρόνως δημιούργησαν μια τοπική παράδοση που διατηρείται μέχρι και σήμερα (Συναδινός, 1979).
254
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.1 Ο
5.10.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Οι πρώτες ύλες
Η χρήση μεταλλικών αντικείμενων ήταν διαδεδομένη στον ελληνικό χώρο καθ' όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας αλλά και στα νεότερα χρόνια. Ωστόσο οι πρώ τες ύλες ήταν μάλλον σπάνιες. Τα μεταλλεία ήταν λίγα, ενώ η λειτουργία τους κατά την εποχή εκείνη συνδύαζε ένα καθεστώς παροχής προνομίων και φοροαπαλλαγών με την καταναγκαστική εργασία. Σύμφωνα μάλιστα με μαρτυρίες περιηγητών, φαίνεται ότι οι κάτοικοι διάφορων περιοχών απέκρυπταν από την οθωμανική διοίκηση την ύπαρξη μεταλλευμάτων και απέφευγαν με κάθε μέσο την εξόρυξή τους. Τα μέταλλα κατά κύριο λόγο εισάγονταν· καμιά φορά εισάγονταν και τα ίδια τα με ταλλικά αντικείμενα από διάφορες περιοχές της Ευρώπης και της Μ. Ασίας. Πολλές φορές τα ευρωπαϊκά προϊόντα συγκεντρώνονταν στη Σμύρνη και στην Κωνστα ντινούπολη και από εκεί διοχετεύονταν σε διάφορες αγορές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Νικόλαος Παπαδόπουλος, στην Εμπορική Εγκυκλοπαίδειά του, ανα φέρει ότι τα καρφιά εισάγονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από την Ολλανδία και την Τεργέστη (1815, σ. 272). Η διακίνησή τους -σε ακατέργαστη ή επεξεργασμένη μορφή- υπόκειντο σε έλεγχο και περιορισμούς. Η σπανιότητα μετάλλων και μεταλλικών αντικειμένων οδήγησε είτε στην αντικατά στασή τους -όπου αυτό ήταν δυνατόν- από άλλα υλικά, π.χ. ξύλο ή πηλό, είτε ακόμη και στην ανακύκλωσή τους. Τα μέταλλα, πολύτιμα ή μη, λιώνονταν και ξαναχρη σιμοποιούνταν. Στην αρχιτεκτονική κατά τον 180 αιώνα τα μεταλλικά στοιχεία των οικοδομημάτων ήταν ελάχιστα, ενώ η χρήση σιδήρου τουλάχιστον ως τα μέσα του 19ου αιώνα υπήρξε ιδιαίτερα περιορισμένη, και όπου ήταν δυνατόν αντικαθίστατο από ξύλο. Σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου, ακόμη και οι κλειδαριές και τα κλειδιά κατασκευάζονταν από σκληρό ξύλο. Και στη δυτική Ευρώπη όμως, αν και η χρήση σιδήρου εισάγεται στις οικοδομές των πόλεων από τα μέσα του 13ου αιώνα, είναι χαρακτηριστικό ότι όλο τον Μεσαίωνα ο σίδηρος είναι σπάνιος. Ο Αλέξανδρος Πασπάτης στο Υπόμνημα περί του γραικικού νοσοκομείου των Επτά Πύργων καταγράφει τους ασθενείς σιδηρουργούς που εντοπίζει στα αρχεία του νοσοκομείου. Από τους 110 μόνο 4 προέρχονται από τον ελληνικό χώρο. Ίσως αυτή η πληροφορία αποτελεί χαρακτηριστική ένδειξη για τον βαθμό διάδοσης του επαγγέλ ματος του σιδηρουργού, κατά τον 190 αιώνα. Ο ίδιος άλλωστε προσθέτει: Η σιδηρουρ γία, η έτι τόσον άκομψος και άτεχνος, είναι ως επί το πολύ εις χείρας Αρμενίων, των οποίων τα έργα είναι πάντων των άλλων τεχνικώτερα. Προ ολίγου, όλα των σιδηρουρ γών τα έργα ήσαν εργαλεία μαγειρικά, κλειδία, κλειδαρέαι, καρφία και σιδηρά τινά σκεύη, αναγκαία εις τας ξυλίνους οικοδομάς. Την σήμερον παρημέλησαν τα ταπεινά και λίαν άτεχνα ταύτα έργα, εισάγοντες Ευρωπαϊκά, μετά των οποίων αδύνατον να συ ναγωνισθώσιν οι εγχώριοι σιδηρουργοί. Ένεκα τούτου πολλά σιδηρουργεία έπαυσαν. [...] Εις τα εργοστάσια ταύτα είναι ημέτεροι τινές, πλειότεροι Αρμένιοι, πάμπολλοι δε Ευρωπαίοι. Πολλά σιδηρά σκεύη διά το μαγειρείον και τας οικίας των πτωχών κατα σκευάζουν οι περιπλανώμενοι Ατσίγγανοι (1862, σ. 166-167).
1
255
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.1 Ο
Δραστηριότητα 21 /Κεφάλαιο 5
Ι>
Διαβάστε με προσοχή το παραπάνω κείμενο του Αλέξανδρου Πασπάτη και απαντήστε (200-250 λέξεις) στην εξής ερώτηση: Πώς αξιολογεί την εργασία των Ελλήνων σιδηρουργών; Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
5.10.2
Το εργαστήριο και ο εργαλειακός του εξοπλισμός
{.. ] Τα εργοστdσιd των [εvv. των σιδηρουργών] είναι μικρότατα. Πολλdκις ο καπνός dvεv καπνοδόχου, εξέρχεται από τας οπάς της οροφής. Και τεχvίται και εργοστdσια εί ναι ρυπαρώτατα. Σήμερον, μετd την κοινήν χρήσιν των γαιανθρdκωv, η κακοσμία και ρυπαρότης ηύξησαv (Πασπάτης, 1862, σ. 166-167). Τα εργαλεία των μεταλλουργών παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία και είναι προσαρ μοσμένα στις ειδικές ανάγκες κάθε τεχνικής. Ορισμένα όμως από αυτά είναι κοινά για τους περισσότερους επαγγελματίες, αν και είναι δυνατόν να διαφέρουν στο μέγεθος και στην ονομασία τους.
Και τ' ασdλευτο τ' αμόνι Και τ' ολόγοργο σφυρί Βροντερή μια μdχη αρχι'ζουv Και είναι πλάστης το σφυρι' Κ. Παλαμάς, Ο δωδεκάλογος του Γύφτου Κατά την προβιομηχανική περίοδο, το εργαστήριο του μεταλλουργού είχε απαραί τητα ένα καμίνι για το λιώσιμο ή την πυράκτωση των μετάλλων. Πρόκειται για κτιστή κατασκευή, στη βάση της οποίας τοποθετούνται τα κάρβουνα για τη φωτιά. Όταν οι τε χνίτες ταξίδευαν χρησιμοποιούσαν αυτοσχέδια πρόχειρα καμίνια και διάφορες καύσι μες ύλες. Για το άναμμα και την ενίσχυση της φωτιάς υπήρχε το φυσερό, που διοχέτευε αέρα στα κάρβουνα. Μόλις άναβε καλά η φωτιά, ο σιδηρουργός τοποθετούσε το μέ ταλλο ανάμεσα στα κάρβουνα, κρατώντάς το με μια τσιμπίδα. Όταν μαλάκωνε καλά, το τοποθετούσε στο αμόνι - μία σιδερένια βάση σε σχήμα ρόμβου, στην οποία σφυρη λατούνταν τα μέταλλα. Εκεί, στερεώνοντάς το με τη μέγγενη, του έδινε το σχήμα που ήθελε, χτυπώντας το με σφυρί και βαριά όσο ήταν πυρωμένο και μαλακό. Για τη σχη ματοποίηση των μαλακών μετάλλων (μπρούντζος, χαλκός, τενεκές, λαμαρίνα) μεταχει ρίζονταν και τις ματσόλες, που είναι ξύλινα σφυριά. Στις χυτές κατασκευές χρη σιμοποιούσαν πήλινα καλούπια, που τα έσπαζαν μετά το πάγωμα του μετάλλου. Τα πολύτιμα μέταλλα και ο μπρούντζος τοποθετούνταν σε ειδικά χωνιά για να λιώσουν.
2 56
1 1
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.10
____, ___,_..,.,,.____...,nwww--π•"-""""_____________,,. ___ m•τr-•==
Κ Ε φ ΑΛΑ I Ο
e
•
Εικόνα 13 Σχέδια εργαλείων 1. Φυσερό: κατασκευή από δύο τριγωνικά σανίδια που ενώνονται με δέρμα. Όταν τα σανίδια πλησιάζουν μεταξύ τους, το δέρμα γεμ{ζ,ει αέρα. 2. Αμόνι: Μεταλλική πλατιά επιφάνεια προσαρμοσμένη σε ξύλινη βάση. 3. Μέγγενη: εργαλείο που συσφίγγει το σίδερο κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του. 4. Σφυρί και βαριά: χρησιμοποιούνται για το χτύπημα και τη μορφοποίηση του μετάλλου
1
257
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.1 Ο
Μέσα στο εργαστήριο του μεταλλουργού υπήρχαν και διάφορα άλλα εργαλεία για . την επεξεργασία του υλικού και την κατασκευή των ανtικειμένων. Τα πιο συνηθισμένα ήταν: τσιμπίδες και διάφορες λαβίδες για το κράτημα των μετάλλων· λίμες και πλάνες για το στρώσιμο και τη λείανση της επιφάνειάς τους πριόνια, κοπίδια και σέγες για τα κοψίματα των μεταλλικών φύλλων. Υπήρχαν ακόμη διάφορων ειδών καλέμια και σμί λες για τη χάραξη και το σκάλισμα διακοσμητικών σχεδίων στην επιφάνεια των ανrι κειμένων. Οι συγκολλήσεις των μετάλλων γίνονταν με τα κολλητήρια και ειδικά μεταλλικά κράματα, τα οποία τοποθετούνταν στα κομμάτια που έπρεπε να κολλήσουν και θερ μαίνονταν. Για τις επιδιορθώσεις τρύπιων σκευών χρησιμοποιούσαν το κουμουκάσι, ένα μικρό ξύλο σε σχήμα κουταλιού με το οποίο άπλωναν και πατούσαν γερά την κόλ ληση στα μπαλώματα. Το «βάψιμο» ήταν ο εμβαπτισμός του πυρωμένου μέταλλου σε μεγάλα δοχεία με νερό. Ο σιδηρουργός έβγαζε το μέταλλο από τη φωτιά με την τσιμπίδα και το βουτούσε απότομα στο νερό. Με τη μέθοδο αυτή το μέταλλο γινόταν ακόμη πιο σκληρό και ανθε κτικό (Λουκόπουλος, 1938, σ. 71-72). Οι αργυροχρυσοχόοι για την κατασκευή συρμάτων είχαν τους λεγόμενους σύρτες ή σούρτες. Αυτοί ήταν πλάκες από σκληρό μέταλλο, με μικρές τρύπες διάφορων διαμέ τρων. Περνούσαν το μαλακό μέταλλο από τις τρύπες αυτές, τραβώντας το με το χέρι, ώστε-να πάρει τη μορφή του σύρματος. Τέλος, το ακόνισμα των εργαλείων γινόταν παλαιότερα με τον τροχό, ένα πέτρωμα που περιστρεφόταν γύρω από κάθετο άξονα προσαρμοσμένο στο έδαφος.
Ι>
Άσκηση Αυτοαξιολ6γησηc; 20/Κεφάλαιο 5 Ποια εργαλεία χρησιμοποιούνταν στη μεταλλουργία: για τη σφυρηλάτηση των μετάλλων, για τη λείανση, για τη χάραξη διακοσμητικών μοτίβων; Κατονομάστε τα. Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
5.10.3
Τεχνικές κατασκευής και διακόσμησης
Οι τεχνικές κατασκευής και οι τρόποι διακόσμησης των μεταλλικών αντικειμένων ποικίλλουν ανάλογα με το είδος του μετάλλου που χρησιμοποιούσε κάθε τεχνίτης αλλά .και το είδος του αντικειμένου που κατασκεύαζε. Όλες όμως ξεκινούν από μία κοινή βάση: την τήξη (λιώσιμο) του μετάλλου και στη συνέχεια τη σχηματοποίησή του. Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε τις τεχνικές στις ακόλουθες γενικές κατηγορίες που ήταν κοινές για τους περισσότερους τεχνίτες.
Τεχνικές κατασκευής
Σφυρήλατη. Είναι η κατεργασία των μετάλλων με το σφυρί. Το κομμάτι του μετάλλου
απλώνεται και παίρνει τη μορφή που επιθυμεί ο τεχνίτης με συνεχή χτυπήματα με σφυρί.
Χυτή. Είναι η κατασκευή ενός ανtικειμένου με καλούπι. Το λιωμένο μέταλλο χύνεται
σε πήλινα καλούπια, στα οποία είναι αρνητικά αποτυπωμένο το σχήμα του αντικει-
258
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μένου. Όταν πήζει, αποσυνδέεται το καλούπι και το αντικείμενο βγαίνει ακέραιο. Χρησιμοποιούνταν ιδιαίτερα στις κατασκευές από μπρούντζο και πολύτιμα μέταλλα. Συμπληρωματικά χρησιμοποιούσαν και τη συγκόλληση ( το «κόλλημα»), για να ενώσουν τα διάφορα τμήματα των αντικειμένων που ήταν σφυρήλατα ή χυτά. Η κόλλη ση ήταν όμως και η βασικότερη τεχνική που χρησιμοποιούσαν οι χαλκουργοί για την επισκευή παλαιών σκευών και αντικειμένων.
Τεχνικές διακόσμησης
Ηχαρακτή είναι η πιο απλή και περισσότερο συνηθισμένη μορφή διακόσμησης των μεταλλικών αντικειμένων. Πρόκειται για γραμμική διακόσμηση, η οποία γίνεται με κάποιο λεπτό αιχμηρό εργαλείο ή κοπίδι. Η ανάγλυφη, ο σχηματισμός δηλαδή ανάγλυφων παραστάσεων στην επιφάνεια του με τάλλου, γινόταν με δύο τρόπους: είτε χτυπούσαν το μεταλλικό έλασμα πάνω σε ένα ατσάλινο καλούπι που είχε την παράσταση εσώγλυφη και αντίστροφη, είτε γέμιζαν το αντικείμενο με πίσσα ή με μείγμα πίσσας και ρετσινιού και χτυπώντας με το καλέμι το μέταλλο υποχωρούσε μαλακά λόγω της αντίστασης που συναντούσε και έτσι σχημα τίζονταν «φουσκωτά» (ανάγλυφα) σχέδια. Η αυρματερή είναι τεχνική κατασκευής και διακόσμησης που χρησιμοποιήθηκε κυ ρίως στην αργυροχρυσοχο"ία. Το ασήμι λιώνεται και δουλεύεται σε λεπτά σύρματα που τα κολλούσαν μεταξύ τους διαμορφώνοντας διάφορα σχήματα και διακοσμητικά θέ ματα. Το ααβάτι είναι μείγμα από ασήμι, χαλκό, μολύβι και κερί του θειαφιού που μοιάζει με μαύρο σμάλτο και χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην αργυροχρυσοχο"ία. Τα εγχάρακτα σχέδια, τα βαθουλώματα ή άλλα σημεία της επιφάνειας που ορίζονταν από καρφωτά ή κολλητά σύρματα γεμίζονταν με το υλικό αυτό και έτσι διαμορφωνόταν το σχέδιο.
Επικασσιτέρωση (το γάνωμα)
Η τεχνική της επικασσιτέρωσης των σκευών ασκούνταν από πλανόδιους κασσιτε ρωτές (καλαντζήδες ή γανωτζήδες). Για να γανωθεί ένα χάλκινο αντικείμενο έπρεπε πρώτα να καθαριστεί. Ο τεχνίτης άλειβε το σκεύος με σπίρτο (υδροχλωρικό οξύ) και κατόπιν το έτριβε με άμμο ή κουρασάνι (θρυμματισμένο κεραμίδι). Για το γάνωμα ήταν απαραίτητη η θέρμανση του σκεύους σε φωτιά. Μόλις θερμαι νόταν αρκετά, έριχναν επάνω του «λησιαντάρι» ή «νισιαντίρι» (σπίρτο του άλατος, χλωριούχο αμμώνιο) και μετά τον λιωμένο κασσίτερο (καλάι), που τον άπλωναν σε όλη την επιφάνεια του σκεύους. Στη συνέχεια λείαιναν την επίστρωση και γυάλιζαν το σκεύος (Συναδινός, 1979, σ.127).
<Ι
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 21/Κεφάλαιο 5 Οι παρακάτω λέξεις περιγράφουν τεχνικές διακόσμησης επεξεργασίας ή επισκευής μετάλλων: α) συρματερή, β) γάνωμα, γ) χαρακτή, δ) βάψιμο, ε) σαβάτι, στ) σφυρήλατη. 1) Ποιες από αυτές είναι τεχνικές διακόσμησης, ποιες τεχνικές κατασκευής και ποιες τεχνικές επισκευής; 11) Μπορείτε να αvηστοιχίσετε τις παραπάνω λέξεις με τις ερμηνείες που ακολουθούν;
1
259
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.1 Ο
1. Επικασσιτέρωση σκευών 2. Διακόσμηση με μείγμα από ασήμι, χαλκό, μολύβι και κερί του θει αφιού 3. Εμβαπτισμός του πυρωμένου μετάλλου σε νερό 4. Κατασκευή και διακόσμηση με με ταλλικό νήμα μικρής συνήθως επιφάνειας από ασήμι 5. Διακόσμηση με αιχμηρό εργαλείο ή κοπίδι 6. Μορφοποίηση μετάλλου με σφυρί. Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
11>
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 22/Κεφάλαιο 5
Ι>
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 23/Κεφάλαιο 5
Η σπανιότητα των μετάλλων στον ελληνικό χώρο οδήγησε σε διάφορες λύσεις για την αντιμε τώπιση των καθημερινών αναγκών του πληθυσμού. Μπορείτε να αναφέρετε κάποιες από αυτές και να δώσετε ένα δύο παραδείγματα; (100-150 λέξεις). Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Τι σημαίνει, κατά τη γνώμη σας, η φράση «τον σιδερά με ξυλοσύνεργο τον έθαψαν»; {80-100 λέξεις). Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
5.10.4
Οι τσιγγάνοι-σιδηρουργοί
«Τι, γύφτος θα μάθω;» σου απαντά ακόμα κι ο τελευταίος του χωριού στη Ρούμελη, έστω και βραδιάς δείπνο ας μην έχει, που λέει ο λόγος, όταν τον συμβουλέψεις να μάθει σιδεράς. Τόσο μεγάλη περιφρόνηση δείχνουν εκεί για την τέχνη του σιδερά. Τέτοια ιδέα έχουν για τους σιδεράδες, που είναι κατά κανόνα γύφτοι (Λουκόπουλος, 1938, σ. 50). Είναι γνωστή σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο η επαγγελματική εξειδίκευση της συ γκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας στο επάγγελμα του πλανόδιου σιδερά αλλά και η σχετική παράδοση των σιδηρουργών-«γύφτων» που τη συνοδεύει. Ο Πρώσος περιηγη τής J acob Salomon Bartholdy, όταν επισκέπτεται τον συνοικισμό των τσιγγάνων στη Λάρισα κατά το 1803, γράφει ότι η σιδηρουργία ήταν η κύρια απασχόλησή τους (Σι μόπουλος, 1985, σ. 213). Ο Κ. Μακρής αναφέρει ότι αποκαλούσαν τους σιδεράδες με περιφρονητική διάθεση «γύφτους», όχι μόνο γιατί ένα ποσοστό από αυτούς ήταν πραγ ματικά «γύφτοι», τσιγγάνοι, αλλά γιατί το δέρμα τους έπαιρνε μαυριδερή απόχρωση από τους καπνούς (1969, σ. 222). λλλά και στην περίπτωση που κάποιος άλλος εξα σκούσε το επάγγελμα του σιδηρουργού, τον ταύτιζαν με τους «γύφτους». Οι τσιγγάνοι μνημονεύονται συχνά ως σιδηρουργοί και χαλκουργοί στις περισσότερες ελληνικές περιοχές και σε διάφορες εποχές. λλλά και τα εργαλεία των χαλκουργών κατασκευ άζονταν συχνά από τσιγγάνους σιδηρουργούς. Η γνώση τους ήταν εμπειρική, και η ενασχόλησή τους με τη σιδηρουργία μπορεί να ήταν περιοδική, καθώς συνδυαζόταν με εκείνη του οργανοπαίκτη (Ρόκου, 1982, σ. 353). Έτσι η ονομασία «γύφτος» και το επάγγελμα του σιδερά ταυτίστηκαν σε μεγάλο βαθμό με την πληθυσμιακή ομάδα των τσιγγάνων. Διαβάστε αποσπάσματα από δύο χαρακτηριστικές μαρτυρίες:Αυrά [τα ερ γαλεία] είναι όλα κατασκευασμένα από γύφτους, σιδηρουργούς, διότι το 99% εδώ στην Ήπειρο όλοι οι σιδηρουργοί ήταν γύφτοι την καταγωγή ... Και αλλού: Στη Ζίτσα τα έχω
260
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.1 Ο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
φτιάξει αυτά{. .. ] ήταν ένας γέρος γύφτος εκεί, τεχνίτης άφταστος (Παπαδόπουλος,
1982, τόμος 1, σ.124-126).Ας μην ξεχνάμε επίσης την ονομασία «Γύφτικα» που αποδί δεται στις συνοικίες όπου είχαν τις κατοικίες και τα εργαστήριά τους οι επαγγελματίες σιδηρουργοί (στην Αθήνα τα Γύφτικα ήταν στη ΒΔ πλευρά της πόλης, στην οδό Ηφαί στου· εκεί βρίσκονταν συγκεντρωμένα τα μεταλλουργεία [Μπίρης, 1942, σ. 5]). Λα Γύ φτσι ονομαζόταν η συνοικία του Μετσόβου όπου κατοικούσαν οι τσιγγάνοι οι απα σχολούμενοι με τη μεταλλουργία και τη μουσική). Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα οι παραδοσιακές τεχνικές και ο εργαλειακός εξοπλισμός μένουν σχεδόν αμετάβλητα ή εξελίσσονται με αργούς ρυθμούς. Η γενικό τερη όμως τεχνολογική εξέλιξη των μεταπολεμικών χρόνων αλλά και ο εξηλεκτρισμός της υπαίθρου επηρέασαν καθοριστικά τις παραδοσιακές τεχνικές της μεταλλουργίας. Εξάλλου η αντικατάσταση των χάλκινων χειροποίητων σκευών με άλλα βιομηχανικά από αλουμίνιο ή από ανοξείδωτα υλικά οδήγησε πολλά από τα σχετικά επαγγέλματα σε μαρασμό και εξαφάνιση, ενώ τα δημιουργήματά τους έγιναν πλέον διακοσμητικά και μουσειακά αντικείμενα.
<Ι
Δραστηριότητα 22/Κεφάλαιο 5 Το Νεοελληνικό Αρχείο της Ι.Μ. Αγίου Ιωάννου Θεολόγου της Πάτμου είναι ιδιαίτερα πλούσιο σε έγγραφα που αναφέρονται στις τεχνικές και στα επαγγέλματα σε μια μακρά χρονική πε ρίοδο (16ος-19ος οι.). Από το αρχείο αυτό προέρχονται τα έγγραφα που παρατίθενται πιο κά τω. Αφού τα διαβάσετε με προσοχή σε 250 λέξεις περίπου: α) Καταγράψτε τα εργαλεία των τεχνιτών που αναφέρονται και εξηγήστε τη χρήση καθενός από αυτά (στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για έναν πλανόδιο τεχνίτη, ενώ στη δεύτερη για οργανωμένο εργαστήριο). β) Συγκρίνετε τον εργαλειακό εξοπλισμό τους. γ) Στο δεύτερο έγγραφο ο σιδεράς ονομάζεται Νικόλας Ατζιγκανάκης. Πώς εξηγείτε το όνομά του; Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. Α) Το πρώτο έγγραφο είναι του 1698. Σε αυτό σημειώνονται τα εργαλεία ενός πλανόδιου κασ σιτερωτή από τη Σάμο: Δύο αμώνια, μασαίς δύω, ψαλίδα δύω, σφιρή ένα και τα φυσερά του... και ένα κουμπάσω [διαβήτης] της τέχνrις του (Παπαδόπουλος, Φλωρεντής, 1990, σ. 39). Β) Από τις αρχές του 19ου αιώνα η Πάτμος είχε τουλάχιστον ένα σιδερά και τουλάχιστον ένα εργαστήριο, ενώ η Μονή του Ιωάννου Θεολόγου διέθετε ένα σιδηρουργείο, όπως γνωρίζου με από σχετικό έγγραφο στο οποίο σημειώνεται και ο εργαλειακός του εξοπλισμός: Ενθύμη σις ότι δίδομεν τα φυσερά του ιερού ημών μοναστηρίου εις τον Νικόλαον υιόν ανδρέου Πιρπί λη, ωσαύτως και τα κάτω: 1 αμόνι, 1 σφυρί, 3 καλούπια, 3 μασιαίς, 1 κοπίδι, 1 τζουμπά [είδος σφυριού], 3 μήλια [πλάνες]. Αυτά τα άνω σιδερικά τα παρέδωσεν ο ρηθείς εις χείρας του μα στόρου του Νικόλα Ατζιyκανάκη, και ευρίσκονται τώρα εις το εργαστήρι του Μοναστηρίου, καθώς μας ωμολόγησεν ο αυτός Νικόλας ερωτώμενος παρ' εμού δι' αυτά. 8 Νοεμβρίου 1816 (ό.π., σ. 330-331).
1
261
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.1 Ο
ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΕΤΑΛΛΟΤΕΧΝΙΑ Ασημουργός, ασημιτζής: κατασκευαστής αvrικειμένων από ασήμι Βελοvάς: βελονοποιός Καζάσης:μεταλλουργός Καζαvάς και καζαντζής: κατασκευαστής καζανιών, χαλκουργός Καλαϊτζής, γανωτής, αλειφιάτης: ο κασσιτερωτής. Ο τεχνίτης αυτός ασχολούvrαν
με την επίστρωση των αvrικειμένων με κασσίτερο (καλάι), αργυρόλευκο μέταλλο Κανταρτζής: κατασκευαστής και επισκευαστής καvrαριών Κουδουνάς: κατασκευαστής κουδουνιών Μαvτεμιτζής: μεταλλουργός, ιδιοκτήτης μαvrεμιού, έμπορος μετάλλων Μαχαιράς: κατασκευαστής μαχαιριών Μι(κ)λιαράς: κατασκευαστής χάλκινων καζανιών Μπρουτζάς: κατασκευαστής χυτών αvrικειμένων από ορείχαλκο (χαλκό και ψευδάργυρο) Ντοκμετζής: τεχνίτης χυτηρίου μετάλλων, χρυσοχόος που δουλεύει με χυτήριο Ντουφεξής, τουφεξής, ταπαvτζής, τουρvατζής: οπλοποιός Πεταλωτής, αλμπάνης: κατασκευαστής πετάλων για τα ζώα Τενεκ(ε)τζής: λευκοσιδηρουργός Χαλκιάς, χαλκωματής, μπακιρτζής: επεξεργαστής χαλκού Χουλιαράς: κατασκευαστής κουταλιών Χρυσοχόος, χρυσικός, χρυσοφός, κουγιουμτζής: κατασκευαστής αvrικειμένων από χρυσό Ψαλιδάς: κατασκευαστής ψαλιδιών
Ι>
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 24/Κεφάλαιο 5 Αvrιστοιχίστε τα επαγγέλματα της αριστερής στήλης με τα αvrικείμενα ενασχόλησής τους που βρίσκοvrαι στη δεξιά στήλη: Κουγιουμτζής Χουλιαράς Τενεκετζής Καζαvrζής Γανωτής Καλαϊτζής Αλμπάνης Ντοκμετζής Καvrαρτζής
Κατασκευαστής καvrαριών Τεχνίτης χυτηρίου μετάλλων Χρυσοχόος Λευκοσιδηρουργός Κατασκευαστής καζανιών Κατασκευαστής πετάλων Κασσιτερωτής Κατασκευαστής κουταλιών
Θα βρείτε τις σωστές αvrιστοιχίσεις στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
262
1 ?
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 5.11 ΣΑΠΩΝΟΠΟΙΙΑ Η σαπωνοποιία απαντάται στον ελληνικό χώρο με δύο μορφές: ως οικιακή και ως βιοτεχνική δραστηριότητα, η οποία από το 1850 περίπου παίρνει συχνά διαστάσεις βιομηχανικής παραγωγής. Η οικιακή παραγωγή συνηθιζόταν κυρίως σε περιοχές όπου ήταν διαδεδομένη η καλλιέργεια ελιάς και υπήρχε παραγωγή λαδιού. Σε περιοχές με κτηνοτροφική παραγωγή χρησιμοποιούσαν διάφορα ζωικά λίπη για την παρασκευή σαπουνιών για οικιακή χρήση. Κατά τον 180 αιώνα η αγροτική παραγωγή του ελληνικού χώρου τροφοδοτούσε με πρώτες ύλες την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Το λάδι ήταν βασικό εξαγώγιμο εμπόρευμα από τις παραγωγές περιοχές ως πρώτη ύλη για τις βιομηχανίες σαπουνιού της Ευρώπης και σπάνια χρησιμοποιήθηκε ως φαγώσιμο. Οι σαπωνοποιίες πάλι ήταν την εποχή αυτή σε μεγάλη άνθηση, επειδή παρήγαν ένα προϊόν απαραίτητο στη λειτουργία της υφα ντουργίας, αφού τα μαλλιά και τα νήματα έπρεπε να πλένονται πριν οδηγηθούν στην επεξεργασία, όπως και τα υφάσματα πριν παραδοθούν στο εμπόριο (Κρεμμυδάς, 1974, σ.13). Κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας (1669 κ.ε.) η σαπωνοποιία γνώρισε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη στην Κρήτη, όπου πήρε και τη μορφή οργανωμένης βιομηχα νίας (Κρεμμυδάς, 1972, σ. 144). Ο κύριος όγκος της παραγωγής λαδιού τροφοδοτούσε τις γαλλικές βιομηχανίες σαπουνιού. Κατά τον 180 αιώνα η ευρωπαϊκή υφαντουργία απορροφούσε το σύνολο της παραγωγής της Κρήτης και του Μοριά. Κατά τον 190 αιώ να αναπτύχθηκε στη Λέσβο βιομηχανία σαπωνοποιίας. Εις το Αρχιπέλαγος κατασκευ άζουν σμήγματα [σαπούνια] εξαίρετα μεταχειριζόμενοι το ελαιέλαιον, ως καλήτερον, και πολυπληθέστερον εις αυτάς τας Νήσους, της Κρήτης όμως τα σμηγματοποιεία [σα πωνοποιεία] υπερτερούν τα λοιπά, ως λευκότερα και ξηρότερα. Μετά ταύτα είναι τα της Μυτιλήνης και των Αθηνών, απαλότερα και κλίνοντα εις το γαλάζιον, με κάποιαν δυσωδίαν, την οποίαν δεν έχουν τα Κρητικά. Όλα όμως κόπτονται εις πλάκας τετρα γώνους, κυβικάς και επιμήκεις μεγάλας και μικράς και μεταφερόμενα εις κιβώτια ποταπά αναπληρούν τας χρείας της Τουρκίας, και πολλά στέλλονται εις την Μασσαλίαν και άλλα μέρη της Ευρώπης. Όλα επισφραγίζονται με την λεγομένην Πεντάλφα, ή Σφραγίδα του Σολομώντος, συνισταμένην εις δύω τρίγωνα ισόπλευρα κατ' αντίθετον τε θειμένα, και συμπεπλεγμένα προς άλληλα, και εμπερικλεισμένα με κύκλον της σφρα γίδας (Παπαδόπουλος, 1815, σ. 237-238). Συντεχνία σαπωνοποιών («σαπουντζήδων») εντοπίζεται, κατά την τουρκοκρατία, στη Θεσσαλία. Στη Ζάκυνθο η σαπωνοποία αναπτύχθηκε κατά τον 190 αιώνα και η παραγωγή του νησιού εξαγόταν στην Αθήνα, τον Πειραιά και την Πάτρα, αποφέροντας σημαντικά κέρδη στους κατασκευαστές τους.
1
263
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.11
Το σαπούνι ήταν παλιότερα ένα μάλλον ακριβό και σπάνιο αγαθό. Σε διατίμηση τροφίμων του έτους 1701 από την Κρήτη ορίζεται ότι 1 οκά σαπούνι Σμύρνης θα πωλείται προς 7 παράδες. Δείτε ποια είναι η αξία του σαπουνιού συγκριτικά με τις τιμές διάφορων άλλων αγαθών που αναφέρονται στο ίδιο έγγραφο: 1 οκά λάδι κοστίζει 6 παράδες, 1 οκά βούτυρο 14 παράδες, 30 μελιτζάνες 1 παρά, 1 οκά τυρί 4 παράδες, 1 οκά καφές 49 παράδες (Σταυρινίδης, 1975, σ. 186-187).
5.11.1
Τα υλικά
Υπάρχει μεγάλη ποικιλία στον τρόπο παρασκευής σαπουνιού ανάλογα με την πε ριοχή και την εποχή. Τα σαπούνια είναι δύο ειδών: το άσπρο, που κατασκευάζεται από λάδι ελιάς, και το πράσινο που κατασκευάζεται από πυρηνέλαιο. Τα περισσότερα, όμως, ζωικά ή φυτικά λίπη και έλαια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή του (ελαιόλαδο, λινέλαιο, πυρηνέλαιο, βαμβακέλαιο, ιχθυέλαιο κ.λπ.) ή ακόμη το χοι ρινό ή πρόβειο λίπος. Σημαντικότερα συστατικά μετά το λάδι ήταν το ανθρακικό νάτριο (σόδα), το οποίο σε πολλές περιοχές το ονομάζουν «σαπουνόπετρα». Η συνήθης αναλογία τους για την οικιακή παρασκευή σαπουνιού είναι 4 : 1 (Κρεμμυδάς, 1974, σ. 43). Τα υπόλοιπα υλικά είναι η ποτάσα από στάχτη ή η καυστική ποτάσα, το αλάτι, ο ασβέστης, διάφορες βαφι κές ύλες και αρωματικές ουσίες.
5.11.2
Η κατασκευή
Τα εργαλεία του σαπωνοποιού δεν ήταν πολλά: ένα μεγάλο καζάνι μέσα στο οποίο έβραζε το μείγμα των υλικών, κουτάλες και καλούπια ξύλινα ή μεταλλικά. Θα μπορού σαμε να διακρίνουμε τρεις φάσεις στην κατασκευή σαπουνιού: η πρώτη είναι το «ψή σιμο» και περιλαμβάνει την τοποθέτηση των υλικών (ασβέστης, σόδα, λάδι, νερό) σε καζάνι για να βράσουν όλα μαζί· η δεύτερη φάση, «το πλύσιμο», γίνεται με νερό, για τον καθαρισμό του παχύρρευστου σαπουνιού από ξένες προσμείξεις η τρίτη φάση, η «στερεοποίηση», περιλαμβάνει το στέγνωμά του σε ξύλινα τελάρα. Αφού το σαπούνι στερεοποιηθεί, ακολουθεί το κόψιμό του σε πλάκες με ένα μαχαίρι. Στη Φλώρινα υπήρχαν σαπουνάδες από τις αρχές του 19ου αιώνα. Τα εργαστήριά τους ήταν στις αυλές των σπιτιών τους και τα σύνεργα της δουλειάς τους ήταν καζάνια, καλούπια και σήτες. Τα σαπούνια φτιάχνονταν από λίπος ζώων. Έβραζαν το λίπος με νερό και πρόσθεταν σόδα. Πριν μάθουν όμως τη χρήση σόδας, έβαζαν σταχτόνερο που το κατασκεύαζαν οι ίδιοι. Αφού κρύωνε το μείγμα, ξεχώριζε το σαπούνι από το νερό. Το σαπούνι ανέβαινε σε ρευστή μορφή στην επιφάνεια. Το τοποθετούσαν με κουτάλες σε σιδερένιες φόρμες και σε λίγες ώρες αποκτούσε στερεή μορφή. Αυτό ήταν το άσπρο σαπ0ύνι, ενώ για το πράσινο χρησιμοποιούνταν πράσινα φύλλα που τα έβραζαν μαζί με το λίπος (Μεκάσης, 1996, σ. 46-48). Το σύντομο κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το Πανελλήνιον Λεύκωμα Εκατονταετηρίδας 1821-1921, το οποίο εκδόθηκε για τα 100 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Στις σελίδες που είναι αφιερωμένες στη σαπωνοβιομηχανία του Θρ. Θ. Αλεπουδέλη στον Πειραιά αναφέρονται οι τρόποι παραγωγής σαπουνιού οι οποίοι
264
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
εφαρμόζονταν στην Ελλάδα: Μόλις προ πεντηκονταετίας η Σαπωνοποιία ήρχισε να εξελίσσεται ως Βιομηχανία εν Ελλάδι. Εν τούτοις η κατασκευή του σάπωνος από πολλού ήτα γνωστή παρ' ημίν υπό μορφήν οικιακής, ούτως ειπείν, βιομηχανίας. Τα διάφορα υπολείμματα του ελαίου εσαπωνοποιούντο ή με στάκτην, οπότε παρήγετο εν είδος ρευστού σάπωνος, ή με σόδαν, οπότε ο παραγόμενος σάπων ήτα στερεός. Εις την τοιαύτην όμως άνευ συστήματος και μεθόδου κατασκευήν άλλοτε μεν επλεόναζε το έλαιον άλλοτε δε η σόδα ή η στάκτη. Η οικιακή αύτη βιομηχανία εξακολουθεί και σή μερον ακόμη εις πολλά μέρη και ιδία χωρία της Ελλάδος. Κατ' αρχάς η κατασκευή του σάπωνος εγένετο διά της ψvχράς οδού, δηλ. ερρίπτοντο εντός μεγάλων λεβήτων τα ανάλογα ποσά ελαίου, σόδας κ.λπ., ανεμιγνύοντο και παρήγετο ο σάπων όστις αμέσως εστερεοποιείτο. Ο τρόπος ούτος της κατασκευής εξακολουθεί εις πολλά μέρη της Ελ λάδος, όπως και εν Κρήτη (τόμος Β', Βιομηχανία-Εμπόριον, Αθήνα 1923, σ. 323). Δραστηριότητα 23/Κεφάλαιο 5
<Ι
Τα Τρίκαλα υπήρξαν κατά την τουρκοκρατία σημαντικό εμπορικό κέντρο. Το εμπόριο βρισκό ταν στα χέρια των Ελλήνων που ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες. Παρακάτω παρατίθεται ένα σχετικό έγγραφο.Αφού το διαβάσετε με προσοχή, απαντήστε (συνολικά περίπου 250 λέξεις) στις εξής ερωτήσεις: 1. Ποια είναι τα μέλη της συντεχνίας των σαπωνοποιών στα Τρίκαλα; 2. Σε περίπτωση θανάτου ενός μέλους της συντεχνίας, τι ορίζεται; 3. Μπορούσε κάποιος να ασκήσει το επάγγελμα του σαπωνοποιού χωρίς να είναι μέλος της συντεχνίας; Θα βρείτε τις δικές μας απαντήσεις στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. Ενώπιον της ημών ταπεινότητας προκαθημένης και των εντιμοτάτων κληρικών και αρχόντων της καθ' ημάς μητροπόλεως Τρίκκης, ελθούσαι αι γυναίκες του ρουφετίου σαπουνάδων η Σταμούλο, η Βασιλική, η Μαργαρόνα, η Αρχόντο, η Βενέτο, η Αγγέλα, η Παγόνα, η Τριανταφυλ λιά, η Χάιδο, η Αικατερίνα ανήγγειλαν ημίν, ως παλαιόθεν εστάθη συνήθεια, άνδρες να μην ανα κατώνονται εις το ρουφέτιον αυτό, ούτε να δουλεύουν την τέχνην αυτήν.[...] Οψέποτε[όποτε] ήθελε καμία από αυταίς, να βάλλη εις το τοιούτον ρουφέτι ή την θυγατέρα της, ή την νύμφην της, οπού να δουλεύη το σαπούνι, να πληρώνη εις το ρουφέτιον αυτό γρόσια πέντε, ως και τα λοιπά ρουφέτια. Αφού δε ήθελεν αποθάνη καμία από αυταίς να μην έχη άδειαν ουδείς να λαμβάνη τα σύνεργα της τέχνης αυτής, αλλά να τα λαμβάνουν ίδιοι αυτοί και αν ήθελεν ευγή, και κανένας από τους έξω και μεταχειρισθή την τέχνην τοιαύτην του σαπουνιού, χωρίς της βουλής αυτών των γυναικών, να αποδίδη προς αυτάς, ως παραβάτης της συμφωνίας τούτης και ανυπότακτος της εκκλησιαστικής αποφάσεως γρόσια δέκα, και προς την εκκλησίαν της μητροπόλεως γρόσια δε καπέντε, παιδευόμενος εκκλησιαστικώς τε και εξωτερικώς, το οποίον αυτόν ρουφέτιον ορίσαμεν ως άνανδρον οπού είναι, να έχη την επίσκεψιν και βοήθειαν των κληρικών και αρχόντων[ ... ] 1735, Ιουλίου 27. Σημείωση: το έγγραφο έχει δημοσιευτεί από τον Ν.Κ. Γιαννούλη στο Κώδικας Τρ{κκης, Αθήνα
1980,σ.45 και από την Καλλιόπη Α. Μπουρδάρα στο «Η οικονομική δραστηριότητα της Ελληνί δας στο Βυζάντιο και στην τουρκοκρατία (Η γυναικεία συντεχνία των Τρικάλων)», Τρικαλινό, τεύχος6(1986),σ.123-135.
1
265
Ενότητα 5.12
ΚΗΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ Πρώτη ύλη για την παρασκευή κεριού ήταν το γνήσιο μελισσοκέρι -αργότερα άρχι σε να χρησιμοποιούνται ευρέως η παραφίνη και η στεατίνη- και τα φιτίλια από βαμβα κερό νήμα. Εκτός από την οικιακή και την εκκλησιαστική του χρήση, το κερί υπήρξε στις προβιομηχανικές κοινωνίες πρώτη ύλη απαραίτητη σε πολλές τεχνικές και κατα σκευές: στην επιπλοποιία, στην υποδηματοποιία, στην κατασκευή καλουπιών στην αρ γυροχρυσοχο"ία. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας η παραγωγή του υπήρξε συστη ματική, ενώ ένα μέρος της διοχετευόταν στις αγορές της δυτικής Ευρώπης. Εκείνη την εποχή η περιοχή της Χαλκιδικής, η Θάσος, η Αττική υπήρξαν μελισσοκομικά κέντρα στα οποία παράγονταν σημαντικές ποσότητες κεριού που προορίζονταν για εξαγωγή (Μπωζούρ, 1974, σ. 135). Τα Ιωάννινα υπήρξαν επίσης σημαντικό κέντρο επαγγελμα τικής κηροπλαστικής, διότι οι κάτοικοί τους έμαθαν την τέχνη στη Βενετία (Βουραζέ λη-Μαρινάκου, 1950, σ. 32). Το μελισσοκέρι προέρχεται από τις κηρήθρες των μελισσών. Για να χρησιμοποιηθεί στην κηροπλαστική υποβάλλεται σε καθαρισμό που γίνεται με πλύσιμο και λιώσιμο, ώστε να απομακρυνθούν οποιαδήποτε ξένα στοιχεία. Στην περιοχή της Ερμιονίδας, με τά τον αποχωρισμό από το μέλι της κηρήθρας, αφού πλυθούν καλά οι κηρήθρες παρα μένουν τα τσίπουρα, δηλ. τα υπολείμματα της κηρήθρας. Αυτά τα παίρνουν και τα ρί χνουν μέσα σε μια σακούλα από λινάτσα. Τους ρίχνουν ζεματιστό νερό και με δυο ξύλα πιέζουν εκ των άνω προς τα κάτω εξωτερικώς την σακούλα, έτσι ώστε να στύβεται το πε ριεχόμενό της. Το κερί λιώνει και χύνεται σ' ένα καζάνι. Όταν κρυώσει το μαζεύουν με τρυπητές κουτάλες και το ρίχνουν σε λεκάνες, όπου το ξαναλιώνουν, ζεσταίνοντας τις λε κάνες στη φωτιά. Μετά το λιώσιμο το κερί πήζει και παίρνει πλέον το σχήμα των λεκανών. Κάθε κομμάτι από το κερί αυτό λέγεται τυπάρι (Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογρα φίας [ΚΕΕΛ], χφ. 2318, Ήμελλος, Πολυμέρου-Καμηλάκη, 1983, σ. 271). Στη Ζάκυνθο οι κηροπλάστες έφτιαχναν και αφιερώματα (τάματα) σε διάφορα σχήματα, παρόμοια με τα μεταλλικά αφιερώματα που γνωρίζουμε. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούσαν γύψινα καλούπια, τα οποία κατασκευάζονταν από τους πηλοπλά στες (Φλεμοτόμος, 1991, σ. 35).
5.12.1
Είδη κεριών ανάλογα με τον τρόπο παρασκευή; του;
1. Πλαστά. Το κερί αφού θερμανθεί και μαλακώσει, πλάθεται γύρω από το φιτίλι με τα χέρια μέχρι να πάρει το σχήμα και το πάχος που επιθυμεί ο τεχνίτης. 2. Στριφτά. Ο κηροπλάστης βουτά το φιτίλι πολλές φορές σε λιωμένο κερί και πλάθει ένα μακρύ κέρινο κορδόνι. Αυτό συνήθως τυλίγεται σαν κουβάρι και ξετυλίγεται καθώς καίγεται. Σημαντικό κέντρο αυτής της τεχνικής ήταν η Φλώρινα, όπου οι τε χνίτες έφτιαχναν διάφορα πλεκτά κέρινα αντικείμενα (Γκίκας, 1985).
266
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.12
τελάρα όταν βγαίνουν από τη μηχανή περιτυλίγματος και εμβαπτίζονται στο λιωμένο κερί (Σταλίδης,1974, σ. 89-96). Η χρήση χειροποίητων κεριών έχει συνδεθεί με παραδοσιακές εθιμικές συμπε ριφορές των αγροτικών κυρίως αλλά και των αστικών κοινωνιών. Από την περιοχή της Κύμης στην Εύβοια,λ.χ.,διασώζεται η εξής μαρτυρία: Παλιότερα, ο αρραβωνιαστικός τις παραμονές του Πάσχα, θα 'στελνε στην αρραβωνιαστικιά του το απαραίτητο μεγάλο πασχαλιάτικο κερί. Το κερί αυτό θα ζύγιζε μιάμιση ή δύο οκάδες, που ήταν και πολύ μα κρύ, περίπου δύο οργιές. Αυτό το τύλιγαν σαν πάτο καλαθιού, αφήνοντας μιαν άκρη στη μέση με το φιτι'λι. Πάνω στον πάτο του κεριού, σε όλες τις στροφές, καρφώνουν φλουριά χρυσά ή και ψεύτικα, ανάλογα με την τσέπη του αρραβωνιαστικού. Μετά, το σκεπάζουν με ένα διαφανές πέπλο για να φαίνονται τα φλουριά και το κρατάει η αρραβωνιαστικιά στην Ανάσταση το βράδυ και στην Αγάπη το απόγευμα. Ανάλογες μαρτυρίες υπάρχουν για χρήσεις κεριών στα νεκρικά έθιμα, στη λαϊκή ιατρική, σε εξορκισμούς, ως μαντικό μέσο,στα τάματα (Μέγας, 1940, σ.169,174, 1941-1942, σ. 101,131,132).
Ι:>
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 25/Κεφάλαιο 5 Συμπληρώστε τα κενά με τις κατάλληλες λέξεις: «Το μελισσοκέρι προέρχεται από τις ____ . Για να χρησιμοποιηθεί στην κηροπλαστική είναι απαραίτητος ____ , που γίνεται με ____ και ____ . Το κερί για να μπορέσει να αποκτήσει μορφή και σχήμα πρέπει να είναι ____ . Τα στριφτά κεριά γίνονται με τη δημιουργία ενός ____ που τυλίγεται και μοιάζει με ____ . Για την κατασκευή χυτών κεριών, το κερί λιώνει σε ένα ____ , πάνω από το οποίο κρέμονται ______ »,
Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Σήμερα η κηροπλαστική αποτελεί σημαντικό κλάδο της καλλιτεχνικής βιοτεχνίας. Σε όλη την Ελλάδα υπάρχουν πολλά εργαστήρια,με σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλι σμό,. στα οποία παρασκευάζονται κεριά κυρίως με μείγμα παραφίνης και στεατίνης, ενώ χρησιμοποιούνται συνήθως καλούπια (χυτά κεριά), χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και χειροποίητες καλλιτεχνικές δημιουργίες.
268
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.13
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 26/Κεφάλαιο 5
Ι>-
Παρατηρήστε προσεκτικά τον χάρτη της Εικόνας 15 και καταγράψτε τις περιοχές στις οποίες αναπτύχθηκε η σπογγαλιεία.
5.13.2
Μέθοδοι σπογγαλιείας
Ανάλογα με :τα χρησιμοποιούμενα μέσα, μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις με θ6δους, οι οποίες συμπίπτουν με αντίστοιχες φάσεις στην ιστορία της σπογγαλιείας. Η κατάδυση γυμνών δυτών. Στην παραδοσιακή σπογγαλιεία, μέχρι τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, δεν υπήρχαν τεχνικά μέσα. Οι δύτες έπεφταν στη θάλασσα περνώντας στο αριστερό τους χέρι τη «σκανταλόπετρα» ή «καμπανελλ6πετρα», 6πως την έλεγαν στη Σύμη (Χαβιαράς, 1977, σ. 287). Ήταν μια επίπεδη πέτρα βάρους περίπου 15 κιλών, δεμέ νη με σκοινί μεγαλύτερο από το βάθος στο οποίο επρ6κειτο να καταδυθούν. Με αυτή οι δύτες κατέβαιναν ταχύτατα στον βυθ6 και την κρατούσαν συνεχώς για να μην τους παρα σύρουν τα ρεύματα. Παρέμεναν περίπου 1-2 λεπτά και οι ικανότεροι 3-4, 6σο δηλαδή άντεχε η αναπνοή τους. Ένας άντρας απ6 τη βάρκα κρατούσε το επάνω μέρος του σκοι νιού και βρισκ6ταν σε συνεχή επαφή με τον δύτη, ο οποίος, με αντίστοιχα συνθηματικά τραβήγματα, τον πληροφορούσε για τις επιθυμίες του. Όταν οι δύτες έβγαζαν σφουγγά ρια, τραβούσαν δυνατά το σχοινί και οι άντρες της βάρκας τούς ανέβαζαν με τη μεγαλύτε ρη δυνατή ταχύτητα. Η μέθοδος αυτή, η οποία απαιτούσε μεγάλη σωματική αντοχή, εγκαταλείφθηκε τα νε6τερα χρόνια, ενώ νέα τεχνικά μέσα και συσκευές χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να επιτευχθεί η μεγαλύτερη παραμονή του δύτη στον βυθό. Δραστηριότητα 24/Κεφάλαιο 5
�
lilt/
Ο Άγγλος περιηγητής Aaron Hill διέσωσε στο χρονικό του, το οποίο κυκλοφόρησε το 1703, πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή των νησιωτών. Μεγάλη εντύπωση όμως του έκανε ο τρόπος με τον οποίο ψάρευαν τα σφουγγάρια στη Σύμη. Αφού διαβάσετε προσεκτικά το κείμενό του, περιγράψτε σε ένα σύντομο κείμενο ( 100-120 λέξεις) αυτό τον τρόπο σπογγαλιείας. Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. Οι Συμιακοί σφουyγαράδες μουσκεύουν στο λάδι μισό σφουγγάρι. Το υπόλοιπο το εμβαπτίζουν από πριν σε ένα στυπτικό υγρό, ώστε να παρεμποδίζεται η διείσδυση και η απορρόφηση του λαδιού. Έπειτα βάζουν το σφουyγάρι στο στόμα τους, αφήνοντας έξω το κομμάτι που είναι βουτηγμένο στο λάδι. Το δαγκώνουν με δύναμη και έτσι το σφουyγάρι με το λάδι κλείνει το στόμα και εμποδίζει να μπαίνει το νερό. Ύστερα βουτούν στη θάλασσα. Κι εκεί στα βάθη απομυζώντας το σφουγγάρι μπορούν να παρατείνουν την παραμονή τους κάτω από το νερό. Κατεβάζουν ένα πανέρι με λιθάρια και το κρατούι( έτσι στο βυθό. Με τα σύνεργα που κουβαλούν μαζί τους κόβουν τα σφουyγάρια από τις πλαγιές των βράχων. Κι αφού γεμίσουν το πανέρι πετούν τις πέτρες και ανεβαίνουν στην επιφά νεια ταχύτατα χάρη στους φελλούς που βρίσκονται στον πάτο του πανεριού. Με επίμονη άσκηση πολλοί από τους βουτηχτάδες τελειοποιούνται στην τέχνη τους σε σημείο που να παραμένουν στο βυθό ώσπου να σωθεί ολότελα το λάδι, ακόμη και δυο ώρες. Στο νησί επικρατεί το έθιμο να μη πα ντρεύεται ο νέος που δεν μπορεί να παραμείνει στο βυθό το λιγότερο ένα τέταρτο (Σιμόπουλος,
1995, σ. 60).
270
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Το σκάφανδρο ή «μηχανή». Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1860 και επικράτησε σταδιακά μέχρι περίπου το 1970. Αποτελούνταν από αδιάβροχη ολόσωμη στολή (από καουτσούκ) που άφηνε ελεύθερα τα χέρια και το κεφάλι. Στο κε φάλι ο δύτης φορούσε μεταλλική περικεφαλαία που στερεωνόταν σε σιδερένιο θώρα κα και εφάρμοζε σφιχτά στη στολή του. Στο μπροστινό μέρος υπήρχε γυαλί για να βλέ πει ο δύτης, ενώ με ένα σωλήνα (το «μαρκούτσο») συνδεόταν με την αεραντλία του σκάφους για να μπορεί να αναπνέει. Ο εκπνεόμενος αέρας απελευθερωνόταν από τη βαλβίδα της περικεφαλαίας. Ο δύτης φορούσε ακόμη βαριά μεταλλικά παπούτσια και μολύβια βάρους 14-16 κιλών. Με αυτό τον τρόπο μπορούσε να φτάσει σε βάθος 35 οργιών και να μένει πολύ περισσότερο χρόνο στον βυθό. Η χρήση του σκάφανδρου ανέτρεψε τη δομή της παραδοσιακής σπογγαλιείας. Οι δυνατότητες που πρόσφερε δημιούργησαν νέες απαιτήσεις. Τα πληρώματα έγιναν πολυπληθέστερα (έφταναν και τα 30-50 άτομα), τα κεφάλαια αυξήθηκαν, το κόστος του εξοπλισμού έγινε και αυτό μεγαλύτερο και ο ανταγωνισμός ισχυρότερος. Η εκτε ταμένη όμως χρήση τους και η άγνοια των κανόνων κατάδυσης είχαν συνέπεια την αύ ξηση των θανατηφόρων ατυχημάτων. Υποστηρίζεται ότι από το 1866 ως το 1915 σημει ώθηκαν 10.000 θάνατοι και 20.000 παραλύσεις σε περιπτώσεις χρήσης σκάφανδρων, ενώ με τη γυμνή κατάδυση (η οποία ωστόσο είχε περιοριστεί) την ίδια χρονική περίοδο υπήρξαν μόνο 10 θύματα. Παρά τα σοβαρά ατυχήματα και τους μακροχρόνιους αγώ νες για την κατάργησή του (Χατζηδάκης, 1982, σ. 30-43), το σκάφανδρο επιβλ11θηκε για έναν περίπου αιώνα μέχρι την οριστική διακοπή της χρήσης του κατά το 1970.
<Ι
Δραστηριότητα 25/Κεφάλαιο 5 Ο Καλύμνιος συγγραφέας Γιάννης Ζερβός αποτυπώνει στο έργο του τις αλλαγές και τα προβλή ματα που έφερε στη ζωή των σφουγγαράδων η εισαγωγή του σκάφανδρου, αλλά και τις επιπτώ σεις που είχε ο νεωτερισμός αυτός στην κοινωνική και πολιτική ζωή της Καλύμνου. Από το μυθι στόρημά του Μοφαίο σκάφανδρο και τ' ανάθεμα της μηχανής παραθέτουμε στη συνέχεια ένα από σπασμα στο οποίο περιγράφεται το σφουγγαράδικο σκάφος και ο εξοπλισμός του δύτη. Αφού το μελετήσετε, περιγράψτε σε ένα σύντομο κείμενο (100-150 λέξεις) αυτή την καταδυτική μέθοδο. Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. {...] Ο αχταρμάς: τρεχαντήρι οκτώ δέκα πήχες που δεν είχε τόπο να μετaπατήσεις - πίσω στην πρύμνη ήτανε το μοτόρι και στην κουβέρτα του βaρέλl.α μπεζίνες και νάφθα κι άλλο οπλl.σμό. Στη μέση τ' αμπάρι, τόπιaνε η καταδυτική μηχανή. Πλάι, εκεί δεξιά στην κουβέρτα, μια στοίβα κουλου ριασμένα τα μαρκούτσια. Στην άλλη κουπαστή, ζερβιά σε σχήμα ανθρώπινου ακέφαλου κορμιού: θώρακας-χέρια-πόδια, σαν κρύα στοιχειώματα, κρέμονταν τα άδεια λαστιχένια φορέματα της μη χανής. Προς τη μεριά της πλώρης τα άλλα σύνεργα: σιδερένια περικεφαλαία, οι επίβaλτοι σιδερέ νιοι θωράκοι, τα σιδεροπάπουτσα, τα μολύβια που κρεμάνε ομπρός στα στήθια των βουτηχτάδων κι οπίσω σαν μελλοθανάτου τρόπο, τραγικό στολίδι, που το βάρος του βοηθάει το βουτηχτή να πατήσει στο βυθό, σαράντα σaρaντaπέντε οργιές του βάθου, σε πελάη ταρaμένα. Ήτανε ακόμη ο κολαούζος, λιγνό σκοινί σαν γάζα δεμένη από τη μέση του να τον ψαρεύει ορθός στην πλώρη ο κολαουζέρης. Και το σκαντάλι, άλλο σκοινί δεμένο από τον παπά της πλώρης, για να κρατιέται με το δεξί του χέρι πέφτοντας ο βουτηχτής, να λασσάρει λίγο-λίγο, να μην βυθάει απότομα να συνη θίζει το βάρος του υγρού στοιχείου, να μην μαζώνει το αίμα στην καρδιά, κι όσο μπορεί να γλl.τώ νει από τον κόλπο και την παράλυση (Ζερβός, 1959, σ. 70).
1
271
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.13
5.13.3
Τα σπογγαλιευτικά σκάφη
Για τις ανάγκες της σπογγαλιείας οι ξυλοναυπηγοί κατασκεύαζαν ειδικά σκάφη με μορφολογικά χαρακτηριστικά που διαφέρουν από εκείνα των αλιευτικών ή των εμπορικών σκαφών. Το τρεχαντήρι, το τσερνίκι αλλά και η «συμιακή σκάφη» χρη σιμοποιήθηκαν ευρύτατα στη σπογγαλιεία (Δαμιανίδης, 1998, σ.101-112).Ο τύπος του σκάφους εξαρτιόταν άμεσα από τη διάρκεια του ταξιδιού και από τη χρησιμοποιούμε νη καταδυτική μέθοδο. Θα σταθούμε εδώ μόνο σε δύο από αυτά, τη «σκάφη» και τον «αχταρμά», που ήταν και τα επικρατέστερα. Ανάλογα ιστιοφόρα κα"tκια χρησιμοποιούνταν στην γκαγκάβα και στο καμάκι με μικρές παραλλαγές, απαραίτητες για το είδος της αλιείας (για τα σπογγαλιευτικά σκάφη βλ. Δαμιανίδης, 1998, σ. 18-20). Η σκάφη χρησιμοποιήθηκε από τους δύτες ελεύθερης κατάδυσης, τους «γυμνούς δύτες».Ήταν ιστιοφόρο πλοίο με μήκος μικρότερο από 15 μέτρα. Είχε ένα μεγάλο κε ντρικό κατάρτι και ένα μικρότερο στην πρύμνη, πάνω ακριβώς από το τιμόνι. Η ιστιοφορία και το σχήμα του του επέτρεπαν να αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα και να φτάνει σχετικά σύντομα στις σπογγοφόρες περιοχές της Βόρειας Αφρικής. Το πιο γνωστό ναυπηγικό κέντρο για σκάφες ήταν η Σύμη (Ζουρούδης, 1974, σ.157-186). Ο αχταρμάς ή μηχανοκάικο χρησιμοποιήθηκε για τις απαιτήσεις της σπογγαλιείας με σκάφανδρο. Ήταν παραλλαγή του τρεχαντηριού, προσαρμοσμένο στη νέα χρήση. Επρόκειτο για σκάφος μήκους 9-12 μέτρων, χωρητικότητας 8-15 τόνων, με μεγάλο φάρδος για να είναι αβύθιστο και μεγάλο αμπάρι για την αποθήκευση των αναγκαίων. Ήταν φτιαγμένο από ξύλο πεύκου στα ναυπηγεία των σπογγαλιευτικών νησιών. Μετά την επικράτηση του σκάφανδρου, που επέφερε αύξηση των πληρωμάτων, και αντίστοιχα της αλιευόμενης ποσότητας σφουγγαριών, τα σπογγαλιευτικά σκάφη, «οι αχταρμάδες», συνοδεύονταν από τα «ντεπόζιτα», σκάφη μήκους 20-25 μέτρων στα οποία αποθηκεύονταν οι προμήθειες του ταξιδιού και τα αλιευόμενα σφουγγάρια (Αγαπητίδης, 1977, σ.187· Κουλικούρδη, 1990, σ. 167).
5.13.4
Το πλήρωμα - Η προετοιμασία του ταξιδιού Η αναχώρηση
Στις περιοχές με παράδοση στη σπογγαλιεία η συστηματική ενασχόληση με αυτή τη δραστηριότητα επηρέασε καθοριστικά τη φυσιογνωμία των τοπικών κοινωνιών και οδήγησε στη διαμόρφωση ενός υλικού πολιτισμού που συνδέθηκε άμεσα με αυτήν. Η μαθητεία ξεκινούσε από την παιδική ηλικία. Τα μικρά αγόρια εξοικειώνονταν με τον βυθό και τις καταδύσεις στις ακτές της περιοχής. Από 14-15 ετών εργάζονταν ως βοηθοί στα σπογγαλιευτικά σκάφη. Στα 20 γίνονταν πλέον κανονικοί σφουγγαράδες, ενώ η ηλικία κατά την οποία αποσύρονταν πλέον από το επάγγελμα ήταν περίπου τα 40-45 χρόνία. Το μέγεθος του σκάφους, ο αριθμός των ανδρών που αποτελούσαν το πλήρωμά του και η διάρκεια του ταξιδιού εξαρτώνταν από τη μέθοδο σπογγαλιείας που χρη σιμοποιούνταν.Για παράδειγμα, το ταξίδι των γυμνών δυτών διαρκούσε περίπου πέ ντε μήνες, ενώ με τη μέθοδο της γκαγκάβας το ταξίδι ήταν πολύ συντομότερο. Όταν "
274
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ψάρευαν με καμάκι, το πλήρωμα αποτελούνταν από 5-6 άτομα, ενώ στις πιο σύγχρονες μεθόδους απαιτείται πλήρωμα που φτάνει έως και τα 50 άτομα. Συνήθως όμως το ταξί δι των σφουγγαράδων διαρκούσε 6-7 μήνες. Ξεκινούσαν στις αρχές Απριλίου και επέ στρεφαν τον Σεπτέμβριο ή, τα μεγάλα κα'ίκια, τον Νοέμβριο.
Και πότε θάρτει του Σταυρού νάρτει τάη Νικήτα να ξεμπροβάλου νάρκονται Καλύμνικα καί"κια Η προετοιμασία του ταξιδιού, τα «ποκινήματα», άρχιζε μαζί με τη Σαρακοστή και κρατούσε περίπου δύο μήνες. Προσλαμβάνονταν τα μέλη του πληρώματος, κλείνονταν οι συμφωνίες, γίνονταν τα συμβόλαια. Οι δύτες συμμετείχαν στο ταξίδι με μερίδιο επί των σφουγγαριών. Το ποσοστό που τους ανήκε κυμαινόταν, ανάλογα με την εποχή και την περιοχή, από 30%-60%. Συνήθως έπαιρναν και κάποια προκαταβολή για τη συντή ρηση των οικογενειών τους (Αγαπητίδης, 1977, σ. 188-191 · Χαλιορής, 1931, σ. 137). Στη συνέχεια τα πληρώματα ασχολούνταν με το καλαφάτισμα, το βάψιμο και την τελι κή συντήρηση των σκαφών τους αλλά και τον έλεγχο των συσκευών κατάδυσης. Τέλος, συγκέντρωναν τις προμήθειες του ταξιδιού. Τα τρόφιμα αποτελούνταν από παστό κρέ ας, τον «καβουρμά», όσπρια, ελιές και γαλέτες. Για τα σπογγαλιευτικά νησιά η σπογγαλιεία ταυτίστηκε με την ξενιτιά. Κατά την περίοδο απουσίας των πληρωμάτων οι οικείοι τους περιέρχονταν σε κατάσταση συλ λογικού πένθους και υιοθετούσαν τα σύμβολα και τις κοινωνικές συμπεριφορές που αναλογούν σε αυτήν. Γι' αυτό η αναχώρηση και η επιστροφή των σφουγγαράδων υπήρ ξαν ιδιαίτερα σημαντικά γεγονότα για τις τοπικές κοινωνίες συνοδεύονταν από τελε τές και γιορτές και περιβάλλονταν με εθιμικές δραστηριότητες. Πριν από την αναχώρηση γινόταν ο αγιασμός των καϊκιών, το κοινό γεύμα «της αγά πης», τα αποχαιρετιστήρια γλέντια. Οι νησιώτες πίστευαν ότι είναι κακός οιωνός να πα ρευρίσκονται γυναίκες στον αγιασμό ή να ανεβαίνουν στα καικια προτού αναχωρήσουν. Στην Κάλυμνο όταν τα καικια ξεμάκραιναν, οι γυναίκες αντικαθιστούσαν τα ανοιχτόχρω μα τσεμπέρια με σκούρα και ανασήκωναν τα μαλλιά τους γύρω από το κεφάλι σε ένδειξη θλίψης. Κατά την επιστροφή των καϊκιών χτυπούσαν χαρμόσυνα οι καμπάνες των εκκλη σιών. Στην Αίγινα, όταν γυρ{ζανε οι μηχανές από το ταξι'δι, πολλο{ τρέχανε να πούνε τα συχαρι'κια στα σπι'τια των ξενιτεμένων. Ήτανε επίτηδες παιδιά του λιμανιού που έτρε χαν και φώναζαν στις γυναίκες και τις μανάδες: «Καλέ θεια, με το καλό να δεχτείς τον τάδε». Και έπαιρναν το φιλοδώρημα, τα «συχαρίκια». Στην επιστροφή τους οι σφουγγα ράδες γλεντούσαν με τα διολιά [=βιολιά] στα καφενεία και στις ταβέρνες όλη τη νύχτα {. ..} (διήγηση Ν. Αλεξίου, στο Κουλικούρδη, 1990, σ. 168). Η ζωή στο σκάφος ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Οι δύτες περνούσαν μήνες ολόκληρους στη θάλασσα για να εξασφαλίσουν την επιβίωση των οικογενειών τους. Διανυκτέρευαν στα σκάφη ή σε πρόχειρα καταλύματα στις ακτές. Η τροφή τους έπρεπε να είναι λίγη σε ποσό τητα και ελαφριά, από τις έντεκα το βράδυ ίσαμε την άλλη μέρα, γύρω στο ηλιοβασι'λεμα που θα σκολάσουν, δεν επιτρέπεται να φάνε μήτε νερό να πιουν[...} Αλλιώς δεν μπορούν να δουλέψουν (Ζάππας, 1973, σ. 104). Όταν το σκάφος έφτανε σε μία περιοχή που θεω ρούνταν σπογγοφόρα, ο πλοίαρχος έριχνε τον «αρπάχτη» [ = είδος μικρής άγκυρας], τον οποίο έσυραν στον βυθό για να εντοπίσουν πέτρα που θα είχε πάνω της σφουγγάρια. Εάν η πέτρα δεν είχε αρκετούς σπόγγους, τότε δοκίμαζαν σε άλλο σημείο.
1
275
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.13
Δραστηριότητα 27 /Κεφάλαιο 5
Ι[>
Συγκρίνετε τα έθιμα που επικρατούσαν κατά την αναχώρηση και την επιστροφή των σπογγαλιέων με εκείνα που συνηθίζονταν κατά την αναχώρηση και την επιστροφή των ξενιτεμένων και των πλα νόδιων τεχνιτών που περιόδευαν μακριά από την πατρίδα τους. Παρατηρείτε ομοιότητες; (150-200 λέξεις). Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου. Προστάτης των σφουγγαράδων ήταν ο Άγιος Νικόλαος. Γι' αυτό τα σφουγγαράδικα έπρεπε να γυρίσουν στο νησί πριν από τη γιορτή του. Στην Κάλυμνο, το έθιμο ήταν να προσφέρεται η αλι εία της τελευταίας κατάδυσης -«της βουτιάς του Αγίου», όπως την αποκαλούσαν- στον προστάτη των θαλασσινών. Τα σφουγγάρια που έβγαζαν τα κρεμούσαν σε αρμαθιές γύρω από την εικόνα του. Στη συνέχεια, η επιτροπή της εκκλησίας τα πουλούσε και με τα έσοδα πραγ ματοποιούσαν διάφορες επισκευές στους ναούς του νησιού.
5.13.5
Η επεξεργασία των σπόγγων
Τα σφουγγάρια διακρίνονται κυρίως σε τρία είδη: τα «χοντρά ή τσιμούχες», τα «καπάδικα» ή «κυρίως σφουγγάρια» και τα «φίνα» ή «μελάθια». Η αρχική επεξεργα σία τους γινόταν ήδη επάνω στο σκάφος, γιατί το σφουγγάρι αποσυντίθεται και κατα στρέφεται πολύ γρήγορα. Με σφουγγαροβελόνες στα χέρια περνούσαν σε ψιλό σχοινά κι τα σφουγγάρια, καθώς είναι όλα τυλιγμένα στη γυαλιστερή μαύρη πέτσα του και τ' αμολάνε στη θάλασσα. Πρωτύτερα τα πατήσανε καλά πάνου στο κατάστρωμα με τα γυμνά ποδάρια τους, για να φύγουν οι λευκοί χυμοί[... ] Θα μείνουν μια νύχτα στη θά λασσα [...} θα καθαριστούν προσεχτικά και θα στεγνώσουν για ν' αποθηκευτούν κατόπι [...] (Ζάππας, 1973, σ. 102-103). Αργότερα είναι απαραίτητο να τα ξαναβρέξουν και να τα στεγνώσουν και πάλι για να μην προσβληθούν από μικροοργανισμούς. Στους ίδιους τόπους που αναπτύχθηκε η πρωτογενής παραγωγή γινόταν στη συνέ χεια η επεξεργασία των σπόγγων, στην οποία απασχολούνταν αρκετοί κάτοικοι των νησιών. Όταν επέστρεφαν στον προορισμό τους γινόταν το ψαλίδισμα και η κατάταξη των σφουγγαριών σε διάφορες κατηγορίες, ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητά τους. Το ψαλίδισμα γίνεται συνήθως από τους ίδιους τους δύτες, ενώ στην Αίγινα γινό ταν από γυναίκες (Κουλικούρδη, 1990, σ. 164). Σήμερα η περαιτέρω επεξεργασία γίνεται σε ειδικούς χώρους που διαθέτουν δεξα μενές. Εκεί τα σφουγγάρια εμβαπτίζονται σε διάλυμα καυστικής ποτάσας ή σόδας για να μαλακώσουν και να έχουν ελαστικότητα. Στη συνέχεια τα βουτούν σε υπερμαγγανι κό οξύ και διάλυμα θειικού οξέος για να αποκτήσουν το τελικό κίτρινο χρώμα και την απαλή τους υφή. Το οικονομικό κύκλωμα του σφουγγαριού περιλαμβάνει, εκτός από τη σπογγαλι εία, τη βιοτεχνική επεξεργασία του προϊόντος και το σπογγεμπόριο. Η διακίνησή του άνοιξε νέους οικονομικούς ορίζοντες για τα νησιά και δημιούργησε νέα δίκτυα επικοι νωνίας με τους τόπους πώλησής τους. Οι πρώτοι έμποροι ήταν γυρολόγοι, οι οποίοι, αφού τα επεξεργάζονταν οι ίδιοι, τα πουλούσαν σε εμπορικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τα μέσα του 19ου αιώνα όμως, η αυξημένη ζήτηση από τις χώρες της βιομηχανοποιημένης πια Ευρώπης έδωσε στο σπογγεμπόριο νέες, πολύ μεγαλύτε ρες, διαστάσεις. Πολλοί από τους εμπόρους δημιούργησαν εμπορικούς οίκους στο
276
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 5.13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
εξωτερικό για να προωθούν αποτελεσματικότερα τα προϊόντα τους στην αγορά. Η σπογγαλιεία αποτέλεσε σημαντική παραγωγική δραστηριότητα για τα νησιά στα οποία αναπτύχθηκε. Η επεξεργασία, το εμπόριο και η εξαγωγή σπόγγων δημιούργη σαν πλοιοκτήτες και εμπόρους που πραγματοποίησαν επενδύσεις και δραστηριοποιή θηκαν στο εξωτερικό. Τον 180 αιώνα η σπογγαλιεία ήταν για τους Συμιακούς ιδιαίτε ρα προσοδοφόρο επάγγελμα. Πραγματοποιούσαν εξαγωγές και το βιοτικό επίπεδο του νησιού ήταν υψηλότερο από ό,τι σε γειτονικά νησιά που οι κάτοικοί τους δεν ειδι κεύονταν σε αυτό το επάγγελμα. Το 1895 λειτουργούσαν είκοσι σπογγεμπορικοί οίκοι Καλυμνίων σε όλο τον κόσμο, ενώ ο πληθυσμός του νησιού αυξήθηκε από 5.000 άτομα το 1825 σε 23.200 το 1912. Η αχρήστευση σπογγοφόρων. περιοχών εξαιτίας της εξάντλησης των πυθμένων ή ασθενειών των σφουγγαριών, τα περιοριστικά ή και απαγορευτικά μέτρα που πήραν οι χώρες της Βόρειας Αφρικής, ο ανταγωνισμός με άλλες σπογγοφόρες περιοχές της αμερικανικής ηπείρου αλλά και η επινόηση τεχνητού σφουγγαριού, που είναι πολύ φθηνότερο και περισσότερο εύχρηστο, οδήγησαν σε μαρασμό την ελληνική σπογγαλι εία. Οι νησιώτες προτίμησαν άλλωστε οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα -ακόμη και τη λύ ση της μετανάστευσης- από το ιδιαίτερα επικίνδυνο επάγγελμα του δύτη. Σήμερα λοι πόν το επάγγελμα έχει σχεδόν εκλείψει και η σπογγαλιευτική δραστηριότητα έχει ου σιαστικά περιοριστεί στην Κάλυμνο, όπου εξακολουθούν να υπάρχουν λίγοι σπογγαλι είς, εργαστήρια ε'πεξεργασίας σπόγγων και σπογγαλιευτικά σκάφη. Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 28/Κεφάλαιο 5 Γιατί η σπογγαλιεία έχει σήμερα σχεδόν εγκαταλειφθεί από τους Έλληνες αλιείς; (100-150 Άt ξεις). Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 29/Κεφάλαιο 5 Πώς συνήθιζαν να αποκαλούν το σκάφανδρο οι σπογγαλιείς και γιατί; (80-100 Άtξεις). Θα βρεί τε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
<Ι
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 30/Κεφάλαιο 5 Σημειώστε ποιες από τις παρακάτω προτάσεις είναι σωστές και ποιες λάθος. Θα βρείτε τις σω στές απαντήσεις στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
α) Οι διαφορετικές μέθοδοι σπογγαλιείας επιλέγονταν ανάλογα με την ποιότητα των σφουγγαριών που αναζητούνταν. β) Η κατάδυση με σκάφανδρο έκρυβε τους λιγότερους δυνατούς κινδύνους για τον δύτη. γ) Η χρήση σκάφανδρου αύξησε την ποσότητα των αλιευμάτων. δ) Τα ντεπόζιτα ήταν βοηθητικά σκάφη που χρησιμοποιούσαν οι δύτες ελεύθερης κατάδυσης.
1
277
5
Σύνοψη Στο κεφάλαιο αυτό επιχειρήσαμε μια προσέγγιση των προβιομηχανικών τεχνικών και των αντίστοιχων επαγγελμάτων. Η αναφορά σε κάθε τεχνική έγινε με συντομία και είχε στόχο κυρίως την εξοικείωσή σας με αυτό το αντικείμενο μελέτης και την απόκτηση κάποιων βασικών γνώσεων, παρά την παρουσίαση όλων των επαγγελμά των και την εξαντλητική πραγμάτευση κάθε δραστηριότητας χωριστά. Κοινός στόχος των τεχνικών που περιγράψαμε είναι η μεταποίηση και η κατεργα σία πρώτων υλών. Η αξιοποίηση φυσικών πηγών ενέργειας και η γνώση της επεξερ· γασίας των υλικών βασίζεται στην εμπειρική γνώση που μεταδίδεται από γενιά σε γε νιά. Άλλωστε, στους περισσότερους τομείς των παραδοσιακών επαγγελμάτων η οικογενειακή παράδοση είναι ο βασικότερος δρόμος μετάδοσης της τεχνογνωσίας, παράλληλα με τη μαθητεία που συνίσταται στην παρατήρηση και στη μίμηση. Η οργάνωση της εργασίας στα επαγγέλματα αυτά παρουσιάζει σημαντική πολυμορφία: οικοτεχνική και βιοτεχνική παραγωγή, συντεχνιακή οργάνωση και μεμονωμένοι τεχνίτες, οργανωμένα εργαστήρια και μετακινούμενη εργατική δύναμη που αναζητά εργασία. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις κυριαρχεί η χειροτεχνική δρα στηριότητα και η χειρωνακτική εργασία με την αξιοποίηση του κατάλληλου εργαλει ακού εξοπλισμού.
*
*
*
Τώρα που ολοκληρώσατε τη μελέτη αυτού του κεφαλαίου, επιστρέψτε στα Προσδοκώμενα Αποτελέσματα, στην αρχή του κεφαλαίου, και ελέγξτε αν είστε σε θέ ση να ανταποκριθείτε σε αυτά.
278
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Απαντήσεις σε Ασκήσεις Αυτοαξιολόγηση; Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 1 Η συγκέντρωση και η προσαγωγή του νερού είναι το σημαvτικ6τερο έργο στην κατασκευή εν6ς μύλου, σημαvτικ6τερο σε μέγεθος (το νερ6 έρχεται συχνά απ6 μεγάλες αποστάσεις), κόστος, συντήρηση (και με προβλήματα -χρήσης γιατί το νερό είναι πολύτψο για όλους) (Παπαδόπουλος,
1995, σ. 190).
Άσκηση Αυτοαξιολόγησηc; 2 α. Φτερωτή, β. αντένες, γ. κατάρτι, δ. ρόδα, ε. φανάρι, στ. μυλόπετρες.
Άσκηση Αυτοαξιολόγησης 3 α. Λέγεται για όσους είναι σκληροί και άκαρδοι. Ο λόγος είναι ότι οι μυλωνάδες έκλεβαν τον κό σμο και ήταν άδικοι. β. Λέγεται για όσους δεν κάνουν καλή διαχείριση καθώς και για όσους κα ταπιάνονται με κάτι χωρίς να το γνωρίζουν. γ. Λέγεται για εκείνους πους αντιμετωπίζουν με θάρρος και επιτυχία κάθε εμπόδιο ή για τα στομάχια που χωνεύουν εύκολα κάθε τροφή.
Άσκηση Αυτοαξιολόγησης 4 Βυρσοδεψία: η τέχνη, η βιομηχανία της κατεργασίας των βυρσών, των δερμάτων. Η λέξη είναι
σύνθετη από τις λέξεις βύρσα (το εκδαρέν δέρμα του ζώου, το τομάρι) και δέψη (κατεργασία των δερμάτων διά στυπτικών υλών). Το ρήμα δέφω (αόρ. έδεψα) σημαίνει κατεργάζομαι, μαλα κώνω.
Άσκηση Αυτοαξιολόγησης 5 Εργασίες
Φάσεις επεξεργασίας Καθαρισμός
Αποτρίχωση Βάψιμο
Δέψη
Ξύσιμο
Μορφοποίηση
Άσκηση Αυτοαξιολόγησηc; 6 Το ασβέστωμα γινόταν για την αποτρίχωση των δερμάτων. Ο ασβέστης έκαιγε τις ρίζες των τρι χών, οι οποίες απομακρύνονταν εύκολα. Το λάδωμα γινόταν για να μαλακώσουν και να γυα-
279
5
λίσουν τα καθαρισμένα πλέον δέρματα. Το αλάτισμα ήταν εργασία απαραίτητη για τη συντήρη ση των τομαριών. Αν δεν αλατίζονταν και δεν ξεραίνονταν καλά τα δέρματα, σάπιζαν. Τέλος, το βούτηγμα σε «σαμά» ήταν αναγκαίο για να γίνει πλήρης απασβέστωση των δερμάτων.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 7 Στις προβιομηχανικές κοινωνίες η ανάπτυξη τεχνικών δεξιοτήτων συνήθως συμβαδίζει με την εύκολη πρόσβαση στις πρώτες ύλες τους. Έτσι η βυρσοδεψία αναπτύχθηκε εκεί που αναπτύ χθηκε και η κτηνοτροφία. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, για την επεξεργασία των δερμά των είναι απαραίτητες μεγάλες ποσότητες νερού. Κατά συνέπεια, τα βυρσοδεψεία ήταν συγκε ντρωμένα κοντά στη θάλασσα, σε λίμνες, ποτάμια και πηγές. Ταυτόχρονα όμως η δυσοσμία των τομαριών και των αποβλήτων από την επεξεργασία τους επέβαλλαν την απομάκρυνσή τους από κατοικημένες περιοχές.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 8
α) Οι κουντούρες και τα τσαρούχια είναι μόνο ανδρικά παπούτσια. β) Το αμόνι χρησιμοποιείται μόνο από υποδηματοποιούς, και όχι από άλλους τεχνίτες.
./
γ) Τα καλαπόδια βοηθούσαν στο κόψιμο του δέρματος.
./
δ) Τα γεμενιά ήταν ραφτά παπούτσια. ε) Η υποδηματοποιία ταυτίζεται κατά το παρελθόν με την οικοτεχνία.
�==============-
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 9 Εργαλεία
Αλφάδι ... : Γωνιά• Καρμανιόλα Καρφιά
Χρήση
Εργαλεία μετρήσεων και σχεδιασμού Εργαλεία για τη γλυπτική
Εργαλεία σφυροκοπήματος και σχηματοποίησης
Εργαλεία κοπής και σκισίματος
Εργαλεία σφιξίματος και συγκόλλησης Σφήνες
280
1
./ ./
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 1 Ο α) Εσώyλυφη είναι η αβαθής χάραξη σχεδίων στην επιφάνεια του ξύλου, ενώ με την εξώyλυφη τα σχέδια προεξέχουν από την επιφάνεια. β) Ανάγλυφη είναι η τεχνική με την οποία το σκάλισμα εξέχει από την επιφάνεια του σχεδίου και αποκτά όγκο, ενώ με την ολ6yλυφη το σχέδιο αποδί δεται σε όλες του τις διαστάσεις.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 11 Σε παλαιότερες εποχές τα φορητά έπιπλα του σπιτιού ήταν ελάχιστα. Συνήθως υπήρχαν χτιστές μόνιμες κατασκευές όπως οι κρέβατοι και τα εντοιχισμένα ντουλάπια. Οι κρέβατοι (όπως και οι κα σέλες) χρησιμοποιούνταν ως καθίσματα, κρεβάτια, τραπέζια, χώροι αποθήκευσης, ρούχων, τροφί μων σκευών. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα περίπου καθιερώνονται οι καρέκλες, οι πολυθρόνες, τα τραπέζια, τα γραφεία, τα κρεβάτια. Έτσι κάθε έπιπλο αποκτά πλέον τη δική του χρήση.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 12 Ροκάνι: ξυλουργικό εργαλείο για τη λείανση της επιφάνειας του ξύλου. Χρησιμοποιείται από όλους τους τεχνίτες που ασχολούνται με επεξεργασία ξύλων. Σκαρπέλο: Αιχμηρό εργαλείο για το άνοιγμα εγκοπών στην επιφάνεια του ξύλου. Ματικάπι: μικρό τρυπάνι με το οποίο ανοίγονται τρύπες στο ξύλο. Σακοράφα: Μεγάλη βελόνα που χρησιμοποιείται για το ράψιμο της μαλακής επένδυσης του σαμαριού.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 13 Όπως προαναφέραμε, τα εργαλεία των τεχνιτών που ασχολούνται με την επεξεργασία του ξύλου και τις ξυλοκατασκευές είναι παρόμοια. Τόσο στην επιπλοποιία όσο και στην ξυλοναυπη γική χρησιμοποιούνται τα παρακάτω κοινά εργαλεία: πριόνια, καταρράκτης ή κουραστάρι, καρ μανιόλα, διάφορες γωνιές, διαβήτες, σφυριά, σκεπάρνια, βαριές, ματσόλα, ροκάνια μονά και διπλά, πλάνες, σφιγκτήρες.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 14 Οι εργασίες που πραγματοποιούνται είναι οι ακόλουθες: σχεδίαση σάλας, στράβωμα σανιδιών με ζέσταμα πάνω από φλόγα, καθέλκυση.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 15 Πράγματι υπάρχει τεράστια σχέση μεταξύ εν6ς ανεμ6μυλου και εν6ς καραβιού. Αρχίζοντας απ6 την ορολογία: πανιά, αντένες, ξάρτια, τιμ6νι · αν σκεφτούμε μπορεί να σας βγάλω καμιά 25αριά λέξεις αυτή τη στιγμή. Ο τρ6πος δουλειάς του ανεμ6μυλου ήταν ακριβώς ο ίδιος. Ο μυλωνάς κρατούσε το τιμ6νι, παρακολουθούσε τα πανιά, έκοβε ταχύτητα στα πανιά, έστριβε τα πανιά, μά ζευε πανιά, άνοιγε πανιά, μιλάμε για ακριβώς την ίδια τακτική, μέχρι και τα σχοινιά ακ6μη ήταν ίδια και ο τρ6πος που τα έδεναν ήταν ίδια και οι συνδέσεις που έκαναν ήταν ίδιες. Ο τρ6πος που
1
281
συνδέονταν τα εξαρτήματα θυμίζει σε πάρα πολλά σημεία κατασκευή σκάφους, ο τρόπος δηλα δή που ενώνονταν τα ξύλα (απάντηση του Στ. Νομικού σε σχετική ερώτηση του Κ. Δαμιανίδη,
1991, σ. 213). Ίσως γι' αυτούς τους λόγους αποκαλούσαν οι νησιώτες τους ανεμόμυλους «αρ μενάδες» και «στεριανά καράβια», όπως αναφέραμε.
Άσκηση Αυτοσξιολόγησηc; 16 Η νηματουργία και η υφαντική ασκούνταν σε κάθε σπίτι, ενώ η παραγωγή τους προοριζόταν για οικιακή χρήση. Ωστόσο, σε ορισμένες περιοχές με αναπτυγμένη κτηνοτροφία, ιδιαίτερα από τα μέσα του 18ου αιώνα, τείνουν να αποκτήσουν μορφή βιοτεχνίας. Η υφαντουργία ανα πτύχθηκε ιδιαίτερα στην περιοχή της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, ενώ την ίδια εποχή ανα δείχτηκαν σε σημαντικά νηματουργικά κέντρα τα Αμπελάκια και ο Τύρναβος της Θεσσαλίας με την παραγωγή και βαφή ερυθρών βαμβακερών νημάτων με ριζάρι.
Άσκηση Αυτοσξιολόγησηc; 17 Το μεταξωτό ύφασμα προοριζόταν κυρίως για την αγορά. Οι αγροτικοί πληθυσμοί, οι οποίοι σε ορισμένες περιοχές ασχολούνταν συστηματικά με τη σηροτροφία, πολύ σπάνια χρησιμοποιού σαν το μετάξι για ιδία κατανάλωση. Τμήματα γιορτινών και επίσημων ενδυμασιών ήταν μεταξω τά, το κόστος παραγωγής τους όμως δεν επέτρεψε την εισαγωγή και καθιέρωσή τους στην κα θημερινή ενδυμασία.
Άσκηση Αυτοσξιολόγησηc; 18 «Η καλαθοπλεκτική είναι τtχνη απλή. Για την κατασκευή των καλαθιών χρησιμοποιούνται κυ ρίως κλαδιά από λυγαριά και καλάμι, ενώ τα εργαλεία είναι πολλές φορές αυτοσχtδια. Τα ερ γαλεία είναι ένα κλαδευτήρι και μία ψαλίδα για το κόψιμο των κλαδιών, ένα μαχαίρι για το σκί σιμο της βέργας, ένας κόπανος για το χτύπημα των βεργών και ένα μtτρο για τις μετρήσεις».
Άσκηση Αυτοσξιολόγησηc; 19 α. Πανέρι
1. Μεγάλο δοχείο, με δύο συνήθως λαβές και καμπυλωτό σχήμα 2.Κυλινδρικό δοχείο από τη μέση και πάνω, χωρίς λαβές
γ. Κοφίνι
3. Πλεκτό δοχείο από βούρλα αραιά πλεγμένο
δ.Κόφα
4. Κλειστό δοχείο με καπάκι 5. Δοχείο με μικρό ύψος και μεγάλη βάση
Άσκηση Αυτοσξιολόγησηc; 20 Τα μέταλλα σφυρηλατούνταν στο αμόνι, όπου στερεώνονταν με τη μέγγενη. Εκεί ο τεχνίτης τα χτυπούσε με το σφυρί και τη βαριά ή τη ματσ όλα. Λειαίνονταν με λίμες και πλάνες. Τα διακοσμητικά μοτίβα χαράσσονταν με καλέμια και σμίλες.
282
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 21 \) Η συρματερή είναι τεχνική κατασκευής με σύρματα αλλά και διακόσμησης της επιφάνειας με μεταλλικά νήματα. Γάνωμα είναι επισκευή των μετάλλινων σκευών. Η χαρακτή και το σαβάτι είναι τεχνικές διακόσμησης των μετάλλων. Η σφυρήλατη και το βάψιμο είναι τεχνικές κατα σκευής μετάλλινων αντικειμένων. 11) α4, β 1, γ5, δ3, ε2, στ6.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 22 Η σπανιότητα μετάλλων και μεταλλικών αντικειμένων οδήγησε σε δύο λύσεις: α) στην αντικατά σταση του μετάλλου από άλλο ευτελέστερο και λιγότερο ανθεκτικό υλικό (π.χ. χρήση ξύλινων κλειδαριών και κλειδιών αντί για μεταλλικά) και β) στο λιώσιμο των παλιών μεταλλικών αντικει μένων για την κατασκευή νέων με τα ίδια υλικά.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 23 [...] Το λένε πάντα, όταν στερείται κανείς εκείνα που εμπορεύεται ή όταν πεθαίνει φτωχός (Λου
κάτος, 1972, σ. 140).
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 24 Κουγιουμτζής
Κατασκευαστής κανταριών
Χουλιαράς
Τεχνίτης χυτηρίου μετάλλων
-==:;��.:;;:Ξ::��::
Τενεκετζής Χρυσοχόος � -�::�:':_:� �����7 -���: Λευκοσιδηρουργός Καζαντζής Γανωτής Καλαϊτζής Αλμπάνης
Ντοκμετζής
:_
Κατασκευαστής καζανιών Κατασκευαστής πετάλων Κασσιτερωτής Κατασκευαστής κουταλιών
Κανταρτζής
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 25 «Το μελισσοκέρι προέρχεται από τις κηρήθρες. Για να χρησιμοποιηθεί στην κηροπλαστική εί ναι απαραίτητος καθαρισμός, που γίνεται με πλύσιμο και λιώσιμο. Το κερί για να μπορέσει να αποκτήσει μορφή και σχήμα πρέπει να είναι μαλακό. Τα στριφτά κεριά γίνονται με τη δημιουρ γία ενός κορδονιού που τυλίγεται και μοιάζει με κουβάρι. Για την κατασκευή χυτών κεριών, το κερί λιώνει σε ένα καζάνι, πάνω από το οποίο κρέμονται ξύλινες ρόδες».
1
283
5
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 27 Η λέξη «κολαούζος» είναι τούρκικη (kίlavuz) και σημαίνει τον οδηγό σε δρόμο. Αυτό το νόημα έχει άλλωστε και η παροιμία που αναφέραμε. Η λέξη σημαίνει ακόμη τον σύμβουλο και τον ακόλουθο.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 28 Μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο η ελληνική σπογγαλιεία οδηγήθηκε σε σταδιακή παρακμή, ενώ σήμερα έχει περιοριστεί στην Κάλυμνο. Το συνθετικό σφουγγάρι, που έχει κατακλύσει πια την αγορά και είναι πολύ φθηνότερο από το φυσικό, η εξάντληση των σπογγοφόρων περιοχών από τα αποθέματά τους σε σφουγγάρια, η αρρώστια των σφουγγαριών που έχει απλωθεί και στη Μεσόγειο, η απαγόρευση σπογγαλιείας στις ακτές της Λιβύης, ο ανταγωνισμός με τα εισαγό μενα ασιατικά και αμερικανικά σφουγγάρια είναι οι σημαντικότεροι λόγοι για τους οποίους αυ τή η τόσο σημαντική και προσοδοφόρα δραστηριότητα οδηγήθηκε σε μαρασμό.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 29 Οι κάτοικοι των νησιών ονόμαζαν το σκάφανδρο «μηχανή», γιατί για πρώτη φορά η ελεύθερη κατάδυση αντικαταστάθηκε από κατάδυση υποστηριζόμενη με μηχανικά μέσα.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 30
1
·
α) Οι διαφορετικές μέθοδοι σπογγαλιείας επιλέγονταν ανάλογα με την ποιότητα των σφουγγαριών που αναζητούνταν.
./
β) Η κατάδυση με σκάφανδρο έκρυβε τους λιγότερους δυνατούς κινδύνους για τον δύτη.
./
γ) Η χρήση σκάφανδρου αύξησε την ποσότητα των αλιευμάτων. δ) Τα ντεπόζιτα ήταν βοηθητικά σκάφη που χρησιμοποιούσαν οι δύτες ελεύθερης κατάδυσης.
284
1
./ ./
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Απαντήσεις σε Δραστηριότητες Δραστηριότητα 1 Οι παραδόσεις στις οποίες αναφερθήκαμε δείχνουν ότι ο μηχανισμός και η λειτουργία του μύλου θεωρούνταν ιδιαίτερα πολύπλοκα και δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν από οποιονδήποτε. Έτσι η εκμάθηση της τεχνικής του αποδίδεται στον διάβολο, τον οποίο ο μυλω νάς συνήθως καταφέρνει να ξεγελάσει με την εξυπνάδα του.
Δραστηριότητα 2 1. Τα δύο κείμενα απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον 150 χρόνια. Στην Άμφισσα η κατεργασία των δερμάτων γινόταν χειρωνακτικά, ενώ η παραγωγή των βυρσοδεψείων της πόλης έφτανε τα 40.000 κομμάτια ετησίως. Στο δεύτερο κείμενο περιγράφεται η κατεργασία δερμάτων στο εργοστάσιο των Αδελφών Στάμου, που ιδρύθηκε στο Λιόπεσι το 1892. Το εργοστάσιο ήταν εφοδιασμένο με μηχανικά συστήματα, ενώ χρησιμοποιούνταν διάφορα χημικά μείγμα τα κατά την κατεργασία των δερμάτων. Παρ' όλα αυτά, το αλάτισμα, ο καθαρισμός και η αφαίρεση των τριχών με ασβέστη είναι μέθοδοι που εξακολουθούν να επιβιώνουν και στις αρχές του 20ού αιώνα. 2. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εξέλιξη των προβιομηχανικών τεχνικών ακολουθεί αργούς ρυθμούς, διότι στις πρώτες βιομηχανίες του ελληνικού κράτους συνυπάρχουν τεχνικές και μέσα σύγχρονα για την εποχή τους με παλαιότερα. Άλλωστε οι παραδοσιακές μέθοδοι κα τεργασίας με φυτικές ύλες επιβίωσαν σε πολλές βιομηχανίες και αντικαταστάθηκαν από χη μικές μεθόδους μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο (Αγριαντώνη, 1998, σ. 275).
Δραστηριότητα 3 α) Οι ταμπάκηδες αποτελούσαν ξεχωριστή συντεχνία. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να ασκήσει το επάγγελμά τους, αλλά και κανείς από αυτούς δεν άλλαζε επάγγελμα. Κατά τον Μεσοπό λεμο, εποχή στην οποία αναφέρεται το διήγημα, η συντεχνιακή οργάνωση παρακμάζει και αρκετοί από τους κανονισμούς της δεν ισχύουν πια. Έτσι, η ιεράρχηση ανάμεσα στους μα στόρους και τους καλφάδες είχε ατονήσει, αφού ήταν ισότιμοι μεταξύ τους και συνεταίροι στα εργαστήρια. β) Τα εργαστήρια ήταν διώροφα λιθόκτιστα κτίσματα με μεγάλες θολωτές πόρτες. Στο ισό γειο, όπου γινόταν η επεξεργασία των δερμάτων, τα παράθυρα ήταν μικρά. Ο όροφος εξεί χε προς τον δρόμο μισό περίπου μέτρο πάνω από το ισόγειο και είχε μεγάλα παράθυρα. Υπήρχαν συνολικά 15-20 εργαστήρια συγκεντρωμένα στον μαχαλά των ταμπάκικων, στην άκρη της λίμνης των Ιωαννίνων, πίσω από την ανατολική πλευρά του κάστρου. Στην ίδια πε ριοχή βρίσκονταν και εργαστήρια άλλων τεχνιτών. γ) Οι ταμπάκοι ήταν μάλλον απομονωμένοι όχι μόνο από τη ζωή της πόλης αλλά και από τους υπόλοιπους τεχνίτες. Μοιράζονταν τις ίδιες συνήθειες, είχαν τις ίδιες προτιμήσεις, ενώ ο κοινωνικός τους περίγυρος περιοριζόταν στους συναδέλφους τους.
1
285
Δραστηριότητα 4 Στο Χρονικ6 του Παπασιναδινού από τις Σέρρες του 17ου αιώνα αναφέρεται μία παρομοίωση στην οποία χρησιμοποιείται ως παράδειγμα η συμπεριφορά του μάστορα προς τους μαθητές του: [.. ] ωσάν ένας μάστορας οπού έχει πέντε έξι μαθητάδες, έπειτα τον φταίσουν τίποτες με γάλον φταίσμον και αυτός ομ6ση ότι χωρίς άλλο να τους δείρη όλους, έπειτα αρχίζει και δέρνει έναν, έπειτα τον άλλον και άλλον[..] και ένας να φύγη εκείνην την ώραν εις τον θυμόν του μα στόρου φοβερίζει 6τι να τον δείρη και εκείνον. Έπειτα ως το ταχύ περνά ο θυμός του και δεν τον δέρνει (Odorico, 1996, σ. 232). Φαίνεται λοιπόν ότι το ξύλο ήταν μία συνηθισμένη πρακτική των μαστόρων απέναντι στους μαθητές τους. Δεν θα πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι οι μαθητευό μενοι ήταν κατά κανόνα μικρά παιδιά, τα οποία ήταν αναγκασμένα να ζουν μαζί με τον μάστορα και να δουλεύουν ιδιαίτερα σκληρά.
Δραστηριότητα 5 α) Στο έγγραφο αναδεικνύεται καταρχήν ο ρυθμιστικός ρόλος της κοινότητας και οι τρόποι με τους οποίους παρεμβαίνει στους μηχανισμούς της αγοράς, καθορίζοντας τις τιμές των προϊόντων και τις αμοιβές των τεχνιτών. Παρόμοια έγγραφα διασώζονται και από άλλα νη σιά του Αιγαίου. Ανάλογη είναι και η απόφαση της κοινότητας των Ναξίων (1783) για τη δια τίμηση των διάφορων προϊόντων και των ημερομισθίων των εργατών αλλά και τον καθορι σμό των ποινών για τους παραβάτες (Κούκκου, 1989, σ. 136-138). Σε έγγραφο του 1807, από το Νεοελληνικό Αρχείο της Ι.Μ. του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου της Πάτμου (φάκελος 10), διαβάζουμε:[. .. ] προς τούτοις σας παραyγέλλο όσοι πουλήται σπίτια και εργαστήρια να έχε τε σωστά όλα τα μέτρα και ζήyια τ6σον οκάδες 6σον και καντάρια και κυλά προσέτι να μην τολμήση τινάς να αδικήση τον άλλον ούτε μικρόν ούτε μεγάλον... της κοινότης προεστός δη μήτριος ξένος. β) Διπλά αντρικά παπούτσια = 30 παράδες, γυριστά αντρικά παπούτσια= 25 παράδες. Μεγά λα γυναικεία παπούτσια με τακούνια (σκαλονέτα)= 25 παράδες, γυναικείες κίτρινες κου ντούρες= 20 παράδες, γυναικείες κίτρινες κουντούρες με τακούνια= 16 παράδες. γ) Γνωρίζουμε ήδη ότι κατά την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν έτοιμα παπούτσια. Κατασκευ άζονταν με παραγγελία και προσαρμόζονταν στο πόδι του πελάτη. Φαίνεται λοιπόν ότι, όταν ένας τεχνίτης έφτιαχνε για πρώτη φορά παπούτσια για κάποιον πελάτη, τα χρέωνε ακριβό τερα γιατί έπαιρνε και τα μέτρα. δ) Οι τεχνίτες όφειλαν να σέβονται τους κανονισμούς της κοινότητας, να πληρώνουν τους φόρους που τους αντιστοιχούσαν και να μην εισπράπουν μεγαλύτερη αμοιβή για τα παπού τσια που κατασκεύαζαν. Οι παραβάτες πλήρωναν 1Ο ρεάλια πρόστιμο προς την κοινότητα, η οποία είχε επιπλέον το δικαίωμα να τους παραδώσει στην οθωμανική διοίκηση για να τους «γίνει η πρέπουσα παιδεία».
Δραστηριότητα 6 Μελετώντας κανείς παλιότερα κατάστιχα λογαριασμών ή και άλλα έγγραφα στα οποία σημειώ νεται η αξία των αγαθών και των αντικειμένων, μπορεί να κάνει κάποιες σχετικές συγκρίσεις. Αν
286 1,b
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μάλιστα γνωρίζει και τα ημερομίσθια της εποχής, μπορεί να κατανοήσει την αγοραστική ικανό τητα των ανθρώπων. Έτσι από το φορολογικό κατάστιχο του ίδιου έτους πληροφορούμαστε ότι η πλειοψηφία των Πατμίων πλήρωνε ετήσιο φόρο 8 γρόσια. Μια κασέλα την εποχή εκείνη, παρ' ότι παλιά και μεταχειρισμένη, μπορούσε να πουληθεί και η αξία της ήταν πολύ μεγάλη, όσο δηλαδή κόστιζε η κατασκευή του πατώματος ενός κατωγιού, το στρώσιμό του με κεραμι κές πλάκες όπως συνηθίζεται ακόμη και σήμερα στην Πάτμο. Τα τρόφιμα -ακόμη και τα εισαγό μενα, όπως η ζάχαρη από μακρινές περιοχές ή το λάδι από τα γύρω νησιά-, ήταν πολύ φθηνό τερα. Από άλλα έγγραφα σημειώνουμε την αξία και άλλων αγαθών. Παρακολουθήστε τη διαφορά: 1 οκά κρασί κυμαίνεται από 0,25-0,30 γρόσια, 1 φτυάρι αξίζει 2,40 γρόσια, 1/2 οκά ατσάλι κάνει 1,30 γρόσια, 1 οκά ρακί Ο, 17 γρόσια, 1 στάμνα για νερό κοστίζει Ο, 15 γρόσια και τέλος το ημερομίσθιο ενός χrίστη (μάστορα) είναι 2,30 γρόσια.
Δραστηριότητα 7 Ο Ιωσήφ Γεωργειρήνης περιγράφει τα σπίτια της Ικαρίας το 1678 και αναφέρει ως μοναδικό έπιπλο τον χερόμυλο. Ο Alexander Drummond επισκέφτηκε το 1749 την Αργολίδα και η περι γραφή του είναι ανάλογη με εκείνη του Γεωργειρήνη. Τα μοναδικά έπιπλα ήταν ένα στρώμα, ένα δυο σκαμνιά και ένας χερόμυλος. Ο William Mar1in Leake περιγράφει τη Σκύρο και τα Γιάν νενα κατά το 1806 και το 1807 αντίστοιχα. Στα σπίτια της Σκύρου εντυπωσιάστηκε από τα διακοσμητικά κεραμικά και χάλκινα σκεύη και από τον μεγάλο αριθμό κασελών, ενώ στα Γιάννε να τα μόνα έπιπλα ήταν συνήθως ο σοφάς και το τραπεζάκι, ενώ σε μερικά σπίτια υπήρχε ένα τραπέζι με καρέκλες ευρωπαϊκού τύπου. Την ίδια περίπου εικόνα δίνει και ο Jean Galland, που επισκέφτηκε το 1747 τη Χίο. Γράφει ότι η επίπλωση της σάλας στα μεγάλα σπίτια της πόλης και της εξοχής αποτελείται ένα κρεβάτι από σανίδες, τρία τέσσερα ξύλινα σκαμνάκια, πέντε ή έξι ξύλινες καρέκλες, άλλες τόσες πολυθρόνες, ένα μακρουλό τραπέζι από καρυδιά και λίγες κα σέλες. Οι ταξιδιώτες στους οποίους αναφερθήκαμε θεωρούν ότι τα έπιπλα ήταν ανύπαρκτα σε αγροτικές περιοχές, ενώ σε πόλεις όπως τα Ιωάννινα και η Χίος ήταν ελάχιστα.
Δραστηριότητα 8 Οι βαρελάδες έχουν ιδιαίτερα πολλή δουλειά μόνο κατά το μήνα Σεπτέμβριο που δέχονται μαζι κές παραγγελίες για βαρέλια ενόψει του πατήματος των σταφυλιών για μούστο και οι γάιδαροι, στατιστικά, κατά το μήνα Μάρτιο έχουν τα λιγότερα αγώγια και πολύ φρέσκο ανοιξιάτικο χορτά ρι (Μολινός, 1992, σ. 68).
Δραστηριότητα 9 Και στις μέρες μας τα βαρέλια χρησιμοποιούνται για τη διατήρηση τυριών (φέτα) και των ψα ριών (κολιοί, σαρδέλες κ.ά.).
Δραστηριότητα 1 Ο Τα βαρέλια χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση διάφορων τροφίμων: κρασιού, παστών, λα διού, φρούτων κ.ά. Σε βαρέλια φυλάσσονται και διάφορα άλλα εμπορεύματα. Οι Οθωμανοί δεν
1
287
5
ασχολούνταν -λόγω της θρησκείας τους- με την αμπελοκαλλιέργεια και την παραγωγή κρα σιού. Επιπλέον, δεν συνήθιζαν τις καπνιστές, τις παστές και γενικότερα τις αλατισμένες τροφές. Πολλά τρόφιμα αποθηκεύονταν σε διάφορα άλλα δοχεία αντί για βαρέλια. Επομένως, λόγω της περιορισμένης ζήτησης βαρελιών, η συντεχνία των βαρελάδων ήταν ολιγομελής στην Κωνσταντινούπολη, ενώ οι τεχνίτες της κατασκεύαζαν και διάφορα άλλα ξύλινα δοχεία για τις οικιακές ανάγκες των Οθωμανών.
Δραστηριότητα 11 (προαιρετική) Οι μο{ρες έρχονται πάνω στο λίκνο του παιδιού ασπροντυμένες. Η μεγάλη κρατά ψαλlδα, η άλλη αδράχτι και η τρίτη ρόκα με λινάρι. Στο «μοίραμα» επάνω η μία με τη ρόκα yνέθει, η άλλη με το αδράχτι τυλίγει την κλωστή και κάθε τυλιξιά είναι κι ένας χρόνος. Όταν τελειώσει το μοίραμα, η μεγάλη με το ψαλίδι κόβει την κλωστή. Η κλωστή απεικονίζει συμβολι.κά την ανθρώπινη ζωή. Έτσι εξηγούνται συμβολικά οι εκφράσεις «μαζώθηκε το κουβάρι του» ή «η κλωστή του» αντί πέθανε, και αντ[θετα «η κλωστή του ήταν γερή και δεν κόπηκε», που λέγεται γι' αυτούς που γλίτωσαν από κάποιο θαύμα (Κυριακίδου-Νέστορος, 1965, σ. 12-13).
Δραστηριότητα 12 Τόσο στο κείμενο του J. Sibthorp όσο και στο δημοτικό τραγούδι που παραθέσαμε αναφέρονται διάφορες φυτικές ουσίες από τις οποίες παράγονταν τα χρώματα. Η ποικιλία των φυτών που χρησιμοποιούνταν εξαρτιόταν όχι μόνο από την περιοχή αλλά και από την εποχή. Διαβάστε, αν επιθυμείτε, το άρθρο της Άννας Αποστολάκη «Βαφική, βαφικαί ύλαι και χρήσις αυτών» (1952, σ. 71-124), στο οποίο περιλαμβάνονται πληροφορίες για τα είδη των φυτών από τα οποία προέρ χονταν οι διάφορες χρωματικές αποχρώσεις, καθώς και συνταγές για τις αναλογίες τους, ανάλογα με την απόχρωση που επιθυμούσαν να αποδώσουν στα νήματα.
Δραστηριότητα 13 Το συντεχνιακό σύστημα καθόριζε με αυστηρότητα τη «χωροθέτηση» των επαγγελματικών δραστηριοτήτων στις πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όλοι οι βαφείς ήταν υποχρεω μένοι να συγκεντρώσουν τα εργαστήριά τους σε ένα ορισμένο σημείο της πόλης και κανείς δεν είχε το δικαίωμα να ανοίξει αλλού εργαστήριο. Οι κανονισμοί αυτοί επέβαλλαν στην πραγματι κότητα έναν ιδιαίτερα αποτελεσματικό μηχανισμό ελέγχου στις δραστηριότητες των τεχνιτών. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η κρατική διοίκηση αναμειγνυόταν στις λειτουργίες της συντε χνίας.
Δραστηριότητα 14 Στα δημοτικά τραγούδια η νηματουργία και η υφαντική περιγράφονται ως ασχολίες αποκλει στικά γυναικείες. Η ύφανση στον αργαλειό όμως και ιδιαίτερα η προετοιμασία και η τοποθέτη ση των νημάτων ώστε να αρχίσει η ύφανση θεωρούνταν ιδιαίτερα επίπονες εργασίες. Οι γυναί κες, και ιδιαίτερα οι νέες κοπέλες, τραγουδούσαν καθώς ύφαιναν, ενώ εργάζονταν με επιμονή για να ετοιμάσουν την προίκα τους. Αρκετά από αυτά είναι άλλωστε και ερωτικά τραγούδια.
288
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ποικιλία δημοτικών τραγουδιών θα βρείτε στη μελέτη του Ζάχου Ν. Ξηροτύρη Λαϊκή τέχνη και χειροτεχνία, Αθήνα 1990.
Δραστηριότητα 15 Στην γκραβούρα αυτή βλέπουμε τη διαδικασία της αναπήνισης, η οποία γίνεται ως εξής: Τα τρύπια ή κακοσχηματισμένα κουκούλια τα βράζουν σε νερό, αφού τα ξυραφίσουν κατά μήκος κι αφαι ρέσουν την πεταλούδα, όπου υπάρχει. Όταν στεγνώσουν λίγο, ξάνονται με το χέρι, λιάζονται και τοποθετούνται στη ρόκα. Δύο γwαίκες φροντίζοw συνήθως για τα γερά κουκούλια. Τα ρίχνουν σ' ένα καζάνι με νερό που βράζει και η μία πιάνει μερικά κουκούλια μ' ένα σκουπάκι, τα καθαρίζει από τους εξωτερικούς ιστούς και στη σwέχεια δίνει τις άκρες τους στην άλλη. Εκείνη ενώνει τις άκρες, που κολλούν μεταξύ τους, και τις τυλίγει σε μια ποδοκίνητη ρόδα, το μάγγανο, ώστε η κλωστή να σχηματίζει θηλιά. Κάθε κλωστή έχει μήκος περίπου 2.500 μ. (Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Κατάλογος Λαογραφικού Μουσείου Ναυπλίου, Ναύπλιο 1988, σ. 23).
Δραστηριότητα 16 Οι επαγγελματικές ασχολίες και οι δραστηριότητες των κατοίκων αποτελούν έναν από τους πα ράγοντες που επηρεάζουν την παραδοσιακή αρχιτεκτονική: Τα σπίτια των Αγράφων είναι μεγάλα με ευρύχωρα ανώγεια διά την κατεργασίαν των ερίων εκ της ασκουμένης εκεί άλλοτε αιγοβοσκής. Τα σπίτια του Τυρνάβου έχοw ομοίως ευρύχωρα ανώγεια διά την σηροτροφίαν και βαθιά υπόγεια διά τα βαρέλια των κρασιών (διά την ακμάζουσαν εκεί αμπελουργίαν) (Μέγας, Εισαγωγή εις την λαογραφίαν, Αθήνα 1979, σ. 125).
Δραστηριότητα 17 α) Η σηροτροφία είχε αναπτυχθεί ιpιαίτερα στα χωριά της Χίου, όπου οι χωρικοί ασχολούνταν με την παραγωγή μεταξωτού υφάσματος. Και οι κάτοικοι της πςιλης όμως εγκαθίσταντο την άνοιξη στα χωριά και επιδίδονταν στη σηροτροφία, η οποία υπήρξε ιδιαίτερα επικερδής δραστηριότητα. Η τελική επεξεργασία γινόταν σε εργαστήρια της πόλης, στα οποία κατα σκευάζονταν διάφορα είδη μεταξωτών υφασμάτων που τροφοδοτούσαν τις μεγάλες αγορές της Αυτοκρατορίας. β) Το μετάξι φορολογούνταν με 2 γρόσια ανά οκά. γ) Τα μεταξωτά υφάσματα προορίζονταν κυρίως για την εξωτερική αγορά. Άλλωστε, η ζήτηση των μεταξωτών της Χίου ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν έφτανε η τοπική παραγωγή μεταξιού για να την καλύψει. Γι' αυτό πραγματοποιούνταν και εισαγωγές από την Άγκυρα, την Πελοπόννησο, την Άνδρο.
Δραστηριότητα 18 α) Ο Αλέξανδρος Πασπάτης αναφέρει τους αμπαδορράφους και τους ράφτες ναυτικών ενδυ μάτων. Πρόκειται κυρίως για άνδρες, αν και υπήρχαν και λίγες γυναίκες που έκαναν αυτή την εργασία. Άλλοι από αυτούς εργάζονταν με μισθό και άλλοι αμείβονταν με το κομμάτι. β) Οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας τους, κατά τον συγγραφέα, ήταν ιδιαίτερα σκληρές
1
289
γιατί δούλευαν και ζούσαν σε μικρούς, σκοτεινούς, βρόμικους και αποπνικτικούς χώρους. γ) Η εμφάνιση του έτοιμου ενδύματος, και μάλιστα του εισαγόμενου, το οποίο ήταν φθηνότερο και θεωρούνταν κομψότερο, αλλά και η κυριαρχία της ευρωπαϊκής μόδας στην ενδυμασία οδήγησαν το επάγγελμά τους σε κρίση και τους ίδιους σε ανεργία και φτώχεια.
Δραστηριότητα 19 Με το πρώτο έγγραφο ορίζονταν οι αμοιβές των ραφτών ανάλογα με το είδος και την ποιότητα του ενδύματος. Η απόφαση αυτή είναι ανάλογη με εκείνη της κοινότητας Μυκόνου (ενότητα 5.3) που απευθυνόταν στους υποδηματοποιούς του νησιού και όριζε τις αμοιβές τους. Από το έγγραφο πληροφορούμαστε τα είδη των ενδυμάτων και τις ποιότητες των υφασμάτων που συ νηθίζονταν στην Ύδρα κατά την εποχή εκείνη. Κάθε είδος ενδύματος διακρινόταν σε 3-5 κα τηγορίες ανάλογα με την ποιότητά του. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι διακρίσεις τους ανταποκρίνονταν στην κοινωνική διαστρωμάτωση του πληθυσμού. Με άλλα λόγια, η ενδυμασία οριζόταν από την κοινωνική θέση. Το δεύτερο έγγραφο αποτελεί το καταστατικό της συντεχνίας των ραφτών και αναδεικνύει την εσωτερική της ιεραρχία. Τα μέλη ήταν υποχρεωμένα να υπακούουν στον πρωτομάστορα, ενώ δεν μπορούσαν να ανοίξουν εργαστήριο χωρίς την άδεια του ίδιου και της συνέλευσης της συ ντεχνίας. Κανείς κάλφας ή μαθητής δεν μπορούσε να αλλάξει μάστορα πριν από τη λήξη του συμβολαίου του. Η συντεχνία διέθετε κοινό ταμείο, στο οποίο είναι υποχρεωμένα να συνει σφέρουν τακτικά όλα τα μέλη της.
Δραστηριότητα 20 Στο πρώτο λιθανάγλυφο τα επαγγελματικά σύμβολα είναι ψαλίδι, μεζούρα, κουβαρίστρα, ενώ στο δεύτερο μεζούρα και ψαλίδι, δεξιά και αριστερά από την απεικόνιση του νεκρού. Όπως ση μειώνει η Π. Ζώρα (1990-92, σ. 45-46): Τα δύο όργανα ραπτικής εικονίζονται με μέγεθος ισότιμο μ' εκείνου που τα χρησιμοποιούσε. Αυτό δεν αποτελεί, νομίζουμε, απλώς αφελή αισθητική αντί ληψη ή λύση, αλλά είναι σημείο δηλωτικό της αξίας ή της σημασίας την οποία τόσο ο καλλιτέ χνης-πομπός όσο και το περιβάλλον-δέκτης εκείνης της εποχής έδιναν στο επάγγελμα του ρά φrη. Η ίδια σημειώνει ότι το επάγγελμα του ράφτη εθεωρείτο από τα πιο ευγενικά και ήταν τίτ λος τιμής το να έβγαινε κανείς από «το κόμμα των ραφτάδων». Σύμφωνα μάλιστα με την πα ράδοση, στο χωριό Λούντζη της Ηπείρου, οι νύφες στην τελική πρόβα θεωρούσαν χρέος τους να φιλήσουν το χέρι των ραφτάδων, όποια κι αν ήταν η καταγωγή τους, και να ζητήσουν την ευ χή τους. Οι ραφτάδες, ως αντάλλαγμα, ζητούσαν στην κηδεία τους να πάνε οι γυναίκες ντυμέ νες με τη φορεσιά που είχε βγει από τα χέρια τους.
Δραστηριότητα 21 Ο Αλ. Πασπάτης θεωρεί τη σιδηρουργία την πλέον άκομψη και άτεχνη από όλες τις τεχνικές. Υποστηρίζει ότι οι Αρμένιοι είναι καλύτεροι τεχνίτες σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους. Προσθέ τει όμως ότι προτιμώνται τα εισαγόμενα από τα εγχώρια προϊόντα και γι' αυτό τα εργαστήρια των σιδηρουργών κλείνουν. Κατά τη λαϊκή αντίληψη, φαίνεται ότι οι τεχνίτες που κατασκεύαζαν μεταλ λικά χρηστικά αντικείμενα και εργαλεία για τις καθημερινές ανάγκες των χωρικών δεν έχαιραν εκτί-
290
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μησης από τις μικρές κοινωνίες των χωριών, που αντιμετώπιζαν με επιφυλακτικότητα και περιφρό νηση τους σιδεράδες. Ίσως σε αυτό συνέβαλε και κάποια δυσπιστία απέναντι στους νομάδες τσιγ γάνους, οι οποίοι πολύ συχνά μνημονεύονται ως σιδηρουργοί. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η λέξη «αλμπάνης» που δηλώνει τον πεταλωτή, σημαίνει και τον αδέξιο τεχνίτη, τον απατεώνα.
Δραστηριότητα 22 α) Αμόνια, μασιές, ψαλίδια, σφυρί, φυσερά, καλούπια, κοπίδια, σμίλες. β) Ο εργαλειακός εξοπλισμός ενός εργαστηρίου δεν διέφερε σημαντικά από εκείνον που μετέ φερε μαζί του ένας πλανόδιος τεχνίτης. γ) Για την ύπαρξη του ονόματος αυτού θα μπορούσαν να γίνουν ορισμένες υποθέσεις, οπωσ δήποτε όμως δεν μπορούσε να καταλήξουμε σε κάποιο βέβαιο συμπέρασμα. Το όνομα του «μαστρο-Νικόλα Ατζιγκανάκη» απαντάται στα φορολογικά κατάστιχα της κοινότητας της Πά τμου κατά τον 170 αιώνα αλλά και σε έγγραφα του α' μισού του 19ου αιώνα. Αυτό το οικογε νειακό όνομα μας παραπέμπει στην παράδοση των σιδηρουργών γύφτων, στην οποία ανα φερθήκαμε αναλυτικά προηγουμένως. Ίσως πρόκειται πραγματικά για κάποια οικογένεια τσιγγάνων ή τους αποδίδεται ως παρωνύμιο το όνομα γιατί ήταν σιδεράδες.
Δραστηριότητα 23 1. Πρόκειται για γυναικεία συντεχνία, η οποία μάλιστα είχε το μονοπώλιο παραγωγής σαπου νιού, όπως φαίνεται από τη φράση «ως παλαιόθεν εστάθη συνήθεια, άνδρες να μην ανακα τώνονται εις το ρουφέτιον αυτό, ούτε να δουλεύουν την τέχνην αυτήν». Η ύπαρξη γυναικείας συντεχνίας ίσως βέβαια να αποτελεί σπάνια περίπτωση, αφού η συμμετοχή γυναικών στις επαγγελματικές-οικονομικές δραστηριότητες της εποχής θα πρέπει κυρίως να περιοριζόταν στο πλαίσιο της οικιακής παραγωγής. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι γυναίκες είχαν το δικαίωμα να βάλουν και άλλες γυναίκες συγγενείς τους στη συντεχνία με τον όρο να καταβάλουν το ποσό των 5 γροσίων. 2. Όταν πέθαινε ένα μέλος της συντεχνίας, τα εργαλεία του παρέμεναν στην κατοχή των υπόλοιπων μελών. 3. Είναι φανερό από το έγγραφο ότι κανείς δεν μπορούσε να ασκήσει το επάγγελμα χωρίς να είναι μέλος της συντεχνίας. Σε αντίθετη περίπτωση κατέβαλλε πρόστιμο 1Ο γροσίων στη συ ντεχνία και 15 στη μητρόπολη.
Δραστηριότητα 24 Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Άγγλου περιηγητή Aaron Hill, που χρονολογείται στις αρχές του 18ου αιώνα, οι Συμιακοί σφουγγαράδες παρατείνουν την παραμονή τους στον βυθό βάζοντας στο στόμα τους ένα σφουγγάρι βουτηγμένο το μισό στο λάδι και το άλλο μισό σε ένα στυπτικό υγρό, ώστε να παρεμποδίζεται η διείσδυση και η απορρόφηση του λαδιού. Έτσι μένουν στο βυ θό μέχρι να σωθεί ολότελα το λάδι, ακόμη και δύο ώρες. Τα σφουγγάρια που μαζεύουν τοποθετούνται σε ένα καλάθι που έχουν μαζί τους, το οποίο έχει φελλούς και πέτρες στον πυθ μένα του. Όταν το γεμίσουν σφουγγάρια, πετούν τις πέτρες και ανεβαίνουν στην επιφάνεια τα χύτατα χάρη στους φελλούς.
1
291
Δραστηριότητα 25 Το σφουγγαράδικο σκάφος στο έργο του Γ. Ζερβού είναι ένας αχταρμάς, μικρό τρεχαντήρι, που δεν είχε χώρο να σταθείς, όπως χαρακτηριστικά γράφει. Στην πρύμνη και στην κουβέρτα του ήταν όλα τα απαραίτητα: η μηχανή, τα καύσιμα, οι αεροσωλήνες και η στολή του δύτη (σιδερένια περικεφαλαία, θώρακας, σιδερένια παπούτσια, μολυβένια βαρίδια). Εκεί βρίσκονταν και τα δύο είδη σκοινιών που χρησιμοποιούνταν στην κατάδυση: ο κολαούζος και το σκαντάλι. Ο κολαούζος είναι το λεπτό σκοινί που δενόταν στη μέση του δύτη και τραβώντας το ειδοποιούσε τον κολαου ζέρη ο οποίος στεκόταν στην πλώρη και κρατούσε την άλλη του άκρη. Το σκαντάλι ήταν στερεω μένο στην πλώρη για να το κρατά ο δύτης και να το αφήνει σιγά σιγά, ώστε να μην κατεβαίνει απότομα σε μεγάλο βάθος.
Δραστηριότητα 26 Η γκαγκάβα και η γυαλάδικη βάρκα είναι δύο μέθοδοι αλιείας με τις οποίες αλίευαν σφουγγάρια από το σκάφος, χωρίς κατάδυση. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιούνταν ένα δίχτυ που σερνό ταν στον βυθό, ενώ στη δεύτερη η αλιεία των σπόγγων γινόταν με καμάκι. Η γκαγκάβα καταστρέ φει τον βυθό γιατί, καθώς σέρνεται ο βαρύς σάκος, ξεριζώνει ό,τι βρει στο πέρασμά του. Η μέθοδος με το καμάκι, η οποία δεν απαιτεί ιδιαίτερο εξοπλισμό, δεν επιτρέπει την αλίευση μεγά λης ποσότητας σφουγγαριών. Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, το ψάρεμα δεν γίνεται σε με γάλο βάθος. Αντίθετα, η κατάδυση με ειδικές συσκευές επέτρεπε στους δύτες την πρόσβαση σε πλούσιες σπογγοφόρες περιοχές, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την εξάντληση των θαλάσσιων αποθε μάτων σε σπόγγους σε μικρό βάθος. Έτσι η εργασία ήταν πολύ περισσότερο παραγωγική και αποδοτική όχι μόνο για τους ίδιους αλλά και για τους πλοιοκτήτες και τους εμπόρους. Παρ' όλα αυτά, οι κίνδυνοι ήταν μεγάλοι και γι' αυτό σημειώθηκε μεγάλος αριθμός θανάτων από ασφυξία, ενώ ακόμη μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων υπέστη μερική ή ολική παράλυση.
Δραστηριότητα 27 Η αναχώρηση και η επιστροφή των ξενιτεμένων έχουν συνδεθεί με διάφορες εθιμικές δραστη ριότητες, ενώ στα δημοτικά τραγούδια έχουν αποτυπωθεί τα έντονα συναισθήματα που προκαλούσε ο αποχωρισμός, η εγκατάλειψη των γυναικών που έμεναν πίσω αλλά και η μα κροχρόνια απουσία από την πατρίδα. Σας υπενθυμίζουμε το γνωστό τραγούδι: Παρηγοριά έχ' ο θάνατος και λησμοσύνη ο χάρος μα ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει
Η προετοιμασία του ταξιδιού, η παραμονή και η ημέρα της αναχώρησης καθώς και η επι στροφή των ξενιτεμένων συνοδεύονταν από ευχές, γεύματα, θρησκευτικές τελετές, αλλά περι βάλλονταν και από διάφορες προλήψεις και δεισιδαιμονίες (π.χ. απαγόρευση αναχώρησης την Τρίτη, κακά συναπαντήματα, διάφοροι κακοί οιωνοί), ανάλογες με την απαγόρευση ανόδου των γυναικών στα σφουγγαράδικα πριν από την αναχώρησή τους. Κατά την επιστροφή των ξε νιτεμένων συνηθίζονταν επίσης τα «συχαρίκια», δηλαδή τα δώρα σε εκείνον που θα ανήγγελλε πρώτος τον ερχομό τους.
292
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Η βιβλιογραφία που παρουσιάζουμε δεν είναι εξαντλητική. Αναφέρονται κυρίως με λέτες και δημοσιεύματα που χρησιμοποιήσαμε ή τουλάχιστον μελετήσαμε κατά τη συγ γραφή αυτού του κεφαλαίου. Άλλωστε σε καθένα από αυτά παρατίθεται πλούσια βι βλιογραφία που καλύπτει γενικά θέματα της προβιομηχανικής τεχνο�ογίας ή επι μέρους τεχνικές εξειδικεύσεις.
ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ Αγαπητίδη; Σ., «Η οικονομική οργάνωση των σπογγαλιευτικών συγκροτημάτων-ειδι κότερα στη Σύμη», Τα Συμαϊκά, τόμος 3, 1977, σ. 180-202. Αγαπητίδη; Σ., «Οικονομικές δραστηριότητες στη μεταπολεμική Σύμη»,Τα Συμαϊκά, τόμος 4,1984,σ. 204-206. Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη Ελ., «Συμβολή στην ιστορία τής οικονομικής, κοινωνικής και εκπαιδευτικής ζωής της Λάρισας κατά την τουρκοκρατία», Μεσαιωνικά και Νέα ΕV.ηνικά, τεύχος 3, 1990,σ. 255-332. Αγριαντώνη Χρ., «Οι τεχνικές της βυρσοδεψίας», Ιστορικός Βιομηχανικός Εξοπλισμός στην ΕV.άδα, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (Τμήμα Αρχιτεκτόνων),Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών-Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, εκδ. Οδυσσέας,Αθήνα 1998,σ. 271-276. Αναγνωστοπούλου Μ., Η γυναίκα της Λέσβου στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας, εκδ. Δήμου Μυτιλήνης,Μυτιλήνη 1998. Αποστολάκη Α., «Βαφική, βαφικαί ύλαι και χρήσις αυτών»,Λαογραφία, τεύχος 14, 1952,σ. 71-124. Ασδραχά; Σπ., ΕV.ηνική κοινωνία και οικονομία ιη' και ιθ' αι. (Υποθέσεις και προσεγ γίσεις), εκδ. Ερμής,Αθήνα 1988. Βαλέτα; Γ. ( επιμ. ),Χρονικό της σκλαβωμένης Αθήνας στα χρόνια της τυραννίας του Χατζαλή: γραμμένο στα 1841 από τον αγωνιστή Παναγή Σκουζέ, εκδ. Πανεπιστημιακό Βιβλιοπωλείο,Αλεξ. Ν. Νικολός,Αθήνα 1948. Βαλλιάνο; Χ., Ιωάννο; Κ., Καινάδα; Η.,Νερόμυλοι Δυτικής Μεσαράς Κρήτης. Φυσικό οικοσύστημα και υδάτινο περιβάV.ον, Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας - Κέντρο Ερευ νών,ΒώροιΚρήτης 1985. Βαλλιάνο; Χ., Περβολαράκη; Γ., Νερολαδάκη; Γ., Τα κρητικά έπιπλα. Μορφολογική μελέτη έντεχνων προτύπων, Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας- Κέντρο Ερευνών,Βώροι Κρήτης 1986. Βάο; Ζ., Νομικό; Στ., Ο ανεμόμυλος στις Κυκλάδες, εκδ. Δωδώνη,Αθήνα 1993. Βαρβούνη; Μ., «Λαογραφικές πληροφορίες από το περιηγητικό έργο του Ι. Γεωργει ρήνη»,Αντιπελάργηση. Τιμητικός τόμος για τον ΝικόλαοΑ. Δημητρίου, Αθήνα 1992,σ. 106-107. Βουραζέλη-Μαρινάκου Ελ., Αι εν Θράκη συντεχνίαι των Ελλήνων κατά την τουρ κοκρατίαν, χ.έ.,Θεσσαλονίκη 1950. Βρόντη; Α., «Η μελισσοκομία και το μαντρατόρεμα στη Ρόδο»,Λαογραφία, τεύχος 12, 1938-1948,σ. 195-208.
1
293
Βρούχα Π., «Οι υδρόμυλοι της Ηπείρου και ένα συγκρότημα υδρόμυλου στα Δολια νά», Ο αγροτικός κόσμος στον μεσογειακό χώρο (Πρακτικά Ελληνογαλλικού Συνε δρίου), ΕΚΚΕ- ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1988, σ. 361-382. Γκαγκούλια Π., Λούβη Α., Οικονόμου Μ., Παπαδόπουλος Στ., Ρηγίνος Μ., Η σηρο τροφία στοΣουφλί, Αθήνα 1992. Γκίκας Γ., Η κηροπλαστική στη Φλώρινα και την Έδεσσα, εκδ. ΕΟΜΜΕΧ, Αθήνα 1985. Γουήλ Α., Πάτμος (χφ. 1839), Σπουδαστήριο Λαογραφίας Φιλοσοφικής Σχολής Αθη νών, Αθήνα 1973 (αδημοσίευτη χειρόγραφη εργασία). Δαμιανίδης Κ., Ιστορία της νεοελληνικής τεχνολογίας, Αθήνα 1991. Δαμιανίδης Κ., Ναυπηγική και πλοία της ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θά λασσας κατά τον 180 και 190 αιώνα (κατάλογος έκθεσης), εκδ. Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, Αθήνα 1995. Δαμιανίδης Κ., «Τα σπογγαλιευτικά σκάφη», περ. Επτά Ημέρες (αφιέρωμα: «Η ελλη νική σπογγαλιεία»), εφ. Η Καθημερινή της 13/9/1998, σ. 18-20. Δαμιανίδης Κ., Ελληνική παραδοσιακή ναυπηγική, εκδ. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1998. Δαμιανίδης Κ., Λεοντίδης Τ., Τα ελληνικά ιστιοφόρα καϊκια του 20ού αιώνα, εκδ. Γα βριηλίδης, Αθήνα 1993. Δημητροκάλλης Γ., «Οι ανεμόμυλοι των Βυζαντινών», Παρνασσός, τεύχος 20, 1978, σ. 141-144. Δημητρόπουλος Δ., «Ελαιοτριβεία, μύλοι, φούρνοι, εκκλησίες στον νησιωτικό χώρο τον 170 αιώνα. Προσέγγιση στο ζήτημα της συνιδιοκτησίας με βάση το παράδειγμα της Μυκόνου», Μνήμων, τεύχος 16, 1994, σ. 37-70. Ευθυμίου-Χατζηλάκου Μ., «Η καλαθοπλεκτική του Άργους», Εθνογραφικά, τεύχος 2, 1979-1980, σ. 57-82. Εφ. Η Καθημερινή της 13/9/1998, περ. Επτά Ημέρες (αφιέρωμα: «Η ελληνική σπογγα λιεία»). Εφ. Η Καθημερινή της 18/7/J 999, περ. Επτά Ημέρες ( αφιέρωμα: «Οι ελληνικοί ανεμό μυλοι»). Ζάππας Τ., Ψαράδες, Αθήνα 1973. Ζερβός Γ., Μοιραίο σκάφανδρο και τ' ανάθεμα της μηχανής (μυθιστορία), χ.έ., Αθήνα 1959. Ζουρούδης Γ., «Η ναυπηγική στη Σύμη», ΤαΣυμαϊκά, τόμος 2, 1974, σ. 157-186. Ζώης Α.,Αι εν ΖακύνθωΣυντεχνίαι, Ζάκυνθος 1893. Ζώρα Π., «Προσέγγιση της ελληνικής λαϊκής τέχνης»,Λασγραφία, τεύχος 36, 19901992, σ. 1-47. Ήμελλος Στ., «Παραδοσιακά έπιπλα και σκεύη στο ελληνικό σπίτι (ενδεικτικές επι σημάνσεις)»,Λασγραφία, τεύχος 35, 1987-1989, σ. 104-128. Ήμελλος Στ., Πολυμέρου-Καμηλάκη Αικ., Παραδοσιακός υλικός βίος του ελληνικού λαού (ερωτηματολόγιο), Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, αριθμ. 17, Αθήνα 1983. Καλινδέρης Μ.,Αι συντεχνίαι της Κοζάνης επί τουρκοκρατίας, τυπ. Εμμ. Σφακιανά κης, Θεσσαλονίκη 1958.
294
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Καπιόδαλση-Σωτηροπούλου Χρ., «Η σιδηρουργία στην Ελλάδα. Το παράδειγμα του Πύργου Τήνου», Εθνογραφικά, τεύχος 6. Κάτσα-Τομαρά Ε., «Παραδοσιακοί τρόποι μέτρησης στην αγροτική οικονομία του Ακρωτηρίου», Ιστορία του Ελληνικού κρασιού (Πρακτικά Β' Τριημέρου Εργασίας, Σαντορίνη 7-9 Σεπτεμβρίου 1990), εκδ. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθή να 1992, σ. 27-36. Κεφαλάς Κ., «Κασέλες, μπαούλα και σεντούκια στο βορειοελλαδικό χώρΌ», Πρακτι κά Γ' Συμποσίου Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού Χώρου, εκδ. ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 325-333. Κοντομίχης Π., «Αγροτικές βιοτεχνικές εργασίες (Λαογραφικά Λευκάδας)», ΕΕΛΜ, τεύχος 6, 1984, σ. 7-39 και σ. 71-83. Κοντομίχης Π., «Αρχειακή Λαογραφία», Πρακτικά Δ 'Συνεδρίου Επτανησιακού Πολιτισμού, Αθήνα 1996, σ. 395-404. Κοντομίχης Π., Τα γεωργικά της Λευκάδας, Αθήνα 1985. Κουκουλές Φ., Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τόμος Ε', εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1952, σ. 329-330. Κουλικούρδη Γ.,Αίγινα Ι (παρατηρήσεις γεωλογικές, οικονομικές, δημογραφικές), εκδ. Πιτσιλάς, Αθήνα 1990. Κούνδουρος Γ., Οι καλαντζήδες της Μουργκάνας, χ.έ., Αθήνα 1990. Κουτελάκης Χ., Η ανάπτυξη της ξυλογλυπτικής στοΑιγαίο και ιδιαίτερα στα Δ ωδεκά νησα, Αθήνα 1985. Κρεμμυδάς Β., Το εμπόριο της Πελοποννήσου στο 180 αιώνα (1715-1729) (με βάση τα γαλλικά αρχεία), Αθήνα 1972. Κρεμμυδάς Β., Οι σαπουνοποιίες της Κρήτης στο 180 αιώνα, Αθήνα 1974. Κυριαζόπουλος Β., Τα παλιά έπιπλα του Λαογραφικού Μουσείου Μυκόνου ( 1. Σκρί νια, γραφεία, βιβλιοθιjκες), Αθήνα 1988. Κυριακίδου-Νέστορος Α., Τα υφαντά της Μακεδονίας και της Θράκης, εκδ. Εθνικός Οργανισμός Ελληνικής Χειροτεχνίας, Αθήνα 1965. Κυριακίδου-Νέστορος Α., «Η παραδοσιακή τεχνολογία της Κύπρου. Δοκιμή αν θρωπολογικής ταξινόμησης (1985)»,Λαογραφικά Μελετήματα ΙΙ, εκδ. Πορεία, Αθήνα 1993, σ. 150-157. Λειμώνα-Τρεμπέλα Ε., «Αιγαιοπελαγίτικοι ανεμόμυλοι», Τεχνικά Χρονικά, τεύχος 4, 1974, σ. 320-321. Λειμώνα-Τρεμπέλα Ε., «Πεταλόσχημοι ανεμόμυλοι Κρήτης και Καρπάθου», Ζυγός, τεύχος 2, 1973, σ. 63-67. Λεοντίδης Τ., Τα κρητικά καλάθια: μορφολογική, κατασκευαστική μελέτη, εκδ. Μου σείο Κρητικής Εθνολογίας- Κέντρο Ερευνών, Βώροι Κρήτης 1986. Λουκάτος Δ., Νεοελληνικοί Παροιμιόμυθοι, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1972. Λουκόπουλος Δ., Γεωργικά της Ρούμελης, Αθήνα 1938 (φωτ. ανατ. εκδ. Δωδώνη, Αθή να 1983). Λουκόπουλος Δ., Πώς υφαίνουν και ντύνονται οιΑιτωλοί, Αθήνα 1927 (φωτ. ανατ. εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1985). Μαγκλή Μ., Καπελλά Θ.,Λαογραφικά Καλύμνου, εκδ. Λύκειο των Ελληνίδων, Κάλυ μνος χ,χ.
1
295
Μακρής Κ., «Μεταλλοτεχνία», Νεοελληνική Χειροτεχνία, εκδ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1969, σ. 221-240. Μακρής Κ., «Ξυλογλυπτική», Νεοελληνική Χειροτεχνία, εκδ. Εθνική Τράπεζα της Ελ λάδος, Αθήνα 1969, σ. 49-88. Μακρής Κ., «Υφαντική», Νεοελληνική Χειροτεχνία, εκδ. Εθνική Τράπεζα της Ελ λάδος, Αθήνα 1969, σ. 125-160. Μακρής Κ., Οδηγός του ξυλογλύπτη, εκδ. ΕΟΜΜΕΧ, χ.χ. Μέγας Γ., «Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας», Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου, τόμος 1, 1940, σ. 118-205, τόμος 2, 1941-1942, σ. 77-94. Μεκάσης Δ., Τα παλιά επαγγέλματα της Φλώρινας, τόμος Β', χ.έ., Πρέσπες 1996. Μερακλής Μ., «Η μελέτη του υλικού πολιτισμού. Μια όχι άσκοπη αναδρομή», Λαογραφία, τεύχος 35, 1987-1989, σ. 93-103. Μολινός Στρ., Επώνυμα και συντεχνίες, Αθήνα 1992. Μπαλαφούτης Κ., Παραδοσιακά επαγγέλματα και συνήθειες, χ.έ., Καλαμάτα 1995. Μπεκιάρογλου-Εξαδακτύλου Αικ., Οθωμανικά ναυπηγεία στον παραδοσιακό ελληνι κό χώρο, εκδ. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1994. Μπόζη Σ., Τα μεταξωτά της Προύσας, Αθήνα 1991. Μπουρδάρα Κ., «Η οικονομική δραστηριότητα της Ελληνίδας στο Βυζάντιο και στην τουρκοκρατία (η γυναικεία συντεχνία των Τρικάλων)», Τρικαλινά, τεύχος 6, 1986, σ. 123-135. Μπωζούρ Φ., Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδος στην τουρκοκρατία (1787-1797), Πα ρίσι 1800 (εκδ. Τολίδης, Αθήνα 1974). Νομικός Στ., «Άλεσμα με υδραυλική και αιολική ενέργεια», Ιστορία της νεοελληνικής τεχνολογίας (Πρακτικά Α' Τριημέρου Εργασίας, Πάτρα 21-23 Οκτωβρίου 1988), εκδ. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1991, σ. 191-200. Νομικός Στ., «Αξιοποίηση των πηγών ενέργειας στην προβιομηχανική τεχνολογία», Ιστορία της νεοελληνικής τεχνολογίας (Πρακτικά Α' Τριημέρου Εργασίας, Πάτρα 2123 Οκτωβρίου 1988), εκδ. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1991, σ. 167-170. Νομικός Στ., «Ο ανεμόμυλος στις Κυκλάδες», ΕΕΚΜ, τεύχος 14, 1991-1993, σ. 249259. Ξηροτύρης Ζ.,Λαϊκή τέχνη και χειροτεχνία, Αθήνα 1990. Οικονομίδης Δ., «Η βαρελοποιία εις την Σαντορίνην»,Σαντορίνη, Αθήνα 1971, σ. 231236. Ολυμπίτου Ευδ., «Τεχνικά επαγγέλματα και εργαστήρια στα νησιά του Αιγαίου», Σύγχρονα Θέματα, τεύχος 78-79, 2001, σ. 125-135. Ολυμπίτου Ευδ., Η οργάνωση του χώρου στο νησί της Πάτμου (16ος-19ος αιώνας), δι δακτορική διατριβή, Εκτυπωτικό Κέντρο Αθηνών, Αθήνα 2002. Παλυβού Κ., «Κάναβες και βαρελοποιία_ στο Ακρωτήρι», Ιστορία του ελληνικού κρα σιού (Πρακτικά Β' Τριημέρου Εργασίας, Σαντορίνη 7-9 Σεπτεμβρίου 1990), εκδ. Πολι τιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1992, σ. 44-53. Παπαγεωργίου Γ., Οι συντεχνίες στα Γιάννενα κατά τον 190 και τις αρχές του 20ού αιώ να (ως το 1912), Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, εκδ. ΙΜΑΧ, Ιωάννινα 1982.
296
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Παπαδόπουλος Ν., Ερμής ο Κερδώος, ήτοι Εμπορική Εγκυκλοπαίδεια, τόμοι 2, Βενε τία 1815 (φωτ. ανατύπωση Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1989). Παπαδόπουλος Στ., Φλ ωρεντής Χρυσόστομος (Διάκ.), Νεοελληνικό Αρχείο Ι Μονής Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου. Κείμενα για την τεχνική και την τέχνη, εκδ. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1990. Παπαδόπουλος Στ., «Προβιομηχανική τεχνολογία», Τα Ιστορικά, τεύχος 5, 1986, σ. 107-120. Παπαδόπουλος Στ., «Το μπατάνι στις πηγές του Καλαμά. Μικρή συμβολή στη μελέτη της προβιομηχανικής τεχνολογίας»,Εθνογραφικά, τεύχος 10, 1995, σ. 185-207. Παπαδόπουλος Στ., Η χαλκοτεχνία στον ελληνικό χώρο (1900-1975) κατά τις προφορι κές μαρτυρίες των χαλκουργών (συμβολή στην εθνογραφική τεχνολογία), τόμος 1, εκδ. Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1982. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου Κ., «Συνθηματικές γλώσσες. Εθνολογικές και κοινωνι κές επιπτώσεις»,Α'Συμπόσιο Γλωσσολογίας του Βορειοελλαδικού χώρου, 1977, σ. 265283. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου Κ.,Συντεχνίες και επαγγέλματα στη Θράκη 1685-1920, εκδ. Πιτσιλάς, Αθήνα 1985. Παπαντωνίου 1., «Οι χρήσεις του δέρματος στην παραδοσιακή ελληνική ενδυμασία», Ζαρκιά Κ., Η προβιομηχανική βυρσοδεψία στην Ελλάδα, εκδ. Πολιτιστικό Τεχνολογι κό Ίδρυμα ΕΤΒΑ- Γενική Γραμματεία Περιφέρειας Πελοποννήσου, Αθήνα 1997, σ. 41- 42. Πασπάτης Α.Γ., Υπόμνημα περί του γραικικού νοσοκομείου των Επτά Πύργων, τυπ. Λάζαρος Βηλαράς, Αθήνα 1862. Πετρόπουλος Δ.Α., «Συμβολή εις την έρευναν των λαϊκών μέτρων και σταθμών», Επε τηρίς του Λαογραφικού Αρχείου, τόμος 7, 1952, σ. 57-101. Πολίτης Ν., Παραδόσεις, τόμος Β', Αθήνα 1904. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Ιστορία της Νεοελληνικής Τεχνολογίας (Πρακτικά Α' Τριημέρου Εργασίας, Πάτρα 21-23 Οκτωβρίου 1988), Αθήνα 1991. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Ο άρτος ημών. Από το σιτάρι στο ψωμί (Πρακτικά Γ' Τριημέρου Εργασίας), Αθήνα 1994. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ- Γενική Γραμμα τεία Π εριφέρε ιας Πελοποννήσου , Η προβιομηχανική βυρσοδεψία στην Ελλάδα, Αθήνα 1997. Πολυμέρου-Καμηλάκη Αικ., «Υδροκίνητες βιοτεχνίες στο Βελεστίνο», Υπερεία, τεύχος 1, 1990, σ. 161-325. Ρόκου Β., «Το καμίνι», Ηπειρωτικά Χρονικά, τεύχος 24, 1982, σ. 345-358. Ρόκου Β., Υφαντική οικιακή βιοτεχνία. Μέτσοβο (18ος-20ός αι.), Αθήνα 1994. Σαλαμάγκας Δ., «Τα ισνάφια και επαγγέλματα επί τουρκοκρατίας στα Γιάννινα», Ηπειρωτική Εστία, τεύχος 8, 1959, σ. 136-140, 214-218, 311-315, 387-396, 482-486, 563569 Σβορώνος Ν., Το εμπόριο της Θεσσαλονίκης τον 180 αιώνα, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1996. Σιμόπουλος Κ., Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμος Β': 1700-1800, χ.έ., Αθήνα 1995, τόμος Γ': 1800-1810, χ.έ., 1985. Σορδίνας Αύγ., «Οι παραδοσιακοί αλευρόμυλοι της Κέρκυρας. Χερόμυλοι, νερόμυλοι,
1
297
ατμόμυλοι, αλογόμυλοι», Κερκυραϊκά Χρονικά, τεύχος 25, 1981, σ. 85-160. Σταθάκη-Κουμάρη Ρ., Η καλαθοπλεκτική στην Ελλάδα, Αθήνα 1985. Σταλίδης Κ., Οι συντεχνίες και τα επαγγέλματα στην Έδεσσα την περίοδο της τουρ κοκρατίας, εκδ. Φιλοπρόοδος Σύλλογος Εδέσσης «Μέγας Αλέξανδρος», Έδεσσα 1974. Σταμάτη Ε.-Φ., Το σαμάρι. Μια ζωντανή πηλιορείτικη παράδοση, εκδ. Εστία, Αθήνα 1984. Σταμέλος Δ., Νεοελληνική λαϊκή τέχνη. Πηγές, προσανατολισμοί και κατακτήσεις από τον ΙΣΤ' αιώνα ως την εποχή μας, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1993. Σταυρινίδης Ν., Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων, τόμος Γ', εκδ. Δήμος Ηρακλείου, Ηράκλειο 1975. Συναδινός Ν., Οι τεχνίτες της Στεμνίτσας, Αθήνα 1979. Ταρσούλη Αθ.,Δωδεκάνησα, τεύχος 3, εκδ. «Άλφα»-1.Μ. Σκαζίκης, Αθήνα 1950. Τζαμτζής 1., Η ναυτιλία του Πηλίου στην τουρκοκρατία, εκδ. Εστία, χ.χ. Τοντόροφ Ν., Η βαλκανική πόλη (15ος-19ος αιώνας), τόμοι 1-2, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1986. Τραγέλλης Χρ., Περασμένα αλλά όχι ξεχασμένα παλιά επαγγέλματα της ΚαλλονήςΛέ σβου, Αθήνα 1986. Τριανταφυλλίδης Μ., «Ελληνικές συνθηματικές γλώσσες», Ελληνικά, τεύχος 4, Θεσ σαλονίκη 1953 (ανάτυπο). Τσελίκας Αγ. (επιμ.), Μαρτυρίες από τη Σαντορίνη (1573-1819), εκδ. Πνευματικό Κέ ντρο «Μέγαρο Γκύζη. Σαντορίνη», Αθήνα 1985. Τσοτσορός Στ., Οικονομικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί στον ορεινό χώρο. Γορτυνία 1715-1828, εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1986. Υπουργείο Πολιτισμού-Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Το μετάξι στη Δύση και την Ανατολή, Πρακτικά Συμποσίου, Αθt1να 1993. Φαλτάιτς Μ., «Λατόμοι, Ταλιαδόροι, Βαγενάδες: Οι Πλανόδιοι Τεχνίτες του Ξύλου», Ελληνικά Γράμματατα, τεύχος 3 (1928), σ. 181-184. Φαλτάιτς Κ., «Ο μακεδονικός βιοτεχνισμός», Ημερολόγιον Θεσσαλονίκης, 1927, σ. 216-217. Φιλιππίδης Δ., Κωνσταντάς Γρ., Γεωγραφία Νεωτερική [1791], επιμ. Κουμαριανού Α., εκδ. Ερμής, Αθήνα 1988. Φιλιππίδης Δ., «Η υποδηματοποιία της Ολύμπου στην Κάρπαθο»,Λαογραφία, τεύχος 28, 1972, σ. 45-65. Φλεμοτόμος Δ., Ζακυνθινοί Τεχνίτες, εκδ. ΕΟΜΜΕΧ - Δήμος Ζακυνθίων, 1991. Φραγκόπουλος Ιπ., Ιστορία της Καλύμνου, εκδ. Σκάφανδρο, Αθήνα 1995. Φωτόπουλος Κ., «Τα ισνάφια των παπ'τσήδων και των κονταρτζήδων τα παλιά χρόνια στα Γιάννινα», Ηπειρωτικό Ημερολόγιο, Ιωάννινα 1979, σ. 67-88. Χαβιαράς Ν., «Συμαίων γυμ:νών δυτών φρικτά επεισόδια», Τα Συμαϊκά, τόμος 3, 1977, σ. 285-293. Χαλιόρης Ν ., Υδρέικα λαογραφικά, ήτοι ήθη, έθιμα, δεισιδαιμονίες προλήψεις στην Ύδρα, τυπ. Ι. Σορώτος, Πειραιάς 1931. Χατζηδάκης Κ., «Ο αγώνας για την κατάργηση των σκαφάντρων και ο Κάρολος Φλέ-
298
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
γελ», Καλυμνιακά Χρονικά, τεύχος 3, 1982, σ. 30-43. Χατζημιχάλη Αγ., «Ηπειρωτική λαϊκή τέχνη», Ηπειρωτικά Χρονικά, τεύχος 5, 1930, σ. 253-264. Χατζημιχάλη Αγ., «Ραπτάδες-Χρυσορράπτες και καποτάδες»,Αφιέρωμα στη μνήμη του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Αθήνα 1960, σ. 445-473. Braudel F., Υλικός πολιτισμός, οικονομία και καπιταλισμός (15ος-18ος αιώνας), τόμος Α', εκδ. Μορφωτικό Ινστιτούτο Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1995. Ginzburg C., Το τυρί και τα σκουλήκια. Ο κόσμος ενός μυλωνά του 16ου αιώνα, Αθήνα 1994. Russo Fr., Εισαγωγή στην ιστορία των τεχνικών, εκδ. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυ μα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1993.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ Drummond Α., Travels throιιght dίfferent cίtίes of , Italy, Greece and several parts of Asia, Λονδίνο 1754. Galland J., Recueil des rits et ceι·emonies du peleιinage de la Mecke, Άμστερνταμ 1754. Leake Μ., Voyage en Grece fait dans les annees 1803 et 1804, τόμος 4, Παρίσι 1807. Odorico Ρ., Conseils et memoires de Synadinos, Παρίσι 1996. Valon ΑΙ., Une annee dans le Levant, τόμος 1, Παρίσι 1846, σ. 220.
1
299
ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗ 1. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Ο άρτος ημών. Από το σιτάρι στο ψωμί (Πρακτικά Γ' Τριημέρου Εργασίας), Αθήνα 1994. Περιλαμβάνονται επιστημονικές μελέτες τόσο για την καλλιέργεια, τη μεταποίη ση, την παραγωγή και την κατανάλωση τροφών από σιτηρά κατά την προϊστορική εποχή, τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους, την περίοδο της τουρκοκρατίας, όσο και για τις τεχνικές εξελίξεις στην παραγωγή αλευριού κατά τον 20ό αιώνα. 2. Εφ. Η Καθημερινή της 18/7/1999, περ. Επτά Ημέρες (αφιέρωμα: «Οι ελληνικοί ανεμόμυλοι»). Σε αυτό το αφιέρωμα περιλαμβάνονται άρθρα για την κατασκευή, τις χρήσεις, τις ποικιλίες και για το λαογραφικό υλικό που διασώζεται για τους νερόμυλους και τους ανεμόμυλους του ελληνικού χώρου. 3. Ginzburg C., Το τυρί και τα σκουλήκια. Ο κόσμος ενός μυλωνά του J 6ov αιώνα, Αθήνα 1994. Ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία ενός Ιταλού μυλωνά που πέθανε στην πυρά κατά διαταγή της Ιεράς Συνόδου. Ο συγγραφέας εκθέτει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του και σκιαγραφεί τις οικονομικές και κοινωνικές δραστηριό τητες, την εργασία, την καθημερινή ζωή. 4. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ- Γενική Γραμματεία Περιφέρειας Πελοποννήσου, Η προβιομηχανική βυρσοδεψία στην Ελλάδα, Αθήνα 1997. Στην εργασία της Κορνηλίας Ζαρκιά, που περιλαμβάνεται σε αυτό το συλλογικό έργο, περιγράφονται αναλυτικά οι τεχνικές επεξεργασίας των δερμάτων. Περι λαμβάνονται επίσης και άλλες σύντομες αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες μελέτες για τη βυρσοδεψία και τις χρήσεις των δερμάτων σε διάφορες ιστορικές πε ριόδους. 5. Κυριαζόπουλος Β., Τα παλιά έπιπλα του Λαογραφικού Μουσείου Μυκόνου (1. Σκρίνια, γραφεία, βιβλιοθήκες), Αθήνα 1988. Σύντομος κατατοπιστικός οδηγός με φωτογραφίες από διάφορα έπιπλα και πληροφοριακό υλικό. 6. Μακρής Κ., «Ξυλογλυπτική», Νεοελληνική Χειροτεχνία, εκδ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1969, σ. 49-88. Στο βιβλίο αυτό γίνεται μια παρουσίαση τεχνικών και των διάφορων ειδών ξυλό γλυπτων αντικειμένων. 7. Δαμιανίδης Κ., Ελληνική παραδοσιακή ναυπηγική, εκδ. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1998. Η μελέτη αυτή αποτελεί σημαντικό βοήθημα για να κατανοήσετε την παραδοσια κή ξυλοναυπηγική. Περιγράφονται αναλυτικά η σχεδίαση, η κατασκευή, τα εργα λεία και οι διάφοροι τύποι σκαφών. Το βιβλίο συνοδεύεται από σχέδια και σπά νιες φωτογραφίες, που επιτρέπουν στον αναγνώστη να σχηματίσει σφαιρική εικό να γι' αυτή την παραδοσιακή τεχνική.
300
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
8. Γκαγκούλια Π., Λούβη Α., Οικονόμου Μ., Παπαδόπουλος Στ., Ρηγίνος Μ., Η σηροτροφία στο Σουφλί, Αθήνα 1992. Πρόκειται για εθνολογικές, ιστορικές, αρχιτεκτονικές και μουσειολογικές μελέτες που έγιναν με σκοπό τη δημιουργία μόνιμης έκθεσης για το μετάξι στο Σουφλί. 9. Ρόκου Β., Υφαντική οικιακή βιοτεχνία. Μέτσοβο (18ος-20ός αι.), Αθήνα 1994. Η Β. Ρόκου μελετά την υφαντική οικιακή βιοτεχνία του Μετσόβου ω:ι6 την τελευ ταία περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, συν δέοντας τη μελέτη της με την οικονομική και κοινωνική ζωή της περιοχής. 10. Ευθυμίου-Χατζηλάκου Μ., «Η καλαθοπλεκτική του Άργους», Εθνογραφικά, τεύχος 2, 1979- 1980, 57-82. Αναλυτική περιγραφή της κατασκευής των καλαθιών, τυπολογία των καλαθιών της περιοχής, περιγραφή των εργαστηρίων και της οργάνωσης της εργασίας σε αυτά. 11. Σταθάκη-Κουμάρη Ρ., Η καλαθοπλεκτική στην Ελλάδα, Αθήνα 1985. Η μελέτη αυτή χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο παρουσιάζονται τα κρητικά κα λάθια και στο δεύτερο διάφορα είδη καλαθιών από πολλές ελληνικές περιοχές. 12. Καπιολδάση-Σωτηροπούλου Χρ., «Η σιδηρουργία στην Ελλάδα. Το παράδειγμα του Πύργου Τήνου»,Εθνογραφικά, τεύχος 6, σ. 121-144. Παρουσίαση ενός σιδηρουργείου και καταγραφή των εργαλείων και των τεχνικών που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή των σιδερένιων εργαλείων των μαρμα ράδων. 13. Παπαδόπουλος Στ., Η χαλκοτεχνία στον ελληνικό χώρο (1900-1975) κατά τις προφορικές μαρτυρίες των χαλκουργών (συμβολή στην εθνογραφική τεχνολογία), τόμοι 1-2, Ναύπλιο 1982. Μελέτη της χαλκοτεχνίας (υλικό, τεχνίτες, τεχνικές, παραγωγή, διάδοση) κατά τον 20ό αιώνα. 14. Εφ. Η Καθημερινή της 13/9/1998, περ. Επτά Ημέρες (αφιέρωμα: «Η ελληνική σπογγαλιεία»). Ιδιαίτερα κατατοπιστικό αφιέρωμα για τη σπογγαλιεία, που συνοδεύεταt από πλούσιο και σπάνιο φωτογραφικό υλικό.
1
301
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ [Κεφάλαιο] • Υπουργείο Πολιτισμού, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων: 1, 2, 3. • Εθνικό Ιστορικό Μουσείο: 4, 8, 21, 24, 25, 27. • Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα: 5, 6, 7, 10, 11, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19,
20, 22, 23, 26, 28.
• Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τ. 1: Ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (περίοδος 1453-1669) Τουρκοκρατία - Λατινοκρατία, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1980, σ. 207: 9. • Μουσείο Μπενάκη: 12, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 44. • Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών: 29. • Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης: 30, 31, 32, 33, 41, 42, 43. ! Κεφάλαιο 3 \ • Λαογραφικό Μουσείο Σαρακατσάνων, Σέρρες: 1. • Β. Ησαtας, καρτ ποστάλ: 4, 6. • Αφοί Μαθιουλάκη, καρτ ποστάλ: 5 • Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τ. 5, εκδόσεις Μέλισσα ( σ. 171, σχ. 286): 7. · • Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα: 8. • Σχέδια Massimiliano Bramucci: 9α, 9β, 9y. • Γ.Δ. Μπούρας, καρτ ποστάλ: 10. • Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τ. 6, εκδόσεις Μέλισσα (σ. 150): 11. [ Κεφάλαιο sj • L Έncyclopedie Diderot et d'Alembert, Petits Metiers du Bois, Inter-Livres, 1994: 4. • © Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη: 6, 7δ, 16β • Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα: 8, 9, 10, 11 • Γρηγορόπουλος Μ., Η νήσος Σύμη, πραγματεία υπό γεωγραφικήν, ιστορικήν και στατιστικήν έποψιν, Αθήνα 1877: 16α
Ευχαριστούμε θερμά τα μουσεία, τα ιδρύματα, τους οργανισμούς, τους εκδότες και όσους άλλους συνέβαλαν στην εικονογράφηση του παρόντος τόμου. Παρά κά θε προσπάθεια εντοπισμού και επικοινωνίας με όλους τους κατόχους πνευματι κών δικαιωμάτων, ενδέχεται σε κάποιες περιπτώσεις αυτό να μην κατέστη δυνατό. Σε περίπτωση που ειδοποιηθεί, ο εκδότης θα προβεί στις απαραίτητες διορθώσεις σε πρώτη ευκαιρία. Όσες εικόνες δεν αναφέρονται παραπάνω ανήκουν στα προ σωπικά αρχεία των συγγραφέων ή δημιουργήθηκαν για τις ανάγκες του παρόντος τόμου από τον καλλιτεχνικό επιμελητή.
302
1
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΟΥΔΙΔΑΚΤΙΚΟΥΥΛΙΚΟΥ ΤΟΥΤΟΜΟΥ • Η Βάσω Βασιλού-Παπαγεωργίου σπούδασε Φιλοσοφία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΠανεπιστημίουΑθηνών και είναι διδάκτωρ των Επιστημών της Αγωγής. Διατέλεσε Καθηγήτρια Παιδαγωγικών στη ΣΕΛΕΤΕ και ΣΕΠ (Συνεργαζόμενο Εκπαιδευτικό Προσωπικό) του ΕΑΠ. Έχει δημοσιεύσει βιβλία και άρθρα στο χώρο των Επιστημών τηςΑγωγής. • Η Άννα-Ιωάννα Γουήλ-Μπαδιεριτάκη είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Λαογραφίας στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΠανεπιστημίουΑθηνών. Εί ναι κάτοχος δύο διδακτορικών διπλωμάτων. Το πρώτο αναφέρεται στο Γυναι κείο Παραδοσιακό Πουκάμισο της ηπειρωτικής Ελλάδος (Πανεπιστήμιο Ιωαν νίνων) και το δεύτερο πραγματεύεται στη λαογραφία και την κοινωνική οργά νωση δύο αρβανίτικων οικισμών της Ν.Α.Αττικής (Πανεπιστήμιο ReadίngΑγ γλίας). Είναι πτυχιούχος της αλβανικής γλώσσας. Με το πρόγραμμα ERASMUS, δίδαξε στα πανεπιστήμιαΑmsterdαm και Krδnίngen της Ολλανδίας. Υπό την αι γίδα της Γενικής Γραμματέας Έρευνας και Τεχνολογίας, υπήρξε υπεύθυνη του προγράμματος συλλογής λαογραφικού υλικού από Βορειοηπειρώτες καιΑλβα νούς πληροφορητές σε χωριά της Βορείου Ηπείρου (νότιαςΑλβανίας). Ήταν Επιστημονική Υπεύθυνη τουΑ 'Συνεδρίου Μικρασιατικής Λαογραφίας, που ορ γάνωσε η Ένωση Σμυρναίων. • Η Μαρία Μιράσγεζη είναι αριστούχος της Φιλοσοφικιjς Σχολής του Πανεπιστη μίουΑθηνών και αριστούχος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου των Παρισίων. Χρη μάτισε Καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Ιστορίας του Πολιτισμού στη Μαράσλειο ΠαιδαγωγικήΑκαδημία και στο Μαράσλειο Διδασκαλείο Δ.Ε. Από το 1984 ήταν Καθηγήτρια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στη ΣχολήΑνθρωπιστι κών και Κοινωνικών επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών, σήμερα είναι Ομό τιμη Καθηγήτρια. Δημοσίευσε πολλές μελέτες (αυτοτελείς ή σε τόμους πρακτι κών διεθνών συνεδρίων καθώς και σε διεθνή και ελληνικά επιστημονικά περιο δικά). Είναι σύμβουλος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας και μέλος διε θνών κριτικών επιτροπών διεθνών βραβείων. • Η Ελένη Σπαθάρη-Μπεγλίτη σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ελληνική Φιλολογία στο Τμήμα Μέσων και Νεότερων Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Το 1989 υποστήριξε τη διδακτορική διατριβή της με θέμα: «Οι αγγειοπλάστες της Σίφνου. Κοινωνική συγκρότηση,
1
303
Παραγωγή, Μετακινήσεις». Επί τριετία, με κρατική υποτροφία, διεξήγαγε έρευ να στον τομέα της Κοινωνικής και Οικονομικής Ιστορίας στην Έcole des Hautes Etudes en Scίences Socίales στο Παρίσι. Φοίτησε στη Θ.Ε. «Ανοικτή και εξΑπο στάσεως Εκπαίδευση» του ΕλληνικούΑνοικτού Πανεπιστημίου. Το 1994 βρα βεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για τη Μελέτη της με θέμα «Ιστορική και ΚοινωνικήΛαογραφtαΑνατολικής Θράκης». Έχει συγγράψει το σχολικό εγχει ρίδιο «Πολιτιστική καιΑισθητική Εκπαίδευση» για το σχολείο Δεύτερης Ευκαι ρίας. Έχει συμμετάσχει σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια. Είναι Σχολική Σύμβου λος Φιλολόγων στηνΑθήνα.
• Η Ευδοκία Ολvμπίτοv σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσο φικής ΣχολήςΑθηνών και είναι διδάκτωρ λαογραφίας του ίδιου πανεπιστημίου. Συνεργάζεται με το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και συγκεκριμένα με το πρόγραμμα «Ιστορική μελέτη των οικισμών της Ελλάδος». Τα ερευνητικά και τα συγγραφικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στη μελέτη της ιστορικής εθνογραφίας και της ανθρωπογεωγραφίας του νησιωτι κού χώρου. Ανήκει στο ΣΕΠ (Συνεργαζόμενο Εκπαιδευτικό Προσωπικό) του ΕλληνικούΑνοικτού Πανεπιστημίου.
304
1
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ & ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ